Κούτες

0
312

Αυτή η εικόνα δεν έχει ιδιότητα alt. Το όνομα του αρχείου είναι PAR10255_Comp.jpgαπό την Ιωάννα Περλίγκα

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

Σήμερα μετακομίζω. Στο σπίτι υπάρχουν κούτες παντού. Κόκκινος μαρκαδόρος προσδιορίζει το περιεχόμενό τους – βιβλία, κατσαρόλες, ποτήρια, πιάτα και τέτοια. Η συμπύκνωση της ζωής μου απ’ όσο διάστημα έμεινα στο σπίτι αυτό -σπίτι των δικών μου-  τακτοποιημένη επιλεκτικά, δεμένη με ταινίες, προσδιορισμένη με λέξεις κόκκινου χρώματος. Η μητέρα μου με βοηθάει να κλείσω τα τελευταία κουτιά. Είναι κουρασμένη και έχει ένταση, όπως κι εγώ, άλλωστε, μέρες τώρα. Εδώ και κάνα μήνα έχω ξεκινήσει την εκκαθάριση του τι θα πάρω μαζί μου και τι όχι. Η μητέρα μου προσφέρθηκε να βοηθήσει. Αποδείχτηκε πως δεν μπορούσε, όχι όπως χρειαζόμουν τελοσπάντων. Γιατί με έκανε άνω κάτω με μια κουβέντα κι ένα βλέμμα, όπως ξέρει να κάνει καλά, χρόνια τώρα. Τελικά προτίμησα να τα κάνω όλα μόνη μου. Η αλήθεια είναι πως η μετακόμιση είναι μοναχική διαδικασία. Στο κάτω κάτω εγώ χρειάζεται ν’ αποφασίσω τι θέλω να κρατήσω και τι όχι, πού και πώς θα τοποθετήσω στο νέο τους περιβάλλον τα πράγματά μου. Εγώ χρειάζεται ν’ αποχωριστώ και ν’ αποχαιρετήσω. Αυτό είναι το πιο δύσκολο απ’ όλα.

Η μητέρα μου τυλίγει με χαρτιά τα τελευταία πιάτα πριν τα βάλει στα κουτιά. Οι κινήσεις της είναι επιδέξιες, γρήγορες και νευρικές. Το στόμα της σχηματίζει ένα λεπτό ημικύκλιο προς τα κάτω. Για λίγο την παρατηρώ καλύτερα• πότε έκανε καμπούρα, πότε ρυτίδιασε τόσο το μέτωπό της, πότε αραίωσαν τα μαλλιά της; Βλέπω σε όγκο το βάρος της ζωής που πέρασε από πάνω της – τις πίκρες και τα ανέκφραστα παράπονα που σχημάτισαν ένα βουνό, το οποίο σταδιακά εγκολπώθηκε η μορφή της.

Οι μεταφορείς μπαινοβγαίνουν στο σαλόνι, σηκώνουν στα χέρια τους έπιπλα, πίνακες τυλιγμένους σε σελοφάν, φωτιστικά. Το αγαπημένο μου σημείο σ’ αυτό το σπίτι ξαφνικά δείχνει ξένο, άχρωμο, ψυχρό. Προσπαθώ να ανακαλέσω τις στιγμές χαλάρωσής μου εκεί, τα λίγα δείπνα με φίλους, τις κυματομορφές της μουσικής που σμίλευαν τα βράδια την ατμόσφαιρα – τη δική μου και των τοίχων. Η μητέρα μου λέει: “Έπρεπε να τα ‘χες μαζέψει όλα ήδη. Τελευταία στιγμή κι ακόμα κλείνουμε κουτιά κι οι άνθρωποι περιμένουν εμάς για να τα μεταφέρουν. Τόσον καιρό τι -”.

Παύω να την ακούω. Σήμερα δεν έχω όρεξη να θυμώσω ούτε να αντιπαρατεθώ μαζί της. Ξέρω πως με θεωρεί αδέξια. Πιστεύει πως δεν έχω πλάνο και πως αφήνω το χρόνο να περνάει ανεκμετάλλευτος εις βάρος μου. Δεν καταλαβαίνει τις δικές μου επιλογές, τη θυμώνουν, τη φοβίζουν.

Εντοπίζω και σκαλίζω κάτι ξεχασμένα κουτιά στην αποθήκη. Βρίσκω μέσα παλιές κασέτες με μαγνητοφωνημένα παραμύθια -η  ωραία κοιμωμένη, η λίμνη των κύκλων – με μουσική επένδυση από Τσαϊκόφσκι. Θυμάμαι τις φορές που ήμουν άρρωστη, μικρή, στο πατρικό μου σπίτι. Η ασθένεια ήταν μια συνθήκη που μου εξασφάλιζε φροντίδα -ζεστές σούπες, κρύες κομπρέσες στο κεφάλι, εντριβές με οινόπνευμα στο στήθος και την πλάτη, χουχούλιασμα κάτω απ’ τις κουβέρτες. Θυμάμαι τη μητέρα μου να μου αγγίζει το μέτωπο με τα χείλη της για να διαπιστώσει αν καίω ή αν είμαι δροσερή. Τη θυμάμαι να συνοφρυώνεται ή να χαμογελά ανακουφισμένη, αντίστοιχα, κι εγώ να αφήνομαι μ’ εμπιστοσύνη στις περιποιήσεις της, μυρίζοντας το λαιμό της, αναβιώνοντας λίγη απ’ τη γαλήνη που πρέπει να ‘νιωθα, έμβρυο ακόμα, στην κοιλιά της. Σχεδόν παρακαλούσα μέσα μου τότε να κρατήσει καιρό αυτή η κατάσταση κι ας ένιωθα αδύναμη, κι ας κοιμόμουν πολλές ώρες στερούμενη παιχνίδι και φίλους και τις τηγανητές πατάτες που τόσο μου άρεσαν. Αρκεί να ‘παιρνα τη θριαμβευτική επιβεβαίωση πως όντως ανησυχούσε για ‘μένα, πως της ήμουν σημαντική. Ρίχνω τις κασέτες στη μεγάλη, μαύρη σακούλα που προορίζεται για τα σκουπίδια. Κανείς δεν ακούει κασέτες πια. Όσο για τα παραμύθια – μπούχτισα στερεότυπα και happy endings που απέχουν έτη φωτός από την παράδοξα ισορροπημένη σύνθεση αντιθέσεων της πραγματικότητας. Εξάλλου, μεγάλωσα. Όταν αρρωσταίνω πια, παραγγέλνω σούπες απέξω.

Ώρες μετά η μητέρα μου κι εγώ βρισκόμαστε στο καινούργιο μου σπίτι να τακτοποιούμε σκεύη στα ντουλάπια της κουζίνας. Είναι αργά το μεσημέρι κι είμαστε κι οι δυο στο πόδι από νωρίς το πρωί. Εκείνη δε φαίνεται να πτοείται από την κούραση και την πείνα, εγώ όμως νιώθω τα μέλη μου βαριά σα μολυβένια. Λέω λοιπόν: “Σταματάμε τώρα. Θα φάμε και μετά θα φύγεις, να γυρίσεις κι εσύ σπίτι σου, να ξεκουραστούμε κι οι δυο. Το αξίζουμε”. Τη σπρώχνω τρυφερά αλλά αποφασιστικά προς τον καναπέ του σαλονιού και μας σερβίρω από το φαγητό που η ίδια πρόλαβε και μαγείρεψε αξημέρωτα.

Καθώς τρώμε σιωπηλά δίπλα δίπλα, μια στιγμή την ακούω ν’ αναστενάζει βαθιά. Αφήνει το πιάτο της στο τραπέζι κι αναλύεται σε λυγμούς. Αιφνιδιάζομαι και κοκαλώνω. Εκείνη μονολογεί: “ποτέ δεν κάθισα στιγμή ήσυχη με τον εαυτό μου,  πάντα έτρεχα για τους άλλους – τον πατέρα σου, εσένα, τον αδερφό σου. Ποτέ για ‘μένα. Πώς το ‘πες αυτό; Το αξίζουμε. Έζησα μια ζωή σα να μην άξιζα μια στιγμή για ‘μένα, μόνο για ‘μένα, καταλαβαίνεις;”. Την κοιτάζω σαστισμένη. Συγκινούμαι – πρώτη φορά μου μιλάει τόσο αληθινά. “Καταλαβαίνω”, της λέω. Ανοίγω τα χέρια μου, την παίρνω αγκαλιά. “Κλάψε”, της λέω. “Άστο, να φύγει. Όμως, βλέπεις, γι’ αυτό παλεύω, μαμά – να μη ζήσω σαν εσένα. Εσύ, καταλαβαίνεις;”

Σε λίγο συνέρχεται. Ξαφνιάζεται. Με κοιτάζει επιφυλακτικά, μαζεύει τα πιάτα μπροστά μας. “Με τον ηλεκτρολόγο μίλησες; Τηλεφώνησέ του να ‘ρθει μες στη βδομάδα”, μου λέει. Στέκεται μπροστά απ’ το νεροχύτη κι αρχίζει κάτι να πλένει. Κοιτάζω τον τοίχο απέναντί μου. Πριν λίγο κρέμασα πάνω του τις πρόσφατα αγορασμένες  κορνιζαρισμένες εικονογραφήσεις με πρόσωπα και λόγια αγαπημένων μου λογοτεχνών από τη little miss grumpy. Το βλέμμα μου πέφτει στο Stephan Zweig, διαβάζω τη φράση που πλαισιώνει το πρόσωπό του: Time to leave now. Get out of this room. Go somewhere, anywhere; sharpen this feeling of happiness and freedom, stretch your limits, fill your eyes. Be awake, wider awake, vividly awake in every sense and every pore. Απ’ το μπαλκόνι ακούγεται ένα δυνατό κορνάρισμα. “Μανούλα, φτάνει με τις δουλειές. Σ’ ευχαριστώ για τη βοήθεια. Ώρα να φύγεις”, λέω και σηκώνομαι απ’ τον καναπέ.

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

το διήγημα έγραψε η Ιωάννα Περλίγκα, στο πλαίσιο του Συνεργείου Δημιουργικής Γραφής

η φωτογραφία είναι του Raymond Depardon