από τον Γιάννη Κεφαλά
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
*«[…] Η Γη είναι μία πολύ μικρή σκηνή σε μία τεράστια κοσμική αρένα. Σκεφτείτε τα ποτάμια αίματος που χύθηκαν από όλους εκείνους τους στρατηγούς και τους αυτοκράτορες ώστε στη δόξα και στον θρίαμβο να μπορέσουν να γίνουν στιγμιαίοι άρχοντες ενός κλάσματος μίας κουκκίδας. Σκεφτείτε τις ατελείωτες βαναυσότητες που επέβαλαν οι κάτοικοι μίας γωνιάς αυτού του πίξελ στους κατοίκους κάποιας άλλης γωνιάς του. Πόσο συχνές οι παρεξηγήσεις τους, πόσο πρόθυμοι είναι να σκοτώσουν ο ένας τον άλλον, πόσο ένθερμο το μίσος τους. Η φανταστική σημασία που δίνουμε στον εαυτό μας, η αυταπάτη ότι έχουμε κάποια προνομιακή θέση στο σύμπαν, προκαλούνται από αυτό το σημείο χλωμού φωτός. […] Ίσως να μην υπάρχει καλύτερη απόδειξη της ανοησίας των ανθρώπινων αλαζονειών από αυτήν τη μακρινή εικόνα του μικροσκοπικού μας κόσμου. Για εμένα, υπογραμμίζει την ευθύνη μας να αντιμετωπίσουμε πιο ευγενικά ο ένας τον άλλον, και να διαφυλάξουμε και να αγαπάμε τη χλωμή μπλε κουκκίδα, το μόνο σπίτι που έχουμε γνωρίσει ποτέ».
*Απόσπασμα απ’ την ομιλία του αστροφυσικού Carl Sagan στο πανεπιστήμιο Cornell (13/10/1994)
֎֍֍
Δεν αισθάνομαι τίποτα πια. Ούτε πονάω ούτε φοβάμαι. Όλα μοιάζουν τόσο γαλήνια όταν αποδέχεσαι όσα δεν μπορείς ν’ αλλάξεις. Ίσως είναι και η γλυκιά μελαγχολία της θάλασσας. Δεν είχα καταλάβει ότι ήμασταν τόσο κοντά της. Ανέλπιστο δώρο να μπορώ ακόμα να μυρίζω την αρμύρα και ν’ ακούω τους παφλασμούς της· οι ρόχθοι των κυμάτων πάντα μ’ ενθουσίαζαν. Μικρός ήθελα να γίνω εξερευνητής. Πίστευα ότι η θάλασσα μού μοιάζει. Και γι’ αυτό την αγάπησα. Τα κατάφερα κι έγινα εξερευνητής· έκανα πολλά ταξίδια στη ζωή μου. Πιο νέος, για να γνωρίσω τον κόσμο. Μετά, για να βοηθήσω όσους περισσότερους μπορώ. Βρέθηκα σε πολλές περιοχές που η αθλιότητα και η ασχήμια του ανθρώπινου είδους με συγκλόνισε. Άλλες ήταν εμπόλεμες ζώνες. Άλλες ήταν σε επισιτιστική κρίση από τη χρόνια εκμετάλλευση των προνομιούχων. Αιθιοπία, Λίβανος, Κονγκό, Νιγηρία… Ήθελα να προσφέρω. Θα μπορούσα να μείνω στη Βοστόνη. Δεν είχα γίνει όμως γιατρός, για να κάνω καριέρα ή για να βγάλω λεφτά. Δε χρειαζόταν να δουλεύω για βιοποριστικούς λόγους. Η οικογένειά μου εδώ και γενιές είχε παραπάνω από αρκετά. Ίσως κι αυτός να ήταν ο λόγος που ήθελα να βοηθήσω αυτούς που δεν ήταν και τόσο τυχεροί όσο εγώ. Βέβαια, πόσο αστείο ακούγεται τώρα; Τυχερός… Πώς θεωρείται κάποιος τυχερός όταν βρίσκεται στο λάθος μέρος, τη λάθος στιγμή; Πόσο γρήγορα μπορούν ν’ αλλάξουν όλα… Πόσο περίεργη είναι η ζωή…
Γνώρισα τη Μίριαμ σε μια αποστολή ανθρωπιστικής βοήθειας στον Λίβανο το 2006, αμέσως μετά τον πόλεμο με το Ισραήλ. «Θεέ μου, πόσο όμορφη είναι…» αναφώνησα μόλις την αντίκρισα για πρώτη φορά. Κι όμως, δεν την ερωτεύτηκα για την ομορφιά της, όσο κι αν μ’ είχε εντυπωσιάσει. Ερωτεύτηκα τον άνθρωπο που μέρα με τη μέρα καταλάβαινα ότι είναι. Είχα δει πολλούς γιατρούς να φροντίζουν τους ασθενείς τους, όμως την αγάπη τής Μίριαμ γι’ αυτό που έκανε και την ενσυναίσθησή της, δεν την είχα διακρίνει σε κανέναν άλλον. Μ’ ένα χαμόγελο συνέχεια στα χείλη να δίνει σ’ όλους κουράγιο. Δίσταζα στην αρχή να της μιλήσω. Πόσο ανακουφίστηκα, όταν μου είπε ότι ήταν κι εκείνη ερωτευμένη μαζί μου. Δεν είχα νιώσει τέτοια ευφορία ποτέ ξανά. Ήταν η πιο ευτυχισμένη στιγμή της ζωής μου.
Από τον Λίβανο φύγαμε μαζί. Πήγαμε στο Τελ Αβίβ να με γνωρίσει στους δικούς της. Μου είχε πει πριν τους συναντήσουμε, ότι θα προτιμούσαν κάποιον Ισραηλινό για σύντροφό της. Πάντα είχαν την ελπίδα να επιστρέψει και να μην ξαναφύγει απ’ το Ισραήλ. Δεν ήξερα τι να περιμένω και πώς θα με υποδέχονταν. Όμως άδικα τα σκεφτόμουν όλα αυτά· η υποδοχή τους ήταν εγκάρδια και χάρηκαν που είδαν την κόρη τους ευτυχισμένη. Ανησυχούσαν βέβαια που έθετε συνεχώς τον εαυτό της σε κίνδυνο. Δεν ήταν ασφαλές για μια γυναίκα γιατρό να βρίσκεται στα πιο επικίνδυνα μέρη του πλανήτη και μάλιστα από επιλογή. Ήξεραν όμως ότι δεν μπορούσαν να την αλλάξουν ή να της απαγορεύσουν να κάνει αυτό που ήθελε. Τουλάχιστον θα ήταν μαζί με τον σύντροφό της. Ίσως να ήταν καλύτερα έτσι. Μου ζήτησαν να την προσέχω. Κι εγώ τους το υποσχέθηκα. Πώς αλλιώς, αφού την αγαπούσα; Για δεκαεπτά χρόνια δεν υπήρξε αποστολή που να μην πήγαμε μαζί. Αφρική, Μέση Ανατολή, Ασία· όπου είχαν ανάγκη από γιατρούς ήμασταν εκεί.
Πριν μερικές μέρες, επιστρέψαμε στο Ισραήλ για τις Άγιες Ημέρες, τις Γιάμιν Νοραΐμ. Η Μίριαμ ήθελε να περάσει τις γιορτές κοντά στους δικούς της, μιας και τον επόμενο μήνα θα πηγαίναμε με μια αποστολή στη Λωρίδα της Γάζας. Θα μέναμε τουλάχιστον τρεις μήνες. Αντιμετωπίζαμε αρκετές δυσκολίες για να εξασφαλίσουμε τις κατάλληλες άδειες. Ήταν πιο εύκολο για μένα που είμαι Αμερικανός, παρά για τη Μίριαμ που είναι Ισραηλινή. Ένας φίλος μας γιατρός που θα συμμετείχε κι αυτός στην αποστολή, ήταν ο πρώτος που τα κατάφερε. Έμενε στα νότια της χώρας, λίγο έξω από την πόλη Ασκελόν και ξεκινήσαμε με το αυτοκίνητο για να τον συναντήσουμε. Θέλαμε να κάνουμε γρήγορα, μιας και η επόμενη μέρα ήταν το Γιόμ Κιπούρ κι έπρεπε να επιστρέψουμε στο Τελ Αβίβ.
Είναι από τις λίγες φορές στη ζωή μου, που θυμάμαι να έχω ένα κακό προαίσθημα πριν ξεκινήσουμε, χωρίς κάποιον ιδιαίτερο λόγο. Δεν ξέρω αν θα άλλαζε κάτι αν θα το είχα εκμυστηρευθεί στη Μίριαμ, όμως δεν πιστεύω τέτοια πράγματα κι έτσι αποφάσισα να μη δώσω περισσότερη σημασία. Η θερμοκρασία ήταν καλή και το ταξίδι ήταν ευχάριστο. Η συνάντηση με τον συνάδελφό μας πήγε καλά και μας έδωσε αρκετές πληροφορίες για ό,τι χρειαζόμασταν για να ξεπεράσουμε τα γραφειοκρατικά κολλήματα. Οι ώρες πέρασαν γρήγορα, και το βράδυ ξεκινήσαμε για την επιστροφή. Λίγα χιλιόμετρα απ’ όταν μπήκαμε στην εθνική οδό, παρατήρησα δυο αυτοκίνητα που μπλόκαραν τον δρόμο. Παραξενευτήκαμε, μιας και δεν υπήρχε κάποια σήμανση γι’ ατύχημα ή για κάποια έργα συντήρησης, οπότε πάτησα φρένο και σταματήσαμε ακριβώς μπροστά στ’ αυτοκίνητα.
Απ’ το πουθενά βρέθηκαν μπροστά μας πέντε άντρες που φορούσαν τη χαρακτηριστική καφίγια στον λαιμό τους και κρατούσαν καλάσνικοφ. Μας σημάδευαν κι έκαναν νόημα να βγούμε έξω. Δεν έχασα την ψυχραιμία μου. Η Μίριαμ δίπλα μου φώναξε να ξεκινήσω. Έβαλα την όπισθεν και πριν προλάβω να πατήσω το γκάζι, άνοιξαν την πόρτα μου και με σύρανε έξω. Άκουσα και τη Μίριαμ να ουρλιάζει και να την τραβάνε. Αντιστάθηκα. Φώναξα. Τους έσπρωξα. Ένας ήρθε κοντά μου και μου έριξε ένα χτύπημα με το κοντάκι τού όπλου του στο σαγόνι. Ζαλίστηκα. Δεν μπορούσα να κάνω τίποτα άλλο. Έπεσα μπρούμυτα και μου πέρασαν χειροπέδες πισθάγκωνα. Είδα τη Μίριαμ να την έχουν κι αυτή στα γόνατα και να τη δένουνε. Ένας πήγε να της βάλει ένα μαντίλι, για να της κλείσει το στόμα, όμως εκείνη πρόλαβε να του δαγκώσει το χέρι. Μπράβο το κορίτσι μου… Της έριξε ένα χαστούκι κι έπεσε μπροστά. Πήγα να φωνάξω, αλλά η φωνή μου πνίγηκε μέσα στα αίματα που είχαν γεμίσει το στόμα μου. Ήμουν ανίκανος να την προστατεύσω. Ήμουν ανίκανος ν’ αντιδράσω. Με σύρανε και με φόρτωσαν σε μια καρότσα. Μου κλείσανε κι εμένα το στόμα. Το μόνο που άκουγα ήταν η φράση που επαναλάμβαναν στ’ αραβικά ξανά και ξανά, ότι ο Θεός είναι μεγάλος. «Αλλαχουακμπάρ! Αλλαχουακμπάρ!»
Προσπαθούσα να καταλάβω τι έκαναν στη Μίριαμ. Δεν ήταν στην καρότσα μαζί μου. Ήταν νύχτα και δεν είχαν φώτα, αλλά τουλάχιστον άλλα δυο αγροτικά αυτοκίνητα μας ακολουθούσαν. Το κομβόι χοροπηδούσε πάνω στους κακοτράχαλους χωματόδρομους. Κάποια στιγμή σταμάτησε και φόρτωσαν άλλους δυο δεμένους άντρες δίπλα μου. Κι εκείνοι είχαν κλειστό το στόμα τους. Γρήγορα συνεχίσαμε για όπου μας πήγαιναν. Το σαγόνι κι όλο το κεφάλι μου πονούσαν. Τα μάτια μου έκλειναν. Φοβόμουν. Και πιο πολύ φοβόμουν για τη Μίριαμ. Φτάσαμε σ’ έναν μεγάλο φράχτη. Δεν υπήρχε καμιά αμφιβολία. Μας πήγαιναν στη Λωρίδα της Γάζας. Ένα φορτηγό έκρυβε μια μεγάλη τρύπα. Περάσανε όλα τ’ αυτοκίνητα από μέσα. Μια μπουλντόζα ήταν από την πίσω μεριά του φράχτη. Οι συνεπιβάτες μου πρέπει να ήταν σε κατάσταση σοκ. Άρχισαν να μουγκρίζουν, λες και τότε κατάλαβαν πως μας είχαν απαγάγει.
Σε λίγο θα ξημέρωνε. Φτάναμε σε μια πόλη. Φαινόταν μεγάλη, μάλλον ήμασταν στην πόλη της Γάζας. Στους δρόμους ήταν κι άλλοι μαχητές οπλισμένοι. Είδα και γυναίκες και παιδιά που κοιτούσαν με απορία. Δε σταματήσαμε. Συνεχίσαμε μέχρι που φτάσαμε σ’ ένα αδιέξοδο. Μας κατέβασαν τραβώντας μας. Αυτός που με χτύπησε, άνοιξε μια καταπακτή στην άκρη του δρόμου. Σ’ ένα αυτοκίνητο πίσω μας διέκρινα τη Μίριαμ. Δόξα τω Θεώ ήταν ζωντανή! Ένιωσα μια ανακούφιση που την είδα. Πίστευα ότι δε θα την έβλεπα ποτέ ξανά. Μ’ έσπρωξαν να μπω στις υπόγειες στοές. Βρόμαγε μούχλα. Οι απαγωγείς αλάλαζαν διάφορα συνθήματα στ’ αραβικά. Είχα μάθει κάποιες λέξεις τα προηγούμενα χρόνια, αλλά δεν μπορούσα να καταλάβω τίποτα απ’ όσα φώναζαν, εκτός απ’ το «Αλλαχουακμπάρ». Φαινόταν όμως ότι έβριζαν εμένα και τους άλλους άντρες που περπατούσαν μαζί μου, έβριζαν το Ισραήλ, και τους Εβραίους. Προσπαθούσα να φωνάξω κι εγώ: «Γιατρός! Αμερικανός γιατρός!» Μήπως κάποιος συγκινηθεί και σκεφτεί ότι δεν είμαι εχθρός. Πήγα να μιλήσω σ’ έναν που μ’ έσπρωχνε, αλλά το μόνο που κατάφερα ήταν να μου ρίξει μια μπουνιά στο μάτι και να επιστρέψω στην πορεία μου.
Οι στοές ήταν δαιδαλώδεις. Περπατούσαμε και περπατούσαμε. Κάποια στιγμή σταματήσαμε έξω απ’ έναν διάδρομο που είχε μικρά κελιά. Μου έβγαλαν τις χειροπέδες και με πέταξαν μέσα σ’ ένα απ’ αυτά. Τα κάγκελα έκλεισαν. Οι υπόλοιποι συνέχισαν παρακάτω. Έμεινα στο πάτωμα και δυσκολευόμουν να κουνηθώ. Σιγά σιγά κατάφερα ν’ ανασηκωθώ, και ν’ ακουμπήσω στον τοίχο. Το σαγόνι μου δεν πρέπει να είχε σπάσει, αλλά πονούσα υπερβολικά. Το ίδιο πονούσε και το μάτι μου. Δεν πρέπει να έβαλαν κάποιον άλλον στα μικρά κελιά δίπλα μου. Όσο κι αν φώναξα δεν απάντησε κανείς. Άκουγα μόνο κραυγές ν’ αντηχούν μέσα στις στοές. Έφερναν κι άλλους και τους πήγαιναν όλο και πιο βαθιά. Δεν ήμασταν μόνο όσοι είχα δει να μπαίνουμε.
Πέρασαν κάποιες ώρες και δεν εμφανίστηκε κανείς. Εγώ σκεφτόμουν τη Μίριαμ κι αν θα μπορούσα να μιλήσω με κάποιον απ’ τους απαγωγείς, για να διαπραγματευτώ την απελευθέρωσή μας. Θα μπορούσαμε και να βοηθήσουμε. Να κουράρουμε όποιον τραυματία είχαν. Δε μ’ ενδιέφερε ο πόλεμός τους. Δεν είναι δικός μου πόλεμος. Ποτέ δε σκέφτηκα να διαλέξω πλευρά. Ήμουν πάντα με όποιον είχε ανάγκη. Για μένα οι ασθενείς μου δεν έχουν φύλο, ηλικία, εθνικότητα ή θρήσκευμα. Είναι άνθρωποι που χρειάζονται τη βοήθειά μου, κι εγώ είμαι εκεί, για να τους την προσφέρω.
Ένας από τους απαγωγείς ήρθε και μ’ έβγαλε απ’ το κελί. Προσπάθησα να μιλήσω και σ’ αυτόν μα δεν μου απαντούσε, παρά μόνο μ’ έσπρωχνε με την κάννη του όπλου του. Με οδήγησε μέσα στις στοές και βγήκαμε στην επιφάνεια μέσα απ’ ένα κτίριο κοντά σε μια πλατεία. Πρέπει να ήταν αργά το μεσημέρι. Είχε πολύ κόσμο. Δεν ήταν όλοι οπλισμένοι. Πιο πολύς ήταν ο άμαχος πληθυσμός. Ηλικιωμένοι, γυναίκες με μαντίλες, παιδιά. Είχαν μαζευτεί και φώναζαν σαν να βρίσκονταν μέσα σε αρένα. Το κλίμα θύμιζε μεσαιωνικές εκτελέσεις, που ήταν μια μορφή διασκέδασης να περιμένουν να δουν το θύμα που θ’ ανέβαινε να εκτελεστεί στο ικρίωμα. Μ’ έβαλαν να καθίσω στα γόνατα μου, μαζί μ’ άλλους είκοσι τουλάχιστον άντρες ομήρους. Απέναντι αναγνώρισα τη Μίριαμ. Ήταν μαζί μ’ άλλες γυναίκες. Εκείνη δε μ’ είδε.
Αυτός που με χτύπησε το προηγούμενο βράδυ ήταν στο κέντρο της πλατείας και μιλούσε παθιασμένα. Όλοι τον άκουγαν και τον επευφημούσαν. Φαίνεται πως είχε αρχηγική θέση στην οργάνωση. Φώναζαν ρυθμικά τ’ όνομά του: «Αζίζ!» Και μετά και πάλι συνεχόμενα «Αλλαχουακμπάρ!» Υπήρχαν κάποιοι απ’ τους οπλισμένους μαχητές που τον ακολουθούσαν με κινητά και τον βιντεοσκοπούσαν. Μιλούσε και σήκωνε το χέρι του προς τον ουρανό. Δεν ξέρω τι έλεγε ακριβώς, αλλά κάθε πρόταση θα είχε μέσα κάποια απ’ τις λέξεις «Αλλάχ», «Παλαιστίνη» ή «Ισραήλ». Έβγαλε απ’ τη θήκη του ένα μεγάλο πριονωτό μαχαίρι και πήγε κοντά σ’ ένα απ’ τα κινητά. Μίλησε απειλητικά και κατευθύνθηκε προς τις γυναίκες απέναντί μας. Σταμάτησε δίπλα απ’ τη Μίριαμ, μπροστά από μια νεαρή κοπέλα. Την έπιασε απ’ τα μαλλιά και την τράβηξε να σηκωθεί. Την κοίταξε και την έφτυσε στο πρόσωπο. Η Μίριαμ πετάχτηκε κι ας ήταν τα χέρια της δεμένα και μπήκε ανάμεσά τους. Δεν ήταν ώρα για ηρωισμούς. Όμως η Μίριαμ δε θα μπορούσε να μην υπερασπιστεί κάποιον αδύναμο. Σάστισε αρχικά ο Αζίζ, μιας και δεν το περίμενε, όμως αμέσως πέταξε κάτω την κοπέλα με δύναμη κι έπιασε τη Μίριαμ απ’ τα μαλλιά.
Σηκώθηκα απότομα, για να πάω προς το μέρος της, αλλά ένας φύλακας από πίσω με κλώτσησε στη γάμπα και μ’ έριξε κάτω. Ο Αζίζ την πήγε στο κέντρο της πλατείας. Τα κινητά ακολουθούσαν. Περνούσαν κι άλλοι απ’ τους συντρόφους του και την κλωτσούσαν, την έφτυναν και την έβριζαν. Εκείνη στεκόταν με θάρρος και περίμενε να τελειώσει ο εξευτελισμός της. Ώσπου ο Αζίζ την έσπρωξε απότομα, για να πέσει κάτω και στάθηκε από πίσω της. Άρχισα να σπαρταράω, προσπάθησα πάλι να σηκωθώ, όμως κάποιος με πατούσε με τ’ άρβυλά του στην πλάτη και δεν μπορούσα να κουνηθώ. Ούρλιαξα μ’ όλη μου τη δύναμη τ’ όνομά της, και την ίδια στιγμή ο Αζίζ, φώναξε «Αλλαχουακμπάρ!» και έχωσε το μαχαίρι που κρατούσε στον λαιμό της. Η Μίριάμ μου έβγαλε μια μικρή κραυγή πόνου. Υπέμενε το μαρτύριό της όσο ο δήμιος της τής έκοβε το κεφάλι, χωρίς να μπορώ να κάνω τίποτα. Έβγαλα μια οιμωγή και χτυπούσα το κεφάλι μου στο πλακόστρωτο. Δεν μπορούσα να το πιστέψω. Γιατί; Τι σου έκανε; Γιατί να την σκοτώσεις; Ένιωθα τρόμο και φρίκη βλέποντας τον Αζίζ να υψώνει το κεφάλι της σαν τρόπαιο, και να το περιφέρει στην πλατεία. Πρόσεξα μικρά παιδιά, που είχαν γυρίσει το βλέμμα τους και είχαν αγκαλιάσει τις μάνες τους φοβισμένα. Κάποιοι απ’ το πλήθος έτρεξαν να φτύσουν, να κλωτσήσουν και να κατουρήσουν το άψυχο κορμί της. Το ακέφαλο σώμα της ήταν σαν μια κούκλα που ‘χαν σπάσει και ακρωτηριάσει. Της έριξαν πετρέλαιο και της έβαλαν φωτιά. Κι εγώ ανήμπορος έκλαιγα και χτυπιόμουν. Ο Αζίζ ήρθε προς τους άντρες ομήρους. Έδειξε το κομμένο κεφάλι, σαν να μας έδειχνε τι μας περιμένει. Το αίμα της γυναίκας μου έπεσε πάνω μου. Το γεύτηκα. Λιποθύμησα απ’ το σοκ.
Δεν θυμάμαι πώς με μετέφεραν πάλι στο κελί μου. Δεν μπορούσα όμως με τίποτα να ηρεμήσω. Έκλαιγα ασταμάτητα. Δεν μπορούσα να πιστέψω ό,τι είχε συμβεί. Κάποιες στιγμές αμφισβητούσα αν όλα έγιναν πραγματικά. Όμως ήξερα τι είχα βιώσει. Ήμουν εκεί. Οι εικόνες απ’ το μαρτύριο της Μίριαμ με στοίχειωναν. Κι άρχιζα πάλι να κλαίω σπαρακτικά. Πέρασαν κάποιες μέρες, χωρίς να μπορώ να προσδιορίσω πόσες ακριβώς. Και τότε ήρθε ο ίδιος που με οδήγησε στην πλατεία και μ’ έβγαλε ξανά απ’ το κελί μου. Αυτή τη φορά με πήγε σ’ ένα μεγάλο δωμάτιο. Γρήγορα ήρθε κάποιος και μου έκανε ερωτήσεις. Ποιος ήμουν; Τι έκανα στο Ισραήλ; Μήπως ήμουν πράκτορας των Αμερικανών; Κι εγώ τον ρωτούσα ξανά και ξανά, γιατί σκότωσαν τη Μίριαμ. Όμως εκείνος επέμενε, και ρωτούσε για το επίθετό μου· είχαν βρει κάποια έγγραφα πάνω μου και θέλανε να μάθουν ποιοι είναι οι συγγενείς μου. Σκέφτηκα ότι θα θέλανε να ζητήσουν λίτρα για την απελευθέρωσή μου. Δεν ήμουν Ισραηλινός. Δεν ενδιέφερα τη Χαμάς. Του είπα ότι θα απαντούσα μόνο στον φονιά της γυναίκας μου, τον Αζίζ. Ήθελα να μάθω πρώτα γιατί τη σκότωσε κι ύστερα θα τους έλεγα ό,τι ήθελαν. Ο ανακριτής μου μ’ έδιωξε χωρίς να πάρω απάντηση.
Είχα σταματήσει να τρώω ό,τι μου ‘φερναν. Δεν ήθελα να φάω. Ότι κι αν έτρωγα ήθελα να το βγάλω αμέσως. Άρχισα να σκέφτομαι την αυτοκτονία. Τι είχα άλλωστε να περιμένω; Μήπως κι αν έφευγα θα μπορούσα να συνεχίσω τη ζωή μου κανονικά; Όχι. Αυτό ήταν αδύνατον. Μερικές μέρες μετά, με ξαναπήγαν στο ίδιο δωμάτιο. Ο Αζίζ ήταν εκεί και με περίμενε. Με κάθισαν και πάλι στην καρέκλα. Αυτή τη φορά μού δέσανε τα χέρια πάνω στο τραπέζι που ήταν μπροστά μου. Μιλούσε άπταιστα αγγλικά. Πίστευα ότι δε θα ήξερε τίποτα άλλο πέρα από αραβικά, έτσι όπως τον είχα ακούσει να μιλάει παθιασμένα στην πλατεία. Ό,τι και να με ρώταγε, εγώ απαντούσα με την ίδια ερώτηση. Γιατί τη σκότωσες;
«Εσείς γιατί μας σκοτώνετε; Έχετε καταδικάσει τον λαό μου!» μου αντιγύρισε μετά από πολλή ώρα ο Αζίζ.
«Εγώ δεν είμαι ούτε η κυβέρνηση των ΗΠΑ ούτε του Ισραήλ. Ούτε η γυναίκα μου ήταν. Εμείς δεν σκοτώσαμε κανέναν. Ίσα ίσα που σώσαμε πολλούς ανθρώπους μέχρι σήμερα. Ούτε οι Παλαιστίνιοι σκότωσαν τη Μίριαμ. Η Χαμάς τη σκότωσε. Εσύ τη σκότωσες. Είσαι ένας δολοφόνος που χρησιμοποιεί τ’ όνομα του λαού του για να νομιμοποιήσει τα εγκλήματά του. Κι εγώ εσένα θα σε σκοτώσω».
Ο Αζίζ γέλασε. Είπε στους φύλακες να με πάρουν από εκεί. Μου ‘λυσαν τα χέρια και μπήκαμε στις στοές για το κελί μου. Τότε όλα έγιναν αστραπιαία. Μια δυνατή έκρηξη και μια έντονη λάμψη. Ένιωσα τα πλευρά μου να χτυπάνε στον τοίχο. Τ’ αυτιά μου βούιζαν κι έβλεπα θολά. Σκόνες υπήρχαν παντού. Η στοά είχε γεμίσει μπάζα απ’ τα κτίσματα που βρίσκονταν από πάνω της. Ήμουν τυχερός. Αυτοί που με συνόδευαν χάθηκαν στα χαλάσματα. Σύρθηκα εκεί που ήταν πριν η είσοδος του δωματίου. Είδα τον Αζίζ μέσα στα αίματα, και μερικά μπάζα να έχουν πέσει στα πόδια του. Ήταν ζωντανός αλλά δεν μπορούσε να κουνηθεί. Πήγα κοντά του, κι έψαξα τη θήκη με το μαχαίρι που είχε στη ζώνη του. Το ‘βγαλα και το κοίταξα. Ύστερα κοίταξα τον Αζίζ. Είχε τις αισθήσεις του, αλλά παραμιλούσε. Δεν έκανα δεύτερη σκέψη. Το άξιζε. Σήκωσα το μαχαίρι και το κατέβασα με δύναμη στην κοιλιά του, προσέχοντας να μη χτυπήσω κάποιο ζωτικό όργανο. Δεν ήθελα να πεθάνει αμέσως. Έβγαλε μια κοφτή κραυγή και με κοίταξε στα μάτια. Δεν ήταν πολύ ειρωνικό, πόσο γρήγορα τα έφερε η ζωή ώστε να μπορώ να τον σκοτώσω; Του άνοιξα την κοιλιά πέρα ως πέρα και βγήκαν όλα τ’ άντερά του έξω. Έσκουξε απ’ τον πόνο. Δεν περίμενα να νιώσω τέτοια ευχαρίστηση. Τον κοιτούσα στα μάτια. Μου άρεσε να τον βλέπω να υποφέρει. Σκεφτόμουν τι έκανε στη Μίριαμ και ήθελα να τον πετσοκόψω. Άλλη μια έκρηξη μ’ έκανε να σκύψω για να προστατευτώ. Δε θα μπορούσα να κάνω όλα όσα είχα σκεφτεί στον Αζίζ. Έβγαλα το μαχαίρι απ’ την κοιλιά του, και τον κάρφωσα στο στόμα. Σταμάτησε ν’ αναπνέει.
Πονούσα πολύ απ’ τα χτυπήματα, όμως αποφάσισα να προσπαθήσω ν’ αποδράσω απ’ τις στοές. Σκαρφάλωσα τα μπάζα με δυσκολία και βγήκα στην επιφάνεια. Τελικά ήμασταν ακριβώς κάτω απ’ την πλατεία. Είδα σπίτια μισογκρεμισμένα, μέσα στις φλόγες. Κλάματα παιδιών, κραυγές μανάδων… Αυτές είναι οι παράπλευρες απώλειες ενός πολέμου; Πόσοι άνθρωποι πρέπει να πεθάνουν άδικα; Ο πόλεμος είναι η πιο εγκληματική επινόηση του ανθρώπου. Ένα παιδί ήταν βαριά χτυπημένο στην άκρη του δρόμου. Το ωστικό κύμα το είχε πετάξει έξω απ’ το σπίτι του. Πήγα κοντά του. Δεν ανέπνεε. Το έβαλα κάτω κι άρχισα να του κάνω ΚΑΡΠΑ. Έπρεπε να το σώσω αυτό το παιδί. Έπρεπε να σωθεί η ελπίδα. Γύρω μου έτρεχαν πανικόβλητοι άντρες, γυναίκες και παιδιά. Γρήγορα εμφανίστηκε και η μητέρα του παιδιού· ήταν κι εκείνη τραυματισμένη. Με κοιτούσε με αγονία, δεν ήξερε πώς θα μπορούσε να βοηθήσει το παιδί της. Και το παιδί με την προσπάθειά μου επανήλθε. Δάκρυσα απ’ τη χαρά μου. Το ‘βαλα στην αγκαλιά της και της είπα τη λέξη νοσοκομείο. Απ’ τις κινήσεις της κατάλαβα πως μ’ ευχαρίστησε κι έτρεξε με το παιδί μακριά. Σηκώθηκα και κοίταξα την κόλαση γύρω μου. Δεν ήξερα κατά πού να πάω. Μύρισα τη θάλασσα. Ήταν τόσο κοντά που ο αέρας έφερνε την αρμύρα της στο πρόσωπό μου. Θα ήταν άραγε πιο ασφαλές να πάω προς τη θάλασσα ή να κρυφτώ στην έρημο; Γρήγορα όμως το δίλημμα δεν υπήρχε πια. Μια έξυπνη βόμβα, που ίσως είχε σκοπό να μ’ απελευθερώσει απ’ τους απαγωγείς μου, έπεσε κοντά μου και το ωστικό κύμα μ’ εκσφενδόνισε δεκάδες μέτρα μακριά. Ο αυχένας μου έσπασε κατά την πρόσκρουση και πέθανα ακαριαία. Τουλάχιστον έμεινα με τα μάτια ανοιχτά να κοιτάω τον νυχτερινό ουρανό.
Τελικά έχει δίκιο η ιατρική κοινότητα, που ισχυρίζεται ότι ο εγκέφαλος παραμένει ενεργός για κάποια ώρα και μετά τον θάνατο. Πόσο μάταια φαντάζουν όλα πια; Τίποτα δεν μπορεί να εμποδίσει το αναπόφευκτο της ανυπαρξίας. Ξέρω ότι σε λίγο θα έχουν όλα τελειώσει και νιώθω μια αγαλλίαση. Τ’ αστέρια τρεμοπαίζουν στον ουρανό. Ή τα βλέπω εγώ θολά; Δεν αισθάνομαι τίποτα πια. Ούτε πονάω ούτε φοβάμαι. Όλα μοιάζουν τόσο γαλήνια όταν αποδέχεσαι όσα δεν μπορείς ν’ αλλάξεις. Ίσως είναι και η γλυκιά μελαγχολία της θάλασσας. Ανέλπιστο δώρο να μπορώ ακόμα να μυρίζω την αρμύρα και ν’ ακούω τους παφλασμούς των κυμάτων της. Μίριαμ, αν είσαι κάπου εδώ γύρω, περίμενέ με, έρχομαι…
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
Το διήγημα έγραψε ο Γιάννης Κεφαλάς, στο πλαίσιο του Συνεργείου Δημιουργικής Γραφής.
Η φωτογραφία είναι η περίφημη “Pale blue dot”, που τραβήχτηκε τον Φεβρουάριο του 1990. Το Voyager 1, περνώντας απ’ τον Ποσειδώνα, γυρίζει και φωτογραφίζει πίσω. Εκείνη η κουκκίδα στη μέση είναι ο πλανήτης Γη.
Ο Καρλ Σάγκαν είχε γράψει, ανάμεσα στα άλλα, κι αυτή την παράγραφο, ένα απ’ τα καλύτερα κείμενα που έχουν γραφτεί για την ψευδαίσθηση του ανθρώπινου μεγαλείου.
Look again at that dot. That’s here. That’s home. That’s us. On it everyone you love, everyone you know, everyone you ever heard of, every human being who ever was, lived out their lives. The aggregate of our joy and suffering, thousands of confident religions, ideologies, and economic doctrines, every hunter and forager, every hero and coward, every creator and destroyer of civilization, every king and peasant, every young couple in love, every mother and father, hopeful child, inventor and explorer, every teacher of morals, every corrupt politician, every ‘superstar,’ every ‘supreme leader,’ every saint and sinner in the history of our species lived there — on a mote of dust suspended in a sunbeam.