από τον Παύλο Ίσαρη
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
Ποτέ δεν είχε βρίσει τόσο όσο όταν περπατούσε στους μουχλιασμένους δρόμους της πόλης. “Νέα Υόρκη και αηδίες”, σκέφτηκε. Στο δεξί της χέρι κρατούσε σφιχτά τη πανιασμένη από το νερό κάρτα, και από μέσα της μετρούσε τα τετράγωνα.
“Σαρανταπέντε… σαράντα έξι…, που διάολο είναι…”
Τρία τετράγωνα μετά παραδόθηκε στον κακό της προσανατολισμό και κατευθύνθηκε προς το κοντινότερο καρότσι με χοτ-ντογκ που βρήκε. Θα ορκιζόταν ότι αυτή η πόλη έχει περισσότερα καρότσια με χοτ-ντογκ από αρουραίους. Και σίγουρα περισσότερους αρουραίους από ευγενικούς πωλητές χοτ-ντογκ.
“Κούκλα! Πόσα να σου βάλω;” ο πωλητής έπιασε με τα λαδωμένα χέρια του τη σακούλα με τα ψωμάκια.
“Θέλω να πάω εδώ”. Η Μύριελ συνειδητοποίησε πόσα νεύρα είχε, ενώ έχωνε την κάρτα στο πρόσωπο του πωλητή.”
“Έι! Με το μαλακό κορίτσι μου!”. Ο Πωλητής μισόκλεισε τα μάτια του και τη διάβασε. “Το μπαρ των διψασμένων ψυχών”, συλλάβισε με δυσκολία.
Ο Πωλητής έκανε ένα βήμα πίσω, έβγαλε τα σκονισμένα γυαλιά του από την κωλότσεπη, τα στερέωσε στη στραβή του μύτη, και κοίταξε τη Μύριελ εξονυχιστικά.
“Α μα βέβαια. Εσύ είσαι που… θέλω να πω, προχθές στην τηλεόραση…”
“Ναι. Εγώ είμαι. Πες μου πού θα βρω το μπαρ”, τον αγριοκοίταξε.
Ο Πωλητής έδειξε το σκοτεινό στενό που πριν από λίγο είχε προσπεράσει βιαστικά η Μύριελ, χωρίς να πάρει τα μάτια του από πάνω της.
Μπήκε στο στενό, και κοίταξε δεξιά και αριστερά. Στο βάθος του δρόμου, το είδε. Η ταμπέλα έγραφε “Τ ΜΠΑ ΤΩΝ ΔΙΑΣΜΕΝΝ ΨΥΧ”. Το φούξια νέον που διέγραφε τα υπόλοιπα γράμματα είχε σβήσει τελείως, αφήνοντας μόνο μερικά από αυτά να τρεμοσβήνουν. Δεν της έκανε καθόλου εντύπωση το ότι το μπαρ ήταν υπόγειο.
Κατέβηκε τα σκαλιά, και κοντοστάθηκε μπροστά σε μια μεγάλη βελούδινη και σκονισμένη κουρτίνα. Η μύτη της έπιασε μια ενοχλητική μυρωδιά πατσουλί, ανακατεμένη με τη μυρωδιά από σβησμένο πούρο κι αυτή του πολυκαιρισμένου μπράντι.
Από μέσα ακουγόταν ένα φαλτσοκουρδισμένο πιάνο να παίζει έναν αργό τζαζ σκοπό. Χάιδεψε στο χέρι της την κάρτα, και τράβηξε την κουρτίνα. Της πήρε μερικά δευτερόλεπτα για να συνηθίσουν τα μάτια της στο μισοσκότεινο χώρο και στο σύννεφο καπνού που ήρθε καταπάνω της.
Ο χώρος του μπαρ θύμιζε σαλόνι από παλιο αρχοντικό σπίτι, το οποίο όμως ήταν εγκαταλειμμένο πολλά χρόνια. Ένας τεράστιος καθρέφτης πίσω από τη μπάρα έκανε το χώρο να μοιάζει μεγαλύτερος, και τα τραπέζια με τα σκαμπό έδεναν με την παλιομοδίτικη κόκκινη μοκέτα που ήταν στρωμένη απ’ άκρη σ’ άκρη.
Κοίταξε αναγνωριστικά το χώρο. Μια ντουζίνα στενά τραπέζια εκτείνονταν μέχρι το βάθος του μπαρ, και στη συνέχεια χάνονταν μέσα στο στρώμα του παχύ καπνού υγρασίας και πούρου. Τα μάτια της σταμάτησαν στη μπάρα. Πίσω της βρισκόταν ένας μπάρμαν γύρω στα εξήντα. Κάπνιζε το πούρο του στραβά, ενώ σκούπιζε βαριεστημένα μερικά ποτήρια.
Η Μύριελ πλησίασε διστακτικά τη μπάρα.
“Καλημέρα και συγγνώμη για την ενόχληση. Με ενημέρωσαν από το Γραφείο Αποτυχιών και Εξευτελισμών ότι έχω μετεκπαίδευση. Αλλά λογικά έχει γίνει κάποιο λάθ…”
“Τι θα πιεις;”, την έκοψε απότομα ο μπάρμαν.
“Με συγχωρείτε, αλλά δεν θα καθίσω. Ψάχνω την Ανώτατη Υπηρεσία Μετεκπαιδεύσεων Αποτυχημένων και έχω ήδη αργήσει”.
“Δώσε μου την κάρτα σου”, είπε ο μπάρμαν, αφήνοντας έναν αναστεναγμό.
Η Μύριελ άφησε προσεκτικά τη βρεγμένη κάρτα στη μπάρα.
“Αριθμός 43608. Τι θα πιεις;” επανέλαβε ο μπάρμαν.
“Μα… εδώ είναι η υπηρεσία;”
“Ναι”. Πλέον ο μπάρμαν δεν κοιτούσε καν τη Μύριελ, παρά μόνο στοίβαζε τα ποτήρια στο ράφι πίσω του.
“Και πού θα γίνει το πρόγραμμα μετεκπαίδευσης;” ρώτησε σαστισμένα η Μύριελ.
“Θα καταλάβεις όταν πάρεις επιτέλους ένα ποτό και καθίσεις”
“Μα τι αγένεια… Θέλω να πω.. Εντάξει. Θα ήθελα ένα Κοσμοπόλιταν με Κράνμπερι και ανανά”
Ο μπάρμαν γύρισε πάλι στη Μύριελ και την κοίταξε πάνω από τα πολυεστιακά γυαλιά του.
“Έχω μπράντι και ουίσκι”.
“Χριστέ μου. Εντάξει. Βάλτε μου ένα μπράντι.”
Η Μύριελ εξέτασε το χώρο, κρατώντας το ποτήρι με το μπράντι. Όλα τα τραπέζια ήταν γεμάτα με ανθρώπους σκυφτούς και χαμένους στη σκέψη τους.
Διάλεξε ένα τραπέζι μακριά από το πιάνο, καθώς δεν άντεχε να ακούει το φάλτσο παίξιμο του γέρου πιανίστα, που δεν έμοιαζε σε τίποτα με τις Ουβερτούρες του Ραχμάνινοφ που έπαιζαν στο σπίτι όταν γύριζε από τη δουλειά.
“Καλησπέρα σας και συγγνώμη για την ενόχληση. Είμαι κι εγώ από το πρόγραμμα Μετεκπαιδεύσεων. Αναρωτιόμουν αν θα μπορούσα να καθίσω μαζί σας”, είπε ντροπαλά, αλλά σταθερά στους τέσσερις θαμώνες του τραπεζιού που της φάνηκε πιο καθαρό συγκριτικά με τα άλλα. Κανένας δεν απάντησε. Η Μύριελ έσφιξε τα χείλη και έβηξε με τρόπο.
“Και να σου πούμε να μην κάτσεις, αποτυχημένοι θα είμαστε και εμείς, και εσύ. Οπότε κάνε ό,τι θέλεις.”, τραύλισε ένας μεσόκοπος αξύριστος κύριος, και κατέβασε όλο το ποτήρι με το μπράντι του δίνοντας ένα δυνατό ρέψιμο για κατάληξη.
Η Μύριελ δεν προσπάθησε καν να κρύψει το μορφασμό αηδίας στο πρόσωπό της.
“Αν είναι δυνατόν…” μουρμούρισε καθώς τράβηξε την καρέκλα για να καθίσει. Αυτό ήταν απαράδεκτο. Σημείωσε νοερά να τελειώσει το σεμινάριο και να παραπονεθεί εντόνως στην υπηρεσία.
Άφησε το ποτήρι της στο τραπέζι και σκούπισε το χέρι της με σιχαμάρα.
“Μου θυμίζεις την κόρη μου. Έτσι είναι κι αυτή, ψηλομύτα σαν εσένα”. Η φωνή στα αριστερά της άνηκε σε μια κυρία γύρω στα εξήντα. Ρούφηξε δυνατά το ποτό της, σκούπισε το στόμα στο μανίκι της. Η Μύριελ σιχάθηκε και ξεροκατάπιε.
“Σας παρακαλώ, δεν σας επιτρέπω!” της είπε μόλις βρήκε το θάρρος.
“Άκου κουκλίτσα μου, εδώ μέσα είμαστε όλοι αποτυχίες της ζωής. Είτε μου επιτρέπεις είτε όχι, σκασίλα μου”.
Μεθυσμένα γέλια ακούστηκαν από παντού.
Η Μύριελ αναρωτιόταν τι ήταν όλο αυτό το κακόγουστο αστείο. Είχε αρχίσει να νευριάζει και ήθελε να επιστρέψει στο τεράστιο σπίτι της στα προάστια και να παίξει με τα τρία κανίς της. Και γιατί να μην το κάνει; Ναι, αυτό ήταν. Θα έφευγε από αυτό το βρώμικο καταγώγιο και θα τραβούσε μια ξεγυρισμένη μήνυση στην Ανώτατη Υπηρεσία Μετεκπαιδεύσεων Αποτυχημένων.
Έκανε να ξεκρεμάσει την τσάντα από την καρέκλα της, όταν ο σιωπηλός άνδρας στα δεξιά της, μίλησε.
“Εγώ είμαι ο Λίο.” σήκωσε το ποτήρι με το μπράντι του και ήπιε, λερώνοντας τα γένια του. “Ήμουν ο καλύτερος χρηματιστής στη Γουόλ Στρητ για έντεκα χρόνια σερί.”
Η Μύριελ πρόσεξε ότι το χέρι του έτρεμε, και ανακάθισε στην καρέκλα της.
“Δεν μου ακούγεται για πολύ αποτυχημένο αυτό”, του είπε ενοχλημένη.
Ο Λίο την κοίταξε στραβά, και κατέβασε άλλη μια γενναία γουλιά μπράντι.
“Δεν ήταν. Μέχρι το κραχ του 2034. Τρεις μέρες πριν βαρέσει κανόνι το χρηματιστήριο, έδωσα την εντολή να αγοράσουμε μετοχές. Πολλές μετοχές. Δαν φταίω εγώ… πού να φανταστώ…”. Ο Λίο έπνιξε τις τελευταίες λέξεις στα δάκρυα που άρχισαν να τρέχουν στα τραχιά του μάγουλα.
“Κούκλε μου, σιγά τ’ αυγά!” φώναξε γεμάτη υπερηφάνεια η κυρία απέναντι από τη Μύριελ.
“Να σου συστηθώ κουκλίτσα. Είμαι η Ντάνα η Νταρντάνα με τ’ όνομα. Σαράντα χρόνια στο τραγούδι, στην ηλικία σου γέμιζα τα καμπαρέ κάθε βράδυ!”
Η Ντάνα η Νταρντάνα γέλασε τόσο δυνατά, αλλά σύντομα το γέλιο της μετατράπηκε σε τραχύ τσιγαρόβηχα, κάνοντας ολόκληρο το τραπέζι να τρίξει.
Η Μύριελ την κοίταξε με απορία. Δεν είχε πάει φυσικά ποτέ σε καμπαρέ, και η Ντάνα η Νταρντάνα της ήταν παντελώς άγνωστη.
“Τι τα θες όμως, κουκλίτσα”, συνέχισε η Ντάνα, ξαναβρίσκοντας τη φωνή της.
“Όταν εκείνος ο νεαρός κιθαρίστας ανέβασε το βίντεο που του την έπεφτα και τον απειλούσα, έγινα βούκινο σε όλα τα κανάλια. Με εξαφάνισαν από παντού! Και να ‘μαι κι εγώ εδώ στο μπαρ λοιπόν”.
Η Μύριελ πλέον γύρισε χωρίς ντροπή στον αηδιαστικό άνδρα στα αριστερά της, που νωρίτερα είχε ρευτεί. Το σκέφτηκε για μια στιγμή, καθώς δεν ήθελε να φανταστεί τί τρομερό και σιχαμένο θα είχε κάνει αυτός. Ξαφνικά θυμήθηκε το σκονισμένο ποτήρι με το μπράντι μπροστά της. Το σήκωσε με μια έκφραση αηδίας στο πρόσωπό της, έκλεισε τα μάτια της, και το κατέβασε όλο.
“Κι εσύ;” τον ρώτησε.
“Ματίας. Ο Ματίας ο χαπάκιας, όπως έγινε τελικά γνωστός”. Ο Ματίας δε σήκωσε το βλέμμα του απ’ το ποτήρι, και ήπιε πάλι. “Ήμουν ο κορυφαίος σκόρερ του πρωταθλήματος μπάσκετ. Σε όλα τα ντέρμπι, τριάντα δύο χιλιάδες κόσμου φώναζαν το όνομά μου. Όταν σκόραρα ήταν αρρώστια. Αρρώστια που μου τρύπησε τα μυαλά όμως”.
Η Μύριελ τον κοίταζε πλέον με απορία και οίκτο, και όχι με αηδία. Φυσικά, δεν ασχολούνταν με το μπάσκετ. Φρόντιζε να γεμίζει τα απογεύματά της με πιάνο και ποίηση, παρά με τέτοιου είδους ποταπές διασκεδάσεις.
“Αρρώστια, ναι. Όταν πάτησα τα τριάντα πέντε, δεν μπορούσα να τρέξω όσο πριν. Δοκίμασα αυτά τα χάπια που μου έδωσε ο γιατρός της ομάδας. Ένιωσα σαν να μου είχαν αλλάξει τα πετρέλαια, κανονικά. Τρεις εβδομάδες μετά, πιάστηκα ντοπέ. Στο δρόμο πλέον αυτοί που μου ζητούσαν αυτόγραφα, με κορόιδευαν…”
“Εσύ όμως, δεν μας είπες τι γυρεύεις στο σεμινάριο”, είπε δυνατά η Ντάνα στη Μύριελ, ανάβοντας ένα καινούργιο πούρο.
“Εγώ δεν είμαι σαν εσ…θέλω να πω… εγώ είμαι η καλύτερη δικηγόρος στα ναυτιλιακά στην πόλη!”. Η Μύριελ αναθάρρησε, ενθυμούμενη την ταυτότητά της.
Ο Λίο κάγχασε. “Και δε μας λες, τι έκανες εσύ και σε έστειλαν εδώ;”, τη ρώτησε.
Η Μύριελ έσκυψε το κεφάλι και κράτησε το ποτήρι με τα δύο της χέρια.
“Να… μου πρότειναν να κάνουμε μια δουλεία με πλοία από Κολομβία. Κόκα μέχρι πάνω. Πενήντα εκατομμύρια μετρητά. Το μόνο που θα είχα να κάνω θα ήταν να ετοιμάσω τα πλαστά συμβόλαια¨.
Τόσο η Ντάνα όσο και ο Λίο ανακάθισαν. Ο Ματίας σκούπισε τα γεμάτα μπράντι γένια του, και σήκωσε το βλέμμα του από το ποτήρι.
“Και;” τη ρώτησε.
“Και αρνήθηκα.” Η Μύριελ έφερε τα χέρια της στο πρόσωπο και έπνιξε έναν λυγμό.
“Είμαι η ντροπή των δικηγόρων. Ο όνειδος της δικηγορικής πιάτσας, το καταλαβαίνετε;”
Ο πιανίστας σταμάτησε να παίζει, σημαίνοντας το τέλος του σεμιναρίου.
“Ελα παίδες, δρόμο. Αύριο πάλι!” βροντοφώναξε βαριεστημένα ο μπάρμαν, και άναψε όλα τα φώτα.
Η Μύριελ έθαψε την κάρτα ακόμα πιο βαθιά στην τσέπη της.
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
το διήγημα έγραψε ο Παύλος Ίσαρης, στο πλαίσιο του Συνεργείου Δημιουργικής Γραφής