από τον Σοφοκλή Πανταζή
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
Ο Πέτρος ετοιμάζει ευδιάθετος πρωινό στην κουζίνα. Στα πόδια του τρίβεται ο ασπρόμαυρος γάτος της γνωστής ράτσας το-βρήκα-στα-σκουπίδια-μικρό-και-το-μάζεψα, ο Στίβεν – από τον Στίβεν Χόκινγκ που λατρεύει ο Πέτρος. Ταΐζει τον γάτο και, με την κούπα καφέ στο ένα χέρι και δυο τοστ στο άλλο, κατευθύνεται στο ευρύχωρο καθιστικό με τις ξέχειλες βιβλιοθήκες, το μαύρο δερμάτινο σαλόνι, τους αναγεννησιακούς πίνακες και το πανάκριβο τηλεσκόπιο.
Αν και τα πρωινά συνήθιζε να λιώνει στον ύπνο, εδώ και δυο μήνες ξυπνά νωρίς χάρη στον Στίβεν, που η περιέργεια του τον εξώθησε να σκαρφαλώσει στο τηλεσκόπιο και να το στρέψει χαμηλότερα από το σύνηθες. Ο Πέτρος, που ποτέ δεν εξερευνούσε τα γήινα, ικανοποίησε κι αυτός την περιέργειά του και ανακάλυψε ένα αστέρι επίγειο, και έκτοτε διαμόρφωνε το πρόγραμμά του σύμφωνα με την τροχιά που επέτρεπε η παρατήρηση τού αστεριού.
Μετακίνησε την πολυθρόνα μπροστά απ’ το παράθυρο, ρύθμισε το τηλεσκόπιο και κάθισε. Δεν άργησε να ανατείλει. Μέσα από το φακό είδε τη μελαχρινή κοπέλα, που σήμερα φορούσε το μοβ κολάν, να ξεκινά γιόγκα. Η ευκρίνεια ήταν τόση που διέκρινε σταγόνες ιδρώτα να ξεπηδούν από τους πόρους της. Θαύμασε, για άλλη μια φορά, την ευλυγισία της, την αυτοσυγκέντρωση που εκτελούσε τις ασκήσεις, το υπέροχο, γεμάτο ονειρικές καμπύλες κορμί, μα πάνω απ’ όλα, τα εκφραστικά, μεγάλα πράσινα μάτια της.
Δεν ήταν ο τύπος που θα χαϊδευόταν μπροστά στην ανήθικη θέα μιας κοπέλας που ανυποψίαστα επιδεικνύει τα κάλλη της – δεν ήταν ηδονοβλεψίας με τη στενή έννοια του όρου. Την κοίταζε με το ίδιο εξερευνητικό πνεύμα που παρατηρούσε τον επιβλητικό Σείριο ή τη μαγευτική Αφροδίτη, με τον θαυμασμό εκείνο που πλημμυρίζει τις αισθήσεις μπροστά στο μεγαλείο του σύμπαντος, με την ευδαιμονία και το δέος όταν βλέπει κανείς για πρώτη φορά ένα γαλαξία – ναι, για τον εσωστρεφή, ντροπαλό και μοναχικό Πέτρο, η κοπέλα αυτή ήταν ένας μακρινός γαλαξίας που ποτέ δε θα επισκεπτόταν, μια εκθαμβωτική παρουσία που απείχε έτη φωτός, ένας παράλληλος, εθιστικός κόσμος πίσω από το γυαλί του τηλεσκοπίου.
Ήταν ερωτευμένος και το ΄ξερε καλά. Αλλά δεν μπορούσε να διανοηθεί να κάνει κάτι γι’ αυτό, ούτε καν να προσπαθήσει να την προσεγγίσει και ας αποτύγχανε – η δειλία του με το γυναικείο φύλο ήταν ένα χαρακτηριστικό του που τον ταλαιπωρούσε παιδιόθεν, κι ο λόγος που στα είκοσι έξι του χρόνια είχε συνάψει μόνο μία σχέση.
«Πώς περνάει ο έρωτας, Στίβεν;» είπε μ’ έναν αναστεναγμό.
«Μιάου!» έκανε ο γάτος, και χτύπησε με τα νύχια το παράθυρο.
Ο Πέτρος άνοιξε την μπαλκονόπορτα και ο Στίβεν εξαφανίστηκε.
∞
Ο γάτος βγήκε στο μπαλκόνι, πήδηξε στο πεύκο και από εκεί έφτασε στο έδαφος. Διέσχισε το πλακόστρωτο της αυλής και πήδηξε τη μάντρα. Κοίταξε το δρόμο προσεκτικά, και πέρασε απέναντι. Με το βλέμμα του να εξετάζει το πάρκο, ξαλάφρωσε κάτω από ένα πεύκο.
Ώρα για περιπέτεια.
Το πάρκο είχε λίγο κόσμο. Ένας σκύλος γάβγισε επίμονα αλλά, ύστερα απ’ την τελευταία αψιμαχία τους, δεν επιχείρησε να τον πλησιάσει. Ήταν τόσο καλοθρεμμένος γάτος που, χωρίς να είναι χοντρός ή δυσκίνητος, τρόμαζε και τους ανθρώπους ο όγκος του.
Διέσχισε το πάρκο, περίμενε υπομονετικά τα αυτοκίνητα, και πέρασε απέναντι. Τράβηξε για το σουβλατζίδικο που μαγνήτιζε τις αδέσποτες γάτες όπως αυτές εκείνον. Έψαχνε τη μαύρη γάτα που κάτι πήγε να παιχτεί χτες μεταξύ τους, αλλά τους διέκοψε κάποιος ανάγωγος που τους πέταγε πέτρες. Με το ραντάρ του σε πλήρη λειτουργία, είδε κάνα δυο αδέσποτους γάτους που άλλαξαν δρόμο μόλις τον αντίκρισαν.
Όπα! Ποια είναι αυτή; Καινούρια στην πόλη; Τί υπέροχο λευκό τρίχωμα είναι αυτό! Φαίνεται και νεαρή, μμμ! Για να δούμε τι παίζει με τη νεοφερμένη.
Ο Στίβεν πλησιάζει τη γάτα, που στέκεται πάνω σε μια μάντρα. Δείχνει επιφυλακτική όταν τον βλέπει να έρχεται. Κοιτάζονται. Εκείνη πηδάει μέσα στην αυλή. Ο Στίβεν δε χάνει χρόνο, την ακολουθεί και τη στριμώχνει. Εκείνη βγάζει μια κραυγή και οι τρίχες της ορθώνονται. Ο Στίβεν δεν πτοείται και την πλησιάζει. Τη μυρίζει κι εκείνη τον νυχιάζει. Ο πόνος τον κάνει να ανταποδώσει. Γίνεται μάχη. Ουρλιαχτά και τρίχες γεμίζουν τον τόπο. Ο Στίβεν δεν επιμένει – θα πάω να βρω τη μαύρη, σκέφτεται, και φεύγει. Στο δρόμο, ο πόνος τού αλλάζει γνώμη.
∞
Η Μαρί έχει ήδη μετανιώσει για την απερισκεψία της. Η πρώτη έξοδο χωρίς την αφεντικίνα της, το σκασιαρχείο που έκανε σήμερα όταν είδε το ανοιχτό παράθυρο της κουζίνας, παραλίγο να αποβεί μοιραίο. Τί στο διάολο ήθελε εκείνος ο πελώριος γάτος; Τί το ήθελα το ξεπόρτισμα αφού είμαι τόσο φοβητσιάρα; αναρωτιέται.
Μπαίνει από το ίδιο παράθυρο που βγήκε. Πίνει λίγο νερό και προσπαθεί να συνέλθει από το σοκ. Νιώθει την παρόρμηση να κρυφτεί κάτω από το κρεβάτι…
Κάποια στιγμή την ανακαλύπτουν.
«Τι έγινε, κορίτσι μου; Πώς το έπαθες αυτό;»
Πώς να εξηγήσει τώρα τα γεγονότα; Προσπαθεί: «Μιάου, μιάου!»
Βρίσκεται στην αγκαλιά της αφεντικίνας. Παίρνει χάδια που δεν τις αξίζουν, σίγουρα, αλλά πόσο πολύ τα έχει ανάγκη! Καιρός για γουργούρισμα.
Η προσπάθειες να την καθαρίσει από τα αίματα την αγριεύουν περισσότερο παρά της απαλύνουν τον πόνο. Δεν ανέχεται άλλο τις περιποιήσεις, και διαμαρτύρεται έντονα.
Βλέπει την αφεντικίνα της να μιλάει σ’ αυτό το μαύρο πράγμα που βάζει όλη την ώρα στο αυτί της. Η Μαρί μπαίνει στο κλουβί μεταφοράς. Λίγο αργότερα, στο αυτοκίνητο. Τουλάχιστον θα κάνω τη βόλτα μου, σκέφτεται, φτάνει να μη πάω πάλι σ’ αυτόν τον τύπο με τη λευκή ρόμπα…
Τίποτα! δεν πάει καλά σήμερα, στον τύπο με τη λευκή ρόμπα με έφερε πάλι, δεν πρόκειται να το σκάσω ξανά, σκέφτεται, και κλείνει τα μάτια στην αίθουσα αναμονής.
∞
Η Κασσιόπη, αφού έλυσε το μυστήριο, όταν ανακάλυψε τις σταγόνες αίματος στο ξεχασμένο, μισάνοιχτο παράθυρο της κουζίνας, πήρε τη Μαρί –όνομα που διάλεξε από την αγαπημένη της Μαρί Κιουρί– και πήγε στον κτηνίατρο που ευτυχώς λειτουργούσε Σαββατιάτικα.
Μπήκε στην αίθουσα αναμονής, ικανοποιημένη που μόνο ένας νεαρός περίμενε, έχοντας και αυτός σε κλουβί τον δικό του γάτο, που ήταν τεράστιος. Διαπίστωσε το πρόσωπο του νεαρού να γίνεται κατακόκκινο όταν την αντίκρισε, κι αισθάνθηκε εκείνη τη γλυκιά ευφορία που νιώθουμε όταν η παρουσία μας προκαλεί αναστάτωση, και με την άκρη του ματιού της βάλθηκε να τον παρατηρεί.
Εκείνος έχει τα μάτια του συνεχώς καρφωμένα στο πάτωμα, μια συστολή που ανέκαθεν την έβρισκε γοητευτική, σε αντίθεση με τη συνήθη επιθετικότητα των αντρών που αγενέστατα την έγδυναν με τα μάτια τους. Δεν τον έλεγες ούτε ωραίο ούτε άσχημο, αλλά έτσι που βαριανάσαινε πίσω από τα γυαλιά μυωπίας του, η αμηχανία που έκανε τα λεπτά χέρια του να μη βρίσκουν θέση στο σύμπαν, ο ιδρώτας που κυλούσε από τα καστανά μαλλιά του και τύφλωνε τα τρομοκρατημένα, όμορφα καφέ μάτια του, η αίσθηση ότι αν του μιλούσε πιθανότητα ο καημένος να λιποθυμούσε επιτόπου, της έδινε μια ευχαρίστηση που αναρωτιόταν για την προέλευσή της. Το μαρτύριο τού νεαρού κράτησε κάνα δεκάλεπτο, όταν τρεκλίζοντας μπήκε στο γραφείο του γιατρού.
Είκοσι λεπτά αργότερα, εκείνος βγήκε, έγινε κατακόκκινος ξανά όταν την είδε, χαμήλωσε το βλέμμα και μόνο που δεν έτρεξε ως την έξοδο.
Η Κασσιόπη δεν ήταν τύπος ανθρώπου που έχανε το χρόνο της ή τα λόγια της, και ψάρεψε τον κτηνίατρο για πληροφορίες.
«Περίεργο παιδί, αλλά καλοσυνάτο. Ιδιοφυΐα στους υπολογιστές, απ’ όσο γνωρίζω. Έφτιαξε μια εφαρμογή, που την πούλησε χρυσάφι, και αγόρασε το γαλάζιο διώροφο απέναντι από το πάρκο».
«Τι μου λέτε! Και δεν του φαίνεται».
«Είναι χαμηλών τόνων, ο Πέτρος. Μ’ ένα βιβλίο στο χέρι είναι όλη μέρα! Δε βγαίνει συχνά έξω και δεν έχει πολλά πάρε δώσε – θα ετοιμάζει καμιά νέα εφαρμογή, μάλλον!»
«Πέτρος, ε; Σαν να λέμε, Πιερ, δηλαδή… Ενδιαφέρον!»
Η Κασσιόπη καθόταν στο μπαλκόνι της και έβλεπε το γαλάζιο διώροφο που της επέτρεπαν τα φυλλώματα των δέντρων. Δεν μπορούσε να βγάλει από το μυαλό της τον Πέτρο, για κάποιον λόγο που δε θα περίμενε και πολύ για να τον ανακαλύψει. Ο δυναμικός χαρακτήρας της ανέκαθεν την ωθούσε να εξερευνά τις απορίες που συναντούσε στη ζωή της, άμεσα και συνήθως αποτελεσματικά.
Σκέφτηκε και τις συμπτώσεις: είχαν ίδια ηλικία, ήταν κι εκείνη βιβλιοφάγος, και αυτή είχε αγοράσει πρόσφατα το σπίτι της έπειτα από το μεγάλο μπόνους που κέρδισε για την πολύτιμη συμβολή της σε ένα νέο σκεύασμα στην φαρμακευτική εταιρία που εργαζόταν, και, φυσικά, αυτό που τους έφερε κοντά… οι γάτες.
Αφού έκανε λίγο γιόγκα να καθαρίσει το μυαλό της, έκανε ντους, έβαλε ένα φαρδύ, λευκό φόρεμα για να τονίσει τα μαύρα μαλλιά της, πήρε παραμάσχαλα ένα χαλασμένο κομπιούτερ, που κρατούσε για συναισθηματικούς λόγους, και βγήκε έξω. Διέσχισε το πάρκο και χτύπησε το κουδούνι τού Πέτρου. Δεν παραξενεύτηκε όταν άκουσε:
«Μιάου!»
Καμιά εντύπωση που εκείνος έμεινε άναυδος όταν άνοιξε – το λάτρεψε. Της άρεσαν πολύ οι ντροπαλοί άντρες.
«Είμαι η Κασσιόπη, κι έμαθα ότι ξέρεις από κομπιούτερ. Τι λες, γείτονα, θα του ρίξεις μια ματιά;»
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
το διήγημα έγραψε ο Σοφοκλής Πανταζής, στο πλαίσιο του Συνεργείου Δημιουργικής Γραφής