από τη Fido
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
Ήταν μια μέρα στα μέσα Δεκέμβρη όταν γύρισε σπίτι η μάνα από το σούπερ μάρκετ. Οι σακούλες ξεχείλιζαν με διάφορα καλούδια, ανάμεσά τους και τη… Μουστάρδα.
«Να σου φτιάξω ένα τοστ να φας που ’χεις ρέψει εκεί στα ξένα που σπουδάζεις, τζιβαέρι μου;» ρώτησε με το γρέζι στη φωνή που μόνο η Ελληνίδα μάνα με παιδί στο εξωτερικό κατέχει.
«Πήρα και καπνιστή γαλοπούλα που σου αρέσει. Είχαν και μια νέα μουστάρδα προσφορά γνωριμίας και την πήρα και αυτή. Χριστούγεννα έρχονται, δεν θα πάει χαμένη. Ξέρεις τι; Θα κάνω κι εγώ ένα να φάμε μαζί» συνέχισε χωρίς να περιμένει απάντηση κι άπλωσε πάνω στο πάγκο της κουζίνας τα τοστικά σύνεργα.
Εγώ φυσικά δεν της είπα πως δεν θέλω κανένα τοστ, αφού ήμουν σκασμένη από τα πέντε μελομακάρονα που είχα φάει για να συνέλθω από τους πρωινούς μπάφους. Κούνησα συγκαταβατικά το κεφάλι και συνέχισα να σκρολάρω στο κινητό ψάχνοντας για μαγιό.
Μετά από δυο λεπτά ή δυο ώρες, ένα πιάτο προσγειώθηκε σαν ιπτάμενος δίσκος μπροστά μου και άλλο ένα πήρε θέση απέναντι στο τραπέζι. Αυτό που δεν ήθελα πριν, ξαφνικά είχε γίνει τώρα αυτοσκοπός, όπως πολλές φορές στη ζωή μου.
Έπρεπε να φάω τώρα αυτό το τοστ, με το βούτυρό του, το τυράκι του, τη γαλοπούλα του, φρέσκο μαρουλάκι, μαγιονέζα και φυσικά τη Μουστάρδα.
Η μάνα έκατσε κι αυτή απέναντι και σχεδόν συγχρόνως δαγκώσαμε το μαλακό ψωμί, αφήνοντας σημάδια από τα δόντια μας στην παχιά στρώση από βιτάμ. Ήταν εκείνη που μίλησε πρώτη.
«Και τελικά με αυτόν τον χασομέρη τον Κώστα που μύριζε eau de τουαλέτα, με νότες από βραστό κουνουπίδι που μου ’χες κουβαλήσει, τι γίνεται; Το πάτε σοβαρά; Θα είσαι παντελώς ηλίθια αν ναι. Φαίνεται τελείως κοπρόσκυλο», είπε και κόντεψε να πάθει ξόφθαλμο με ό,τι ξεστόμισε. «Συγνώμη παιδάκι μου! Δεν ξέρω τι με έπιασε ξαφνικά».
«Ποιον Κώστα, ρε μάνα; Αυτόν τον είχα φέρει για ξεκάρφωμα. Ήταν η εποχή που μου κολλούσες πολύ κι έπρεπε κάτι να κάνω. Με την Αθηνά τα ’χω εδώ και τρία χρόνια» είπε η γλώσσα μου πριν προλάβω να την σταματήσω – κι ήταν η σειρά μου να γουρλώσω τα μάτια. Μείναμε για λίγη ώρα να κοιταζόμαστε χωρίς να μιλάμε.
«Κρίμα παιδάκι μου, έπρεπε να μου το έλεγες τόσα χρόνια, τι ταλαιπωρία και άγχος θα τράβηξες! Εξάλλου θα καταλάβαινα. Τι νομίζεις κάναμε εγώ και η νονά σου τόσα χρόνια που ήταν ο πατέρας σου στα καράβια; Τ’ αλληλογλείφαμε το σορμπέ», είπε η μάνα με μάγουλα κατακόκκινα σαν από καλοκαιρινές διακοπές.
Η μάνα κεράτωνε τον πατέρα με την νονά; Θα τρίζουν τα κόκαλά του.
«Μάνα τι λες; Και κυρίως γιατί μου τα λες τώρα όλα αυτά; Είμαι και χάλια από τους μπάφους και δεν ξέρω τι είναι πραγματικότητα και τι η φαντασία μου.»
«Μπάφους; Μπάφους;» Ρώτησε η μάνα σχεδόν εξαγριωμένη. «Πάντα ήθελα να δοκιμάσω και δεν ήξερα πού να βρω. Δώσε!»
Περάσαμε όλη την υπόλοιπη μέρα να πίνουμε χόρτο, να τρώμε μελομακάρονα και να ξεστομίζουμε όσα είχαν υπάρξει μόνο γυμνές αλήθειες που ποτέ δεν ντύθηκαν με λόγια.
Μόνο αργά το ξημέρωμα όταν πήγα στην κουζίνα για νερό, έπεσε το μάτι μου στο κίτρινο μπουκάλι της μουστάρδας. Στο πίσω μέρος, στη λίστα με τα συστατικά έγραφε: νερό, ξύδι κρασιού, σινάπι 10%, κουρκουμίνη, συντηρητικό Ε143 με πιθανές παρενέργειες εξάρσεις άκρατης ειλικρίνειας.
Τελικά για όλα έφταιγε η μουστάρδα.
Πήγαμε στο σούπερ μάρκετ αναζητώντας την στα ράφια, αλλά είχε εξαφανιστεί. Οι αναζητήσεις στο ίντερνετ ήταν μάταιες. Όλα έδειχναν πως αυτό προϊόν δεν είχε υπάρξει ποτέ και όμως εμείς είχαμε το ένα και μοναδικό μπουκάλι.
~~
Ανά τα χρόνια τη χρησιμοποιήσαμε με διάφορους τρόπους.
Άλλοτε σαν μέσο να γνωριστούμε ξανά όταν δεν μπορούσαμε πια να κρατήσουμε όρθια τα κεφάλια μας από το βάρος των μασκών που φορούσαμε, ενίοτε για χαβαλέ, ποτέ για κάποιο οικονομικό όφελος.
Γελούσαμε για χρόνια με εκείνο το εκτεταμένο οικογενειακό τραπέζι που κάναμε και όλα τα εδέσματα είχαν από εκείνη τη μουστάρδα.
Τότε μάθαμε πως ο ξάδερφος της μάνας, ο Αργύρης, είχε αγοράσει ένα μικρό οικόπεδο πριν φύγει από την Αμερική που ήταν μετανάστης για είκοσι χρόνια κι είχε πείσει τους πάντες πως ήταν παντελώς άχρηστο. Από όταν γύρισε στην Ελλάδα έβγαινε ταμείο ανεργίας ή έκανε σποραδικά μεροκάματα, ενώ είχε στείλει την γυναίκα του να πλένει σκάλες για μεροκάματο μιας ζωής στην ανέχεια. Σε εκείνο το τραπέζι μας αποκάλυψε πως μια εταιρεία είχε νοικιάσει το οικόπεδό του για να βάλει ένα billboard και αφού ήταν πάνω σε highway τον πλήρωναν 700 χιλιάδες δολάρια τον χρόνο. Αυτό έγινε είκοσι πέντε χρόνια πριν – κάνε τα μαθηματικά για το πόσες σκάλες έπλυνε η ξαδέρφη και πόσα λεφτά είχε στην αμερικάνικη τράπεζα ο ξάδερφος.
Η Λίτσα παραδέχτηκε στον άντρα της πως ενώ «προσπαθούσαν» για παιδί, συνέχιζε να παίρνει αντισυλληπτικά και δεν αφαίρεσε ποτέ το σπιράλ, γιατί δεν ήθελε παιδιά μαζί του, αλλά περίμενε τον παιδικό της έρωτα να ξαναγυρίσει για να κάνουν οικογένεια μαζί.
Η Τασία είπε στην κόρη της πως αν έπρεπε να διαλέξει ανάμεσα σε εκείνη ή στο σκύλο τους, θα διάλεγε τον σκύλο βέβαια μιας και ταιριάζει πιο πολύ η προσωπικότητά της με εκείνη του σκύλου και «είναι εδώ που τα λέμε αντιπαθητική.» Με βρήκε καθολικά σύμφωνη αυτή η δήλωση.
Δεν θα μπορούσα να ξεχάσω φυσικά τον Πατρίς-Θρησκεία-Οικογένεια θείο Αγησίλαο με τον στρατιωτικό πατέρα που πολέμησε στο Ρίμινι το ’44, και που ανά τα χρόνια μας είχε πρήξει τα συκώτια με τις αναχρονιστικές του απόψεις για τους γκέι και το μεταναστευτικό, που τελικά γούσταρε να τον πηδάνε μη εγχειρισμένες τρανσέξουαλ μελαψές, νεαρές κοπέλες, ενώ ήταν φιμωμένος και πισθάγκωνα δεμένος. Έκτοτε, τον φωνάζαμε Αγησίλαγο από το πόσο γρήγορα έφυγε τρέχοντας σαν καπνός εκείνο το βράδυ.
Την τελευταία φορά που φάγαμε από τη μουστάρδα, η μάνα παραδέχτηκε πως ο καρκίνος της είχε πάει παντού και ενώ φοβόταν πολύ για το θάνατό της και για να το με αφήσει μόνη, ήξερε πως θα την έκανα περήφανη.
Το μισοτελειωμένο μπουκάλι της μουστάρδας το πέταξα μέσα στον τάφο της τη μέρα της ταφής της. Όλοι φυσικά με θεώρησαν τρελή αλλά κανείς δεν είχε τα μουσταρχίδια να μου το πει μέσα στη μούρη μου.
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
το διήγημα έγραψε η Fido, στο πλαίσιο του Συνεργείου Δημιουργικής Γραφής