Η τελευταία μέρα του χρόνου

0
290

Αυτή η εικόνα δεν έχει ιδιότητα alt. Το όνομα του αρχείου είναι Nighthawks_by_Edward_Hopper_1942.jpgαπό τον Αχιλλέα Τζορμακλιώτη

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

Κατέβηκε το τελευταίο σκαλοπάτι του τρένου και κοντοστάθηκε με το μισό κεφάλι μέσ’ από το μπουφάν του. Η γούνα στον γιακά τού χάιδευε τα γένια και του άρεσε. Είχε βαρύ κρύο κ’ ένιωσε αμέσως τη μύτη του υγρή. Απέναντι, ο σταθμός, με τον ελαφρύ στολισμό, βάσταγε αντίσταση στη θλίψη: ένα μικρό χριστουγεννιάτικο δεντράκι ν’ αναβοσβήνει πίσω από το παράθυρο του σταθμάρχη, αστεράκια με ουρά κάτω από τη στέγη, στις ξύλινες κολώνες. Αναβόσβηναν και μονάχα αυτός βρισκόταν για να τα κοιτάξει. Έστριψε το κεφάλι δεξιά, κ’ είδε στο τέρμα το καφέ, ανοιχτό. Το τρένο σφύριξε πίσω από την πλάτη του και προχώρησε προς το καφέ.

Το μαγαζί ήταν τελείως άδειο. Απέθεσε τον σάκο στο πρώτο τραπέζι που βρήκε μπροστά του. Ένιωσε τα κόκαλά του ραγισμένα από το βάρος. Ο σερβιτόρος βρέθηκε από πάνω του μέσα σε λίγα μόνο δευτερόλεπτα.

-Θα πάρεις κάτι;

Άκουσε τη φωνή του και μόνο τότε γύρισε να τον δει. Ήταν παχύς, με ξυρισμένο κεφάλι και φαρδιά ρούχα.

-Το κρατάς ανοιχτό όλο το βράδυ; ρώτησε.

Ο σερβιτόρος έμοιασε να αιφνιδιάζεται και πήρε μια γκριμάτσα δυσανασχέτησης.

-Είναι οκτώμισι, είπε, το πολύ κάνα δίωρο ακόμα, ν’ αλλάξω κ’ εγώ τον χρόνο σαν άνθρωπος.

-Ένα καμπάρι, είπε τότε. Μην ανησυχείς, δεν θα σε καθυστερήσω τόσο.

Ακριβώς πάνω του, η τηλεόραση, έπαιζε σ’ υψηλή ένταση μια εκπομπή με χορούς και γλέντια. Ο σερβιτόρος, μονάχα λίγα μέτρα πιο πέρα, είχε το ποτήρι στην μπάρα κ’ έχυνε τον πάγο στο καμπάρι. Εκείνος έψαξε στον σάκο του, έβγαλε το κινητό και τ’ άφησε πάνω στο τραπέζι. Είχ’ ελάχιστη μπαταρία, όμως δεν ανησυχούσε. Ο σερβιτόρος έφτασε κι ακούμπησε το ποτό μπροστά του μ’ ένα νερό.

-Αυτό το πράμα δεν χαμηλώνει; ρώτησε κ’ έδειξε την τηλεόραση.

-Σ’ ενοχλεί η μουσική; Χρονιάρα μέρα είναι.

-Δεν την αντέχω, μα τον θεό. Τουλάχιστον, χαμήλωσε την.

Ο σερβιτόρος έβγαλε το τηλεκοντρόλ από την κωλότσεπη και τη χαμήλωσε ενοχλημένος. Δεν έφυγε, στάθηκε από πάνω του και τον κοίταξε καλύτερα.

-Τώρα έφτασες; τον ρώτησε κ’ ένεψε προς τις ράγες.

-Μόλις.

-Είχε κόσμο το τρένο;

-Ούτε για δείγμα.

-Άντε να μας μπει καλά ο νέος χρόνος, είπε ύστερα κ’ έστριψε προς το μπαρ.

Ο άντρας στο τραπέζι λίγο τον κοίταξε, μετά πρόσεξε ξανά το κινητό του. Κ’ έπειτα έχωσε τον δείκτη στο καμπάρι ανακατεύοντας τον πάγο κι άπλωσε τα πόδια στην άλλη καρέκλα νιώθοντας ένα τσίμπημα στη μέση. Η πόρτα άνοιξε και παγωμένος αέρας ράντισε το καφέ. Έξω είχε αρχίσει να χιονίζει μ’ έντονη πυκνότητα.

Ένα ζευγάρι μπήκε, με χαμόγελα και σκορπισμένο σαν ταλκ χιόνι στα σκουφιά τους. Καθίσανε τρία τραπέζια δίπλα απ’ αυτόν και παραγγείλανε κονιάκ. Τους παρατήρησε που καθόντουσαν δίπλα δίπλα, κολλητά θα ’λεγες, με τα χέρια τους σταυρωμένα. Τα μάτια τους γυάλιζαν κ’ ήταν κακοντυμένοι. Συνεχώς ψιθύριζαν, κάνοντας σπασμωδικές κινήσεις και γελώντας άγαρμπα ανά διαστήματα. Είχαν πιει τα κονιάκ τους σχεδόν μονορούφι.

Ο άντρας φώναξε τον σερβιτόρο.

-Βάλ’ τους μια γύρα ακόμα από μένα.

Ο σερβιτόρος πήρε το Μεταξά από το μπαρ κ’ έκανε όπως του είπε. Εκείνοι, απορημένοι, ξεκόλλησαν τα κεφάλια και τα χείλια και κοιτάξανε γύρω. Είδαν τον άντρα και του σήκωσαν τα ποτήρια. Ο άντρας σήκωσε το καμπάρι κ’ ύστερα ήπιε. Και κοίταξε ακόμη μια φορά το κινητό. Κάποια λεπτά μετά πρόσεξε τον άντρα με τα γυαλισμένα μάτια να σηκώνεται από το τραπέζι, αφήνοντας τη σύντροφό του, και να τον πλησιάζει.

-Το ήπιες, είπε ο άντρας κ’ έδειξε το λικέρ.

Εκείνος ανεβοκατέβασε το κεφάλι του συμφωνώντας.

-Έλα από το τραπέζι μας, την επόμενη γύρα θα την πιούμε κ’ οι τρεις μαζί.

Ο άντρας δεν μίλησε, όμως σηκώθηκε χωρίς κανέναν δισταγμό. Άφησε τ’ άδειο ποτήρι το λικέρ στο τραπέζι του και πήρε στα χέρια το κινητό του. Κάθισε στο τραπέζι του ζευγαριού, χρησιμοποιώντας τη διπλανή καρέκλα για ν’ ακουμπάει τ’ αριστερό χέρι και πόδι του.

-Λοιπόν, είπε πρώτος, αποδώ;

-Περίπου, είπε η γυναίκα και χαμογέλασε˙ δηλαδή ο σύντροφός μου, εγώ απλά του ’ρθα επίσκεψη.

Παρατήρησε την οδοντοστοιχία της π’ ήταν μαύρα χάλια.

-Επίσκεψη γι’ αλλαγή χρόνου;

-Μπορείς να το πεις, είπε η γυναίκα.

-Εδώ πάντως δεν μπορείτε να τον αλλάξετε, πρόσθεσε ο άντρας.

Ο σύντροφός της τότε έκανε νόημα στον σερβιτόρο για έν’ ακόμη καμπάρι. Ύστερα ήπιε από το κονιάκ του.

-Το γκαρσόνι, συνέχισε ο άντρας, φρόντισε να μ’ ειδοποιήσει πως το πολύ έντεκα θέλει να κλείσει για να πάει ν’ αλλάξει τον χρόνο.

Η γυναίκα κοίταξε τον σύντροφό της με βλέμμα νωπό, στεγνό.

-Μην μου πεις, της είπε τότε ο δικός της˙ πες μου ότι σκέφτηκες ν’ αλλάξουμε χρόνο σ’ αυτό το καφέ;

-Γιατί όχι; είπε εκείνη. Και δηλαδή έχουμε πολλές επιλογές;

Ο δικός της σκούπισε τα μάτια του που στραφτάλιζαν κ’ είχαν δακρύσει. Τη χάιδεψε στο μέτωπο και της φίλησε το μάγουλο.

-Δεν ξέρω, είπε. Όμως σίγουρα δεν θα το ’βρισκα καλή ιδέα.

Ύστερα κοίταξε τον άλλον. Είχε ήδη το ποτό στα χέρια του κ’ έπινε.

-Για μένα είναι το ίδιο, είπε ο άντρας σαν να μάντευε την ερώτηση. Δεν ξέρω πού θα με βρει ο νέος χρόνος, αλλά δεν μου λέει κάτι.

-Οικογένεια δεν έχεις; ρώτησε η γυναίκα.

-Έχω, είπε εκείνος. Όμως έχω και πολλά ν’ αλλάξω.

Η γυναίκα δεν επέμεινε κ’ έμεινε ν’ αργοπίνει το δεύτερο ποτό της. Ο σύντροφός της είχε απλώσει το χέρι στην πλάτη της, κάτω από την μπλούζα, και την πάγωνε με την παλάμη του. Ο άντρας άγγιξε πάλι τη στάθμη του καμπάρι με τον δείκτη και σκέφτηκε πως το κινητό του μπορεί να μην του έδειχνε καν την ώρα. Ο σερβιτόρος είχε πια κλείσει την τηλεόραση και σκορπίσει πάνω στο μπαρ και με τα δυο χέρια. Είχε το βλέμμα εμμονικά κολλημένο έξω από το τζάμι κ’ έβλεπε το χιόνι ν’ ασπρίζει τις ράγες μ’ απογοήτευση.

Οι τρεις στο τραπέζι δεν έπαψαν να συζητούν και να κατεβάζουν ποτά. Το μέτρο είχε σίγουρα χαθεί, κι ο σερβιτόρος έβλεπε ανήσυχος τους δείκτες του ρολογιού που σημάδευαν εντεκάμισι. Σκεφτόταν συνεχώς να τους διώξει, αλλά πια δεν είχε νόημα. Η κατάστασή ήταν εύθραυστη, το μυαλό τους νέρωσε, ο νέος χρόνος θα τον έβρισκε πλέον εκεί.

-Ε, εσύ, φώναξε σε κάποια φάση ο άντρας με το κινητό στα χέρια, είχες πει θέλεις να κλείσεις!

Το γκαρσόνι πλησίασε πάνω από το τραπέζι τους.

-Ήθελα, πλέον δεν προλαβαίνω καν να φτάσω σπίτι.

-Τότε μην μας κοιτάς, είπε ξανά ο άντρας, με εμφανείς τραβήγματα στη φωνή του˙ πάρ’ το ποτό σου και κάτσε.

Έκανε όπως τον συμβούλεψε. Εναλλακτικές δεν υπήρχαν. Με το που κάθισε σήκωσαν όλοι τα ποτήρια. Ο σερβιτόρος έπινε λευκό κρασί κι όπως το σήκωσε το ’δε να φωτίζει δίπλα στα κονιάκ και στο λικέρ. Τσούγκρισαν κ’ ήπιαν κ’ οι τέσσερις μαζί. Η χιονόπτωση δεν σταματούσε κι ο αέρας σφύριζε πίσω από τα τζάμια. Το χιόνι είχε σκεπάσει τις ουρές από τ’ αστεράκια. Ο σταθμός είχε την ησυχία της εγκατάλειψης.

-Λέμε εδώ, είπε ξανά ο άντρας, πως είναι ωραίο πράμα να μην σε περιμένει τίποτα.

Ο σερβιτόρος, που καθόταν δίπλα του, τον κοίταξε.

-Τι θες να πεις;

-Για μας εδώ τους τρεις δεν μετράει ο χρόνος π’ έρχεται, δεν ξέρω αν με καταλαβαίνεις.

-Εγώ έχω σπίτι, είπε ο σερβιτόρος. Έχω γυναίκα και παιδιά. Μετράει και παραμετράει.

Ήπιε μια γουλιά κρασί εκνευρισμένος˙ ακούμπησε το ποτήρι στο τραπέζι με δύναμη.

-Ώπα, μην αρπάζεσαι, είπε ο σύντροφος της κοπέλας. Δεν ήθελε να σε προσβάλλει.

-Άστον, είπε ο άντρας, δεν χαμπάριασε τι είπα.

-Ξέρω τι λες, είπε το γκαρσόνι, εσύ δεν χαμπαριάζεις τη θέση μου. Κρατάς το κινητό στο χέρι, πάτα το και δες την ώρα.

Ο άντρας το πάτησε κ’ είδε π’ έδειχνε είκοσι τρία και σαράντα τέσσερα.

-Κ’ εγώ οικογένεια έχω, είπε πάλι ο άντρας κ’ έβηξε ξερά, όμως δες που είμαι.

Το γκαρσόνι έβλεπε την κουβέντα να μην βγάζει νόημα και δεν είπε τίποτα.

Η γυναίκα, που μίλαγε ελάχιστα, πήρε το χέρι του συντρόφου της και το ’σφιξε κοντά στο στήθος της.

-Δεν έχει σημασία πώς αλλάζεις τον χρόνο, μίλησε τότε κι αυτή, αλλά πώς αλλάζεις στον χρόνο.

Ο σερβιτόρος πήρε ανακουφιστικά τον λόγο της κ’ έτεινε το ποτήρι για να το τσουγκρίσουν.

Ύστερα σηκώθηκε κ’ έβαλε μια γύρα ποτά ακόμη σ’ όλους.

Πέντε λεπτά μετά, ο άντρας με το καμπάρι στα χέρια προχώρησε προς το τζάμι. Άφησε τον σερβιτόρο με το ζευγάρι να συζητούν κάτι για σχέσεις. Ακούμπησε απάνω του έτσι π’ η μύτη και τα γένια του πάγωναν από το γυαλί. Ράγες δεν ξεχώριζες, ούτε και χώμα και τσιμέντο. Σκέφτηκε πως ίσως και να ’χε νόημα να πάει από το σπίτι του που δεν ήταν μακριά.

-Έλα, γαμώτο, να μετρήσουμε αντίστροφα! Τι στέκεσαι σαν τον χάνο στο τζάμι;

Η φωνή του συντρόφου της κοπέλας τον ταρακούνησε και πήγε στο τραπέζι. Τους άκουσε να χρονομετρούν δίχως να λάβει μέρος. Και στο τέλος κατέβασαν όλοι τα ποτά μονορούφι.

Η κοπέλα κοίταξε τον σύντροφό της με δυσφορία κι αγάπη. Αυτός την έσφιξε πάνω του,  έγλειψε τα χείλη της. Ο σερβιτόρος κι ο άντρας ένιωσαν αμήχανοι στο θέαμα.

-Εδώ, του ψιθύρισε η κοπέλα στ’ αφτί, θέλω να μείνω εδώ, μαζί σου.

Αυτός την κοίταξε, χωρίς να ξεχωρίζεις αν τα μάτια του ήταν κόκκινα από τη συγκίνηση ή από το ποτό.

-Ξέρεις, ψιθύρισε έπειτα κι αυτός, κάποια πράγματα μένουν για πάντα στη μέση.

Ο σερβιτόρος, που το κρασί κ’ η αντίληψη της κατάστασης τον είχαν ζωηρέψει, σηκώθηκε όρθιος.

-Εσείς! Σταματήστε τα σού ξου μού ξου!

Έβγαλε το τηλεκοντρόλ από την κωλότσεπη, άνοιξε ξανά την τηλεόραση και δυνάμωσε τη φωνή στο τέρμα. Τα τραγούδια είχαν πια κορυφωθεί, οι πάντες στο πάνελ χόρευαν, κ’ έτσι κι αυτός, μόνος, έμεινε να φέρνει γύρες στο τραπέζι χορεύοντας. Η γυναίκα κι ο δικός της χτυπούσαν παλαμάκια και έκαναν μεθυσμένους ήχους. Ο άντρας, κοιτώντας το κινητό, ακλόνητος στην ξύλινη καρέκλα, έσφιξε τα χείλη του και πήρε τον σάκο στα χέρια του. Τον ψαχούλεψε, έβγαλε από μέσα ένα Colt Python, όπλισε, πυροβόλησε την οθόνη.

Οι άλλοι τρεις σταμάτησαν και πισωπατώντας έπεσαν κάτω στα σπασμένα κομμάτια. Δεν είπαν κουβέντα, μονάχα γούρλωσαν τα μάτια κοιτώντας τον τρομοκρατημένοι. Το ποτό μέσα τους, θα ’λεγες, στέγνωσε μεμιάς.

-Σ’ το είπα γαμώ, είπε ο άντρας, σ’ το είπα να το κλείσεις το γαμωμηχάνημα!

Όταν φόρτωσε τον σάκο στις πλάτες κ’ έκανε να φύγει, το τσίμπημα στην πλάτη του έγινε σφοδρότερο. Η πόρτα χρειάστηκε δύναμη για ν’ ανοίξει: το χιόνι απ’ έξω την είχε σχεδόν φρακάρει. Βγήκε έξω με το Colt στο χέρι. Έπειτα το πέταξε και πήγε προς τις ράγες. Τίποτα δεν είχε να κάνει εκεί έξω. Αισθάνθηκε τότε το καμπάρι να κοχλάζει μέσα του και το ξέρασε στο χιόνι ένα κόκκινο μείγμα. Συγκράτησε τον εαυτό του όρθιο, έκανε να σκουπίσει το στόμα του˙ είχε αρχίσει να παραπαίει. Κατάρρευσε. Ξαπλωτός στις χιονισμένες ράγες, είδε τον ουρανό π’ άσπρισε. Κ’ ένιωσε πως θα μπορούσε να μείνει έτσι για πάντα.

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

Ο πίνακας του Hopper, Nighthawks