Η Μελίνα δούλευε πολύ

0
197

Αυτή η εικόνα δεν έχει ιδιότητα alt. Το όνομα του αρχείου είναι larmes-tears.jpgLarge.jpgαπό την Ελευθερία Παπασημάκη

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

Η Μελίνα δούλευε πολύ. Ήταν παντρεμένη αλλά χώρισε, κι ο άντρας της άδειασε τον κοινό λογαριασμό στην τράπεζα. Της άφησε ένα μεγάλο μέρος από το δάνειο του σπιτιού να το ξεπληρώνει εκείνη.  Ζούσε μόνη της με έναν γάτο. Ο γάτος της ήταν 8 χρονών.

Εκείνο το βράδυ γύρισε αργά, πράγμα συνηθισμένο τα τελευταία δύο χρόνια. Έκλεισε με πάταγο την πόρτα πίσω της κι αφού κλείδωσε πέταξε τα κλειδιά στο σερβάν που έστεκε δίπλα στην πόρτα.  Η σκόνη πετάχτηκε ξαφνιασμένη για λίγο και μετά συνέχισε τον μακάριο ύπνο της.

Έβγαλε τα παπούτσια της, φόρεσε τις παντόφλες της και προχώρησε στο εσωτερικό του σπιτιού της. Πήγε στο μπάνιο να πλύνει τα χέρια της και κοίταξε το πρόσωπό της στον καθρέφτη. Τα μάτια της είχαν αποκτήσει δυο μοβ σακούλες από κάτω και τα μαλλιά της ήταν κατσιασμένα από τις πολλές μέρες που είχε να τα λούσει.

«Όχι ρε γαμώ το, πώς κατάντησα έτσι;» μονολόγησε.

«Καλώς την κι ας άργησες και πάλι. Τι θα γίνει με σένα;» άκουσε μια βραχνή φωνή να της μιλάει.

Ο κανελής γάτος της στεκόταν στην πόρτα του μπάνιου και την κοίταζε. Είχε έρθει όπως πάντα αθόρυβα.

«Πάντως δεν γίνεται να συνεχίσεις με αυτούς τους ρυθμούς», συνέχισε. «Σε λίγο καιρό θα κατσιάσεις, θα γεράσεις, θα πεθάνεις στο τέλος, κι εγώ τι θα κάνω;»

Η Μελίνα κοίταξε τον Λούπο να στρίβει και να φεύγει με αρχοντιά, αργοπατώντας τις μεγάλες πατούσες του και με ψηλά την ουρά του.

Ξανακοίταξε τον καθρέφτη της με κουρασμένο ύφος.

«Αυτός ο γάτος είναι πολύ εγωιστής τελικά».

«Άντε έλα, τι κάθεσαι; Με άφησες όλη μέρα νηστικό, και τις κροκέτες τις έχεις σε εκείνο το ντουλάπι που δεν μπορώ να ανοίξω».

Η Μελίνα ακολούθησε τον Λούπο που πήγε μπροστά στο μπολάκι του φαγητού. Γύρισε και την κοίταξε με ανυπομονησία.

«Και δεν φτάνει αυτό, που με άφησες νηστικό όλη μέρα, ήρθε και η βλαμμένη η Γωγώ, εκείνη η περιστέρα ντε, που την έχω βάλει στο μάτι και στρογγυλοκάθησε μπροστά στην μπαλκονόπορτα και με κοίταζε καμαρωτή – καμαρωτή και έκοβε βόλτες στο μπαλκόνι.  Της όρμισα κάνα δυο φορές, ε, μπερδεύομαι με τα τζάμια ακόμα, γάτα είμαι άλλωστε.  Μα να μπορούσα να την βουτήξω.  Μεγάλη πουτάνα είναι, να ξέρεις που της ρίχνεις ψίχουλα να τρώει. Μόνο μην την πιάσω καμιά φορά. Φτερά και πούπουλα θα βρεις από δαύτη».

Η Μελίνα έπιασε το κεφάλι της με τα δυο της χέρια. Το τελευταίο πράγμα που ήθελε ήταν να βρει την Γωγώ ξεπουπουλιασμένη.  Μετά πήγε μηχανικά στο ντουλάπι, έβγαλε το σακούλι με τις κροκέτες και του έβαλε στο μπολάκι του. Ο Λούπο έπεσε με τα μούτρα και άρχισε να κρατσανάει τις κροκέτες.

«Κοίτα, εδώ που τα λέμε, δίκιο έχει. Κι εμένα με έχεις παραμελήσει πολύ», άκουσε μια λεπτεπίλεπτη φωνούλα να της λέει.

Η Μελίνα έκατσε βαριά σε μια καρέκλα και κοίταξε την τριανταφυλλίτσα της που είχε στο παράθυρο της κουζίνας.

«Θυμάμαι ακόμα πόσο χαρούμενη ήσουν όταν με πήρες», της είπε εκείνη με παράπονο. «Και τι όμορφη που είσαι, και που να σε ακουμπήσω, να σε βλέπει το φως του ήλιου, και λιπασματάκι μου έβαζες και νεράκι και τα φυλλαράκια μου τα έπλενες με βαμβάκι. Μμμμ, να χέσω μέσα. Τώρα κοντεύω να ξεραθώ τελείως».

«Είσαι αχάριστο πλάσμα. Δεν σου πήρα αυτή την πανέμορφη γλαστρούλα με τις καρδούλες προχτές και σε μεταφύτεψα την Κυριακή και σου έβαλα φρέσκο χώμα και νερό και καμάρωνες και μου είπες ότι ήταν ό,τι ωραιότερο έχεις φορέσει ποτέ; Δεν το πιστεύω ότι σκέφτεσαι έτσι για μένα».

«Να το πιστέψεις και να ξέρεις ότι μπορώ και διαβάζω και τις σκέψεις σου. Χτες ας πούμε το βράδυ, ενώ το σκέφτηκες ότι θέλω νερό, τελικά δεν μου έβαλες. Περίμενα εγώ, περίμενα, γκαγκάνιασα τελικά από την δίψα. Και επίσης να σε ενημερώσω ότι έχουν πλακώσει στρατιές από μυρμήγκια στο σπίτι. Από πότε έχεις να σκουπίσεις, μου λες;  Όλο ψίχουλα είναι κάτω. Φοβάμαι ότι θα με φτάσουν και μετά πάει, πέθανα. Ανοικοκύρετη».

Η Μελίνα, σηκώθηκε αργά από την καρέκλα, κι αφού πότισε την τριανταφυλλίτσα, έσυρε τα βήματά της μέχρι την μπαλκονόπορτα και κοίταξε έξω. Είχε νυχτώσει. Υπήρχε μια ελαφριά ψύχρα στο σπίτι και ανατρίχιασε. Ο Λούπο ήρθε κι αυτός δίπλα της. Κάθισε σαν σφίγγα, έγλυψε τα μεγάλα του μουστάκια και μετά την ρώτησε.

«Ο Μπάμπης πότε θα έρθει»;

Η Μελίνα τον κοίταξε χωρίς να απαντήσει.

«Καλά, είσαι κουρασμένη, αλλά δεν μιλάς κι όλας, ε; Ωραίαααα! Μάλιστα. Τώρα δεν θα μιλάμε κι όλας; Και τι με πέρασες; Για λούτρινο ζωάκι; Πες μια κουβέντα ντε».

«Ποιος Μπάμπης;» ψέλλισε η Μελίνα

«Ο Μπάμπης καλέ; Καλά δεν τον θυμάσαι»;

«Ο Μπάμπης, ο Μπάμπης, ποιος Μπάμπης;» αναρωτήθηκε η Μελίνα.

Στην αρχή έβγαλε την μπλούζα της. Μετά το παντελόνι της. Και μετά τις κάλτσες της.

«Σταμάτα, δεν μου αρέσει να σε βλέπω γυμνή», της είπε ο Λούπο.

«Να μην με κοιτάς. Ποιος είναι ο Μπάμπης, θα μου πεις;»

Μια φλούδα από τον σοβά του τοίχου δίπλα στην μπαλκονόπορτα ξεκόλλησε και μια φιγούρα κατάλευκη ενός πανέμορφου άντρα, άρχισε να αιωρείται στον χώρο.

«Να, αυτός είναι ο Μπάμπης», της είπε ο Λούπο.

Αποκαμωμένη η Μελίνα είπε.

«Αχ μωρέ τον είχα ξεχάσει αυτόν. Εμ, έτσι που δουλεύω διπλοβάρδιες στο τέλος φοβάμαι ότι κάπου θα ξεχάσω και μένα. Κάποια στιγμή πρέπει να τον σουλουπώσω, ξέφτισε τελείως. Ίσως φέρω κανέναν μάστορα, μόνη μου δεν προλαβαίνω. Καλησπέρα Μπάμπη. Τι να σε κεράσω»;

«Αφού ξέρεις ότι δεν τρώω και δεν πίνω τίποτα. Απλώς να βάλεις την ρόμπα σου και να κάτσουμε στον καναπέ να τα πούμε. Πού σουρτούκευες, μου λες; Δεν μπορεί μέχρι τις εννιά το βράδυ να ήσουν στη δουλειά. Συνήθως έρχεσαι κατά τις εφτάμιση. Και για να ξεκαθαρίζουμε τα πράγματα μη τολμήσεις να φέρεις κανέναν μάστορα εδώ. Αυτός θα με γδάρει. Έχουν κάτι σπάτουλες, μόνο μη πέσεις στα χέρια τους».

Την άλλη μέρα το πρωί η Μελίνα ξύπνησε με δέκατα, πονόλαιμο και πονοκέφαλο.  Αφού έβαλε στον γάτο της να φάει και νεράκι στην τριανταφυλλίτσα της ξανάπεσε στο κρεβάτι της. Λίγο πριν κοιμηθεί θυμήθηκε εκείνον τον γλίτσα τον συνάδελφό της που είχε έρθει βήχοντας σαν γαϊδούρι στη δουλειά. Δήλωσε καμαρωτός ότι έχει γρίπη αλλά ότι δεν γινόταν να μην έρθει. Γλίτσας και γλύφτης.  «Μας κόλλησε γρίπη ο μαλάκας για να κάνει τον καλό στο αφεντικό», σκέφτηκε λίγο πριν την πάρει ένας βαθύς ύπνος.

Το απόγευμα, η κολλητή της φίλη από την δουλειά, που είχε κλειδί από το σπίτι της Μελίνας, άνοιξε την πόρτα και την βρήκε να κάθεται με τα εσώρουχά της κι ένα χαμόγελο ευδαιμονίας, στον καναπέ με τον Λούπο δίπλα της και ένα τσούρμο από μυρμήγκια να την κοιτάνε εκστασιασμένα.

«Έλα κάθισε», της είπε.  «Όπου να ‘ναι θα έρθει κι ο Μπάμπης.  Έχω πυρετό κι έμεινα με τα εσώρουχα, δεν αντέχω τα ρούχα. Τώρα μόλις ξεκίνησα να λέω ένα παραμύθι στα παιδιά».

«Τέλεια», της είπε η Έφη. «Τα παραμύθια αρέσουν πολύ και στον Γιώργο».

Το μπουλντόγκ που είχε μαζί της, την κοίταξε και της απάντησε με ένα ελαφρύ γρύλισμα. «Αφού ξέρεις ότι δεν μου αρέσει αυτό το όνομα.  Προτιμώ το Εδουάρδος.  Πόσες φορές πια πρέπει να στο πω;  Εδουάρδος χριστιανή μου, Εδουάρδος».

Και με ένα σάλτο έκατσε και ο Εδουάρδος στον καναπέ και κοιτάζοντας με λαχτάρα στα μελαγχολικά του μάτια την Μελίνα της είπε: «Θα το ξεκινήσεις από την αρχή, φιλενάδα;»

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

το διήγημα έγραψε η Ελευθερία Παπασημάκη, στο πλαίσιο του Συνεργείου Δημιουργικής Γραφής

Η φωτογραφία είναι του Man Ray