Η Δάφνη έφυγε

0
147

Αυτή η εικόνα δεν έχει ιδιότητα alt. Το όνομα του αρχείου είναι 1257935-1024x686.jpgαπό την Κατερίνα Τζημοπούλου

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

Η Δάφνη κάθεται στην άκρη του κρεβατιού με την πλάτη κυρτή και το πρόσωπό της ήρεμο, αν και κάπως σφιγμένο. Αν την έβλεπες από μακριά, θα νόμιζες ότι έχει στα χέρια της κάτι εύθραυστο, ένα νεογέννητο γατάκι ή κάποιο ενθύμιο ίσως. Καμία σχέση. Την αριστερή κάλτσα του Σωτήρη κρατάει κι αναρωτιέται Ποτέ δεν θυμόταν πώς ξεκινούσαν οι καυγάδες τους και πάντα τής έκανε εντύπωση που κατέληγε να κάνει κάτι άκυρο για να του αποδείξει την αγάπη και την αφοσίωσή της.

Την προηγούμενη είχε πάει στη μάνα της που αρρώστησε, αν και η ίδια της είχε πονοκέφαλο απ’ την ιγμορίτιδα. Σήμερα το πρωί που γύρισε, δεν πρόλαβε να ακουμπήσει την τσάντα στο πάτωμα, την πήρε και την σήκωσε ο Σωτήρης. Την Δάφνη, όχι την τσάντα. Όσες φορές κι αν τον είχε δει να βγαίνει εκτός εαυτού, πάντα τα ‘χανε. Και πάντα της ερχόταν να γελάσει που συνέχιζε να την λέει Μαρία και πάνω στους καυγάδες. Τη φωνάζει Μαρία απ’ όταν παντρεύτηκαν, επειδή- λέει- του θυμίζει μια τσούλα πρώην. Έχει δυο χρόνια τώρα που άλλαξε ο Σωτήρης συμπεριφορά κι η Δάφνη όνομα.

Με μια απαλή της κίνηση, η μανταρισμένη κάλτσα χάνεται μέσα στην άλλη και τις βάζει σφιχταγκαλιασμένες στο πρώτο συρτάρι. Χαμογελά πικρά στη σκέψη ότι αυτές τουλάχιστον μοιάζουν αγαπημένες και κατεβαίνει τις σκάλες. Τον βρίσκει με την κουτάλα στο χέρι να χαζεύει την κατσαρόλα και κοντοστέκεται. Είχε μαγειρέψει το αγαπημένο του από χθες για να τον καλοπάρει. Τι να σκέφτεται άραγε; Πολύ θα ‘θελε να χαρεί με τη σκέψη ότι μπορεί να του πέρασαν τα νεύρα και να φάνε σαν άνθρωποι, αλλά δεν τολμάει.

«Έτοιμη η καλτσούλα, όπως μου ζήτησες. Να σερβίρω;» του λέει με προσποιητή γλύκα και τα χείλη της μουδιάζουν, καθώς ηχούν στ’ αυτιά της οι βρισιές που της πλήγωσαν το πρόσωπο πριν από λίγα λεπτά. Ο Σωτήρης βάζει φαγητό και της κάνει νόημα να ακουμπήσει το πιάτο στο τραπέζι. Όταν εκείνη γυρνάει να πάρει το δικό της, τον βλέπει ν’ αδειάζει το υπόλοιπο στα σκουπίδια. Στο πρόσωπό του έχει απλωθεί ένα χαιρέκακο χαμόγελο.

«Κόψε ψωμί, Μαρία» κι απομακρύνεται σα να μη συνέβη τίποτα.

Η Δάφνη στηρίζεται στο πάσο της κουζίνας και δεν μπορεί να πάρει το βλέμμα της απ’ το πιάτο. Αν την έβλεπες, θα νόμιζες ότι προσεύχεται να βρει τη δύναμη να αντιμετωπίσει κι αυτή τη μέρα ή ότι σκέφτεται πως ίσως την αγαπάει ο Σωτήρης κατά βάθος. Καμία σχέση. Μαγική φασολιά ο θυμός της, απλώνεται κι υψώνεται, απότομα και γρήγορα, και της χτυπά τον εγκέφαλο. Ρουφά τόσο δυνατά, που τα ιγμόρεια καθαρίζουν τελείως, και το στόμα της σα στρείδι βρίσκεται να φιλοξενεί το μαργαριτάρι της εκδίκησής της. Κόβει ψωμί και καμαρώνει τον Σωτήρη να τρώει το φαγητό που του ‘φτιαξε, το φαγητό που του ‘φτυσε.

«Η Μαρία πέθανε. Την επόμενη να τη φωνάζεις Δάφνη, μαλάκα» θα του πει, μόλις εκείνος καταπιεί την τελευταία μπουκιά, και θα βροντήξει την πόρτα πίσω της.

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

διήγημα που έγραψε η Κατερίνα Τζημοπούλου, στο πλαίσιο του Συνεργείου Δημιουργικής Γραφής.