Το παστέλι σου ή τη ζωή σου

0
209

Αυτή η εικόνα δεν έχει ιδιότητα alt. Το όνομα του αρχείου είναι R-1024x512.jpgαπό την Ελευθερία Παπασημάκη

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

Κάθε μεσημέρι, όταν σχολάω από την δουλειά, περνάω από το μικρό μαγαζάκι της οδού Τραλλέων και αγοράζω ένα κρύο τσάι, ένα πακέτο κριτσίνια για να μασουλάω το βράδυ στην τηλεόραση, τσίχλες κι ένα παστέλι. Είμαι διαβητική και δεν πρέπει να τρώω γλυκά, αλλά μια μέρα που άπλωνα και μάζευα διστακτικά το χέρι μου πάνω από τα παστέλια που είναι αραδιασμένα στον πάγκο δίπλα στο ταμείο, ο νεαρός άντρας που έχει το μαγαζάκι, μου διευκρίνισε, όταν του είπα τον προβληματισμό μου, ότι το παστέλι δεν είναι γλυκό.

Εγώ βολεύτηκα με αυτή την εξήγηση γιατί μου αρέσουν πολύ τα παστέλια και έτσι κάθε μεσημέρι παίρνω κι ένα. Το τρώω αργά, πολύ αργά το βράδυ, στα ξενύχτια μου.

Έτσι λοιπόν, σήμερα το μεσημέρι περνώντας από το μαγαζάκι, σταμάτησα για να αγοράσω τα καθιερωμένα μου. Μου έκανε εντύπωση η κλειστή πόρτα και για μια στιγμή νόμιζα ότι είχε κλείσει.  Ίσως για να πάει να πάρει τα παιδιά του από το σχολείο. Έχει δύο παιδιά του Δημοτικού. Όμως κοίταξα καλύτερα και είδα το φως ανοιχτό κι ένα ζευγάρι που φαινόταν να συζητάει έντονα μπροστά στο ταμείο.

Άνοιξα την πόρτα και μπήκα μέσα. Πήγα στο ψυγείο, πήρα τα τσάι μου και μετά περίμενα στη σειρά μου, γιατί το ζευγάρι στεκόταν έτσι ώστε να εμποδίζει λίγο την πρόσβασή μου στον πάγκο με τα παστέλια και τ’ άλλα που αγοράζω.

«Μα ήταν δική σου δουλειά αυτή», είπε η γυναίκα. «Εσύ τον άναψες, γιατί ήθελες να κάνεις μπάνιο. Όφειλες να τσεκάρεις αν τον έχεις κλείσει».

«Τι πάει να πει ήταν δική μου δουλειά;  Εσύ δεν με ρώτησες αν είχε ζεστό νερό για να πλύνεις τα πιάτα;  Ήξερες ότι τον είχα ανάψει. Θα μπορούσες κι εσύ να δεις αν είναι κλειστός πριν φύγουμε από το σπίτι».

«Όλα εγώ πρέπει να τα κάνω δηλαδή; Όλα εγώ;»

«Σιγά μωρέ τις πολλές δουλειές που κάνεις. Έχεις και γυναίκα δυο φορές τη βδομάδα».

«Το χειρότερο είναι ότι έκανες μπάνιο με ανοιχτό θερμοσίφωνα», κάπως σαν να μαλάκωσε εκείνη.  «Νομίζεις ότι έχω καμιά όρεξη να σε δω καρβουνιασμένο μέσα στην μπανιέρα;»

«Αφού έχουμε ρελιέ».

«Ναι, έχουμε ρελιέ και ζούμε σε ένα σπίτι 30 χρόνων. Μπορεί να είναι τα καλώδια φθαρμένα και να πάθουμε ηλεκτροπληξία αν δεν τον κλείνουμε όταν μπαίνουμε στο μπάνιο».

Όσο το ζευγάρι μάλωνε για τον θερμοσίφωνα και το ρελιέ, έκανα λίγο στο πλάι και κοίταξα τον νεαρό άντρα, μπας και μου πει να πάρω ό,τι θέλω και να φύγω πριν τελειώσουν τον καυγά. Εκείνος μου έκανε ένα νόημα με τα μάτια του.  Κοίταξε λοξά αριστερά εκεί που βρίσκεται ο πάγκος με τα κριτσίνια και τα παστέλια. Οι τσίχλες είναι πίσω του.

Κοίταξα στον πάγκο και τι είδα;  Είχε μόνο ένα παστέλι. Από εκείνα τα τραγανά που μου αρέσουν. Από αυτά που αγοράζω κάθε μέρα. Τον εθισμό μου. Δεν υπήρχε κανένα άλλο παστέλι, ούτε μαλακό.

Την ίδια στιγμή ο άντρας είπε στη γυναίκα:  «Άντε πάρε το πιστέλι σου, να τελειώνουμε επί τέλους.  Έχουμε και δουλειά».

Όπως ήμουνα έτσι λίγο γυρισμένη προς το πάγκο, ρίχνω άλλη μια ματιά στον νεαρό άντρα που έχει το μαγαζάκι της οδού Τραλλέων, ο οποίος μου ξανακάνει ένα νόημα με τα μάτια του, ίδιο με πριν. «Φυσικά, είμαι πελάτισσα τόσα χρόνια τώρα, θα θέλει να το πάρω εγώ το παστέλι», σκέφτηκα.

Κι άπλωσα το χέρι μου να το πάρω.

Τότε το ζευγάρι γύρισε προς τα μένα και είδα τις κάννες από δυο αυτόματα όπλα να στρέφονται προς τα μένα.

«Μα τι; Για ένα παστέλι;» προβληματίστηκα.

Τότε ο νεαρός άντρας που έχει το μαγαζάκι, πήδηξε πάνω από τον πάγκο και όρμησε προς το ζευγάρι.  «Τρέξε!» ούρλιαξε.

Το ζευγάρι γύρισε προς αυτόν ταυτόχρονα, εγώ βούτηξα το τελευταίο παστέλι αφήνοντας το κρύο τσάι να πέσει κάτω κι ανοίγοντας την πόρτα που ήταν πολύ κοντά μου – γιατί το μαγαζάκι δεν λέγεται τυχαία μαγαζάκι, μια σταλίτσα είναι – έφυγα τρέχοντας.

Μπήκα στο αυτοκίνητό μου σε μηδενικό χρόνο, που ευτυχώς το είχα αφήσει ξεκλείδωτο, όπως κάνω άλλωστε κάθε φορά που σταματάω εκεί, κι αφού γύρισα την μίζα και το έβαλα μπροστά, άκουσα από μέσα πυροβολισμούς. Γύρισα το κεφάλι μου και είδα αίματα και μυαλά να απλώνονται  στο τζάμι της πόρτας.

Δεν σκέφτηκα καθόλου να ξαναμπώ για να δω ποιανού ήταν τα υπολείμματα αυτά. Ήξερα. Ξεκίνησα κι έβαλα το παστέλι μου στην τσάντα καθ΄ οδόν.

«Αυτός είναι ένας απόλυτα υπέροχος και σωστός επαγγελματισμός», σκέφτηκα όπως οδηγούσα προς το σπίτι.

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

Το μικροδιήγημα έγραψε η Ελευθερία Παπασημάκη, στο πλαίσιο του Συνεργείου Δημιουργικής Γραφής