Ήταν το φθινόπωρο του 2012 που ο Κωνσταντίνος Καβάφης βρέθηκε στην Αθήνα. Μπήκε στον ηλεκτρικό και κατέβηκε στο σταθμό της Βικτώριας, πιστεύοντας ότι θα συναντούσε τον Παλαμά στο γνωστό του στέκι.
Tον είχε πικράνει ο Παλαμάς. Είχε πει για τον Αιγυπτιώτη: «Τα ποιήματά του ομοιάζουν με ρεπορτάζ από τους αιώνες και όχι από τα καλύτερα» Κι ήθελε να του μιλήσει, να ξεκαθαρίσει την παρεξήγηση.
Μόλις κατέβηκε απ’ το τρένο είδε τρεις μαυροντυμένους νεαρούς να τον κοιτάνε επίμονα. Δεν τους έδωσε σημασία, ήταν συνηθισμένος στα πειράγματα των ανδρών.
Σαν τους πλησίασε όμως του ‘κλεισαν τον δρόμο.
«Πού πας, μωρή αδελφάρα; Στο Χυτήριο;» του ‘πε ο ένας.
«Ορίστε;» έκανε ο Καβάφης.
Οι τρεις κοιτάχτηκαν σαν άκουσαν την παράξενη προφορά.
«Δεν είσαι Έλληνας, ρε πουστάρα;» του ‘παν με μια φωνή.
«Σας παρακαλώ, κύριοι. Βεβαίως και είμαι Έλληνας. Είμαι Έλληνας της Αλεξανδρείας.»
Οι τρεις μαυροντυμένοι έμειναν για λίγο να σκέφτονται. Η μόνη Αλεξάνδρεια που τους ερχόταν στο μυαλό ήταν εκείνη στην Ημαθία.
Για να μη φανεί ανίδεος ο αρχηγός τους είπε:
«Βούλγαρος είσαι, ρε πουστάρα; Θεσσαλονικιός;»
«Κατάγομαι από την Πόλη, κύριοι, αλλά μεγάλωσα στην Αίγυπτο», απάντησε ο Καβάφης.
Ο αρχηγός των μαυροντυμένων άρχισε να ουρλιάζει:
«Αιγύπτιος είσαι, ρε αρχίδι; Κι ήρθες στη χώρα μας να κάνεις πούστηδες τα παιδιά μας; Θα σε γαμήσω.»
Έπεσαν πάνω του κι οι τρεις και άρχισαν να τον χτυπάνε με μανία. Πιο πολύ απ’ το κεφάλι τον κλωτσούσαν στον κώλο, σαν να προσπαθούσαν να τον βιάσουν με τα πόδια τους.
Οι περαστικοί άνοιγαν το βήμα τους σαν έβλεπαν τον ξυλοδαρμό.
~~
Μόνο μια κοπέλα στάθηκε και φώναξε:
«Τι κάνετε στον άνθρωπο; Παίρνω την αστυνομία».
«Πάρτηνε να τον βαράμε όλοι μαζί», της απάντησε ο μαυροντυμένος και συνέχισε το έργο του.
Όταν χόρτασαν σάρκες άφησαν τον ποιητή αιμόφυρτο στο έδαφος κι έφυγαν προς αναζήτηση καινούριου θύματος. Η κοπέλα πλησίασε τον Καβάφη και του έδωσε χαρτομάντιλα για να σκουπίσει το αίμα του.
«Τι έπαθαν αυτοί;» ρώτησε ο ποιητής.
«Χρυσαυγίτες ήταν», απάντησε η κοπέλα. «Τι να πάθουν;»
«Τι εννοείς;» ρώτησε ο ποιητής. «Χρυσαυγίτες!» Σήκωσε το δεξί φρύδι, όπως συνήθιζε όταν άκουγε μια λέξη που του άρεσε.
Το περιπολικό ήρθε μετά από μισή ώρα. Οι αστυνομικοί πλησίασαν βαριεστημένοι τον Καβάφη και την κοπέλα.
«Τι έπαθε αυτός;» ρώτησε ο ένας.
«Του τη ‘πεσαν οι νεοναζί», είπε η κοπέλα.
«Έλληνας είναι;» αναρωτήθηκε μεγαλόφωνα ο αστυνομικός.
«Γιατί; Έχει σημασία;» είπε η κοπέλα.
«Εσύ τι μιλάς;» της είπε ο δεύτερος αστυνομικός. «Η γκόμενα του είσαι;»
«Και τι σε νοιάζει ποιανού γκόμενα είμαι;»
Ο αστυνομικός την πλησίασε και στάθηκε μπροστά της.
«Συνέχισε λίγο ακόμα και θα σου δείξω ποιανού γκόμενα είσαι» της είπε.
Της ήρθαν δάκρυα στα μάτια. Ήθελε να τους βρίσει, αλλά άκουσε τον Καβάφη να βογκά και συγκρατήθηκε.
«Έχεις ταυτότητα;» τον ρώτησε ο άλλος αστυνομικός χωρίς να μπει στον κόπο να σκύψει. «Πώς ονομάζεσαι;»
«Κωνσταντίνος Καβάφης», ψιθύρισε εκείνος.
Κάμποσοι περαστικοί είχαν σταθεί και χάζευαν.
«Τι έγινε;» ρώτησε μια γυναίκα τον διπλανό της.
«Τον έδειραν», είπε αδιάφορα εκείνος.
«Ξένος είναι;» ξαναρώτησε η γυναίκα.
«Μάλλον… Για να τον δείρουνε.»
«Καλά του κάνανε. Έχουμε γεμίσει ξένους.»
Κι έφυγε γρήγορα για να προλάβει το τούρκικο σίριαλ.
Οι αστυνομικοί είχαν σηκώσει τον Καβάφη και τον πήγαιναν προς το περιπολικό.
«Πού με πάτε;» είπε αυτός.
«Εξακρίβωση στοιχείων», του απάντησε ο αστυνομικός.
Η κοπέλα που στεκόταν λίγο πίσω τους άρχισε να φωνάζει:
«Ο άνθρωπος είναι χτυπημένος! Στο νοσοκομείο πρέπει να πάει.»
«Σου μοιάζουμε για νοσοκόμοι;» είπε ο αστυνομικός.
Μερικοί νεαροί ξεκίνησαν να βρίζουν –από απόσταση: «Γαμημένοι μπάτσοι, έχουμε τα στοιχεία σας. Αν πάθει τίποτα ο άνθρωπος…»
Οι αστυνομικοί πετάξανε τον Καβάφη στην πίσω θέση κι ο οδηγός έπιασε τον ασύρματο:
«Ταραχές στη Βικτώρια με αναρχικούς», είπε και μπήκε μέσα.
Ο Καβάφης απ’ το περιπολικό παρατηρούσε την Αθήνα. Πόσο είχε αλλάξει και πόσο ίδια ήταν! Του ήρθαν μερικοί στίχοι, αλλά δεν είχε χαρτί να τους γράψει.Έφυγαν το ίδιο εύκολα απ’ το χτυπημένο του κεφάλι.
Οι αστυνομικοί μιλούσαν για αγώνες ποδοσφαίρου.
~~
Η κοπέλα γύρισε στο σπίτι της κι έκατσε στον υπολογιστή για να γράψει κάτι στο μπλογκ της. Δεν έβλεπε την οθόνη από τα δάκρυα.
Ο μαυροντυμένος νεαρός, που πρώτος είχε ορμήσει στον Καβάφη, μπήκε στο σπίτι του τσαντισμένος.
«Πού ήσουν;» του είπε η μάνα του χωρίς να σηκωθεί απ’ την τηλεόραση.
«Γάμησε μας, ρε μάνα», είπε εκείνος και πήγε στο δωμάτιο του.
Στην τηλεόραση μιλούσε ο πρωθυπουργός:
«Οι θυσίες που κάνουμε φέρνουν επιτέλους αποτέλεσμα. Η ανάπτυξη…»
~~
Ο ποιητής πέθανε λίγο πριν φτάσουν στο τμήμα.
Ένα σπασμένο αγγείο, τίποτα παραπάνω.
Το φθινόπωρο του 2012, εν Αθήναις.