Ο πυρηνικός όλεθρος κι ένα κόκκινο ποδήλατο

0
597

I don’t wanna be a candidate for Vietnam or Watergate ‘Cause all I want to do is
Bicycle bicycle bicycle
“Bicycle Race”, Queen

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

Τον Οκτώβριο του 1962 ο πλανήτης μας έφτασε πιο κοντά από ποτέ στην πυρηνική καταστροφή. Ήταν ακόμα η μέρα που ο Αλέξης πήρε το καινούριο του ποδήλατο.

Η αποκορύφωση του ψυχρού πολέμου ξεκίνησε με την εισβολή των Αμερικάνων στον κόλπο των Χοίρων, στην Κούβα, τον Απρίλιο του ‘61. Η εισβολή απέτυχε, αλλά ο Κάστρο κατάλαβε ότι δεν μπορούσε να τα βάλει μόνος με το μεγαθήριο του Κένεντι. Έτσι ζήτησε τη συνδρομή της σοβιετικής αρκούδας. Η ΕΣΣΔ του Χρουστσόφ άρχισε να εφοδιάζει το κομμουνιστικό καθεστώς της Κούβας με πολεμικό υλικό.

Πύραυλοι εδάφους-αέρος, πύραυλοι μέσου βεληνεκούς, βομβαρδιστικά και πυρηνικές κεφαλές στάλθηκαν στην Κούβα. Εκκρεμούσε μόνο η αποστολή 32 διηπειρωτικών πυραύλων (μεγάλου βεληνεκούς), οι οποίοι θα μπορούσαν να πλήξουν άμεσα όλες τις αμερικανικές πόλεις.

Ο Κένεντι, στις 22 Οκτώβρη, με διάγγελμα προς τον αμερικανικό λαό, ανακοίνωσε τον ναυτικό αποκλεισμό της Κούβας. 180 πλοία ξεκίνησαν περιπολίες στην Καραϊβική, με εντολή να πραγματοποιούν νηοψία σε κάθε σοβιετικό πλοίο που θα πλησίαζε το νησί.

Στις 24 Οκτώβρη 1962, μια μέρα που θα μπορούσε να σημάνει το τέλος της ανθρωπότητας, σοβιετικά πλοία κατευθύνθηκαν προς την Κούβα. Ο Κένεντι προειδοποίησε το Κρεμλίνο, ότι αν τα πλοία δεν επιστρέψουν στις βάσεις τους και συνεχίσουν την πορεία τους θα βυθιστούν.

Απόρρητα αρχεία που είδαν το φως μετά από πολλά χρόνια παρουσιάζουν τον Κένεντι έτοιμο να πυροδοτήσει τους πυρηνικούς πυραύλους.

«Ξέρω τους αριθμούς», είχε πει. «100 εκατομμύρια θα πεθάνουν μέσα σε μία μόνο μέρα και 24 εκατομμύρια εδώ». Ήταν έτοιμος να το κάνει.

~~

Εκείνη τη μέρα, σ’ ένα ορεινό χωριό της Πελοποννήσου, που στον χάρτη αναφέρεται ως Λαντζόι, αλλά οι παλιοί το λένε Θάλαττα, ο δωδεκάχρονος Αλέξης μόλις είχε αγοράσει το καινούριο του ποδήλατο. Του το είχε πάρει ο πατριός του για να μπορεί να πηγαίνει στο γυμνάσιο, το οποίο ήταν αρκετά χιλιόμετρα μακριά.

Ήταν ένα κατακόκκινο ποδήλατο. Πάνω στο τιμόνι είχε ένα σημαιάκι του Ολυμπιακού κι ένα αστραφτερό ασημί κουδούνι. Στις αχτίνες του πίσω τροχού είχε τοποθετήσει ένα μανταλάκι, που κρατούσε ένα σκληρό χαρτόνι. Έτσι, όσο πιο γρήγορα έτρεχε το ποδήλατο, τόσο πιο δυνατά ακουγόταν ο ήχος απ’ το χαρτόνι πάνω στις αχτίνες, σχεδόν σαν να περνούσε μοτοσυκλέτα.

Το καινούριο ποδήλατο ήταν το γεγονός της ημέρας για το μικρό χωριό. Λίγα παιδιά είχαν το δικό τους ποδήλατο κι αυτά ήταν κάτι παμπάλαια σκουριασμένα σαράβαλα, που τ’ αποκαλούσαν νεκροφόρες.

Ο Αλέξης ξεκίνησε να φέρνει βόλτες στην πλατεία. Οι θαμώνες του μοναδικού καφενείου είχαν αφήσει την κολλιτσίνα και το τάβλι κι είχαν βγει έξω για να θαυμάσουν το τροχοφόρο. Ο πατριός του Αλέξη καμάρωνε κι αυτός. και επαναλάμβανε πως είχε δώσει ένα μεγάλο μέρος από τα λεφτά της σοδειάς για να το αγοράσει.

Η μητέρα του Αλέξη ήταν κλεισμένη στο σπίτι και έβραζε από το θυμό της: Είχαν δώσει τόσα λεφτά, που καθόλου δεν τους περίσσευαν, για ένα ποδήλατο;  Το βράδυ θα τους κανόνιζε και τους δύο, πρωτίστως τον άντρα της.

Τα παιδιά του χωριού έτρεχαν πίσω από τον Αλέξη και τον παρακαλούσαν για μια βόλτα.  Όμως εκείνος συγύρισε με τις γροθιές του όσους είχαν αποτολμήσει ακόμα και ν’ ακουμπήσουν το ποδήλατο του.

Το μεσημέρι, ξεθεωμένος και ξελιγωμένος, πήγε στο σπίτι για να φάει. Άφησε το ποδήλατο κάτω από μια μουριά στην αυλή, το γυάλισε ξανά –για να φύγει η σκόνη του δρόμου, που ήταν χωματόδρομος ακόμα- και μπήκε νυχοπατώντας στην κουζίνα.

Η μάνα του, η Σοφία, ήταν Αρβανίτισσα και είχε βαρύ χέρι. Τον ξυλοφόρτωνε δι’ ασήμαντον αφορμήν και η σπατάλη τόσων χρημάτων δεν ήταν καθόλου ασήμαντη αφορμή. Δεν είχε καμιά σημασία που την απόφαση την είχε πάρει ο άντρας της -και πατριός του Αλέξη. Κάποιος έπρεπε να την πληρώσει.

Αλλά ο Αλέξης δε φοβότανε. Λάθος. Φοβότανε, αλλά δεν νοιαζότανε. Ήταν η πιο ευτυχισμένη μέρα της ζωής του και μερικά χαστούκια δεν μπορούσαν να του πάρουν αυτή τη χαρά. Όσο ξύλο και να ‘τρωγε θα ήξερε ότι το ποδήλατο του τον περίμενε, ολοκαίνουριο και κατακόκκινο, κάτω από τη μουριά, για να τον παρηγορήσει.

Παραδόξως η μάνα του δεν τον χαστούκισε. Τον αγριοκοίταξε μόνο και μετά του είπε να πάει να φωνάξει τον πατέρα του απ’ το καφενείο. Η αργοπορία του για το μεσημεριανό ήταν ανησυχητική. Ποτέ δεν κάθονταν να φάνε, αν πρώτα δεν μαζεύονταν και οι τρεις.

~~

Καβάλησε το ποδήλατο του για να πάει ως το καφενείο. Η απόσταση ήταν εκατό μέτρα όλα κι όλα, αλλά δεν μπορούσε να χάσει τέτοια ευκαιρία. Στο καφενείο βρήκε όλους τους άντρες του χωριού γύρω απ’ το ραδιόφωνο. Καπνίζαν αρειμανίως και κοιτούσαν το ραδιόφωνο στα μάτια, λες και μπορούσαν να δουν τον εκφωνητή.

Ο Αλέξης τράβηξε τον πατριό του από το μανίκι.

Η μάνα λέει να ‘ρθεις να φάμε.

Εκείνος δεν απάντησε καν. Ο Αλέξης κατάλαβε ότι κάτι σημαντικό έλεγε το ραδιόφωνο κι έμεινε ν’ ακούσει, σαν να προσπαθούσε να δείξει κι αυτός ότι ήταν μεγάλος πια.

Ο εκφωνητής μιλούσε για τις κρισιμότερες στιγμές της ανθρωπότητας. Μιλούσε για τον τρίτο παγκόσμιο πόλεμο. Ανέφερε τη Χιροσίμα και το Ναγκασάκι, τις εκατοντάδες χιλιάδες ανθρώπους που είχαν απανθρακωθεί σε μια στιγμή και προειδοποίησε ότι οι καινούριες πυρηνικές βόμβες ήταν ασύγκριτα πιο ισχυρές.

Με το τέλος της εκπομπής οι ενήλικες συνεννοήθηκαν βιαστικά. Κάποιοι είχαν υπόγειες αποθήκες και κελάρια. Θα τα θωράκιζαν με σακιά άμμου και θα χωνόντουσαν εκεί μέσα όσοι περισσότεροι μπορούσαν.

Ο παπάς έτρεξε να βαρέσει τις καμπάνες και οι άντρες έφυγαν για τα σπίτια τους, προκειμένου να ετοιμάσουν τα αυτοσχέδια αντιπυρηνικά καταφύγια τους. Ο Αλέξης κουβάλησε το ποδήλατο του μέχρι τη μουριά, δίπλα στον πατριό του που δεν έλεγε κουβέντα. Έπειτα, με τη βοήθεια και των γυναικών, ξεκίνησαν να οχυρώνουν το υπόγειο του γείτονα.

Πριν σκοτεινιάσει τέσσερις οικογένειες μπήκαν μέσα κι έκλεισαν την πόρτα. Κάτω από το φως των λαμπών πετρελαίων οι γυναίκες προσεύχονταν κι οι άντρες κάπνιζαν. Είχαν ένα ραδιόφωνο ανοικτό και προσπαθούσαν να ακούσουν νέα από την Αθήνα, από τη Ντόιτσε Βέλλε και από το Λονδίνο. Κάθε φορά που το σήμα χανόταν οι άντρες σταυροκοπιούνταν και οι γυναίκες θρηνούσαν. Ο πόλεμος είχε αρχίσει;

~~

Ώσπου ξαφνικά, σε μια στιγμή ησυχίας μέσα στο ημίφως, ο Αλέξης θυμήθηκε το ποδήλατο του. Σαν αμνός, κατακόκκινος και ολοκαίνουριος, περίμενε ττους πυρηνικούς πυραύλους κάτω από τη μουριά.

Αδιαφορώντας για τις απειλές των ενηλίκων και τις κραυγές της μάνας του άνοιξε την πόρτα και χύθηκε στο σκοτάδι. Έτρεξε όσο πιο γρήγορα μπορούσε ως τη μουριά.

Ο κόσμος μπορεί να χανόταν, αλλά το ποδήλατο του έπρεπε να σωθεί.

Το βρήκε εκεί όπου το είχε αφήσει, παγωμένο απ’ τη δροσιά της νύχτας. Πριν το πάρει για να γυρίσει στο καταφύγιο κοίταξε τον ουρανό. Φαντάστηκε τους πυραύλους να έρχονται σαν πυρακτωμένα μετέωρα. Όμως μόνο τα άστρα, ψυχρά και απόμακρα όπως πάντα, έλαμπαν στο στερέωμα.

Όταν προσπάθησε να μπει στο καταφύγιο οι ενήλικες του είπαν ότι δεν υπήρχε αρκετός χώρος.

Ο Αλέξης ήταν αποφασισμένος. Ή θα έμπαινε με το ποδήλατο του ή θα έμενε έξω μαζί του. Οι παραινέσεις του πατέρα του και οι φοβέρες της μάνας του δεν κατάφεραν να του αλλάξουν γνώμη. Τελικά τον άφησαν να μπει κι εκείνος κοιμήθηκε, λίγη ώρα μετά, με το ποδήλατο του αγκαλιά.

~~

Ο κόσμος δεν καταστράφηκε εκείνη τη μέρα. Ο Χρουστσόφ έκανε πίσω.

Στις 28 Οκτωβρίου, μετά από μυστικές διαβουλεύσεις και σκληρές διαπραγματεύσεις, η ΕΣΣΔ δέχτηκε να αποσύρει τους πυραύλους της από την Κούβα, και οι ΗΠΑ δεσμεύθηκαν να μην επιτεθούν στο νησί των «Μπαρμπούδος», των γενειοφόρων επαναστατών. Η Κούβα του Κάστρο έμεινε μόνη της ενάντια στον παγκόσμιο οικονομικό αποκλεισμό, αλλά η ανθρωπότητα είχε σωθεί.

Ένα χρόνο μετά δολοφονήθηκε ο πρόεδρος Κένεντι. Στη δολοφονία του εμπλέκεται άμεσα κι ένας Έλληνας, όμως γι’ αυτόν θα γράψουμε σε κάποιο άλλο κείμενο. Δύο χρόνια μετά αντικαταστάθηκε ο γενικός γραμματέας Χρουστσόφ.

Ο Αλέξης μεγάλωσε, τέλειωσε το εξατάξιο γυμνάσιο και γράφτηκε στη σχολή αξιωματικών της αστυνομίας. Ο πατριός του πέθανε, η μάνα του τον ακολούθησε και το ποδήλατο σκούριασε κάτω από μια μουριά.

Πολλά χρόνια μετά, ο συνταξιούχος πλέον Αλέξης, μίλησε στο γιο του για ‘κείνο το κατακόκκινο ποδήλατο και τη μέρα που παραλίγο να καταστραφεί ο κόσμος.

Ο γιος του έκατσε στο μπαλκόνι κι έγραψε αυτό το κείμενο, κοιτώντας κάθε τόσο τον ουρανό .