Η λαϊκή Κάλλας και ο τενόρος Καζαντζίδης

0
4485

Την προηγούμενη εβδομάδα ήταν καλεσμένος στο Τρίτο πρόγραμμα ένας διάσημος Έλληνας τενόρος -αν και αυτές οι λέξεις αποτελούν ένα ιδιότυπο «τριμερές οξύμωρο σχήμα»

Υπάρχουν διάσημοι Έλληνες, υπάρχουν και Έλληνες τενόροι, όπως υπάρχουν και διάσημοι τενόροι –μη Έλληνες. Αλλά οι τρεις όροι στη σειρά… είναι οξύμωρο.

Αν βγούμε στους δρόμους της Αθήνας και ρωτήσουμε χίλιους ανθρώπους, ακόμα και δέκα χιλιάδες, αν ξέρουν κάποιον Έλληνα τενόρο, θα απογοητευτούνε οι τενόροι.

Ίσως κάποιοι, αστειευόμενοι, να πουν τον Καζαντζίδη. Και δεν θα κάνουν λάθος. Το γιατί θα το καταλάβετε σε λίγο.

Ο διάσημος Έλληνας τενόρος του Τρίτου Προγράμματος διηγήθηκε δύο ανεκδοτολογικές ιστορίες για τη μουσική και την Ελλάδα. Η πρώτη αφορά σε μια παρέα από φοιτητές της Νομικής, στις αρχές της δεκαετίας του εβδομήντα.

Αυτοί βρεθήκανε μια ζεστή και φεγγαρόλουστη νύχτα του Αυγούστου να κάνουν ελεύθερο κάμπινγκ σε κάποια απόμερη παραλία της Λευκάδας.

Λίγο μετά τα μεσάνυχτα, ίσως και λίγο ζαλισμένοι από το κρασί και άλλες –όχι και τόσο νόμιμες- ουσίες μπήκαν στις σκηνές τους και στους υπνόσακους τους για να κοιμηθούν.

Πριν αρχίσουν να ροχαλίζουν τους ξύπνησε μια αλλόκοτη μελωδία, τόσο οικεία, αλλά συνάμα και πρωτάκουστη.

Ανακαθίσανε ή βγήκανε από τις σκηνές τους και χωρίς να τολμούν να μιλήσουν, σαν να μην ήθελαν να διακόψουν το όνειρο, έψαξαν να δουν αν είχαν κάποιο τραντζιστοράκι ανοικτό. Όμως η φωνή έμοιαζε να κατεβαίνει από τα ουράνια, σαν να ήταν χερουβείμ που έψαλλαν τη δόξα του Κυρίου.

Ακολούθησαν σαν υπνωτισμένοι τον ήχο. Σκαρφάλωσαν, πήδησαν μερικά βράχια, μπήκαν στο νερό και τελικά βρεθήκανε στο διπλανό όρμο.

Εκεί, πενήντα μέτρα από την ακροθαλασσιά, ήταν αγκυροβολημένη μια θαλαμηγός. Η φωνή ερχόταν από το πλεούμενο και έμοιαζε να τους καλεί, σαν το τραγούδι των Σειρήνων που έριχνε τους ναύτες στα βράχια.

Αναγνώρισαν με δυσκολία τα τραγούδια. Ήταν δημοτικά και παλιά λαϊκά, καθώς και έντεχνα, αλλά ο τρόπος ερμηνείας δε θύμιζε τίποτα απ’ ό,τι είχαν ακούσει μέχρι τότε.

Αργότερα κάποιοι είπαν ότι ήταν σαν να τραγουδούσαν νύμφες, ξωτικά, νηρηίδες, άγγελοι –ή όλοι αυτοί μαζί.

Κάποια στιγμή δεν άντεξαν. Έβγαλαν τα ρούχα τους και ξεκίνησαν να κολυμπούν προς το πλοίο, σαν νυχτοπεταλούδες που τραβάνε ίσια προς το φως.

Μόλις πλησίασαν αντιλήφθηκαν ότι η θαλαμηγός άνηκε στη Χριστίνα Ωνάση και η «θεϊκή» φωνή στη Μαρία Κάλλας.

Η Κάλλας έδινε ένα πριβέ ρεσιτάλ με ρεπερτόριο που δε συνήθιζε και –δυστυχώς- ποτέ δεν ηχογραφήθηκε.

Η φωνή της δεν ήταν πια η τρισδιάστατη εκείνη φωνή της πρώτης νιότης της, η φωνή –που όπως λένε όσοι την ακούσει ζωντανά- «έπεφτε» στο κοινό από τρία σημεία: Οι ψηλές νότες από τον ουρανό, οι μεσαίες σε χτυπούσαν ίσια στα μάτια και οι χαμηλές περνούσαν σαν ερπετά μέσα από το ξύλο και το ύφασμα και σου δονούσαν τα σωθικά.

Η δερματομυοσίτιδα είχε αλλοιώσει τη φωνή της σημαντικότερης υψίφωνου που έχει ηχογραφηθεί. Αλλά και πάλι.

Οι φοιτητές έπλεαν γύρω από τη θαλαμηγό σαν δελφίνια και μόνο το φεγγάρι μπορούσε να συγκριθεί σε ομορφιά με αυτό που άκουγαν. Έτσι τουλάχιστον είπαν.

~~{}~~

Η δεύτερη ιστορία συνδέεται με την Κάλλας μέσω του Τζοβάνι Τζενατέλο, του καλλιτεχνικού διευθυντή της Αρένας της Βερόνας, του ανθρώπου που σύστησε την Ντίβα στην Ιταλία.

Ο Τζενατέλο βρέθηκε στα μέσα της δεκαετίας του πενήντα στην Αθήνα. Κάποια νύχτα ο αθηναίος φίλος του αποφάσισε να τον πάει στον «Θείο», το κέντρο όπου τραγουδούσε ο νέος ακόμα Καζαντζίδης.

Ο Τζονατέλο απολάμβανε τη λαϊκή μουσική, τα μπουζούκια και το φολκόρ αέρα που ανέδιδε –τότε- η πρωτεύουσα.

Ώσπου στο πάλκο ανέβηκε ο Καζαντζίδης. Με τις πρώτες νότες που βγήκαν από το λαρύγγι του ο Τζονατέλο σηκώθηκε όρθιος.

«Ποιος είναι αυτός;» ρώτησε το φίλο του με βουρκωμένα μάτια.

«Ο Καζαντζίδης», του είπε εκείνος. «Ανερχόμενος, αλλά ταλαντούχος.»

«Ταλαντούχος;» έκανε ο Ιταλός. «Τα ηχεία του, η φωνή του, το ηχόχρωμα της, το βάρος της… Μόνο έναν άνθρωπο έχω ακούσει να τραγουδάει έτσι: Τον ίδιο τον Καρούζο.»

Ο Καζαντζίδης, όπως μπορεί να διαπιστώσει ο καθένας ακούγοντας τις πρώιμες ηχογραφήσεις του, ήταν ένας καθαρόαιμος τενόρος.

Με τον καιρό, λόγω της ηλικίας, αλλά κυρίως λόγω της φωνητικής κακομεταχείρισης (αφού οι λαϊκοί τραγουδιστές τραγουδάνε πολλές ώρες και –ελλείψει κατάρτισης- άτσαλα, με το «λαρύγγι» τους) έφθειρε τη φωνή του και έγινε βαρύτονος.

Όμως ο Τζονατέλο είχε βρεθεί μπροστά σε ένα θαύμα. Ουσιαστικά όμως, ένα θαύμα χωρίς αξία, αφού δεν μπορούσε να πάρει έναν εικοσιπεντάχρονο και να τον εκπαιδεύσει εξαρχής, να τον καταρτίσει τεχνικά, γλωσσικά και μουσικά ώστε να μπορέσει να τραγουδήσει όπερα.

Άλλωστε η όπερα, η ανώτερη έκφανση της δυτικότροπης μουσικής όπως υποστηρίζουν οι ειδήμονες, δεν είναι θέμα μόνο φωνής. Απαιτείται υποκριτική ικανότητα, σκηνική παρουσία και μουσικές γνώσεις. Και σίγουρα ο Στέλιος δε θα αισθανόταν πολύ άνετα στη Σκάλα του Μιλάνου.

Ο Τζονατέλο άκουσε προσεκτικά τον Καζαντζίδη, τον γνώρισε από κοντά και έφυγε συγκλονισμένος, αλλά άπραγος.

~~{}~~

Κάποιες μοιραίες συναντήσεις είναι προκαθορισμένο να απομένουν ανεκδοτολογικές διηγήσεις και αφετηρίες πιθανολογικών σεναρίων: Τι θα γινόταν αν ο Καζαντζίδης είχε γεννηθεί στην Ιταλία, από γονείς μουσικούς;

Κλείνοντας το ραδιόφωνο –και αυτό το κείμενο- μένουμε να αναρωτιόμαστε αν οι καταστάσεις δημιουργούν τους ανθρώπους ή οι άνθρωποι τις καταστάσεις;

Η Ελλάδα δημιούργησε την Κάλλας –εξορίζοντας ‘την από τη Λυρική Σκηνή της Αθήνας για λόγους μικροπρέπειας, αμιγώς ελληνικότροπους, και τον Καζαντζίδη –με τη φτώχεια και την εκμετάλλευση;

Ή μήπως ο Καζαντζίδης με την Κάλλας έφτιαξαν την Ελλάδα όπως την ξέρουμε;

~~

Ποια είναι η κινητήριος δύναμη της Ιστορίας;

Οι κοινωνιολόγοι και οι Μαρξιστές θα μιλήσουν για τις συνθήκες που διαμορφώνουν το άτομο.

Οι ψυχολόγοι και οι νεοφιλελεύθεροι για το άτομο που εκμεταλλεύεται τις συνθήκες.

Οι θρήσκοι θα πουν ότι είναι ο Θεός, ο οποίος βρίσκεται πάνω από τις κοινωνικές συνθήκες και τις ιδιαιτερότητες κάθε ατόμου.

Οι άθεοι και οι γενετιστές θα πουν ότι πρόκειται για ένα χαώδη και απρόβλεπτο συνδυασμό όλων –πλην του Θεού.

Και οι λογοτέχνες θα μείνουν να αναρωτιούνται, χωρίς να ξέρουν αν η απάντηση έχει μεγαλύτερη σημασία από την ερώτηση την ίδια –και τον τρόπο που τη διατυπώνεις.