Ο Νίκος σκοτώθηκε με τη μηχανή του πριν τέσσερα χρόνια. Μόλις είχε κλείσει τα τριάντα. Έπαιζε κιθάρα, πιάνο και την καλύτερη μπλουζ φυσαρμόνικα που έχω ακούσει από λευκό. Όταν συζητούσαμε του άρεσε να πιάνει την ελληνική γλώσσα και να τη μεταχειρίζεται σαν να ‘παιζε μαζί της στις αμμουδιές του Ομήρου.
Ένα γλυκό βράδυ στο κάστρο της Νάξου, που τον ρώτησα (ήταν γαλλομαθής, πολύ περισσότερο από εμένα) αν tranquillitẽ σημαίνει γαλήνη, γιατί ήθελα να του περιγράψω πως αισθανόμουν, μου απάντησε, γελώντας: «Τι tranquillitẽ ρε; Ηρεμία… Μπρεμιά.» Το σχολείο όπου είχε φοιτήσει ο Καζαντζάκης ήταν λίγα μέτρα πιο κάτω από το φεγγάρι, ακριβώς πάνω από τα κεφάλια μας.
Υπηρέτησε τη στρατιωτική του θητεία στο εκπαιδευτικό πλοίο Αργώ (δεν είμαι σίγουρος για το όνομα) και γύρισε μ’ αυτό όλη τη Μεσόγειο. Από τότε ο μεγαλύτερος του καημός ήταν να ταξιδέψει, να γυρίσει όλον τον κόσμο. Δεν τα κατάφερε. Διορίστηκε στη Δημοτική Αστυνομία Πύργου.
Ήταν φίλος με την πραγματική έννοια. Κι αυτό δε σημαίνει τίποτα άλλο απ’ το ό,τι μπορεί να βρισκόμασταν μια φορά το χρόνο, αλλά πάντα συνεχίζαμε τη συζήτηση λες και βλεπόμασταν κάθε μέρα. Την τελευταία φορά που τον είδα ήταν δυστυχισμένος. Ήθελε να τα παρατήσει όλα, τη βαρετή δουλειά του, το σπίτι του, την κοπέλα του, και να ξεκινήσει να γυρνάει στον κόσμο. Το μόνο που τον χαροποιούσε ήταν η καινούρια του μηχανή –πάντα του άρεσε να τρέχει.
Τρία χρόνια αφότου ξέχασε να στρίψει άνοιξα ένα παλιό μου ημερολόγιο, για να θυμηθώ πως αισθανόμουν στην Νάξο –«μπρεμιά». Βρήκα εκεί τέσσερις σελίδες που είχε γράψει ο Νίκος –παρωδώντας την ημερολογιακή μου αρίθμηση. Θυμήθηκα ότι μου είχε ζητήσει το τετράδιο μου για να γράψει κάτι, αλλά μέχρι πέρυσι δεν ήξερα τι ήταν αυτό που ήθελε να γράψει. Το ένιωσα τότε σαν ένα φιλικό γράμμα και συνάμα ένα δυνατό ταρακούνημα από τον Άλλο Κόσμο.
Όποτε νιώθω αποπροσανατολισμένος, χαμένος, μόνος, το βγάζω και το ξαναδιαβάζω. Δεν πιστεύω στην αθανασία ούτε ελπίζω στην ανάσταση νεκρών, αλλά ο Νίκος με το γράμμα του μου θυμίζει πάντα πόσο αξίζει η ζωή και πόσο ανούσια είναι όλα τα προβλήματα μας –εκτός ίσως από ένα, εκείνο που έχει να κάνει με την αυτογνωσία.
Δεν άλλαξα τίποτα στις μεταθανάτιες ημερολογιακές του σελίδες. Θα ήταν ύβρη άλλωστε.
ΥΓ: Όπου [αγκύλες] κάποιες δικές μου παρατηρήσεις.
ΗΜΕΡΑ ΠΟΛΛΟΣΤΗ
Έχω έρθει Νάξο, μακριά απ’ όλα. Και τι λέω; Λέω ότι δε με ξέρω. Λέω ότι με μαθαίνω, εμένα και τα πολλά μου. Λέω ότι ολάκερη η ζωή είναι μια βόλτα, ένα ταξίδι. Μου αρέσει;
Κάπου πρέπει να πάω, να μάθω, να δω τι γίνεται. Ίσως γιατί πραγματικά δεν κοιτάζω, δε με νοιάζει. Ίσως γιατί ποτέ δεν νοιάστηκα για τους άλλους. Ίσως γιατί νοιάστηκα υπερβολικά για τους άλλους. Ίσως γιατί περιμένω απαντήσεις από τους γύρω, μα ποτέ από μένα.
Όλο και πιο ψηλά, όλο και πιο βαθιά. Μα είμαι τόσο δα έτοιμος. Μου φαίνομαι μικράκι που κολυμπά στα φτερά του. Μου φαίνομαι μικράκι που χάνεται στον ίλιγγο του. Και τι ύψος, Θεέ μου! Μόνο ύψος ή βάθος.
Κάποτε το πήγα τόσο βαθιά που φαίνεται πως πνίγηκα εκεί και έχασα μια ζωούλα. Να δω πόσες μου έχουν μείνει. Να δω αν τις εξάντλησα κι αυτές. Να δω τι είμαι. Θανατοποινίτης που έκτισε την ποινή του; Πεθαμένος και περπατώ; Ή ζωντανός μ’ αιώνια αϋπνία;
Μάλλον πολλά. Μακάρι και διάφορα. Αλλά γι’ αυτό δεν είμαι σίγουρος. Όλοι θέλουμε τη διαφορά, μα ίσως πρέπει να καταλάβουμε ότι στον κόσμο που γυρίζουμε, γνωρίζουμε και αρμενίζουμε ή τέλος πάντων εκεί που γεννιόμαστε και [κενό]
δεν πάμε πουθενά, όλα ίδια είναι. Αγαπάμε ιδέες που τυχαίνει να πραγματώνονται σε κάποιον ή κάπου. Μπορεί να είναι και αυτή η ουσία αν όχι απλά η μόνη.
Προσωρινή διαύγεια και ζάλη συνάμα. Σαν το καλό με το κακό. Όλα θέλουν ταίρι. Όλα θέλουν να ταιριάξουν. Οπουδήποτε; Οπωσδήποτε; Αν ναι, τότε την πάτησα. Ή σώθηκα;
ΜΙΑ ΜΕΡΑ ΠΡΟΣΦΑΤΗ
Κοιτάζω παντού και ρωτώ πάλι παντού. Βρίσκω πρόσχημα τη δουλειά, μα θέλω και να μιλήσω. Αναζητώ και επιζητώ ανθρώπινη επαφή. Πιστεύω βαθιά ότι γύρω μου δεν ενδιαφέρονται και πολύ. Θέλουν μόνο την αλήθεια, αυτή που τους φαίνεται πιο αληθινή ή πιο καλή.
Ο καθείς τη μέρα του. Όλοι με τη μέρα τους. Οι γυναίκες καμιά φορά με το μήνα τους. Οι ναυτικοί με τα φεγγάρια τους, οι έμποροι με τις δουλειές τους, οι «νησιώτες» με τις σεζόν τους και πάει πολύ μακριά ετούτη η ιστορία.
Αν σκεφτώ συνειδητοποιώ ότι άλλοι γράφουνε και γράφανε γιατί το ‘χουν ανάγκη. Υπάρχει πολυτέλεια στο γράψιμο; Υπάρχει ευτελές γράψιμο; Μάλλον ευτελής είναι ο άνθρωπος που το κάνει έτσι, και ο σκοπός του. Όλα για έναν σκοπό.
Το τελευταίο θα μπορούσε να είναι σύλληψη μεγάλη για μένα και μόνο που τώρα τόσο χρειάζομαι απαντήσεις, όχι για να μάθω, αλλά για να αντλήσω δύναμη. Έχω αδειάσει, απ’ αυτό το αιώρημα, τη διφορία και την αβεβαιότητα. Χωρίς σταλιά ντροπής, χωρίς σεβασμό, αγάπη [πρόχειρα διαγραμμένο στο κείμενο], θέληση και προπαντός χωρίς δύναμη.
Ατέρμονη απρέπεια. Απεραντοσύνη… ατερμονία (υπάρχει αυτή η λέξη;)
ΤΙΣ ΠΡΟΑΛΛΕΣ
Μου άρεσε απλά, έτσι. Μπροστά από το «Ραντεβού»٭, μόνος, να σκέφτομαι και να ανησυχώ, ν’ απολαμβάνω και να χαίρομαι. Η θάλασσα ολάκερη ξοπίσω μου.
Θα ‘θελα να μπορούσα να μιλήσω σε όλους τους φίλους μου τώρα. Και στους δικούς μου, την οικογένεια μου, την αδελφή, στο φίλο της, σ’ όλους τους. Να τα ‘βρισκα μαζί τους, και να ‘νιωθα σαν σε τραγούδι. Ίσως κάποια μέρα να γίνουν όλα. Ίσως απλά να χρειάζονται όλα το δρόμο τους. Όλα μέχρι και την ευτυχία, που τόσο τη ζουλάμε να έρθει. Κι αυτή μάλλον σαν γκόμενα, προγκάει και αργεί. Βρίσκει δικαιολογίες και ούτε που φαίνεται πουθενά. Και τι γίνεται;
Κάθομαι τώρα στο «Ραντεβού» χωρίς ραντεβού. Μ’ έστησε ή μου φαίνεται;
[*Καφετέρια στην Νάξο, όπου ο Νίκος είχε δουλέψει για λίγους μήνες]
ΤΙΣ ΑΛΛΕΣ ΠΡΟΑΛΛΕΣ
Τις προάλλες κιόλας μίλησα σ’ έναν άνθρωπο, που περισσότερο υποκρινόταν παρά εκδιάτεινε το είναι του. Ήταν ηθοποιός. Θυμάμαι που η κουβέντα μας μ’ έκανε να του πω ότι «ποτέ δεν ξέρεις», και σίγουρα εννοούσα το τι γίνεται. Το προόριζα γι’ αυτόν πιότερο παρά για μένα.
Στις ύστατες στιγμές, αυτές των μεγάλων δυσκολιών και των μεγάλων προσδοκιών, ποτέ δεν ξέρεις τι γίνεται. Ετούτος ο κόσμος δεν είναι κι ό,τι καλύτερο. Τον βλέπεις και του μιλάς μα γνωριμιά δε σου χαρίζει.
«Εγώ δίνω κάτι και περιμένω να πάρω»… «πολλά», αυτό εννοούσε, μα ξέχασε να το πει. Έτσι μου είπε το παρ’ ολίγου αφεντικό μου, η 26χρονη Αναστασία που μέχρι τα 24 της δούλευε όπως κι εγώ. Οι χωριανοί της τη φωνάζαν Τασούλα και της άρεσε. Της άρεσε αυτό το «–ούλα». Το Αναστασία της κακοφαινόταν. Η Τασούλα όμως, παρόλο που δεν καυχιόταν στεκόταν ψηλά στο ανάστημα της –μολονότι ήταν μικρότατο- φαντασμένη όπως και οι περισσότεροι για το μέγεθος τους. Κρίμα, ίσως να έπρεπε να της μιλήσω πιο ανοιχτά πιο ειλικρινά. Μα πως μια νύξη που της έγινε, μας οδήγησε σ’ ολόκληρη ρήξη.
Τελικά είμαστε όλοι έτσι. Μας φανερώνουν την αλήθεια κι εμείς τρομάζουμε. Δε μας γνωρίζουμε. Ούτε και σε μας τους ίδιους δε δίνουμε γνωριμιά. Χάνουμε εαυτό, αισθητική, ομορφιά και ανθρωπιά. Μα τόσο αργόρυθμα που μεταμορφωνόμαστε σε κάτι χειρότερο και από φαντάσματα. Αυτά προκύπτουν από τη φαντασία κι όχι από την πραγματικότητα.
Να δούμε τι θα γίνει. Πόσος χρόνος, πόση δουλειά, πόσος μόχθος χρειάζεται να ξαναγίνουμε πάλι άνθρωποι;