Σίσπυρος – Φονοτρόπιο

0
262
painting something lethal
add something lethal

Οι Πρόγονοι του Αδάμ

Η ιστορία του Αντώνη εδώ – Η ιστορία της Ελένης εδώ – Η ιστορία του Αδάμ εδώ

Το πρώτο μέρος του Σπύρου εδώ

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

Νάτος και ο παππούλης σου. Εκεί, κάτω από τη λεύκα τον έχουμε, να μην τον καίει ο ήλιος. Δεν την μπορούσε τη ζέστη. Όπου σκιά αυτός απλωνόταν. Και στο τζάκι ούτε που πλησίαζε. Από μακριά πάντα.

Του ‘χε μείνει κουσούρι από παιδί. Είχαν πάει με έναν φίλο του να χαζέψουν ένα στάβλο που καιγόταν. Τότε έτσι κι έπιανε φωτιά το μόνο που μπορούσες να κάνεις ήταν να κλαις, να προσεύχεσαι και να κοιτάς.

Πιτσιρίκια αυτοί, ξυπόλητα και μυξιάρικα. Κι όπως κοιτούσαν πετάχτηκε από ‘κει μέσα ένα άλογο που δεν το είχαν λύσει από την καρότσα. Η καρότσα ήταν γεμάτη άχυρο κι είχε πιάσει φωτιά και έτρεχε το άλογο να ξεφύγει από τη φωτιά που κουβαλούσε.

Ο Σπύρος πρόλαβε να κάνει άκρη ή μπορεί να ήταν πιο τυχερός, η τύχη δεν είναι μικρό πράγμα. Αλλά ο Ιξίωνας μπλέχτηκε στον τροχό του κάρου και καιγόταν και στριφογυρνούσε και καιγόταν και στριφογυρνούσε μέχρι που πήρε φωτιά και το άλογο και καήκαν όλοι μαζί.

Από τότε ο Σπύρος δεν μπορούσε τις φωτιές και τη ζέστη. Μόνο το τσιγάρο του άναβε και απορώ πως το κατάφερνε κι αυτό.

Τον βάλαμε κάτω από τη λεύκα, να μη σκάσει από τη ζέστη και βρυκολακιάσει κι αρχίσει να μας κυνηγά.

Μη γελάς, ποτέ δεν ξέρεις τι μπορεί να κάνει ένας πεθαμένος. Εδώ στο χωριό το έχουμε μάθει από τους παλιούς: Αν δεις μαύρη κότα να τριγυρνά τα βράδια είναι βουρδούλακας.

Πως το καταλαβαίνεις; Αχ, πως φαίνεται ότ’ είσαι παιδί της πόλης…

Οι κότες δεν βγαίνουν έξω τα βράδια!

(Η Μερόπη γελάει με τον μικροαστό εγγονό της που αγνοεί τα αυτονόητα. Έπειτα, καθώς μια αύρα σαλεύει τα φύλλα και τα χορτάρια και ανασηκώνει μυρωδιές από πρασινάδα και λιβάνι, μισοκλείνει τα μάτια, ανατριχιάζει και χαμογελάει, κοιτώντας το νεκροταφείο.)

Ωραία δεν είναι; Εκεί θα με βάλετε κι εμένα όπου να ‘ναι.

(Ο Αδάμ της λέει ότι έχει καιρό ακόμα μέχρι να ‘ρθει και η σειρά της. Δεν το πιστεύει και ξέρει ότι ούτε η γιαγιά πιστεύει αυτήν την υπόσχεση μακροημέρευσης. Αλλά στους ανθρώπους αρέσουν οι απάτες, ειδικά όταν λειτουργούν προς όφελος τους. Και ιδιαίτερα λατρεύουν τις αυταπάτες. Ολόκληρος ο ανθρώπινος πολιτισμός είναι μια αυταπάτη.)

Τι καιρό έχω; Δεν μπορώ άλλο, Αδαμάκι μου, με πονάνε τα πόδια μου, με πονάει η μέση μου, τα αρθριτικά μου, όλα με πονάνε. Ούτε να περπατήσω δεν μπορώ καλά-καλά, έχω πρησθεί ολόκληρη. Κι η αλήθεια είναι ότι δεν θέλω άλλο, δεν θέλω.

Αυτή είναι η διαφορά: Αν θες να μείνεις ή αν δεν σε νοιάζει ή ακόμα περισσότερο αν θες να φύγεις. Δεν σου λέω για ατυχήματα ή για πόλεμο. Για τα γηρατειά σου λέω. Οι άνθρωποι πεθαίνουν όταν δεν έχουν κάτι καινούριο να κυνηγήσουν. Όσο είσαι νέος έχεις τα νιάτα σου να ζήσεις. Μετά έχεις τα παιδιά σου να μεγαλώσεις. Άντε να βοηθήσεις και με τα εγγόνια σου. Μετά κανείς δεν σε χρειάζεται, βάρος είσαι πιο πολύ, οπότε καταλαβαίνεις ότι ήρθε η ώρα να φύγεις.

Να, δες την Παναγιώτα, τη γειτόνισσα, ξέρεις… Την έχεις δει πως έχει καμπουριάσει και πως έχει γίνει; Ούτε να σηκώσει το κεφάλι δεν μπορεί, περπατάει κοιτώντας κάτω.

Ξέρεις πόσο χρονών είναι; Ούτε κι εγώ ξέρω ούτε κι αυτή δεν ξέρει. Αλλά θυμάμαι που έπαιζα με το πρώτο της παιδί, την Αρετούσα. Θα μπορούσε να ‘ναι μάνα μου η Παναγιώτα.

Αλλά δεν το βάζει κάτω, η αφιλότιμη, έχει θάψει το μισό χωριό και συνεχίζει. Μέχρι και μπαξέ φύτεψε πάλι, το πιστεύεις; Και να σου πω το καλύτερο. Έχει βάλει στον μπαξέ της από πίσω και κότες. Αλλά είναι ένα γεράκι που τις έχει βάλει στο μάτι τις κότες. Έρχεται από το πρωί και κάθεται στο πλατάνι παραδίπλα περιμένοντας τη στιγμή για να ορμήξει.

Τι κάνει η Παναγιώτα; Βγαίνει έξω από τα χαράματα και στέκει μέσα στον μπαξέ. Στέκει, τρόπος του λέγειν στέκει, αφού δεν μπορεί να σταθεί, να κοιτάξει πάνω. Και περιμένει εκεί, κοιτώντας χάμω, με την καμπούρα της να σημαδεύει τον ουρανό, μέχρι να βραδιάσει και να φύγει το γεράκι. Ένα ζωντανό σκιάχτρο.

(Μόνο ο Αίσωπος θα μπορούσε να φανταστεί μια ιστορία σαν κι αυτή. Το γεράκι και η γριά. Εκείνο σύμβολο της ταχύτητας και της πονηριάς, αλλά δεν μπορεί να τα βάλει με την καμπούρα γριά. Ίσως το γεράκι να μην υπάρχει, άλλωστε η γριά δεν μπορεί να το δει. Αλλά το χρειάζεται. Η Παναγιώτα έχει βρει έναν λόγο για να ζει, αυτό το γεράκι την κρατάει στα πόδια της.)

Να σου πω και το άλλο το ωραίο; Είχε κατέβει μια μέρα η Παναγιώτα στην πόλη. Και να ‘την που  γυρνάει με την νεκροφόρα! Τρομάξανε όλοι στην πλατεία που την είδανε με την νεκροφόρα. Αμάν, τι έγινε και ποιος πέθανε; Και κατεβαίνει η Παναγιώτα και λέει μην ανησυχείτε δεν πέθανε κανείς, μου φέρανε δυο πράγματα που αγόρασα.

Τι είχε αγοράσει; Δύο φέρετρα. Τα είχε το γραφείο σε προσφορά, ένα και ένα δώρο.

“Τι τα θες τα φέρετρα, μωρή Παναγιώτα;” τη ρωτάμε. “Αφού δεν σου ‘μεινε κανένας να θάψεις.”

“Ευκαιρία ήταν”, λέει αυτή. “Μήτε τρώνε μήτε πίνουν. Θα τα βάλω στο πατάρι και κάποια στιγμή θα χρησιμεύσουν κι αυτά.”

Δεν είπε η αθεόφοβη ότι τα πήρε για τον εαυτό της, το ένα τουλάχιστον, όχι, αυτό δεν το είχε στο μυαλό της, λες και ήταν έφηβη ακόμα και νόμιζε ότι θα ζει αιώνια.

Αυτή είναι η διαφορά, Αδαμάκι μου. Κάποιοι άνθρωποι έχουν μέσα τους αυτή τη δύναμη, και θέλουν να ζουν, ενώ άλλοι επιβιώνουν κατά τύχη και άλλοι κουράζονται, απογοητεύονται, κι αφήνονται να πεθάνουν, όπως ο παππούς σου..

(“Vis Vitalis”, λέει ο Αδάμ, ίσως με θλίψη, γιατί αισθάνεται ότι αυτό είναι κάτι που δεν έχει, ότι ζει περίπου κατά τύχη.)

Δεν το ξέρω αυτό που λες, αλλά έτσι είναι. Εγώ δεν την έχω πια αυτή τη δύναμη. Με πονάνε τα πόδια μου, η μέση μου, τα αρθριτικά μου, έχω πρησθεί, στο είπα, έχω πρησθεί ολόκληρη. Και ξέρεις τι μου ‘πε τις προάλλες ο γιατρός; “Λυπάμαι, Μερόπη, το σώμα σου που έμπλεξε μαζί σου”.

Έτσι μου είπε ο άτιμος. Νομίζει ότι τρώω πολύ. Αλλά δεν τρώω η κακομοίρα. Μια τσιμπιά χόρτα και παχαίνω. Μη γελάς, δεν τρώω. Κάποιο πρόβλημα θα έχω, ορμονικό, το είπαν και στην τηλεόραση, ήταν μια γυναίκα διπλάσια από μέσα, αλλά ο γιατρός δεν λέει να καταλάβει, νομίζει ότι τρώω.

(Η Μερόπη περνάει τη σακούλα στο αριστερό χέρι. Μετά βίας σηκώνει το δεξί.)

Να! Τον βλέπεις τον σταυρό που ακουμπάει στη λεύκα; Εδώ τον έχουμε. Στο πλάι είναι ο τάφος του Γιαννίκου. Του πατέρα της Λεμονιάς που παντρεύτηκε τον Τάσο που είχε το μπαρμπέρικο.

(“Το Χρυσό Ψαλίδι”. Ο Αδάμ το θυμάται αυτό το μέρος.

Ήταν σχεδόν μαγικό, μέσα στην τεράστια πλατεία του χωριού, όσο τεράστια του φαινόταν όταν εκείνος δεν ξεπερνούσε το ένα μέτρο ύψος. Τότε που χόρταινε με ένα σουβλάκι και μια πορτοκαλάδα.

Το μπαρμπέρικο ήταν και μανάβικο. Πίσω από την καρέκλα είχε ο Τάσος καφάσια με λαχανικά και φρούτα που έβγαζε στο χωράφι του.

Αλλά όλο το μυστήριο ήταν ο τοίχος απέναντι από την πόρτα, ο τοίχος με τα αρώματα. Εκεί είχε μεγάλες γυάλες, γεμάτες με υγρά διαφόρων χρωμάτων και αποχρώσεων. Έμοιαζε λες και ήταν το εργαστήριο αλχημιστή, λες και εκεί μέσα είχε ελιξίρια και μαγικά φίλτρα.

Και τον Τάσο τον θυμάται, το “Χρυσό Ψαλίδι” αυτοπροσώπως, που όμως κούρευε όλα τα παιδιά με τη μηχανή. Δεν υπήρχε δυνατότητα επιλογής. Το ψαλίδι ήταν μόνο για τους άντρες.)

Και που να σου λέω τι έπαθα στην αρχή. Τον είχαμε θάψει τον παππού σου με έναν σταυρό από αφρολέξ, μέχρι να φτιάξουν τον μαρμάρινο με το όνομα του. Ε, την ίδια μέρα, ούτε ραντεβού να είχανε, πέθανε και ο Γιαννίκος και τον θάψανε παραδίπλα.

Και πάω εγώ το άλλο πρωί ν’ αφήσω τα λουλούδια. Βλέπω τον έναν σταυρό από ‘δω και τον άλλο από ‘κει. Τους είχαμε θάψει δίπλα-δίπλα και μέσα στη στεναχώρια μου δεν θυμόμουν ποιος ήταν του παππού σου. Τι να κάνω, βάζω τα λουλούδια στο μνήμα που μου θύμιζε πιο πολύ τον παππού σου κι αρχίζω να προσεύχομαι να συγχωρεθεί.

Μάρτυς μου ο Θεός, έτσι όπως προσευχόμουνα ένιωσα ένα χέρι να μου χαϊδεύει τα μαλλιά και κάτω την πλάτη. Ένα χάδι ήταν, αλλά ανατρίχιασα ολόκληρη. Έκανα το σταυρό μου κι έφυγα. Την άλλη μέρα πάλι τα ίδια. Και ήταν ακριβώς όπως με χάιδευε ο παππούς σου, τότε, παλιά, όταν ακόμα με χάιδευε.

Το ‘πα και στον παπά-Πασχάλη κι αυτός μου ‘πε να μη φοβάμαι.

“Είναι το χέρι του Χριστού που σε παρηγορεί”, μου λέει ο παπάς.

“Ποιος Χριστός, παπά-Πασχάλη;” του λέω ‘γω, “αυτός ήταν άντρας, ο Σπύρος μου ήταν.”

Την επομένη έρχομαι και είχαν βάλει τους σταυρούς με τα ονόματα. Κοιτάω από ‘δω, κοιτάω από ‘κει, και βλέπω ότι το μνήμα που άφηνα τα λουλούδια κι έκλαιγα ήταν του Γιαννίκου.

Κατάλαβες τι γινόταν; Δεν κατάλαβες; Να σου πω εγώ. Όλοι οι άντρες ίδιοι είναι. Είτε χαϊδεύουν είτε κάνουν την άλλη τη δουλειά, όλοι ίδιοι είναι στο τέλος.

(Μόλις φτάνουν στην πόρτα της νεκρόπολης ο Αδάμ διαβάζει την επιγραφή στον πρώτο τάφο. “Προσδοκώ Ανάσταση Νεκρών”, έχουν χαράξει στο μάρμαρο και ο Αδάμ λέει σιγανά: “Τι άλλο θα μπορούσες να προσδοκείς έτσι όπως έμπλεξες;”)

Τι είπες; Νόμισα ότι είπες κάτι. Όχι; Είναι το μέρος που σε κάνει ν’ ακούς διάφορα. Δεν το ξέρεις που λένε ότι οι νεκροί κουβεντιάζουν μέσα από τα μνήματα με τους γείτονες τους; Μόνο ο Σπύρος δεν θα λέει κουβέντα. Του άρεσε η ησυχία. Και σκέψου να ‘ρθε εδώ και να τον έχουν ζαλίσει οι άλλοι με τα κουτσομπολιά τους. Τον κακόμοιρο. Από ‘δω έλα.

Νάτος. Καλά δεν τον έχουμε; Τι να λέμε; Ούτε στεναχώριες ούτε προβλήματα. Ώρες-ώρες δεν κρατιέμαι να ‘ρθω κι εγώ ‘δω μέσα να γαληνέψω. Νομίζεις ότι είναι τίποτα δύσκολο; Το δύσκολο είναι να ζεις, να τα βγάζεις πέρα στη ζωή. Εδώ ούτε ρεύμα έχεις να πληρώνεις ούτε τα κόκαλα σε πονάνε. Τι νομίζεις; Την καλύτερη ζωή περνούν οι πεθαμένοι, καρφί δεν τους καίγεται.

(“Τότε την Ανάσταση γιατί την προσδοκούν;” σκέφτεται ο Αδάμ. “Ή μήπως είναι οι ζωντανοί που θέλουν να πιστεύουν πως θα άφηναν οι μακάριοι τη μακαριότητα για να μοιραστούν τα έξοδα του νοικοκυριού;”

Φτάνουν μπροστά στη λεύκα και η Μερόπη κάνει το σταυρό της. Έπειτα γυρνάει και κοιτάει τον Αδάμ. Εκείνος τη μιμείται, κάπως κωμικά ίσως, βιαστικά σίγουρα, αλλά κι αυτό αρκεί για τη Μερόπη.)

Έτσι. Να τον κάνεις τον σταυρό σου. Καλό είναι, κακό δεν είναι. Μη μου γίνεις κι εσύ σαν το θείο σου, κομμουνιστής. Να ‘ξερες τι περάσαμε εμείς από τους Εαμίτες. Με το κονσερβοκούτι τις σφάζανε τις έγκυες. Τι; Δεν με πιστεύεις; Δεν το ξέρεις που είδαν δυο αντάρτες μια γκαστρωμένη και ‘βάλαν στοίχημα αν το παιδί ήταν αρσενικό ή θηλυκό; Δεν το ξέρεις αυτό; Και μετά της άνοιξαν την κοιλιά να δουν ποιος είχε κερδίσει.

Ποια ήταν η γκαστρωμένη; Δεν ξέρω, δεν ήταν δικιά μας, αλλά έγινε, όλοι την ξέρουν αυτή την ιστορία.

(Αυτή την ιστορία με την εγκυμονούσα-στοίχημα, την είχε ακούσει σε πολλές εκδοχές. Έτσι είναι τα καλά ανέκδοτα και οι καλές ιστορίες: Αναπαράγονται. Ο καθένας το αφηγείται με το δικό του τρόπο.

Όπως και το άλλο, που έκοβαν τις ρώγες των γυναικών και τις κάνανε κομπολόι. Ή μήπως αυτή η ιστορία αναφέρεται σε προγενέστερες βιαιότητες, των Τούρκων, των Ούνων, των Βανδάλων και των άλλων βαρβάρων που περάσανε;

Σίγουρα πάντως, όσοι διηγούνταν αυτές τις τόσο μακάβριες ιστορίες πρόβαλαν το δικό τους σαδισμό σε εκείνους που θεωρούσαν ξένους, αλλότριους, εχθρούς, επικίνδυνους.

Ή μήπως είναι το συλλογικό ασυνείδητο, αυτή η περίφημη “λαϊκή σοφία”, η οποία τείνει προς το μακάβριο, το αιμοβόρικο, το τρομαχτικό, όντας εκ φύσεως ο άνθρωπος “ον φονοτρόπιο”;)

Τα καθάρματα οι κομμουνιστές… Και ο παππούλης σου, κι αυτός κατά τύχη τη γλίτωσε. Το όνειρο τον έσωσε.

(η συνέχεια εδώ)

A new life
A new life