(Για να γίνει κατανόητο το κείμενο αυτό πρέπει να ακούσετε και το andante του Μότσαρτ, μόλις το συναντήσετε. Το αψέντι είναι προαιρετικό.)
~~~~~~~~
Bagnères-de-Luchon, Γαλλικά Πυρηναία, βράδυ
Το δωμάτιο μυρίζει σαράκι και λούστρο. Όλα είναι γυαλισμένα και καθαρά, αλλά σε κάθε βήμα ακούς το ξύλινο πάτωμα να τρίζει. Βγάζεις απ’ τη βαλίτσα σου το ραδιόφωνο και τ’ αψέντι.
~
Πριν ήσουν στην Τουλούζη και ήπιες κρασί στις όχθες του Garonne. Κάποια νύχτα, χαμένος στα στενά της Ville Rose, βρέθηκες μπρος σε ένα μαγικό θέατρο μόνο για λίγους. Στην πόρτα έγραφε “L’ absinthe rare” κι έσπρωξες να μπεις, προετοιμασμένος να συναντήσεις τον Χέμινγουει και τον Ρεμπό.
Ήταν μόνο ένας γέρος, με πρησμένη μύτη και μάτια που πίεζαν να βγουν απ’ τις κόγχες τους. Πουλούσε ενισχυμένο αψέντι, με την περιεκτικότητα σε εκχύλισμα αψιθιάς να παραβαίνει τους κοινοτικούς νόμους. Έτσι σου είπε κι εσύ ήθελες να τον πιστέψεις.
Έκανες την πρώτη δοκιμή στο μικρό δωμάτιο της πόλης. Πράσινο, βατραχίσιο ποτό, που κάνει τους βατράχους πρίγκιπες. Μύριζε σαν ούζο. Κοιμήθηκες.
~
Το επόμενο πρωινό πήγες στον σταθμό και διάλεξες στην τύχη τον προορισμό σου: Les bagneres de Luchon.
Το τρένο σκαρφάλωνε στα γαλλικά Πυρηναία. Μια γυναίκα στην απέναντι θέση διάβαζε τη βιογραφία του Γκεβάρα. Δυο νεαροί φαντάροι, στη διπλανή θέση, κοιτούσαν ένα περιοδικό με όπλα και μαχαίρια. Τα βουνά απ’ έξω περνούσαν αργά, όπως προχωράει ένας αλυσοδεμένος άνθρωπος, στο Τέξας, στην Καλκούτα, έξω απ’ το σπίτι σου. Άνοιξες το βιβλίο σου, τις “Λαμπυρίδες”, του Ταγκόρ.
~
Οι μπανιέρες της Λυσόν είναι λουτρόπολη. Μέσος όρος ηλικίας τα εβδομήντα. Βρίσκεις δωμάτιο σ’ ένα παλιό ξενοδοχείο. Ο ιδιοκτήτης μοιάζει πιο αρχαίος απ’ το κτίριο. Τρως βραδινό κι ανεβαίνεις. Οι σκάλες τρίζουν, οι Γάλλοι μιλούν ψιθυριστά.
Κλειδώνεις την πόρτα και βγάζεις απ’ τη βαλίτσα το ραδιόφωνο και τ’ αψέντι. Γεμίζεις ένα ποτήρι με βατραχίσιο ποτό και ψάχνεις στις συχνότητες. Πετυχαίνεις την κιθάρα του παππού Georges Brassens. Το αφήνεις. Ο σταθμός λέγεται Radio-Nostalgie.
Δεν νιώθεις νοσταλγία για τη χώρα σου.
Ανάβεις τσιγάρο κι ανοίγεις το παράθυρο. Απέναντι φαίνεται ο όγκος των Πυρηναίων. Λίγο πιο σκοτεινός από την νύχτα. Παίρνεις μια καρέκλα και το μπουκάλι με τ’ αψέντι, δυναμώνεις τη μουσική και μένεις να κοιτάς έξω.
Εγκατέλειψες τη δουλειά σου για να ταξιδεψεις, για να γράψεις. Αλλά δεν ξέρεις τι θέλεις να γράψεις. Κοιτάς το βουνό απέναντι, το πράσινο ποτό στο ποτήρι σου.
Σκέφτεσαι όσα άφησες. Τους φίλους, τις νυχτερινές κρασοκατανύξεις, τις συζητήσεις, τα κορίτσια με το απαλό δέρμα. Γιατί; Για να μείνεις μόνος;
Γεμίζεις με αψέντι, στρίβεις τσιγάρο κι ακούς την Πιάφ, το σπουργίτι με τη φωνή αηδονιού, να τραγουδάει: “non, rien de rien, non, je ne regrette rien”. Δεν μετανιώνεις για κάτι, αλλά αυτό δεν είναι αρκετό. Θες κάτι καινούριο, να καταλάβεις γιατί είσαι εκεί.
~
Στο ραδιόφωνο ξεκινά να ακούγεται το δεύτερο μέρος, το andante, από το κοντσέρτο 21, του Μότσαρτ.
Η μουσική σε τυλίγει, σαν ιστός. Ξαναγεμίζεις το ποτήρι σου και κοιτάς έξω. Αργά, σε andante, ένα παχύ σύννεφο ταξιδεύει στην κορυφή της οροσειράς. Και μόλις φτάνει στην άκρη της, ακριβώς πάνω από τη Luchon, αρχίζει να χύνεται.
Πέφτει, σαν καταρράκτης, σαν ένα ποτάμι από σύννεφα, ρέει, αργά σαν τη μουσική του Μότσαρτ. Νιώθεις να είσαι ο τελευταίος άνθρωπος.
Κάτω απ’ το παράθυρο απόλυτη ησυχία, οι γέροι της λουτρόπολης έχουν κοιμηθεί ή μπορεί και να έχουν πεθάνει. Πάνω ψηλά οι καταρράκτες των νεφών. Πίσω σου και παντού, ο Μότσαρτ, σε ντο ματζόρε.
Ο κόσμος είναι ένα μαγικό θέατρο, μόνο για λίγους, γιατί λίγοι στέκονται να ακούσουν τη θεία μουσική.
~
Θα μείνεις στη Λυσόν έναν μήνα. Θα ξενυχτάς ως το ξημέρωμα και θα φτιάξεις το προσχέδιο ενός μυθιστορήματος που θα το πεις: “Αδάμ, ο έσχατος άνθρωπος”. Το αψέντι θα τελειώσει σύντομα, αλλά θα έχεις το νοσταλγικό ραδιόφωνο και τις νύχτες των γαλλικών Πυρηναίων.
~~~~