“Τα όνειρα είναι επιθυμίες που ο άνθρωπος κρατά κρυφές ακόμα και από τον εαυτό του”.
Ακίρα Κουροσάβα
~~~~~~~~~~~~~~~~~
Λένε ότι τα βιβλία περιμένουν τους αναγνώστες τους, να ωριμάσουν, να βρεθούν στις κατάλληλες συνθήκες για να τα διαβάσουν. Ίσως να ισχύει το ίδιο και για τις ταινίες.
Για την ταινία “Ρασομόν” του Ακίρα Κουρασάβα είχα διαβάσει πολλά κι ήθελα πάντα να τη δω. Όμως δεν την έψαξα στο διαδίκτυο (θα ήταν η εύκολη λύση). Περίμενα να έρθει η κατάλληλη στιγμή -άλλωστε πάντα υπάρχουν ταινίες να δεις.
Τις προάλλες πέρασα από ένα περίπτερο που είχε και πάγκο με μεταχειρισμένα βιβλία και DVD. Κι εκεί, ανάμεσα στις “9μιση Εβδομάδες” και κάποια παλιά ελληνική, είδα το ιδρωμένο μούτρο του Τοσίρο Μιφούνε, του πρωταγωνιστή του Ρασομόν. Είχε έρθει ο καιρός να δω την ταινία.
Όμως σ’ αυτό το κείμενο δεν θα αναφερθώ καθόλου στο καλλιτεχνικό αποτέλεσμα της προσπάθειας του Κουροσάβα. Θεωρείται μία απ’ τις σημαντικότερες ταινίες όλων των εποχών, δείτε ‘την να διαμορφώσετε τη δική σας άποψη.
Άλλωστε η άποψη της αλήθειας, αυτό είναι που περισσότερο με τράβηξε να τη δω.
Καταρχήν να πούμε ότι το σενάριο βασίζεται σε ένα διήγημα του Ryūnosuke Akutagawa, του “πατέρα του Ιαπωνικού διηγήματος”.
Πατώντας σ’ αυτό ο Κουροσάβα όχι μόνο έφτιαξε μια ταινία, αλλά δημιούργησε έναν όρο της νομικής και της ψυχολογίας (μάλλον και της φιλοσοφίας), που λέγεται “φαινόμενο Ρασομόν” (Rashomon effect), όπου διαφορετικοί εμπλεκόμενοι δίνουν αντικρουόμενες μαρτυρίες για το ίδιο γεγονός.
Και το πιο παράξενο: Οι δικές τους μαρτυρίες μπορεί να τους ενοχοποιούν!
~~
Η ταινία αναφέρεται σ’ ένα έγκλημα. Μια γυναίκα βιάστηκε κι ο σύζυγος της δολοφονήθηκε. Μαθαίνουμε ποιος ήταν ο βιαστής (σ’ αυτό συμφωνούν όλοι οι μάρτυρες -ανάμεσά τους ο βιαστής και η γυναίκα), αλλά υπάρχουν τέσσερις διαφορετικές μαρτυρίες για τον φόνο.
Το παράδοξο είναι ότι απ’ τους τέσσερις μάρτυρες οι τρεις διεκδικούν την ενοχή για τον φόνο -ακόμα και ο δολοφονημένος!
Σε μια ταινία που θα βασιζόταν σε βιβλίο της Αγκάθα Κρίστι ο δολοφόνος θα προσπαθούσε να απενεχοποιήσει τον εαυτό του. Στο Ρασομόν η αλήθεια δεν είναι κρυμμένη επιμελώς απ’ τους ένοχους, ούτε υπάρχει κάποιο λογικό νήμα, κάποιος πανέξυπνος ντετέκτιβ που τη φανερώνει. Η αλήθεια δεν υπάρχει, παρά μόνο μαρτυρίες (απόψεις) αυτής.
~~
Γνωρίζουμε ότι υπάρχει ένα πτώμα, ένας νεκρός. Κι ότι η σύζυγος του βιάστηκε. Όμως μπροστά στους ανακριτές κάθε μάρτυρας καταθέτει μια διαφορετική ερμηνεία.
Ο Κουροσάβα (αυτό πρέπει να το αναφέρουμε) δεν δείχνει τον ανακριτή. Οι μάρτυρες απευθύνονται στην κάμερα, λες και είναι ο θεατής που πρέπει ν’ αποφασίσει.
Πρώτα καταθέτει ένας ξυλοκόπος, αυτός που ανακάλυψε το πτώμα του συζύγου και κάλεσε τις αρχές. Αλλά ο ξυλοκόπος υποστηρίζει ότι δεν είδε το έγκλημα.
Έπειτα καταθέτει ο βασικός ύποπτος, ο ληστής, ο “παράξενος ληστής” όπως τον χαρακτηρίζουν. Ο Τοσίρο Μιφούνε, παίζει όπως ο Χηθ Λέτζερ τον Τζόκερ. Κάπως τρελός, αλλά ειλικρινής τρελός, με επίγνωση του Κακού που υπηρετεί.
Ο Τουμαγιάρου υποστηρίζει ότι πόθησε τη γυναίκα, τη βίασε, κι έπειτα σκότωσε τον άντρα της, αφού ξιφομάχησε μαζί του. Και μάλιστα υποστηρίζει ότι ο αντίπαλος του, ο νεκρός, ήταν ο πιο άξιος αντίπαλος που είχε ποτέ.
Τρίτη καταθέτει η γυναίκα. Εκείνη επιβεβαιώνει ότι βιάστηκε απ’ τον ληστή, όμως υποστηρίζει ότι ήταν η ίδια που σκότωσε τον άντρα της, επειδή την περιφρόνησε μετά τον βιασμό.
Έπειτα καταθέτει ο νεκρός! Αυτό ακούγεται αστείο, αλλά ο Κουροσάβα το κάνει να φαίνεται απόλυτα ρεαλιστικό -και τρομακτικό. Μέσω ενός μέντιουμ, μιας γυναίκας που μιλάει με τη φωνή του δολοφονημένου. Κι ο νεκρός υποστηρίζει ότι μετά τον βιασμό και την προδοσία της γυναίκας τους -που προτίμησε τον βιαστή της από εκείνον, αυτοκτόνησε.
Πριν το τέλος της ταινίας ο ξυλοκόπος εξομολογείται ότι ψευδομαρτύρησε. Ότι στην πραγματικότητα είδε όλο το περιστατικό, τον βιασμό και τον φόνο. Και δίνει μια άλλη μαρτυρία για τα γεγονότα.
~~
Η ταινία τελειώνει (πώς αλλιώς θα ήταν αριστούργημα;) χωρίς να μαθαίνουμε τι στ’ αλήθεια έγινε, ποιος ήταν ο δολοφόνος.
Αλλά έχει και άλλα δύο “επίπεδα”.
Το ένα έχει να κάνει με τον βιασμό. Πώς οι τρεις εμπλεκόμενοι, ο βιαστής, η γυναίκα, ο σύζυγος, αντιδρούν στην εγκληματική πράξη (τουλάχιστον όπως υποστηρίζουν ότι αντέδρασαν). Αυτό είναι αδύνατον να το περιγράψω με λόγια, πρέπει να δείτε πώς έστησε τους ηθοποιούς του ο Κουροσάβα.
Το άλλο έχει να κάνει με τη φιλοσοφική αντίληψη του Κουροσάβα για τον κόσμο. Σ’ έναν ερειπωμένο ναό συνομιλούν για την υπόθεση ο ξυλοκόπος, ένας απόλυτα κυνικός χωριάτης κι ένας μοναχός.
Λίγα λεπτά πριν το τέλος βρίσκουν ένα μωρό που το εγκατέλειψαν οι γονείς του. Ο χωριάτης κλέβει τα σκεπάσματα, χωρίς καθόλου να το λυπηθεί. Ο μοναχός το παίρνει στην αγκαλιά του. Αλλά ο ξυλοκόπος, που μόλις πριν έχει παραδεχτεί ότι έκλεψε το στιλέτο της βιασμένης, “υιοθετεί” το μωρό για να το μεγαλώσει με τα έξι δικά του.
Κι ο μοναχός του λέει ότι τον έκανε να ξαναπιστέψει στους ανθρώπους.
~~
Πέρα απ’ την ταινία το “φαινόμενο Ρασομόν” παρουσιάζεται διαρκώς, ακόμα και σε αθώες υποθέσεις. Είναι πολύ συχνό να ζητείται από αυτόπτες μάρτυρες να περιγράψουν το χρώμα του αυτοκινήτου που προκάλεσε δυστύχημα, κι όλοι να δηλώνουν ότι είδαν κάποιο διαφορετικό.
Η μνήμη μας δεν είναι καθόλου αξιόπιστη. Επηρεάζεται περισσότερο απ’ το συναίσθημα, τις προκαταλήψεις, τα στερεότυπα, απ’ όσο πιστεύουμε.
Και κάποιες φορές είναι η επιθυμία που δημιουργεί μνήμες.
Υπάρχουν δεδικασμένες περιπτώσεις ατόμων που υποστήριξαν ότι βιάστηκαν από τους γονείς τους στην παιδική τους ηλικία. Και στη δίκη προέκυψε ότι αυτό ουδέποτε είχε συμβεί, αλλά το ενήλικο άτομο που θυμόταν τον βιασμό του είχε επηρεαστεί από βιβλία λαϊκής ψυχολογίας, σχετικά με το θέμα (μια τέτοια περίπτωση που δημιούργησε σάλο στις ΗΠΑ μπορείτε να βρείτε στο βιβλίο της Lauren Slater, Το Κουτί της Ψυχής).
Άλλες φορές αθώοι δηλώνουν -με απόλυτη βεβαιότητα- την ενοχή τους για εγκλήματα που όπως αποδεικνύεται δεν έκαναν.
Τι ακριβώς οδηγεί έναν άνθρωπο σε τέτοια αυτοκαταστροφική συμπεριφορά δεν μπορεί να εξηγηθεί. Παρά μόνο φιλοσοφικά-διαλεκτικά, έτσι όπως το κάνει ο Κουροσάβα, όταν βάζει τον κυνικό χωριάτη να λέει ότι ίσως ο φόνος, το έγκλημα, να είναι στη φύση του ανθρώπου, ενώ την ίδια στιγμή ο μοναχός υποστηρίζει ότι πάντα υπάρχει ελπίδα για τον άνθρωπο.
Γι’ αυτό -πιστεύει ο υποφαινόμενος- η τέχνη είναι ο καλύτερος καθρέφτης της ανθρώπινης φύσης: Γιατί δεν δίνει απαντήσεις στον θεατή. Του θέτει το ζήτημα κι αφήνει εκείνον να αποφασίσει (όπως στην ταινία του Κουροσάβα).