Κάθεται πλέον κάθε μεσημέρι κάτω από το δέντρο κι αφού βγάλει το πουκάμισο ξεκινά να παίζει. Με τον ίδιο ακριβώς τρόπο που του μάθανε πολλά πολλά χρόνια πριν. Τον ίδιο τρόπο που ποτέ δε θα ξεχνούσε. Και χαιρόταν γι αυτό.
Και τριγύρω πλέον κανένας που το απαγορεύσει, είναι μόνος του. Σχεδόν.
~~{}~~
Την ημέρα ή μάλλον την νύχτα που ζήτησε απ’ τον πατέρα μια φυσαρμόνικα έφαγε σφαλιάρα συνοδευόμενη από γέλιο. Κακό και κοροϊδευτικό γέλιο. Το χειρότερο ήταν ότι έβγαινε απ’ το στόμα του πατέρα.
«Αδερφή είσαι ρε; Άνδρας πράμα και να παίζεις με γυναικίσια.»
Και ξανά σφαλιάρα και γέλιο. Τι ακριβώς ήταν τα γυναικίσια ποτέ δεν κατάλαβε.
Η μαμά δεν έφερνε αντίρρηση σε τίποτα, ήθελε δεν ήθελε. Πρωί χωράφι, μεσημέρι φαγητό, βράδυ χωράφι, πιο βράδυ κρεβατοκάμαρα. Και το θέατρο της ζωής επαναλαμβανόταν μ’ εκείνη θεατή στον εξώστη, μακριά. Μακριά απ’ την σκηνή κι αν τολμούσε να κάνει ένα βήμα προς αυτήν, επενέβαινε ο άντρας του σπιτιού.
Θόρυβος-κλάμα.
Με τον τρόπο που του μάθανε, του άντρα του σπιτιού, με τον τρόπο που του είχε δείξει ο δικός του πατέρας, όταν μικρός είχε τολμήσει να γλιτώσει από την καθημερινή τιμωρία της την δική του μητέρα.
«Με όποιον δάσκαλο καθίσεις τέτοια γράμματα θα μάθεις» δικαιολογήθηκε στο γιο του αργότερα ο άντρας του σπιτιού.
«Πάντως δεν έχω δει κανένα μαθητή να κάθεται με δάσκαλο», είχε απαντήσει ο γιος, πολλά χρόνια αργότερα.
~~{}~~
Στο τάδε παρόν, μετά τις καθημερινές χειροτονίες του πατρός, προχώρησε στην πόρτα με δάκρυα έτοιμα. Στην αυλή όλα ήταν σκοτεινά και ήσυχα. Φασαρία μόνο απ’ το σπίτι.
Κρυφά τον κοίταγε ο παππούς, τον πλησίασε και του έδωσε την δική του την φυσαρμόνικα.
«Άμα δεν σιχαίνεσαι θα σου μάθω κιόλας» του είπε με σιγανή φωνή να μην τον ακούσει η κόρη του. Κι ο άντρας της πρωτίστως.
Δεμένη με μια κατάρα ήταν η φυσαρμόνικα του παππού, είχε δει έναν μεγάλο πόλεμο και δυο σκοτωμούς. Κάποτε είχε σώσει και τη ζωή του όταν την είχε ανταλλάξει με κάτι φαγώσιμο, δεν θυμόταν πια με τι. Την ανέκτησε με το τέλος του πολέμου όταν έκαναν γιουρούσι στο κελάρι του μαυραγορίτη, την πήρε ο ίδιος ο παππούς από τον λαιμό του.
Και τώρα την έδινε στον μικρό που ακόμη σκεφτόταν. Να μάθει ή θα καταλήξει έτσι να φέρεται γυναικίσια;
«Θα με μάθεις να παίζω όπως εσύ παππού. ε;» ρώτησε με τη σειρά του.
«Καλύτερα, εσύ θα ‘σαι πιο καλός» του είπε ο παππούς χαμογελώντας.
Κι άρχισε να του δείχνει, ενώ μέσα ξεκινούσε η παράσταση: Θόρυβος-κλάμα. Θόρυβος-κλάμα. Θόρυβος-κλάμα.
Κι άρχισε από κείνη τη νυχτιά να μαθητεύει δίπλα στον παππού, κάθε φορά που ο άντρας του σπιτιού ήταν πάνω στη σκηνή (θόρυβος- κλάμα) ή έλειπε από το σπίτι.
Και να! Σιγά σιγά, η μουσική στα αυτιά ακουγόταν καθαρότερη, αν και σπουδαγμένος μουσικά δεν ήταν ο παππούς. Είχε το αυτί κι αυτό έφτανε.
Και να! Ο παππούς χαίρεται που προσφέρει κάτι κι αυτός, δεν είναι μόνο βάρος. Γιατί έτσι τον λένε, με τα μάτια τον λένε, όχι με το στόμα. Όπως μιλούν οι δειλοί κι όσοι έχουν άδικο.
Του έμεινε στο μυαλό μια μελωδία του Μορικόνε, όπως την άκουσε στην τηλεόραση, σ’ ένα έργο με καλούς γελαδάρηδες. Σαν τον πατέρα του. Και με το αυτί την έμαθε ο παππούς και του την δίδαξε.
~~
Και μετά έφυγε ο παππούς κι έμεινε η φυσαρμόνικα. Σκέφτηκε ο μικρός που πλέον μεγάλωνε να την θάψει μαζί του, αλλά ποιος ο λόγος; Τότε ήταν που φύτεψε το βελανίδι στο χώμα.
Του έλεγε ο παππούς:
«Το δέντρο του Δία είναι η βελανιδιά, και είναι το δέντρο των βασιλιάδων των δικών μας» τονίζοντας έτσι την Μακεδονίτικη καταγωγή του. Και μεγάλωνε το δέντρο, όπως μεγάλωνε κι ο μικρός που έμαθε να παίζει φυσαρμόνικα.
~~{}~~
Στο σπίτι πλέον έχει την θέση του άντρα, ο δικός του πατέρας έφυγε λίγο καιρό μετά τον παππού. Ο άντρας του σπιτιού τα έβαλε με τον άντρα άλλου σπιτιού.
Ο μικρός αναγκάστηκε ν’ αναλάβει ευθύνες νωρίς, είχε να ζήσει τη μάνα του.
Δουλειά και σπίτι, αλλά το μεσημέρι φυσαρμόνικα. Πήγαινε στον ίσκιο της βελανιδιάς κι έβγαζε το πουκάμισο του. Ξάπλωνε κι έπαιζε για καμιά ώρα, αν ευκαιρούσε τα βράδια έπαιζε περισσότερο.
Και πάντα τελείωνε με το τραγούδι του άντρα με τη φυσαρμόνικα που είχε ακούσει στην παλιά του τηλεόραση, όταν το βελανίδι δεν είχε φυτευτεί ακόμη στο χώμα.
Κι η μητέρα του άκουγε και η παράσταση είχε αλλάξει πλέον τίτλο, θόρυβος-γέλιο. Θόρυβος-γέλιο.
Θόρυβος-γέλιο.
~~~~~~~~~~~~~~~
Το διήγημα έγραψε ο Αποστόλης Σ, στο πλαίσιο του Συνεργείου Δημιουργικής Γραφής.