“Χρειάζεται περισσότερο κουράγιο για να ζήσεις παρά για να αυτοκτονήσεις.”
Καμύ
“Μες στα βαθιά νερά τι θες και κολυμπάς;
Ό,τι φάμε, ό,τι πιούμε, κι ό,τι αρπάξει ο κώλος μας.”
Μάλαμας-Παπακωνσταντίνου
~~~~~~~~~~
Το Παράλογο γεννήθηκε μ’ έναν θάνατο. Όταν ο τρελός φιλόσοφος διακήρυξε στο Ζαρατούστρα: “Ο Θεός πέθανε”.
Ο θάνατος του Θεού άφησε τον κόσμο άδειο από νόημα.
Για λίγο φάνηκε ότι μπορούσε να πάρει τη θέση του ο Άνθρωπος. Με την Οκτωβριανή Επανάσταση πολλοί πίστεψαν ότι είχε έρθει η σειρά του ανθρώπου, χωρίς θεούς, να δημιουργήσει τον Παράδεισο-επί-Γης.
Διαψεύστηκαν. Η επανάσταση δεν έγινε παγκόσμια όπως προφήτευσε ο βραχνός Μαρξ.
Λίγα χρόνια μετά, ο φασισμός, ο ναζισμός, το Ολοκαύτωμα, η ατομική βόμβα, έδειξαν ότι οι άνθρωποι είναι παράλογοι.
~~
Πρώτος έγραψε για το Παράλογο ο Αντρέ Μαλρώ. Στα μυθιστορήματα του δεν υπάρχουν τρελοί σαν τον Δον Κιχώτη, αλλά άνθρωποι κοινοί που ζουν σ’ έναν άδειο κι ανούσιο κόσμο.
Έπειτα ο Ζαν Πολ Σαρτρ με τη Ναυτία επέτεινε την αίσθηση αλλοτρίωσης του (Ξένου) ανθρώπου.
Κι ο Καμύ, με τον Μύθο του Σίσυφου, θεμελίωσε το Παράλογο. Χωρίς θεό, χωρίς νόημα, οι άνθρωποι ζουν μάταια, σπρώχνοντας τον βράχο τους μέχρι να πεθάνουν.
Όμως καλύτερα απ’ όλους το εξέφρασαν οι δραματουργοί, εκείνοι που εγκλωβίστηκαν απ’ τους κριτικούς στο “Θέατρο του Παραλόγου” -Μπέκετ, Ιονέσκο, Ζενέ, Αντάμοφ.
Αποκορύφωμα το πιο γνωστό έργο του Μπέκετ, όπου δύο ήρωες τραγικά γελοίοι, περιμένουν μάταια κάποιον Γκοντό, κάτω από ένα ξερό δέντρο με μια θηλιά να κρέμεται εκεί, θυμίζοντας τη ρήση του Καμύ: “Το μόνο φιλοσοφικό ερώτημα είναι η αυτοκτονία.”
Ν’ αυτοκτονήσω ή να κάνω καφέ;
~~{}~~
Είναι η πρώτη νύχτα της άνοιξης. Όχι ημερολογιακά, αλλά ως αίσθηση υποκειμενική.
Στο μπαλκόνι όπου σκέφτομαι και γράφω υπάρχει πεταμένη στην άκρη μια πλαστική σακούλα γεμάτη με σημαίες διαφόρων βαλκανικών χωρών. Θα μπορούσε να είναι κι αυτή, η σακούλα, ένα συμβολικό αντικείμενο σκηνογραφίας, για το Θέατρο του Παραλόγου.
Ούτε θεός, ούτε ιδεολογίες, ούτε έθνη, μόνο αφέντες-δούλοι.
Συνεχίζουμε να σπρώχνουμε στην ανηφόρα τον σβώλο κοπριάς που μας αντιστοιχεί. Ούτε καν Σίσυφοι, πιο πολύ σκαθάρια.
Προσπαθούμε να γεμίσουμε το κενό -που άφησε ο θεοκτόνος Νίτσε- με εφήμερες δοξασίες και παράλογες φαντασιώσεις.
Αντί για τον θεό ή τον κομμουνισμό, έχουμε το απύθμενο πηγάδι της κατανάλωσης, την απύθμενη ανοησία της τηλεόρασης και των media, την αισιομανία μας. Πέφτουμε απ’ τον πεντηκοστό όροφο κι επαναλαμβάνουμε -πέφτοντας: “Ως εδώ όλα καλά!”.
“…Και τη μικρή ζωή μας ο ύπνος περιβάλλει”, έγραψε ο μέγιστος Σαιξπήρος.
~~
Πρώτη νύχτα της άνοιξης και περιμένω ν’ ακούσω τον γκιόνη. Αντί για τη φωνή του βλέπω ένα κοράκι να κάθεται στα κλαδιά της μουριάς μπροστά μου, να με κοιτάζει με τα γυάλινα μάτια του, σκωπτικά.
“Ποτέ ξανά. Ο καινούριος θεός δεν πρέπει να έχει τη μορφή ανθρώπου, άντρα ή γυναίκας”, έτσι μου είπε το κοράκι.
Περιμένω λίγο ακόμα, μήπως κι ακούσω τον γκιόνη. Για μια στιγμή μου περνά απ’ το μυαλό να γράψω ψέματα, ότι τον άκουσα.
Αλλά αυτό δεν είναι ένα μυθοπλαστικό κείμενο, όσο παράξενο κι αν είναι.
Ο γκιόνης δεν ακούστηκε απόψε.
~~{}~~
Έγραψα μέχρι εδώ και μετά κόλλησα. Κάποιες φορές νιώθεις ότι ένα κείμενο δεν έχει τελειώσει, αν και δεν καταλαβαίνεις τι χρειάζεται για τέλος.
Μια βδομάδα μετά την πρώτη νύχτα της άνοιξης πάω στο μάθημα ρωσικής γλώσσας. Έχω δέκα λεπτά προθεσμία, πριν μπούμε στην αίθουσα κι αρχίσουμε την καλλιγραφία των γραμμάτων που επινόησαν ο Κύριλλος κι ο Μεθόδιος.
Κάθομαι για λίγο στο μεσημεριάτικο ήλιο και βρίσκω το τέλος του κειμένου να λιάζεται παραδίπλα.
Δεν με νοιάζει, φίλτατε Μπέκετ, αν ξεκινάμε απ’ το σκοτάδι και καταλήγουμε πάλι εκεί.
Δεν με απασχολεί, αγαπημένε Καμύ, αν η ύπαρξη μας και το σύμπαν ολόκληρο στερείται νοήματος.
Δεν με πειράζει που ο χρόνος μας είναι τόσο λίγος.
Τα βαθιά ερωτήματα και τις απαντήσεις, τις δύσκολες σκέψεις και την απόγνωση, ας τις κρατήσουν οι σοβαροί στοχαστές.
Εγώ δεν είμαι τίποτα άλλο από έναν γελωτοποιό, που απολαμβάνει τον μεσογειακό ήλιο. Άλλοτε θλιμμένος, άλλοτε μανιακός, άλλοτε χλιαρός.
Και σαν τον Μπομπ Μάρλεϊ, αν με ρωτήσουν πόσων χρονών είμαι θα τους πω: “Είμαι σήμερα”.
~~
Πέρα απ’ τον ευτυχισμένο Σίσυφο του Καμύ και τον ειρωνικό Βλαδίμηρο του Μπέκετ, πέρα απ’ το Καλό και το Κακό του Νίτσε, υπάρχει ένας ανθρώπινος- τόσο-ανθρώπινος, ένας ακόμα πιο παράλογος άνθρωπος, υπάρχουν κάποιοι τόσο παράλογοι που δεν έγραψε ποτέ κανείς γι’ αυτούς.
Είμαστε όλοι εμείς που γελάμε και κλαίμε, πέφτουμε και σηκωνόμαστε, εμείς που κολυμπάμε σαν αφρόψαρα στον ωκεανό του χρόνου.
Ναι, ο κόσμος είναι παράλογος, κενός, εφήμερος. Ας τον απολαύσουμε -όσο παράλογο κι αν ακούγεται.
Ποιος έχει να προτείνει κάτι καλύτερο;
~~~~~~~~~~~~~~~~~~
Στη φωτογραφία ο Τσάρλι Τσάπλιν με τον φακό του W. Eugene Smith