“Γι’ αυτό όλα τα βιβλία, ακόμα κι εκείνα που πουλάνε εκατομμύρια αντίτυπα, είναι γραμμένα σε αόριστο. Γιατί μας βοηθάνε να αντιμετωπίσουμε τον φόβο του θανάτου.
Οι θρησκείες κι η αφήγηση ιστοριών είναι οι μόνες χρήσιμες τέχνες.”
Στήβεν Κινγκ, Stand by me
~~
Τα ζώα δεν γνωρίζουν ότι θα πεθάνουν.
Ο μεγάλος εγκέφαλος έδωσε στον άνθρωπο πολλά εξελικτικά πλεονεκτήματα. Καθώς και μειονεκτήματα. Ένα απ’ αυτά είναι η γνώση της θνητότητας. Δεν είναι κάτι εύκολο να αντιμετωπίσεις τον βέβαιο θάνατο σου.
Από τότε που οι πρώτοι το αντιλήφθηκαν επινόησαν την ψυχή και την τέχνη.
Η ψυχή, το αθάνατο κομμάτι, τους δίνει την ελπίδα ότι θα συνεχίσουν να υπάρχουν -κάπως.
Η τέχνη επιτελεί άλλο σκοπό: Τους βοηθάει να ζήσουν πολλούς θανάτους, εικονικούς, και να εξοικειωθούν με την ιδέα του δικού τους αφανισμού.
~~
Αυτή ήταν η -άχαρη ίσως- εισαγωγή σε μια ιστορία που έζησα πριν αρκετά χρόνια. Ήμουν στην ηλικία των ηρώων του stand by me, 12 χρονών, όταν είδα για πρώτη φορά νεκρό άνθρωπο.
Δεν ήμουν νήπιο, ήξερα ότι οι άνθρωποι πεθαίνουν, ήξερα ότι κι εγώ θα πεθάνω κάποτε -αλλά αυτό το “κάποτε” ήταν τόσο μακρινό κι ασαφές.
Όπως όλοι οι δωδεκάχρονοι τότε είχα τους καλύτερους φίλους της ζωής μου. Είναι διαφορετική η φιλία σε κάθε ηλικία. Στα δώδεκα όλο το σύμπαν περιστρέφεται γύρω από σένα και τους ομόφυλους φίλους, ενώ τα κορίτσια μόλις που έχουν αρχίσει να σου διεγείρουν κάποια παράξενη αίσθηση, κάτι που δεν νιώθεις για τους κολλητούς σου. Και συχνά εκφράζεις τον εκκολαπτόμενο πόθο πετώντας πέτρες στα κορίτσια.
~~
Μεγάλωνα σ’ ένα χωριό της Κορινθίας, που είχε πέντε χιλιάδες κατοίκους όλους κι όλους. Κινηματογράφος, θέατρο, ίντερνετ, δεν υπήρχαν. Πέρα απ’ τη “δουλειά” μας, το σχολείο, είχαμε τη μπάλα και τα παιχνίδια στη γειτονιά, τα ποδήλατα, την τηλεόραση και τα ουφάδικα.
Τα καλοκαιρινά μεσημέρια τη βγάζαμε στο σπίτι κάποιου φίλου, όπου μιλούσαμε για τον Γκάλη, τον Σαραβάκο, το Bubble Boobble και τον Spiderman.
Σαν χαλάρωνε η ζέστη βγαίναμε στο δρόμο για μπάλα. Γυρνούσαμε σπίτι αργά το βράδυ, αδέσποτοι κι εξαντλημένοι, όπου κοιμόμασταν πριν ακουμπήσουμε το μαξιλάρι.
Κι όλα πήγαιναν καλά, ούτε το Τσέρνομπιλ δεν είχε καταφέρει να μας τρομάξει, μέχρι που πέθανε κάποιος.
~~
Ήταν ο πατέρας ενός συμμαθητή και κολλητού, του Χρήστου. Δεν θυμάμαι την αιτία, μόνο ότι είχε συγκλονιστεί όλο το χωριό. Μάλλον θα ήταν στην ηλικία που είμαι τώρα, μπορεί και νεότερος.
Οι συμμαθητές οργανωθήκαμε να πάμε στην κηδεία, όλοι μαζί, χωρίς τους γονείς μας. Η παρέα μαζεύτηκε στο σπίτι του Γιάννη, που ήταν πιο κοντά στην εκκλησία, και ξεκινήσαμε.
Στο δρόμο λέγαμε τα συνηθισμένα, για διαμαντόπιστες και ποδήλατα με κόντρα. Ο θάνατος ήταν κάτι αφηρημένο κι ανώδυνο για μας, σαν το game over, όπου αρκούσε να ρίξεις ένα ακόμα εικοσάρικο για να συνεχίσεις να παίζεις -και να ‘χεις τρεις ζωές.
~~
Η εκκλησία, όταν την είδαμε από μακριά, μας θύμισε τους υποχρεωτικούς εκκλησιασμούς, μια αγγαρεία λίγο καλύτερη απ’ το ίδιο το σχολείο. Και νομίζαμε ότι απλώς θα βαρεθούμε.
Όμως μέσα η ατμόσφαιρα ήταν διαφορετική απ’ τη σχολική εκδρομή. Μας χτύπησε στο στήθος η ησυχία. Και δεν υπάρχει τίποτα πιο ανησυχητικό, από ένα πλήθος -και παιδιά- που δεν μιλάνε.
~~
Αντίθετα απ’ ό,τι πιστεύουν πολλοί τα παιδιά δεν είναι αθώα -ούτε ηλίθια. Αντιλαμβάνονται τον κόσμο πιο ενστικτώδικα απ’ τους ενήλικες, που έχουν αποδεχτεί τα κατά συνθήκη ψεύδη του πολιτισμού και τις αναγκαίες αυταπάτες.
Τα παιδιά δεν έχουν μάθει πώς πρέπει να φέρονται, δεν έχουν κτίσει μια δεύτερη φύση γύρω απ’ τον ζωώδη πυρήνα τους. Κάνουν αυτό που αισθάνονται ορμέμφυτα.
Προτιμάνε το παγωτό απ’ τα ραδίκια, γιατί όλα τα ζώα νιώθουν ότι το γλυκό-νόστιμο, δεν είναι δηλητηριώδες -όπως μπορεί να είναι το πικρό.
Με τον ίδιο τρόπο -συχνά λανθασμένο- τα παιδιά αντιλαμβάνονται πότε κινδυνεύουν απ’ τους “μεγάλους”, πότε μπορούν να φωνάξουν όσο θέλουν και πότε να σιωπήσουν, σαν νεογνά πουλιών που σταματάνε να ζητάνε τάισμα και λουφάζουν, όταν βλέπουν πιθανό εχθρό.
~~
Έτσι κι εμείς λουφάξαμε σαν μπήκαμε στην εκκλησία. Υπήρχε κάτι επικίνδυνο εκεί μέσα, αυτό μας είπε το ένστικτο.
Ενωμένοι σε ομάδα, ακουμπώντας ο ένας τον άλλον, κατευθυνθήκαμε προς τα δεξιά, όπου είδαμε τους υπόλοιπους συμμαθητές.
Μόνο ο Χρήστος έλειπε. Ήταν πιο μπροστά, με τη μητέρα του που έκλαιγε και λιποθυμούσε. Τόσο σοβαρός, τόσο άκαμπτος, όσο ποτέ δεν μπορούσαμε να φανταστούμε ότι θα ήταν ένα παιδί της ηλικίας μας.
Το πρόσωπο του ήταν καρφωμένο ίσια μπροστά. Ακολούθησα με το βλέμμα αυτό που κοιτούσε. Μόνο τότε τον είδα. Το φέρετρο ήταν ανοιχτό. Και μέσα του ξαπλωμένος ο πατέρας του Χρήστου. Δεν έμοιαζε με νεκρό -όχι σαν τους νεκρούς που ξέραμε απ’ τις ταινίες περιπέτειας.
Δεν υπήρχαν αίματα, βία, ένταση. Μόνο ένας άνθρωπος. Δεν ήταν καν χλωμός -είχε πεθάνει καλοκαιριάτικα. Ήταν ένας κανονικός άνθρωπος, αν ξεχνούσες το φέρετρο, την εκκλησία, την κηδεία, τη χήρα, αν ξεχνούσες ότι ήταν νεκρός.
~~
Σκέφτηκα ότι τον αντιπαθούσα -όσο ζούσε. Επειδή δεν άφηνε τον Χρήστο να έρχεται στου Ζολώτα τα ηλεκτρονικά. Έπρεπε να διαβάζει, για να βελτιώσει τους βαθμούς του.
Την τελευταία φορά που τον είχα δει ήταν πριν δύο μέρες. Είχαμε πάει να πάρουμε τον Χρήστο για μπάλα. Ήταν ο κορυφαίος αμυντικός της γειτονιάς. Μας είχε ανοίξει ο πατέρας του, ο νεκρός στο φέρετρο πλέον, και μας είχε πει ότι ο Χρήστος διάβαζε μαθηματικά.
“Ίσως αύριο, παιδιά. Αν καταφέρει να συγκεντρωθεί να τελειώσει”, μας είχε πει ο νεκρός. Ευγενικά, χαμογελώντας.
Φύγαμε και τον βρίζαμε στο δρόμο. Μας είχε χαλάσει την άμυνα για “μαλακίες”. Κι επαναλαμβάναμε τη βρισιά, προσέχοντας τριγύρω μη μας ακούσει κάποιος και το πει στους γονείς μας.
~~
“Μαλακίες”, είπα μέσα στην εκκλησία.
Οι κολλητοί με κοίταξαν τρομαγμένοι, αλλά οι μεγάλοι που με άκουσαν δεν τσαντίστηκαν, μόνο έσφιξαν τα χείλη και κούνησαν το κεφάλι. Η ατμόσφαιρα ήταν πολύ πένθιμη για να δημιουργηθεί θυμός. Εκείνοι οι μεγάλοι ένιωσαν ότι το “μαλακίες” εξέφραζε την οδύνη τους, την πίκρα τους για τον δίχως νόημα θάνατο ενός τόσο νέου ανθρώπου.
Σκεφτόμουν τους γονείς μου, στην ίδια ηλικία με τον πατέρα του Χρήστου. Πρώτη φορά καταλάβαινα ότι μπορεί να πεθάνουν. Όχι όταν γεράσουν, όχι σε μερικά χρόνια, αλλά αύριο, σήμερα, τώρα.
Σκεφτόμουν ότι μπορεί να βρισκόμουν εγώ στις μπροστινές καρέκλες, και να ‘ναι ο πατέρας μου στο φέρετρο.
Σκεφτόμουν ότι δεν συμπαθούσα πολύ τον πατέρα μου και κάποιες μέρες που με μάλωνε ευχόμουν να πεθάνει για να ησυχάσω.
Σκεφτόμουν ότι αντιπαθούσα τον πατέρα του Χρήστου, με τη σοβαρότητα του και τα καλοκαιρινά φροντιστήρια.
Αλλά ήταν νεκρός πια, έτσι ξαφνικά, ενώ ο Χρήστος καθόταν μακριά μας, άκαμπτος. Και δεν μπορείς ν’ αντιπαθείς κάποιον που δεν ζει.
~~
Θα μπορούσα να ‘χα ξεκινήσει να γελάω, ίσως αυτό να είναι πιο μυθιστορηματικό. Όμως έκλαψα, αυτή είναι η αλήθεια.
Έκλαψα με λυγμούς, όπως ποτέ δεν είχα ξανακλάψει, ούτε καν όταν ο Παναθηναϊκός έχασε απ’ τη Χόνβεντ 5-2.
Οι κολλητοί είχαν τρομάξει κι είχαν απομακρυνθεί. Με πλησίασαν οι συμμαθήτριες, δυο-τρία κορίτσια που με χάιδευαν και προσπαθούσαν να με ηρεμήσουν.
Εγώ έδειχνα τον νεκρό, κι έλεγα κλαίγοντας: “Μαλακίες”.
~~
Δεν πήγαμε στο νεκροταφείο. Στο σπίτι η μάνα έφτιαξε το αγαπημένο μου φαγητό, τηγανιτές πατάτες με φέτα. Συνήθως έκανε μια τηγανιά και τη μοιραζόμουν με τον μεγαλύτερο αδελφό μου -αυτός έπαιρνε τη μερίδα του λέοντος.
Εκείνη τη μέρα έφτιαξε δυο τηγανιές και τις έφαγα μόνος μου. Κοιμήθηκα πριν σκοτεινιάσει.
Το επόμενο πρωινό, με την παρότρυνση των γονιών μας, πήγαμε στο σπίτι του Χρήστου να του κάνουμε παρέα. Δεν του προτείναμε μπάλα. Μόνο μιλούσαμε. Ο Σπύρος έλεγε ότι του ερχόταν στο μυαλό για να τον κάνει να γελάσει. Ακόμα κι ότι ο Μπάτμαν θα νικούσε τον Χουλκ. Ή ότι είχε δει τα βυζιά της Γεωργίας.
Λέγαμε τέτοιες ανοησίες για κάμποση ώρα. Μετά σταματήσαμε να μιλάμε και μόνο ακούγαμε μουσική. Bon Jovi, Wham, Iron Maiden και Michael Jackson, όλα ανάκατα.
Νομίζω ότι ήταν η πρώτη φορά στη ζωή μου που έκατσα με τους φίλους ν’ ακούσουμε μουσική, χωρίς να κάνουμε κάτι άλλο. Ήταν σαν να ‘χαμε μεγαλώσει δέκα χρόνια, σχεδόν γέροι.
~~
Πολλά χρόνια πέρασαν από τότε. Τη στιγμή που γράφω αυτό το κείμενο δεν πρέπει να είμαι μεγαλύτερος απ’ τον πατέρα του Χρήστου, όταν εκείνος πέθανε.
Πολλά άσχημα συμβαίνουν κάθε μέρα, σε μένα και στον κόσμο. Μα όταν ζορίζουν τα πράγματα και νιώθω ότι δεν αντέχω, θυμάμαι εκείνον τον δωδεκάχρονο εαυτό μου, προσπαθώ τουλάχιστον, και λέω μόνο: “Μαλακίες!”
“Είναι μικρή η απόσταση απ’ το εδώ ως το τίποτα, φίλε.”