“Καθένας που προφέρει τις ίδιες λέξεις είναι το ίδιο πρόσωπο αν τα φάσματα είναι τα ίδια, μόνο που συμβαίνουν σε διαφορετικό χρόνο, μπήκες; Αλλά ο χρόνος είναι κάτι αυθαίρετο.”
Τόμας Πίντσον, Η συλλογή των 49 στο σφυρί
~~~~~~~~~~~~~~~~
~~~~~~~~~~~~~~~~
“Με κάνεις δυστυχισμένη.”
Αυτό ήταν το τελευταίο πράγμα που του είπε.
Ο Θάνος ονειρευόταν ότι έπρεπε να πάει για εξετάσεις κι ήταν αδιάβαστος. Μέσα στον ύπνο ένιωσε ότι κάποιος τον κοιτούσε. Άνοιξε τα μάτια κι είδε την Πέτρα να στέκεται από πάνω του, μέσα στο σκοτάδι.
Το χέρι της άστραφτε.
“Με κάνεις δυστυχισμένη.”
Στο χέρι της άστραφτε το κουζινομάχαιρο.
Ο Θάνος δεν έκανε τίποτα συνταρακτικό. Μόνο έσφιξε τα χείλη. Συμφώνησε κι έκλεισε τα μάτια.
Η Πέτρα κατέβασε το μαχαίρι στο στήθος του. Ακριβώς στην καρδιά του.
~~
Όταν γνωρίστηκαν η Πέτρα έλαμπε. Δεν ήταν καλοκαίρι, όπως συνηθίζεται στους έρωτες, ούτε διακοπές ή έστω γιορτή -ή μια βραδιά σε μπαρ.
Ήταν σε μια κηδεία, Μάη μήνα. Την είδε ανάμεσα στο πλήθος που ακολουθούσε το φέρετρο του Λαμπράκη.
Δεν την είδε, την άκουσε.
Οι περισσότεροι έκλαιγαν, άλλοι φώναζαν, η Πέτρα γελούσε. Και δεν ήταν παράταιρο το γέλιο της. Ταίριαζε περισσότερο με τον νεκρό, παρά όλα εκείνα τα κλάματα.
Την άκουσε από μίλια μακριά και πλησίασε. Περπάτησαν δίπλα ο ένας στον άλλον, μέχρι που της μίλησε.
“Μ’ αρέσει να σ’ ακούω να γελάς εδώ μέσα”, της είπε και έδειξε με τα δυο χέρια το πένθιμο πλήθος.
“Μ’ αρέσει να γελάω παντού”, του είπε.
Άφησαν την κηδεία να πάει όπου έπρεπε να πάει κι άλλαξαν δρόμο. Περπάτησαν στην Αθήνα ατελείωτες ώρες, μιλούσαν και γελούσαν. Έλεγαν για τη συναυλία του Λούις Άμστρονγκ, λίγα χρόνια πριν, στο Ορφέας.
“Sometimes I feel like a motherless child”, είπε ο Θάνος.
“Εγώ πάντα είμαι έτσι”, του είπε η Πέτρα. “Αλλά δε με νοιάζει.”
Πήγαν στο σπίτι της Πέτρας κι έκαναν έρωτα μέχρι που ξημέρωσε.
“Με κάνεις ευτυχισμένη”, του είπε η Πέτρα για πρώτη φορά εκείνο το πρωινό.
Και συνέχισε να του το λέει, για πολλά χρόνια.
Έμειναν μαζί, παντρεύτηκαν, έκαναν το πρώτο τους παιδί, μετά και δεύτερο.
~~
Τότε, μια μέρα σαν όλες τις άλλες σαν όλες τις άλλες σαν όλες τις άλλες σαν όλες τις άλλες σαν όλες τις άλλες σαν όλες τις άλλες, που έπινε βιαστικά καφέ προτού φύγει για τη δουλειά, η Πέτρα είδε τον Θάνο.
Της είπε κάτι για τη βάρδια του. Της το είπε απ’ την πόρτα κι έφυγε. Δεν είχε ακούσει καν τι ήταν αυτό που της είπε.
Και δεν είχε σημασία τι της είχε πει. Αυτό ήταν το χειρότερο.
“Δεν με κάνεις ευτυχισμένη”, του είπε όταν γύρισε.
Εκείνος δεν άκουσε. Πέταξε την τσάντα του στο πάτωμα. Είχε τσακωθεί με τον προϊστάμενο στην υπηρεσία, που του ζητούσε, χωρίς υπεκφυγές, να κατονομάσει όσους συναδέλφους του είχαν κομμουνιστικά φρονήματα.
“Μ’ ακούς;” του είπε η Πέτρα κατά πρόσωπο. “Δεν με κάνεις ευτυχισμένη πια.”
“Και ποιος είναι ευτυχισμένος σ’ αυτή την κωλοχώρα;” απάντησε ο Θάνος.
“Εμείς ήμασταν. Παντού.”
“Ήμασταν”, έκανε ο Θάνος κι άνοιξε την τηλεόραση.
Ο Παπαδόπουλος ήταν εκεί. Ασπρόμαυρος κι επίπεδος. Ο Θάνος σκέφτηκε ποιον απ’ όλους να δώσει. Τον Τάσο δεν τον συμπαθούσε. Κι η Εύη γκρίνιαζε διαρκώς. Ο Δημήτρης δεν είχε παιδιά, πιο εύκολο.
“Δεν μ’ ακούς καν”, του είπε η Πέτρα.
Ο Παπαδόπουλος φώναζε στην τηλεόραση. Πήγε και την έκλεισε. Ο Θάνος χάθηκε για λίγο στη μαύρη οθόνη, μετά είδε την αντανάκλαση της Πέτρας.
“Είναι τόσο δύσκολα όλα”, της είπε, χωρίς να προσπαθεί ν’ απολογηθεί. Έτσι ένιωθε.
“Θα ήταν εύκολα. Αν τα ξεχνούσαμε όλα.”
“Να τα ξεχάσουμε; Πώς;”
“Πάμε να φύγουμε.”
Αγκαλιάστηκαν και την επόμενη μέρα παραιτήθηκε. Άδειασαν το σπίτι, πήραν τα έπιπλα και τα παιδιά, και πήγαν στο χωριό ν’ αρχίσουν πάλι.
~~
Στην αρχή ήταν καλά. Μετά συνήθισαν πάλι. Τα παιδιά μεγάλωσαν κι έφυγαν για την πόλη. Έμειναν οι δυο τους στο σπίτι -και δεν τους χωρούσε πια.
Ο Θάνος έβλεπε στην τηλεόραση τον Παπανδρέου, έγχρωμο κι επίπεδο. Το μαγαζί τους πήγαινε για κλείσιμο, μα δεν τον ένοιαζε. Είχε κουραστεί απ’ όλα. Η μόνη λέξη που του ‘ρχοταν στο στόμα, τη μασούσε και δεν μπορούσε να την καταπιεί ήταν “ματαιότητα”.
Την Πέτρα δεν την έβλεπε πια, σαν να μην υπήρχε. Κάποιες φορές δεν έβλεπε ούτε τον εαυτό του στον καθρέφτη. Κάτι είχε χάσει, κάπου, αλλά δεν ήξερε τι και πώς και γιατί. Μόνο ότι το είχε χάσει.
“Ο Βασίλης πήρε τηλέφωνο”, του είπε η Πέτρα -απ’ την άλλη μεριά του τραπεζιού.
Ο Θάνος δεν μίλησε.
“Είπε πως δε θα ‘ρθει για τις γιορτές”, του είπε η Πέτρα -απ’ την άλλη μεριά του δωματίου.
Ο Θάνος δεν άκουσε.
“Θα γεμίσω το παλτό μου πέτρες και θα πέσω στο ποτάμι”, του είπε η Πέτρα -απ’ την άλλη μεριά του κόσμου.
Ο Θάνος δεν μίλησε, δεν άκουσε, δεν είδε.
“Με κάνεις δυστυχισμένη”, του είπε.
Τότε μόνο την κοίταξε.
“Τι λες;” της είπε.
“Θυμάσαι την κηδεία του Λαμπράκη;”
“Σαν να την έζησε κάποιος άλλος.”
“Ήμουν κι εγώ.”
“Σχεδόν εσύ”, είπε ο Θάνος. “Κι εγώ ήμουν, σχεδόν.”
“Ποιος ήταν;”
“Κάποιος… Κάποια… Κάποιοι. Αλλά όχι εσύ κι εγώ. Σχεδόν εμείς.”
Ο Παπανδρέου στην οθόνη μιλούσε. Το πλήθος χειροκροτούσε.
“Με κάνεις δυστυχισμένη”, είπε η Πέτρα.
Ο Θάνος δεν απάντησε. Το πλήθος στην οθόνη κουνούσε πλαστικές σημαίες.
Εκείνο το βράδυ, όταν είδε το χέρι της Πέτρας ν’ αστράφτει, μόνο έκλεισε τα μάτια κι έσφιξε τα χείλη σαν να ‘παιζε τρομπέτα.
Almost me
Almost you
Almost blue
~~{}~~
Έπιασε δουλειά σ’ ένα μπαρ στη Σκάλα της Παλαιόχωρας. Από ‘κει έφευγε το πλοίο για τη Γαύδο.
Από ‘κει έφευγαν και τα τουριστικά που έκαναν περιήγηση στις φάλαινες. Γιατί το Λιβυκό Πέλαγος είναι ένα μέρος απ’ όπου περνάνε συχνά οι φάλαινες. Όχι εκείνες οι γιγάντιες γαλάζιες των αρκτικών.
Αλλά μια φάλαινα, όσο μικρή και να ‘ναι, δεν παύει να ‘ναι φάλαινα.
Η Πέτρα δεν ήξερε κανέναν εκεί. Τη δουλειά την είχε βρει ρωτώντας πόρτα πόρτα. Τη Σκάλα, το μπαρ, το είχε ο Άρης, ένας κοντοπίθαρος χορευτής.
Είχε κάποιο πρόβλημα με το αριστερό του πόδι, περπατούσε δύσκολα, αλλά χόρευε σαν επαγγελματίας.
Ήταν σαν κάποιους ανθρώπους που τραυλίζουν όταν μιλάνε, αλλά μπορούν να τραγουδήσουν άψογα όλο το Subterranean homesick blues του Ντίλαν. Έτσι κι ο Άρης. Τραύλιζε στο περπάτημα, αλλά χόρευε φαρσί.
Ο άλλος μπάρμαν ήταν ο Παύλος, ένας νεαρός που διάβαζε τον Οδυσσέα του Τζόις στα διαλείμματα, καθώς και πριν, κάποιες φορές και μετά, όταν έκλεινε το μπαρ, κι έλεγε ότι το καταλάβαινε καλύτερα μεθυσμένος.
Η Πέτρα προτιμούσε να διαβάζει ροζ λογοτεχνία και μαγικό ρεαλισμό -στην πιο ποπ εκδοχή του, Αλιέντε και Φακίνου. Στον ελεύθερο χρόνο της έβαζε στη διαπασών Τσανακλίδου και Γαλάνη.
Μεταξύ τους δεν υπήρχε ερωτική έλξη. Μόνο τσακώνονταν για τ’ αναγνώσματα τους. Ο Παύλος την παρότρυνε να διαβάσει “σοβαρό μαγικό ρεαλισμό”, Ρούλφο, Καρπεντιέρ, Αστούριας.
Η Πέτρα γελούσε.
“Δεν μ’ αρέσουν τα σοβαρά”, του έλεγε. “Παρά μόνο όταν κλαίω.”
Κι έλαμπε σαν γελούσε. Κάπως έτσι την είδε ο Μανώλης.
Ήταν βοσκός απ’ τα Σφακιά ή κάποιο άλλο ορεινό μέρος της Κρήτης. Κατέβηκε μ’ έναν συγχωριανό του στην Παλαιόχωρα για ρακιές. Εκεί την είδε και τράβηξε ίσια πάνω της.
Ο Μανώλης ήταν δυο μέτρα παλικάρι, σαν μελαχροινός Βίκινγκ. Μαυροπουκαμισάς και μουσάτος -όταν τα μούσια δεν ήταν της μόδας.
Η Πέτρα ακούμπησε στον ώμο μου για να σταθεί σαν τον είδε (γιατί είναι αλήθεια ότι εγώ ήμουν εκείνος ο νεαρός που διάβαζε Τζόις στα διαλείμματα).
Ο Μανώλης πήγε κατευθείαν κι έκατσε απέναντι της. Δεν της ζήτησε ποτό, δεν τη ρώτησε τ’ όνομα της, δεν είπε τίποτα για σοβαρή λογοτεχνία.
Της είπε μόνο τρεις λέξεις.
“Θα σε παντρευτώ.”
Και την παντρεύτηκε.
Μέχρι να φτάσουν ως εκεί την αποτρέπαμε.
“Δεν ταιριάζετε”, της έλεγα. “Είναι βοσκός, αμόρφωτος, αγροίκος.”
“Εσύ είσαι μπαρόβια”, πρόσθετε ο Άρης. “Πώς θα ζήσεις μαζί του; Πού; Στο μητάτο;”
“Θ’ αρμέγεις πρόβατα;” της έλεγα.
“Οι γονείς του νομίζεις ότι θα σε δεχτούν;” της έλεγε.
“Τι θα κάνεις μαζί του;” της έλεγα.
“Με κάνει ευτυχισμένη”, έλεγε η Πέτρα. Μόνο αυτό.
Παντρεύτηκαν κόντρα στη θέληση των γονιών του, που ήθελαν ένα κορίτσι του χωριού για νύφη. Στο ξωκλήσι, πέρα απ’ το ζεύγος, στέκονταν μόνο ο Παύλος κι ο Άρης, ένας φίλος του Μανώλη, κι ο παπάς.
Έμειναν στο μητάτο, ένα μικρό πετρόχτιστο πάνω στο βουνό, μόνοι τους. Στην αρχή ήταν καλά. Του διάβαζε τον Ερωτόκριτο του Κορνάρου κι εκείνος της χτένιζε τα μαλλιά.
Αλλά η ευτυχία της Πέτρας κράτησε λιγότερο αυτή τη φορά, πολύ λιγότερο από τότε με τον Θάνο. Μόλις ένα εξάμηνο.
Ο Μανώλης δεν ήθελε να κατεβαίνουν στην πόλη. Κάποιες φορές πήγαινε μόνος του, αλλά η δική της θέση ήταν στο μητάτο. Ήταν παντρεμένοι πλέον.
Επικράτησε απόλυτη άπνοια τόσο γρήγορα και τόσο απότομα. Σαν να πέρασαν τον βαθύ Ατλαντικό και να βρέθηκαν στη θάλασσα των Σαργασσών, όπου ο άνεμος σπάνια θυμάται να φουσκώσει τα πανιά.
“Με κάνεις δυστυχισμένη”, του είπε ένα πρωινό.
“Ε, και τι θες;”
“Θέλω να είμαι ευτυχισμένη. Θέλω να φυσάει.”
Ο Μανώλης αγρίεψε.
“Θες άλλον;”
“Όχι. Τι; Όχι! Αυτό κατάλαβες;”
“Τότε τι θες;”
“Σου είπα.”
Ο Μανώλης πήρε τον σάκο και πήγε στην πόρτα.
“Εδώ είμαστε. Αυτό είναι”, της είπε κι έφυγε.
Όταν γύρισε, ο ήλιος κοκκίνιζε. Βρήκε την Πέτρα να τον περιμένει με το όπλο του.
“Με κάνεις δυστυχισμένη”, του είπε. “Και δεν πρέπει.”
Τον σημάδεψε στο στήθος. Εκείνος γέλασε.
“Τι δουλιάς;” της είπε. “Βάρα.”
Τον πυροβόλησε στο στήθος, ακριβώς στην καρδιά.
Μετά έβαλε ξάπλωσε στο πάτωμα δίπλα του κι έβαλε την Τσανακλίδου στη διαπασών.
~~{}~~
Την επόμενη φορά ήταν πιο τυχερή.
Ο Μπόμπι ήταν καθηγητής αγγλικής φιλολογίας. Εκείνη θεατρολόγος. Όταν πέρασαν πολλά χρόνια, όταν άρχισε η σχέση τους να φθίνει, οδηγώντας αναπόφευκτα σ’ εκείνο το με-κάνεις-δυστυχισμένη, της έκανε μια έκπληξη.
Γύρισε σπίτι μ’ ένα Winnebago Indian του 1975, ένα αυτοκινούμενο τροχόσπιτο, μεγάλο σαν μικρή φάλαινα.
“Θα ταξιδέψουμε όλη την Αμερική”, της είπε.
Και το έκαναν. Γκραντ Κάνιον, Φλόριντα, Βραχώδη Όρη, Νέα Αγγλία, στις λίμνες του Βορρά, ταξίδευαν όσο περισσότερο μπορούσαν.
Αυτό τους κρατούσε ευτυχισμένους, γιατί είχαν έναν στόχο, είχαν παρόν και μέλλον, πέρα απ’ το μέλλον των παιδιών τους, που κάποια στιγμή θα έφευγαν να βρουν τις δικές τους ευτυχίες και δυστυχίες.
Μετά από κάθε ταξίδι ξεκινούσαν να σχεδιάζουν το επόμενο, να εξοικονομούν χρήματα, να κάνουν σχέδια.
“Πού θα πάμε τον Δεκέμβρη”, ρωτούσε η Πέτρα.
“Κη Γουέστ, πρέπει να πάμε εκεί.”
“Στο σπίτι του…”
“Ναι, στον Papa.”
Ο Μπόμπι λάτρευε τον Χέμινγουεϊ, ήταν ο πρώτος και ο τελευταίος που δίδασκε στην τάξη.
“Μη σας μπερδεύει η λιτότητα”, έλεγε στους μαθητές του. “Τα κείμενα του Πάπα, ειδικά τα διηγήματα, είναι ποίηση, υπάρχουν ακριβώς όσες λέξεις χρειάζονται. Ούτε μία παραπάνω.”
Η Πέτρα ασφυκτιούσε μετά από μερικούς μήνες στο σπίτι. Το ίδιο ένιωθε κι εκείνος. Τότε έβγαιναν στον δρόμο.
Και σίγουρα στην αρχή υπήρχε μεγάλο πάθος στη σχέση τους, όπως είχε γίνει και τις προηγούμενες φορές, αλλά μετά από είκοσι, τριάντα χρόνια, κουράστηκαν. Ευτυχώς είχαν το Winnebago -και τον δρόμο. Μόλις δεν είχαν τίποτα να πουν ερχόταν η στιγμή ν’ ανέβουν στο τροχόσπιτο και να φύγουν.
~~
Μετά ο Μπόμπι άρχισε να ξεχνάει. Ξεχνούσε τα ονόματα των μαθητών του, και τις ώρες των μαθημάτων, έτσι το κολέγιο τον έστειλε σπίτι του.
Ξεχνούσε τους φίλους του, τις υποχρεώσεις του, τα παιδιά του, ξεχνούσε και την Πέτρα. Το μόνο που δεν ξεχνούσε ήταν οι προτάσεις του Χέμινγουεϊ. Αυτές ήταν εντυπωμένες στο μυαλό του σαν μουσική σε βινύλιο.
Τα παιδιά τους, ενήλικες πλέον, με υποχρεώσεις και δυστυχία φαλαινίσια, έλεγαν στην Πέτρα να τον βάλει σε μια κλινική, για να τον προσέχουν μέχρι να σβήσει.
“Αυτό που λέτε με κάνει δυστυχισμένη”, τους έλεγε η Πέτρα. “Εσάς είναι ο πατέρας σας, εμένα είναι η ζωή μου. Και δεν θέλω να σβήσει η ζωή μου.”
Δεν ήταν μόνο ότι θα τον έχανε, ότι θα πέθαινε. Πιο πολύ την έθλιβε ο τρόπος που ο Μπόμπι έχανε τον εαυτό του.
Καθόταν κι έβλεπε Teletubbies, εκείνος που δεν είχε δει ποτέ τηλεόραση. Και διασκέδαζε με το παιδικό πρόγραμμα, εκείνος που δίδασκε Φώκνερ.
Κάποια μέρα του άφησε στα χέρια μια συλλογή διηγημάτων του Χέμινγουεϊ. Ο Μπόμπι χάρηκε που το είδε, διάβασε τα περιεχόμενα, κι είπε ότι εκεί μέσα υπήρχαν μερικές-τέλειες-προτάσεις, όπως συνήθιζε να λέει κι ο ίδιος ο συγγραφέας.
Έπειτα ξεκίνησε να διαβάζει το πρώτο διήγημα, την πρώτη σελίδα απ’ τους Φονιάδες. Η Πέτρα τον περίμενε να γυρίσει σελίδα. Δεν το έκανε. Μόνο κοιτούσε την πρώτη σελίδα απ’ το πρώτο διήγημα.
“Οι λέξεις γλιστράνε απ’ το μυαλό μου”, της είπε με πόνο. Και την κοίταξε με απορία.
“Πώς με λένε;” τον ρώτησε η Πέτρα. “Μπόμπι. Ποια είμαι;”
Δεν της είπε.
Η Πέτρα ανέβηκε στο δωμάτιο τους κι έκλαψε. Δεν μπορούσε να τον βλέπει έτσι, να χάνεται, αλλά δεν μπορούσε και να τον αφήσει στην κλινική μόνο.
Τότε ήταν, μπορεί μετά από λίγο ή μερικές μέρες αργότερα, που άκουσε τη φωνή της Τζάνις Τζόπλιν απ’ το σαλόνι να τραγουδά: “Freedom’s just another word for nothing left to lose, nothing don’t mean, nothing honey, if it ain’t free.”
Κατέβηκε τις σκάλες και βρήκε τον Μπόμπι, με κλειστά μάτια, να χορεύει το Me & Bobby McGee.
Τον πλησίασε ήσυχα, για να μη διακόψει το θαύμα. Εκείνος την κατάλαβε, έπιασε τα χέρια της να χορέψουν μαζί.
“Θυμάσαι, μωρό μου;” της είπε. “Η Τζάνις είχε βγει βράδυ, σχεδόν πρωί, κι όλα ήταν μες στις λάσπες. Δεν τη βλέπαμε, αλλά… Εκείνη η φωνή, η φωνή της! Η μόνη γυναίκα που θα σ’ απατούσα ήταν η Τζάνις. Και στο ‘χα πει. Κι εσύ μου ‘πες, θυμάσαι τι μου ‘χες πει;”
“Θυμάμαι”, είπε η Πέτρα χωρίς να μπορεί να συγκρατήσει τα δάκρυα της.
Κι είπαν μαζί, χορεύοντας στο σαλόνι τους, σαράντα χρόνια μετά, είπαν με μια φωνή τα λόγια που είχε πει η Πέτρα τότε, τον Αύγουστο του ’69, σ’ ένα λόφο κοντά στην Νέα Υόρκη.
“Κι εγώ το ίδιο”, είπαν μαζί, τα λόγια της Πέτρας του ’69.
Έπεσε πάνω του και τον αγκάλιασε.
“Τι έπαθες;” την ρώτησε αυτός.
Η Πέτρα τον κοίταξε στα μάτια. Αυτές οι στιγμές διαύγειας ήταν πιο βασανιστικές. Γιατί της θύμιζαν τον Μπόμπι που έχανε, αυτόν που κάποτε είχε.
“Θες να πάμε;” του είπε.
“Πού; Τι εννοείς;”
“Στο Γούντστοκ. Δεν έχουμε ξαναπάει από τότε.”
“Ναι, θα ήταν ωραία. Πότε να…”
“Αύριο.”
“Αύριο;”
“Αύριο το πρωί. Ναι. Πάω να φτιάξω τη βαλίτσα.”
Ο Μπόμπι έκανε να την ακολουθήσει.
“Μείνε εδώ”, του είπε. “Βάλε κι άλλα κομμάτια.”
“Τι θες;”
“Ό,τι θες εσύ. Ό,τι… Θυμάσαι.”
“Εντάξει τότε. Ξέρεις με τι θ’ αρχίσω.”
Και γέλασε.
Δεν θυμόταν πόσο καιρό είχε να τον ακούσει να γελάει. Καθώς ανέβαινε τις σκάλες ξεκίνησε το φλάουτο απ’ το Going up the country, των Canned Heat.
Λίγη ώρα μετά, όταν ο Jimi Hendrix έπαιζε το Purple haze, ο Μπόμπι φώναξε: “Πέτρα! Έχουμε πουθενά κανά τσιγαριλίκι;”
Και γέλασε. Ξανά.
~
Τους πήρε πέντε μέρες να φτάσουν στο Γούντσοκ. Ο Μπόμπι ήταν καλά όταν ακούγανε μουσική, σαν να ‘παιρνε το φάρμακο του. Έβαζαν όλες τις κασέτες που είχαν να παίζουν, ξανά και ξανά. Και τραγουδούσε τους στίχους, σαν να μην είχε περάσει ούτε μια μέρα.
Αλλά τα πρωινά ξυπνούσε ξένος. Καθόταν στην άκρη του κρεβατιού, κατουρημένος, και την κοιτούσε.
“Ποια είσαι ‘συ;” της έλεγε.
“Η Πέτρα.”
“Ποια;”
Κι ακόμα χειρότερα ήταν εκείνη τη φορά που της είπε:
“Δεν είσαι η Πέτρα. Η Πέτρα είναι είκοσι χρονών. Έχει μακριά μαλλιά και φοράει μια κόκκινη μπαντάνα. Έχει μυτερά βυζάκια και το πρόσωπο της είναι… Εσύ είσαι γριά, δεν είσαι η Πέτρα, ποια είσαι;”
Κι ακόμα χειρότερο ήταν εκείνο το πρωινό που ξύπνησε και δεν τον βρήκε δίπλα της. Βγήκε σαν τρελή στον δρόμο να τον ψάξει.
Κάποιος Μεξικανός που έφτιαχνε μπουρίτος της είπε ότι τον είχε δει, έναν γέρο με τις πιτζάμες του.
Τον βρήκε να κάθεται σ’ ένα παγκάκι, χαμένο βλέμμα, κενό. Έκατσε δίπλα του. Δεν την αναγνώρισε. Του τραγούδησε, όπως μπορούσε “freedom’s just another word for nothing left to lose”. Την αναγνώρισε.
“Συγνώμη”, της είπε.
“Για ποιο πράγμα;”
“Σε κάνω δυστυχισμένη.”
“Είσαι ο μόνος άνθρωπος που με κάνει ευτυχισμένη.”
“Αλλά… Αυτός ο άνθρωπος χάνεται”, της είπε ο Μπόμπι.
Ήταν μια σύντομη στιγμή διαύγειας. Μετά το βλέμμα του άδειασε πάλι, σαν το μυαλό του, σαν τα πανιά στη θάλασσα των Σαργασσών.
Η Πέτρα τον πήρε απ’ το χέρι ως το τροχόσπιτο. Οδήγησε τα τελευταία χιλιόμετρα μέχρι τον λόφο του Γούντστοκ.
Απέφυγε τις τουριστικές παγίδες και τα κιόσκια. Σταμάτησε στο μέρος όπου είχαν κοιμηθεί και τότε. Υπήρχε ένα δέντρο τότε. Συνέχιζε να υπάρχει. Τα δέντρα δεν είναι σαν τις φάλαινες.
Δεν ήξερε τι δέντρο ήταν, αλλά το θυμόταν με σιγουριά, γιατί έμοιαζε με γιγάντιο μπρόκολο.
Έβαλε στο κασετόφωνο την κασέτα απ’ τη συναυλία. Ο Τζο Κόκερ τραγουδούσε Beatles: “What would you think if I sang out of tune, would you stand up and walk out on me?”
“Τι φωνή!” είπε ο Μπόμπι αφού άκουσε λίγους στίχους και βγήκε απ’ τη λήθη. “Κάποιες φορές σκέφτομαι ότι ο Σαντιάγκο, ο ψαράς του Χεμ, έχει αυτή τη φωνή. Κι ότι τραγουδούσε σαν τον Τζο όταν πάλευε με τον ξιφία στη θάλασσα των Σαργασσών. Δεν ξέρω γιατί, είναι χαζό, αλλά μου ταιριάζει.”
Η Πέτρα δεν του απάντησε. Ήταν μέσα κι ετοίμαζε ποτά.
What do I do when my love is away?
Βγήκε απ’ το Winnebago κρατώντας δυο ποτήρια.
Does it worry you to be alone?
Του έδωσε το ένα.
How do I feel by the end of the day?
Ο Μπόμπι το πήρε και το κοίταξε.
Are you sad because you’re on your own?
“Τι ‘ν’ αυτό;” της είπε.
“Τζακ. Τζακ Ντάνιελς.”
“Χα! Μπέρμπον; Τότε πίναμε μόνο φτηνό κρασί, μαριχουάνα και acid.”
“Είναι sour. Με λεμόνι και ζάχαρη.”
“Κάτι παρόμοιο έπινε κι ο Πάπα πριν τινάξει τα μυαλά του. Αλλά με ρούμι.”
Ο Κόκερ συνέχιζε να τραγουδάει:
Do you need anybody?
I need somebody to love.
Τον κοίταξε στα μάτια, πιο σοβαρά απ’ όσο ήθελε. Ο Μπόμπι κατάλαβε.
“Είναι το τελευταίο ποτό που θα πιούμε;”
Η Πέτρα δεν απάντησε. Τσούγκρισε και κατέβασε το δικό της, μονορούφι. Ο Μπόμπι χαμογέλασε. Άδειασε κι εκείνος το δικό του.
What do you see when you turn out the light?
I can’t tell you, but I know it’s mine.
“Να σου πω κάτι τώρα, πριν το ξεχάσω;” της είπε.
“Τι;”
“Θυμάσαι τη Σούζι;”
“Ποια;”
“Εκείνη την ξανθιά, με τα μεγάλα…” κι έδειξε με τα χέρια του πόσο μεγάλα βυζιά είχε η Σούζι.
“Αυτή τη Σούζι; Φυσικά και θυμάμαι. Που την είχες…”
“Μα δεν…”
“Σε παρακαλώ, τώρα δεν είναι η κατάλληλη στιγμή να μου λες τι έκανες και τι δεν έκανες με τη βυζαρού Σούζι.”
Προχώρησαν προς το τροχόσπιτο, ενώ ο Μπόμπι εξηγούσε στην Πέτρα. Καθώς ανέβαιναν τη σκάλα ένιωσαν την κούραση των υπνωτικών που είχε το sour.
Ξάπλωσαν μαζί, για να μη σηκωθούν πάλι. Στο κασετόφωνο έπαιζε Τζάνις, μέχρι που τέλειωσε η κασέτα, κι έμεινε ν’ ακούγεται η νύχτα.
And feeling good was easy laugh when he sang the blues,
Hey, feeling good was good enough for me
~~{}~~
Στην πλατιά θάλασσα των Σαργασσών σπάνια θα βρεις ευτυχισμένες φάλαινες. Αρσενικές και θηλυκές, γαλάζιες και ροζ και blue, μεγάλες και μικρές -έτσι κι αλλιώς, όσο μικρή και να είναι μια φάλαινα συνεχίζει να είναι μεγάλη.
Μαζεύονται εκεί κάθε Μάη, την εποχή που σίγουρα δεν φυσάει, κι έρχονται απ’ όλους τους ωκεανούς κι όλες τις θάλασσες για να πάρουν μέρος στο Lonely Hearts Club.
Αυτή την εποχή τα φύκια sargasso, χρυσά και καφέ, επιπλέουν ακίνητα στην επιφάνεια, φτιάχνοντας ολόκληρα νησιά, επίπεδα νησιά, που τα βράδια αντανακλούν το φως των αστεριών σαν καθρέφτες.
Τα χταπόδια και τα καβούρια, οι μέδουσες κι οι θαλάσσιες χελώνες συνωστίζονται εκεί, ίσως για ν’ ακούσουν κι εκείνες τα blues των φαλαινών.
Τα καράβια των παλιών ανθρώπων, απ’ την εποχή του Κολόμβου ακόμα, απέφευγαν το τρίγωνο των Βερμούδων, καθώς εκεί τα πανιά τους ξεφούσκωναν, κι έμεναν να περιμένουν σ’ ακίνητα νερά.
Μετά από μερικές εβδομάδες άπνοιας κι ακινησίας, πυρετού και σκορβούτου, κάποιοι ναύτες στο παραλήρημα τους νόμιζαν ότι βρέθηκαν πάνω από στεριά και πηδούσαν απ’ το καράβι, για να χαθούν στους σιωπηλούς βυθούς του Ατλαντικού.
Κι έλεγαν εκείνοι οι παλιοί, κι οι ακόμα παλιότεροι, για Σειρήνες που τραγουδούσαν μελαγχολικά κομμάτια, για ναύτες που δένονταν στα κατάρτια ή έβαζαν κερί στ’ αυτιά τους.
Για να μην ακούν κομμάτια σαν κι αυτό και πέφτουν στον νερό
How deep is the ocean?
How high is the sky?
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
Σ.τ.Σ
Για τον τίτλο και το συναίσθημα του διηγήματος δανείστηκα απ’ την Τζην Ρυς, και το μυθιστόρημα της: “Η πλατιά θάλασσα των Σαργασσών”.
Η πρώτη και η δεύτερη ζωή της Πέτρας είναι δανεισμένες απ’ την πραγματική ζωή -με μυθοπλαστικές τροποποιήσεις.
Η τρίτη ζωή της Πέτρας είναι δανεισμένη απ’ την ταινία The Leisure Seeker.
Οι μουσικές του κειμένου επιβλήθηκαν αυθόρμητα.
Στην κεντρική φωτογραφία χορεύει η Τζένιφερ Λόρενς.