“What might have been and what has been
Point to one end, which is always present.”
T.S. Eliot, Burnt Norton, Four Quartets
“Δεν το ξέρεις; Έρχεσαι απ’ το τίποτα, πας πίσω στο τίποτα. Τι έχασες; Τίποτα!“
Monty Python
“Εδώ είναι ωραία, μίστερ, εδώ είν’ ωραία.”
Ξύλινα Σπαθιά
~~~~~
(Αυτό το κείμενο ξεκίνησε να γράφεται το 2018 και τέλειωσε το 2019. Αλλά ίσως έπρεπε να γίνει έτσι. Και θα καταλάβετε τι εννοώ.)
~
Ο στρατός είναι παράλογος. Αυτό το ξέρουν όσοι υπηρέτησαν έστω για μια μέρα τη Μαμά Πατρίδα.
Όμως εκεί, σε φυλάκια και σε μονάδες, απ’ το Διδυμότειχο ως την Κρήτη, έχουν περάσει ατελείωτες βαρετές ώρες εκατομμύρια παιδιά, άντρες και “παππούδες”.
(Κάθομαι στο γραφείο μου, στο μπαλκόνι του δεύτερου ορόφου και παίζω γράφοντας ένα μικρό κομμάτι, προπαραμονή Πρωτοχρονιάς, 9 και 36 το βράδυ. Ακούω μια φωνή απ’ την διπλανή πολυκατοικία:
“Σταύρο, πες στη μαμά να κατέβει. Να μας πάει.”
“Πού να σας πάει;” ρωτάει ο Σταύρος.
“Παντού”, απαντάει η φωνή.
Τι τραβάνε κι οι μάνες.)
Αυτές τις ατελείωτες ώρες (ειδικά νυχτερινές), αυτά τα εκατομμύρια αρσενικά άτομα εξαντλούν σύντομα κάθε ιστορία για κορίτσια κι ανδραγαθήματα. Και μετά αρχίζουν να αμπελοφιλοσοφούν.
Έτσι γεννιούνται μέσα στους νυχτερινούς θαλάμους της τσιγαρίλας κάποιες ιδέες που μόνο ο Ηράκλειτος κι ο T.S. Eliot είχαν κάνει νηφάλιοι.
Η ύψιστη φιλοσοφική ιδέα (χωρίς καθόλου να ειρωνεύομαι) που έμαθα στον στρατό είναι η ακόλουθη:
“Η άδεια τελειώνει όταν υπογράφεται.”
Δεν γνωρίζω ποιος την πρωτοείπε, ανήκει στη λαϊκή σοφία, κι ο λαός είναι ανώνυμος συνήθως.
~~
Φαντάζομαι ότι θα εξελίχτηκε κάπως έτσι:
– Μα τον Δία, πώς πέρασε έτσι η άδεια; Ούτε που το κατάλαβα. Και να ‘μαι πάλι στην Τροία.
– Όλες οι άδειες έτσι περνάνε. Άντε τώρα να γυρνάς στα Γαυγάμηλα.
– Σκατά! Μόλις αρχίζει η άδεια τελειώνει. Όσες μέρες κι αν είναι. Να δω τι θα κάνουμε με τους Σελτζούκους.
– Εμένα μου φάνηκε σαν να μην έφυγα ποτέ απ’ την Τριπολιτσά. Μόλις ξεκίνησε τέλειωσε.
– Ούτε που πρόλαβα ν’ αλλάξω κάλτσες. Πάει το πόδι με σιγουριά. Αέρας είναι η άδεια. Τίποτα.
– Φιλαράκι, άκου και τον παλιό. Είκοσι μήνες μετράω στον Ναύσταθμο Σούδας. Άκου να το θυμάσαι. Η άδεια τελειώνει όταν υπογράφεται.
Κι όλοι τότε κούνησαν το κεφάλι τους συμφωνώντας, κι ήπιαν ένα ακόμα Τούμπα Λίμπρε (ρετσίνα με κόκα-κόλα).
~~
Ίσως να σας ακούγεται λίγο nonsense όλο αυτό, όμως στον στρατό δεν έμαθα και τίποτα λογικό, ήταν μια κουνελότρυπα όπου έπεσα για 21 μήνες.
Αλλά αυτή η φράση ήταν τόσο σωστή. Έκανες αίτηση για την πρώτη σου άδεια, έπρεπε να περιμένεις να πάρουν οι πιο παλιοί, να μην τύχει άσκηση, να πάρεις την έγκριση από τον αξιωματικό. Και κάποια στιγμή γινόταν.
Πήγαινες στο οπλονομείο κι εκεί, μπροστά στα μάτια σου, υπογραφόταν η άδεια (το γράφω έτσι για δραματουργικούς λόγους).
Δέκα μέρες έξω απ’ το στρατόπεδο. Χωρίς ανάγκη να βαράς σκοπιά και προσοχές, να κοιμάσαι παρέα μ’ άλλους είκοσι άπλυτους. Χωρίς να χρειάζεται να τρως αυγά τηγανιτά με αυγά κατσαρίδας ως συνοδευτικό (επιβεβαιωμένο, ήμουν στα μαγειρεία).
Τι ευτυχία! Δέκα μέρες. ΔΕΚΑ ΜΕΡΕΣ! Θα κάνεις τόσα, θα δεις τόσα, θα ζήσεις τόσα, ίσως μια συναυλία στο Λυκαβηττό, ίσως να προχωρήσει το “θέμα” με τη Ζωή, θα πιείς τα σφηνάκια σου, θα κοιμηθείς σε κανονικό κρεβάτι, θα κάνεις ζεστά μπάνια, θα φας το φαΐ της μάνας.
Δέκα μέρες. Ακουγόταν σαν μια ολόκληρη ζωή.
Κι όμως τέλειωναν εκείνη τη στιγμή που έμπαινε η υπογραφή.
Πριν να το καταλάβεις περνούσες την πύλη πάλι. Και σκεφτόσουν: “Πώς πέρασαν έτσι δέκα μέρες;”
Τότε μόνο ένιωθες τι σου είχε πει εκείνος ο παλιός που είχε περάσει τριάντα αιώνες πολέμου: “Η άδεια τελειώνει όταν υπογράφεται.”
Γιατί δεν αρκεί να το ακούσεις. Πρέπει να το νιώσεις.
~~
Αλλά μετά, πριν να το καταλάβεις πάλι, ερχόταν η μέρα της απόλυσης. Σου δίναν το χαρτί, σου δίναν και μια κλωτσιά στον κώλο κι άντε γεια. Καλώς ήλθες στην πραγματική ζωή.
Όμως η “πραγματική ζωή” δεν διαφέρει καθόλου απ’ τη θητεία. (Δεκαπέντε χιλιάδες και μία, στραβάδια, απολύομαι).
Δείτε πώς τρέχει ο χρόνος, πώς συμβαίνουν όλα την ίδια στιγμή, και τελειώνουν.
“Δεν καταλαβαίνω γιατί στολίζουν για τα Χριστούγεννα απ’ τον Νοέμβρη”, σου λέει κάποιος (τον Νοέμβρη).
Πριν να του απαντήσεις έχουν περάσει τα Χριστούγεννα κι έχει φτάσει 30 Δεκεμβρίου 10:14μμ (σύμφωνα με τον υπολογιστή μου, την ώρα που γράφω αυτό το κείμενο).
“Εντάξει”, λέει κάποιος, “έχουμε ακόμη την Πρωτοχρονιά.” (για τα Φώτα κανείς δεν μιλάει ποτέ).
Και πράγματι, αυτή τη στιγμή η Πρωτοχρονιά του 2019 είναι 28 ώρες μακριά. Τι πολύς καιρός! Τόσα πράγματα να κάνουμε, να πούμε, να ζήσουμε. Ναι, σίγουρα.
~~
Ας είμαστε ειλικρινείς με τη θνητότητα μας. Η ζωή περνάει σαν την άδεια στον στρατό: “Τελειώνει όταν υπογράφεται.”
Οι Κυριακές μας τελειώνουν το απόγευμα της Παρασκευής. Οι καλοκαιρινές διακοπές μας εκείνη τη μέρα του Μάρτη που κλείνουμε το δωμάτιο και τα αεροπορικά εισιτήρια. Τα Χριστούγεννα τελειώνουν μόλις σκέφτεσαι ότι τα μαγαζιά στολίσανε από πολύ νωρίς -φέτος.
Θέλετε να σας το πω πιο… φιλοσοφικά;
“Κάθε αρχή ενέχει το τέλος της.”
~~
Μην νομίσετε ότι προσπαθώ να σας κάνω να νιώσετε άσχημα τις γιορτινές μέρες, προκειμένου να διασφαλίσω ότι κι άλλοι αισθάνονται σαν κι εμένα (το κάνουν κάποιοι, απομακρυνθείτε απ’ αυτούς).
Δεν αισθάνομαι καθόλου άσχημα, αντιθέτως, είμαι μια χαρά.
Γιατί τυχαίνει να ξέρω ότι αν όλα τελειώνουν, τότε τελειώνουν κι όσα δεν θα ήθελες να σου συμβούν. Και τελειώνουν γρήγορα όσο κι οι άδειες του στρατού.
Το ποτήρι δεν είναι μισογεμάτο ή μισοάδειο, είναι ένα ποτήρι τελειωμένο την ώρα που το ξεκινάς. Ακριβώς όπως το λέει ο φίλος μου ο Έλιοτ, που ήταν ποιητής και πότης: “Όλα όσα έχουν συμβεί κι όλα όσα θα μπορούσαν να έχουν συμβεί έχουν το ίδιο τέλος: Τώρα!”
Όλα τα καλά τελειώνουν κάποτε. Τι κρίμα!
Αλλά κι όλα τ’ άσχημα τελειώνουν κάποτε. Τι ωραία!
~~
Τελευταίες σκέψεις και γραμμές προτού αλλάξει το έτος:
Είδα ότι κάπου στην Αφρική, την κατάθλιψη την αποκαλούν αρρώστια “εκείνου-που-σκέφτεται-πολύ” (έχει και αφρικανική λέξη ως όνομα).
Και στον Εκκλησιαστή έχει γραφτεί: “Γιατί μέσα στην πολλή σοφία κρύβεται θλίψη πολλή. Κι όποιος τις γνώσεις του πληθαίνει, τα βάσανά του μεγαλώνει.”
(Αναγκάζομαι να διακόψω τις σκέψεις μου. Κάποιοι έφηβοι παίζουν με πέτρες κάτω απ’ το μπαλκόνι και σπάνε μια τζαμόπορτα. Τι ωραίο δώρο!
Μέχρι να λυθεί αυτό το θέμα -κι όλα τ’ άλλα- και να ξανακάτσω στον υπολογιστή έχουν περάσει 26 ώρες, που σημαίνει ότι έχει αλλάξει ο χρόνος, είμαστε πλέον στο 2019. Καλή χρονιά.
Άντε τώρα να ξαναμπώ σε Ροή.)
~~
Η πολλή-σκέψη δεν βοηθάει, εκτός κι αν σε βοηθήσει να συνειδητοποιήσεις ότι η-πολλή-σκέψη-δεν-βοηθάει.
Αν συνεχίζεις να σκέφτεσαι τα προβλήματα σου, τι σου είπε τι του είπες και τι θα κάνεις με το τάδε θέμα πώς θα κι αν ναι κι αφού… Όχι.
Ακούστε με για μια στιγμή. Όταν όλα πάνε στραβά κι όταν βλέπεις ότι η ζωή σου δεν έχει κανέναν νόημα, όταν καταλαβαίνεις ότι ο χρόνος περνάει πιο γρήγορα απ’ όσο θα ‘θελες, κι όταν τα σχέδια σου μένουν απλές σελίδες με μουτζουρωμένες σημειώσεις, τότε ένα πρέπει να κάνεις: Να τραγουδήσεις!
Αν είσαι στο αυτοκίνητο ή στο σπίτι δυνάμωσε το ραδιόφωνο και τραγούδα όσο πιο δυνατά μπορείς. Φάλτσα ή σωστά δεν έχει σημασία. Μόνο τραγούδα.
Κι αν είσαι στο δρόμο ξεκίνα να τραγουδάς μόνος σου -κι ας σε περάσουν για τρελό. Όλοι τρελοί είμαστε σ’ έναν τρελό κόσμο.
Δεν έχει σημασία τι τραγούδι θα πεις. Δεν χρειάζεται να είναι χαρούμενο. Κι αν κλάψεις τραγουδώντας, δεν πειράζει. Κάθαρση είναι κι αυτό.
Όπως μου είπε παλιά ένας φίλος, που πλέον δεν ζει: “Να νιώθεις σαν να ‘σαι σε τραγούδι”.
Να περπατάς στους δρόμους και να μη σκέφτεσαι τι έχεις να πληρώσεις και πώς θα το πληρώσεις, αλλά να νιώθεις σαν να είσαι στο βίντεο του Englisman in New York.
I don’t drink coffee I take tea my dear
(Αν ακούσετε κάποιον να τραγουδάει Sting στη μέση του δρόμου της Ξεσσαλονίκης, μη φοβηθείτε, ξέρετε ποιος είναι.)
Όσο χαζό κι αν σας φαίνεται, το τραγούδι θα σας βοηθήσει ν’ αντέξετε το βάρος. Γιατί θα καταφέρετε, έστω για τρία λεπτά, να βγείτε απ’ τη σαπουνόφουσκα της ζωής σας.
Και να καταλάβετε ότι τίποτα δεν είναι τόσο τραγικό, τόσο καταστροφικό όσο το φαντάζεστε.
Ακόμα και το χειρότερο που μπορείτε να φανταστείτε ότι θα πάθετε, ακόμα κι αυτό θα τελειώσει τόσο σύντομα -όταν πεθάνετε στη χειρότερη περίπτωση.
Οπότε, πριν εγκαταλείψετε αυτό τον μάταιο και βαρύ κόσμο, με όλα του τα προβλήματα, δεν θα ήταν καλό να πείτε ένα τραγούδι ενδιάμεσα;
Οι πιο τολμηροί μπορείτε και ν’ αρχίσετε να χορεύετε στον δρόμο, σαν να ζείτε μέσα σε μιούζικαλ.
(Σαν γράφω αυτή τη φράση ένα κοράκι κάθεται στο κλαδί της μουριάς, ακριβώς μπροστά στο γραφείο μου.
Δεν μου λέει “Ποτέ ξανά”, όπως έλεγε στον Πόε.
Μόνο με κοιτάζει μ’ απορία κορακίσια. Κι εγώ σηκώνομαι να πάω για κατούρημα. Δεν ακούγεται και πολύ λογοτεχνικό, το ξέρω.)
Καθώς επιστρέφω ακούω στο μυαλό μου το χασαποσέρβικο του Καραγκιόζη. Το γνωρίζω καλά. Μια απ’ τις πολλές δουλειές που έχω κάνει είναι και βοηθός καραγκιοζοπαίχτη.
Τι κέρδισα; Τι έχασα; Κοιτάζω για λίγο ψηλά και βλέπω την Αφροδίτη, το μόνο αστέρι που φαίνεται καθαρά στον αστικό ουρανό.
Για λίγο ξεχνιέμαι. Μετά αντιλαμβάνομαι ότι έχω γράψει ένα χαοτικό κείμενο, που ξεκίνησε το 2018 κι ακόμα δεν έχει τελειώσει (είναι 3/1/2019 ώρα 23:02)
Και είναι πολλά που θα ήθελα να γράψω ακόμη αλλά
The time is gone, the song is over,
Thought I’d something more to say.
~~~
Με άλλο τραγούδι πήγα να το κλείσω, αλλά δεν γίνεται η πρώτη ανάρτηση της χρονιάς να κλείνει με Pink Floyd.
Walk of life, καλύτερα δεν είναι;
Και τελικά το κείμενο το τελειώνω την Κυριακή των Φώτων. Λίγο ακόμα να το αργήσω και θα γίνουμε γέροι.
Τελικά (τελικά;) το κείμενο ολοκληρώθηκε (ολοκληρώθηκε;) στις 7/1/2019 ώρα 22:13
~~
Τελευταία ενημέρωση: 7/1/2019 ώρα 23:01
“Φτάνει πια!” λέει το κοράκι.