Σκοτώνοντας φασίστες -κάθε Κυριακή απόγευμα

0
3288

Ξέρω τι σκέφτεστε. Αν το εννοώ.

Ναι, το εννοώ. Σκοτώνω σημαίνει τους πνίγω, τους κόβω την καρωτίδα, τους χτυπάω μέχρι θανάτου. Τους σκοτώνω. Νεκρός. Κηδεία. Άντε γεια. Σκοτώνω, δολοφονώ, αφανίζω, πώς να το κάνω πιο λιανά;

Ως τώρα έχω σκοτώσει πέντε φασίστες. Και θα συνεχίσω. Κάθε Κυριακή απόγευμα.

Τι εννοώ όταν λέω φασίστες; Χέσε μας. Όχι, δεν αναφέρομαι σ’ εκείνους του Μουσολίνι. Ούτε σε νεοναζί ή νεοφιλελεύθερους ή δεν ξέρω τι άλλα νεοσκατά υπάρχουν.

Καθόλου δεν με νοιάζει τι ψηφίζουν οι φασίστες. Αλλιώς τους επιλέγω.

Φασίστες. Πείτε τους και κάφρους. Σκοτώνω κάφρους.  Πείτε τους όπως γουστάρετε. Δεν έχουν σημασία οι λέξεις. Οι πράξεις έχουν. Έτσι τους επιλέγω.

Ποιος είμαι εγώ; Ο κανένας.  Ένα απ’ τ’ αουτσάιντερ που κανείς δεν παρατηρεί. Δεν είμαι τιμωρός ούτε εκδικητής ούτε τίποτα.

Δεν πιστεύω ότι κάνω κοινωνικό έργο, ότι προσφέρω κάτι στην ανθρωπότητα κι άλλες τέτοιες παπαριές.

Για την πάρτη μου το κάνω. Μ’ αρέσει να σκοτώνω φασίστες. Είναι το χόμπι μου. Άλλοι πάνε για ψάρεμα, άλλοι κάνουν ορειβασία. Εγώ, κάθε Κυριακή απόγευμα, πάω για κυνήγι φασιστών.

Πώς ξεκίνησε; Θα τα πω γρήγορα, χωρίς όμορφες λέξεις.

~~

Δουλεύω αποθηκάριος σε μια πολυεθνική με ηλεκτρικά είδη.

Όταν πήγα για τη συνέντευξη ο διευθυντής μου πρότεινε να δουλέψω ως πωλητής, γιατί είδε ότι έχω πτυχίο, είμαι και ωραίο παιδί, γιατί όχι;

Ο μισθός ίδιος, αλλά θα έπαιρνα μπόνους -αν έπιανα τους στόχους της εταιρείας. Και πιο ξεκούραστη δουλειά.

Το μόνο που πρέπει να κάνεις είναι να τους πείσεις. Να πείσεις τους πελάτες ν’ αγοράσουν μαζί με τα προϊόντα που θέλουν κι άλλα που δεν ήξεραν ότι θέλουν, καθώς και μαλακισμένες άχρηστες εγγυήσεις επιδιόρθωσης, αντικατάστασης και λοιπά.

“Προτιμώ αποθηκάριος”, του είπα.
“Έχει καλύτερα λεφτά στην πώληση”.
“Δεν με νοιάζουν τα λεφτά.”

Αυτό του φάνηκε παράξενο.

“Τι σε νοιάζει;” με ρώτησε.
“Η γαλήνη του μυαλού μου.”
Έτσι του είπα.

Με κοίταξε για λίγο. Μάλλον θα σκέφτηκε ότι έχει να κάνει με ψυχάκια. Τώρα που το σκέφτομαι, πέντε φόνους μετά, δεν είχε κι άδικο.

Αλλά ούτε κι εγώ το ήξερα τότε.

Με πήραν δοκιμαστικά. Και με κράτησαν. Είμαι καλός στη δουλειά μου. Μ’ αρέσει.

Μου αρέσει να τακτοποιώ τα πράγματα, να τα βάζω όλα στη φυσική τους θέση. Δεν μπορώ την αναρχία.

Είναι κουραστική δουλειά, σ’ αυτό είχε δίκιο ο Θανάσης (ο διευθυντής). Είναι δέκα όταν πηγαίνω. Έχω όλες τις παραλαβές. Ψυγεία inox της Miele, διακόσια κιλά το καθένα. Πλυντηριοστεγνωτήρια της AEG, εκατόν πενήντα κιλά. Και καταψύκτες, κουζίνες, τηλεοράσεις, ξυριστικές μηχανές.

Πολύ κουβάλημα. Ευτυχώς που είμαι μπρατσωμένος. Έκανα ζίου ζίτσου πιτσιρικάς, μετά και άρση βαρών. Δεν έχω θέμα με το βάρος.

Τα κατεβάζω στην αποθήκη, τα καταγράφω και τα βάζω στη θέση τους. Μετά συμπληρώνω ότι χρειάζεται στην έκθεση και στα ράφια.

Είναι μοναχική δουλειά και μ’ αρέσει. Δεν έχω καμία σχέση με τους πελάτες και τα ταμεία. Ελάχιστη με τους πωλητές. Εκείνοι είναι συνέχεια αγχωμένοι, πώς θα πιάσουν τους στόχους. Εγώ μόνο κουβαλάω. Κι όταν τελειώσω με το κουβάλημα, κατά τις τρεις το μεσημέρι, κάνω απογραφή. Αυτή είναι η ρουτίνα μου.

~~

Πώς ξεκίνησα το κυνήγι πήγα να σας πω. Τόσο απλά, το πρωί ενός Σαββάτου. Τα Σάββατα δεν κάνουμε παραλαβή, ξεκινάω απ’ την αρχή την απογραφή στα ράφια.

Ήμουν στις ηλεκτρικές σκούπες και κατέγραφα τις σακούλες. Ένας πελάτης κοιτούσε τις πιο ακριβές, τις ημιεπαγγελματικές. Δεν του έδωσα σημασία.

Κάποια στιγμή με ρώτησε πόσα watt είχε μια Karcher. Τον κοίταξα.

Ήταν σαραντάρης, σαράντα-φεύγα μάλλον. Καλοξυρισμένος, καλοντυμένος και σίγουρος. Πετυχημένος, ίσως δικηγόρος ή διευθυντής κάπου, όχι σαν τον Θανάση, κανονικός διευθυντής. Αλλά δεν μπορούσε να διαβάσει το ταμπελάκι της σκούπας.

Είδα τι έγραφε και του είπα. Μετά γύρισα να φύγω.

“Με τι έκπτωση τη δίνετε αυτή;” με ρώτησε.
“Δεν ξέρω.”
“Τι πάει να πει δεν ξέρω;” έκανε αυτός και κοίταξε το ταμπελάκι μου. “Εδώ δεν δουλεύεις;”
“Εδώ δουλεύω, αλλά δεν είμαι πωλητής.”
“Και τι είσαι; Καθαρίστρια;”
“Αποθηκάριος.”

Τον είδα που χαμογέλασε περιφρονητικά.

“Και οι αποθηκάριοι του MediaBark δεν εξυπηρετούν τους πελάτες τους;” είπε έντονα.

Σίγουρα δικηγόρος είναι, θυμάμαι ότι σκέφτηκα εκείνη τη στιγμή. Μάλλον επειδή έλεγε κάθε λέξη σωστά τονισμένη κι είχε αυτό το υφάκι θα-σας-γαμήσω-όλους.

“Θέλω να μου πεις με τι έκπτωση δίνονται αυτές οι σκούπες”, είπε πιο έντονα. “Εργάζεσαι εδώ κι οφείλεις να με εξυπηρετήσεις. Έχετε εκπτώσεις, δεν έχετε;”
“Μάλλον.”
“Μάλλον; Ωραία συμπεριφορά, πολύ ωραία… Και τι έκπτωση έχει…”
“Αυτά τα ξέρουν οι πωλητές.”
“Δεν με νοιάζουν οι πωλητές!” φώναξε. “Ούτε με νοιάζει τι είσαι και τι δεν είσαι. Θέλω να μου πεις πόσο κάνει αυτή η σκούπα!”

Είχε χάσει τη ψυχραιμία του. Μεγάλο λάθος. Αυτό μαθαίναμε πρώτα απ’ όλα στο Τζούτσου: Μη χάνεις την ψυχραιμία σου. Τον είχα του χεριού μου. Τον κοίταξα στα μάτια και του είπα όσο πιο ήρεμα μπορούσα:
“Δεν ξέρω πόσο κάνει αυτή η γαμημένη σκούπα.”

Οι φωνές του τράβηξαν όλους τους πωλητές και τον Θανάση.

Έκαναν ένα μικρό διάλογο. Τον άκουσα τον φασίστα να λέει, μπροστά μου, σαν να μην ήμουν εκεί, ότι είχα φερθεί με αγένεια, ότι ήμουν κακός υπάλληλος κι ότι έπρεπε να με απολύσουν.

Ο Θανάσης ζήτησε γύρω στις τριάντα φορές συγνώμη. Κι ύστερα γύρισε σε μένα.

“Τάσο, νομίζω ότι οφείλεις μια συγνώμη στον κύριο.”
“Για ποιο πράγμα;”
“Για ποιο πράγμα λέει, άκου τι λέει”, έκανε ο δικηγόρος.
“Τάσο, σε παρακαλώ.”

Ο τύπος στεκόταν απέναντί μου, με τα ωραία του πορσελάνινα δόντια να χαμογελούν στο μαυρισμένο του πρόσωπο, και τα ωραία του ρούχα να χύνονται στο ωραίο του σώμα, και τ’ ακριβά γυαλιά του να κάθονται στα γκρίζα πυκνά μαλλιά του, και περίμενε να του ζητήσω συγνώμη.

Κάποιος άλλος θα έφευγε απ’ τη δουλειά εκείνη τη στιγμή, αφού θα τον έφτυνε ή αφού θα του έσπαγε τα μούτρα. Εγώ δεν το έκανα, γιατί κατάλαβα ότι έπρεπε να τον σκοτώσω.

Του ζήτησα συγνώμη. Αυτός ικανοποιήθηκε, γιατί νόμιζε ότι του ζητούσα συγνώμη για τη σκούπα. Δεν ήξερε.

~~

Αφού έφυγε, με τη σκούπα που ήθελε και πολύ μεγαλύτερη έκπτωση, αφού μου έπρηξε τ’ αρχίδια για κάμποση ώρα ο Θανάσης, πήγα στα ταμεία.

Ρώτησα την Εύη τα στοιχεία εκείνου που είχε αγοράσει την Karcher, γιατί έπρεπε να του πάω τις σακούλες που είχαμε ξεχάσει.

Η Εύη μου εκτύπωσε τα στοιχεία του τιμολογίου και συνέχισε με τον επόμενο πελάτη. Δεν τα κοίταξα καν. Πήγα και έκανα τη δουλειά μου, σαν να μην είχε συμβεί τίποτα.

~~

Το βράδυ, όταν γύρισα σπίτι, έστριψα ένα τρίφυλλο κι έβαλα λίγο χυμό βύσσινο-μπανάνα. Αλκοόλ δεν πίνω, μου βγάζει επιθετικότητα.

Κοίταξα το τιμολόγιο. Αριστείδης Φ. Παπαχρήστου. Δικηγορικό γραφείο, καλά το είχα πει. Διεύθυνση στο Πανόραμα. Καιρό είχα να πάω εκεί πάνω.

Είδα μερικές ώρες Netflix. Δεν ένιωθα ταραγμένος ή αγχωμένος ή δεν ξέρω τι. Την επομένη ήταν Κυριακή και θα πήγαινα εκδρομή, κάπως έτσι. Κοιμήθηκα σαν μωρό.

Ξύπνησα, έκανα μπάνιο, φόρεσα τα ποδηλατικά μου. Στο σάκο έβαλα μόνο τα απαραίτητα. Μια σακούλα Karcher και μια χορδή μι καντίνι.

Μου πήρε μια ώρα ν’ ανέβω. Σκέφτηκα ότι έχασα τη φόρμα μου. Παλιά ανέβαινα στον Χορτιάτη σε τριάντα πέντε λεπτά.

Σταμάτησα σε μια καφετέρια και πήρα έναν χυμό βύσσινο-μπανάνα. Μου έβαλαν πάγο. Τους είπα ότι δεν ήθελα πάγο. Μου τον έβγαλαν μ’ ένα κουτάλι. Τον πλήρωσα, αλλά δεν τον ήπια. Τους ρώτησα αν μπορούσα να χρησιμοποιήσω το τηλέφωνο, γιατί μου είχαν τελειώσει οι μονάδες. Μου είπαν ότι μπορούσα να πάρω μόνο σε σταθερό. Τους είπα ότι θα έπαιρνα σε σταθερό.

Τηλεφώνησα στο σπίτι του Αρχίδει. Το σήκωσε ο ίδιος, τον κατάλαβα αμέσως. Δεν του μίλησα. Πάτησα το κουμπί να κλείσει κι άρχισα να μιλώ με τη γυναίκα μου, δυνατά, σ’ αγαπώ πολύ, έρχομαι τώρα, τι φοράς;

Η υπάλληλος της καφετέριας με κοιτούσε και χαμογελούσε. Της άφησα μισό ευρώ τιπς κι έφυγα.

Μέχρι το σπίτι του Αρχίδει ήταν πέντε λεπτά ποδήλατο. Το άφησα στο φράκτη. Το σπίτι του ήταν σαν τη φάτσα του. Όλα τακτοποιημένα κι ακριβά, όλα άψυχα.

Στην αυλή έπαιζε ένα κοριτσάκι, πεντέξι χρονών. Δεν συγκινήθηκα. Κι οι ναζί είχαν παιδιά.

“Η μαμά σου είναι μέσα;” το ρώτησα.
Δεν απάντησε. Με κοιτούσε.
“Ο ταχυδρόμος είμαι”, του είπα.
“Ταχυδρόμος με κράνος;” έκανε αυτό.
“Ναι, είναι καινούρια υπηρεσία. Πώς τη λένε την κούκλα σου;”
“Δεν έχει όνομα. Είναι μωρό ακόμα.”
“Έχει βγάλει δοντάκια;”
“Δύο.”
“Ωραία. Η μαμά σου είναι μέσα;”
“Πήγε βόλτα.”
“Ωραία.”

Πήγα και χτύπησα το κουδούνι. Μου άνοιξε μετά από λίγο ο Αρχίδεις. Φορούσε φόρμα.

“Έχω ένα δέμα για σας”, του είπα.
“Δέμα; Κυριακάτικα; Από πού είναι;”
“Από το Mediabark. Οι σακούλες της σκούπας που πήρατε. Είναι δώρο, μαζί με τη σκούπα.”

Προσπάθησε να θυμηθεί από πού με ήξερε. Αλλά δεν με αναγνώρισε. Φορούσα άλλα ρούχα και γυαλιά και κράνος.

“Καλά, αν είναι δώρο”, είπε και πήγε να πάρει το κουτί.
“Πρέπει να υπογράψετε για την παραλαβή.”
“Να υπογράψω.”

Έκανα ότι έψαχνα τις τσέπες μου.

“Μήπως έχετε ένα στυλό;” του είπα.
“Στυλό; Ναι, δεν θα έχω στυλό;”

Πήγε προς τα μέσα. Τον ακολούθησα κι έκλεισα την πόρτα. Να μην μας ακούσει και το παιδί. Ο Αρχείδις άνοιξε ένα συρτάρι, με γυρισμένη την πλάτη.

“Αλλά είναι δυνατόν να μην έχετε στυλό;” είπε δυνατά και νομίζω ότι στη φωνή του κατάλαβα έναν τόνο αναγνώρισης.

Δεν είχε σημασία πια. Του φόρεσα τη σακούλα στο κεφάλι. Του τράβηξα τα χέρια και του έβαλα τρικλοποδιά ενώ τον έσπρωχνα με το σώμα. Έπεσε κάτω με το πρόσωπο. Πριν να συνέλθει του πέρασα τη χορδή στο λαιμό.

“Συγνώμη”, του είπα και το έσφιξα.

Τρανταζόταν σαν πλυντήριο για λίγο, αλλά το καλό με τη χορδή είναι ότι δεν πνίγει μόνο, αλλά σφάζει κιόλας .Αν δεν φορούσα τα γάντια θα μου έκοβε τις παλάμες.

Τον άφησα εκεί. Έβγαλα τη σακούλα. Δεν είναι να τις πετάς, δώδεκα ευρώ την εξάδα τις έχει η Karcher.

Έξω το κοριτσάκι τάιζε την ανώνυμη κούκλα της.

“Τρώει;” του είπα.
“Όχι καλά.”
“Δεν πειράζει, θα μάθει. Πες στη μαμά σου ότι είχε έρθει ο ταχυδρόμος. Μην το ξεχάσεις.”

Ανέβηκα στο ποδήλατο και πήρα την κατηφόρα. Σε δεκατρία λεπτά ήμουν σπίτι. Έστριψα ένα τρίφυλλο κι έπαιξα κιθάρα. Ντύλαν και Γκάθρι. Ωραίο πράγμα να χαλαρώνεις την Κυριακή.

~~

Την επομένη πήγα κανονικά στη δουλειά. Κουβάλησα τα ψυγεία μου, έκανα την απογραφή μου, τίποτα παράξενο. Όταν γύρισα σπίτι μπήκα στο ίντερνετ. Παντού λέγανε για τη στυγερή δολοφονία. Η αστυνομία την απέδωσε σε ξεκαθάρισμα λογαριασμών. Φαίνεται ότι ο καλοντυμένος Αρχίδεις ήταν μπλεγμένος σε πολλές και παράξενες υποθέσεις.

Για μια στιγμή το σκέφτηκα να στείλω ένα γράμμα στην αστυνομία. Κάτι σαν τον Ζόντιακ. Κρυπτογραφημένο, με στίχους του Γκάθρι και φράσεις απ’ την Αγία Γραφή. Αλλά μετά σκέφτηκα ότι δεν ήθελα να με πιάσουν. Ούτε να το παίζω σπουδαίος σίριαλ κίλλερ.

Αφού ακόμα δεν το είχα βάλει στο μυαλό μου να σκοτώσω κι άλλον. Πίστευα ότι θα ήταν ένα μικρό περιστατικό στη ζωή μου, σαν εκείνη τη φορά που κολυμπούσα στη θάλασσα κι ήρθε κοντά μου ένα δελφίνι.

Όταν όμως ο άνθρωπος κάνει σχέδια ο θεός γελάει.

Το ίδιο απόγευμα είχα βγει τη βόλτα μου. Μ’ αρέσει να περπατάω. Πολλές ώρες, χωρίς σκοπό. Κάνω μέχρι και τρεις ώρες περπάτημα κάθε μέρα. Με χαλαρώνει.

Εκείνη την ημέρα όπου κοιτούσα έβλεπα φασίστες. Παντού. Ζουν ανάμεσα μας, κανονικά.

Ξεχώρισα έναν. Ήταν ένας τύπος εξήντα και πάνω. Με μουστάκι. Ποτέ δεν μου άρεσαν οι άντρες με μουστάκι. Αυτός είχε βγάλει βόλτα τον σκύλο του. Ήταν ένα κακόμοιρο ζώο, κοπρίτης, που του έλειπαν τούφες τούφες απ’ όλο του το σώμα.

Ο μουστακαλής το τραβούσε να μπει να χέσει σ’ ένα παρτέρι. Το σκυλί αντιστεκόταν κι έχεσε στη μέση του πεζοδρομίου. Και τι έκανε ο τύπος; Έσκυψε να τα μαζέψει; Ναι, καλά.

Ξεκίνησε να βλαστημάει και να βαράει τον σκύλο. Όχι εκπαιδευτικά. Το κοπανούσε με μίσος, μπουνιές στο κεφάλι. Το ζώο είχε κάτσει κάτω και δεν κουνιόταν. Σταμάτησα να τον δω. Σταμάτησαν κι άλλοι. Μια κοπέλα ξεκίνησε να τον βρίζει και να του λέει ότι θα του κάνει καταγγελία για κακοποίηση.

“Τι θες εσύ, μωρή κότα;” της είπε. “Δικός μου είναι ο σκύλος, ό,τι θέλω τον κάνω. Αν θέλω του κόβω και το λαρύγγι.”
“Δεν είναι έτσι. Δεν είναι έτσι. Δεν έχετε δικαίωμα να χτυπάτε το…”
“Να πας να γαμηθείς. Έχω δικαίωμα να κάνω ό,τι θέλω.”

Εγώ δεν μιλούσα. Μόνο κοιτούσα. Σταμάτησε κι ένας νεαρός, στην ηλικία μου πάνω κάτω, και πήγε να υπερασπιστεί τον σκύλο -ή μπορεί την κοπέλα, ήταν ωραίο κορίτσι.

Ο φασίστας κατάλαβε ότι δεν τον έπαιρνε πια. Έβρισε λίγο ακόμα κι έφυγε γρήγορα. Περνώντας δίπλα μου με είδε που τον κοιτούσα. Και μου είπε κάτι, σε στυλ, τι κοιτάς κι εσύ, ρε μαλακισμένο;

Τον άφησα να απομακρυνθεί λιγάκι. Και τον ακολούθησα.

Πήγαινα από πίσω του, σε απόσταση, να μη με καταλάβει. Κάθε τόσο έδινε και μια κλωτσιά στον σκύλο. Μου τη δίνουν οι σκύλοι. Να σε κλωτσάνε, να σε δέρνουν, κι εσύ εκεί, να τους γλείφεις τα παπούτσια. Καμιά περηφάνεια.

Τον ακολούθησα μέχρι την πολυκατοικία του. Όταν μπήκε στο ασανσέρ παρατήρησα σε ποιον όροφο έμενε. Αλλά χρειαζόμουν περισσότερα στοιχεία. Τις επόμενες μέρες βγήκα στο κυνήγι. Τριγυρνούσα στην περιοχή του, μέχρι που τον έβλεπα να βγαίνει. Ειδικά οι συνταξιούχοι έχουν συγκεκριμένες ώρες για τα πάντα. Αυτός έβγαζε τον σκύλο στις οκτώ και είκοσι.

Τον ακολουθούσα από πιο κοντά. Εννοείται ότι δεν με θυμόταν. Είμαι τέτοιο άτομο. Δεν φαίνομαι. Είμαι πολύ συνηθισμένος, πολύ αόρατος, δεν ξέρω.

Τον άκουσα να μιλάει στο τηλέφωνο. Είπε το όνομα του. “Έλα, Κώστα, ο Στέλιος είμαι.” Είχα ένα ακόμα στοιχείο. Όταν πήγαμε στην πολυκατοικία είδα το κουδούνι με τα ονόματα. Στέλιος υπήρχε μόνο ένας. Στέλιος Κοντοπίδης. Κι έμενε στον τρίτο όροφο. Έπρεπε να μάθω αν ζούσε μόνος του.

Την επόμενη μέρα, όταν βγήκε, χτύπησα το κουδούνι του. Απάντησε μια γυναίκα. Της είπα ότι είχα ένα πακέτο για τον Στέλιο Κοντοπίδη. Τι πακέτο και λοιπά, με ρώτησε. Της είπα ένα παραμύθι κι ότι έπρεπε να υπογράψει ο ίδιος. Μου είπε ότι έλειπε. Την ρώτησα τι ώρα θα μπορούσα να το φέρω την επόμενη μέρα. Μου είπε. Της ζήτησα το τηλέφωνο του, για να τον πάρω πριν πάω. Το σκέφτηκε για λίγο, αλλά μετά μου το έδωσε.

Ωραία, όλα ήταν εντάξει. Τις επόμενες μέρες τις πέρασα με τη ρουτίνα μου. Δουλειά, σπίτι, τσιγαράκι, κιθάρα, netflix και playstation.

Την Κυριακή βγήκα για κυνήγι. Έπρεπε να σιγουρευτώ ότι η γυναίκα του θα έλειπε. Είναι πιο δύσκολο να σκοτώσεις δύο. Όχι ότι τη λυπόμουν. Για να έχει παντρευτεί φασίστα τα ίδια χάλια θα είναι κι αυτή. Αλλά δεν είμαι κι επαγγελματίας. Το κυριακάτικο χόμπι μου είναι.

Πήρα μαζί μου ένα άδειο κουτί που του είχα βάλει πάνω αυτοκόλλητα απ’ την εταιρεία σκυλοτροφών Gemon. Υποτίθεται ότι το είχε κερδίσει. Πώς ήξερε η εταιρεία ότι ο τύπος είχε σκύλο; Δεν το σκέφτηκα. Ούτε κι εκείνος το σκέφτηκε. Δώρο ήταν, να το κοιτάς στα δόντια;

Πήρα και τη χορδή μαζί μου, μι καντίνι από ακουστική κιθάρα. Ένα πολύ λεπτό και ανθεκτικό σύρμα είναι, αν δεν ξέρετε από κιθάρες. This machine kills faschists.

Περίμενα απ’ το πρωί έξω απ’ την πολυκατοικία του. Η τύχη με ευνόησε -όπως συνηθίζει να κάνει με τους τολμηρούς. Βγήκε ο Στελάρας μαζί με τη γυναίκα του -και τον σκύλο. Εκείνη ήταν η κλασική κυρακατίνα. Περπατήσανε για λίγο μαζί. Μετά εκείνη μπήκε στο αυτοκίνητο. Ο Στελάρας συνέχισε τη βόλτα με τον σκύλο. Παραδόξως εκείνη τη μέρα δεν τον χτύπησε καθόλου. Αλλά η μοίρα του είχε γραφτεί μια βδομάδα πριν.

Όταν ανέβηκε στην πολυκατοικία πήγα και χτύπησα το κουδούνι. Δεν απάντησε. Μάλλον θα νόμιζε ότι μοιράζω φυλλάδια. Τον πήρα τηλέφωνο. Μη φανταστείτε ότι χρησιμοποιούσα το δικό μου. Δεν είμαι και πολύ έξυπνος, αλλά δεν είμαι και βλάκας. Είχα πάρει ένα τηλεφωνάκι της πλάκας, κι είχα αγοράσει μια κάρτα από τους τύπους που τις πουλάνε στην πλατεία Αριστοτέλους, δίνοντας άλλο όνομα. Κώστας Παπαγεωργίου.

Το σήκωσε και του είπα ότι είχα φέρει το δώρο του, απ’ την εταιρεία σκυλοτροφών.

“Κυριακάτικα;” έκανε αυτός.
“Μόλις σήμερα τα κατάφερα. Έχουμε μοιράσει τα πακέτα δώρων σε χίλια νοικοκυριά. Η εταιρεία μας κάνει αυτό το δώρο για να δείξουμε πόσο ανώτερο είναι το προϊόν μας, και πως μπορείτε να το  αγαπήσετε, όταν το…”
“Καλά, καλά, φέρτο.”
“Από κάτω είμαι. Χτύπησα το κουδούνι σας, αλλά…”
“Ναι, ήμουν… Στο μπάνιο. Σου ανοίγω.”
“Σε ποιον όροφο;” τον ρώτησα για να τον παραπλανήσω.
“Στον τρίτο.”

Με περίμενε στην πόρτα. Ο σκύλος δίπλα του. Του χαμογέλασα. Στον φασίστα, όχι στο σκύλο.

“Καλησπέρα σας, κύριε Κοντοπίδη. Η εταιρεία μας…” ξεκίνησα να λέω.
“Δεν πληρώνω τίποτα γι’ αυτό, ε;” με διέκοψε.
“Όχι, είναι δώρο.”
“Ούτε τίποτα συμβόλαια και στοιχεία και άλλα.”
“Όχι, τίποτα απολύτως. Το μόνο που χρειάζομαι είναι μια υπογραφή, για να βεβαιώσω ότι παραλάβατε το δώρο σας.”
“Υπογραφή; Για να δω.”

Πήρε το χαρτί και το εξέτασε προσεκτικά. Φυσικά ήταν τελείως άδειο. Είχε μόνο το λογότυπο κι έλεγε από κάτω παραλαβή. Ο σκύλος με μύρισε. Τον χάιδεψα.

“Εντάξει, φαίνεται”, είπε και με κοίταξε για να του δώσω στυλό.
Αυτή τη φορά ήμουν πιο προετοιμασμένος. Του έδωσα έναν που είχε τελειώσει. Έκανα ατελείωτες ώρες μουτζούρες για να τον αδειάσω. Προσπάθησε να υπογράψει, αλλά δεν γινόταν. Έκανα ότι ψαχνόμουν, δεν βρήκα, πήρε το χαρτί και πήγε προς τα μέσα.

Έκλεισα την πόρτα αθόρυβα και πήγα πίσω του, με τη χορδή στα χέρια. Αυτός με κατάλαβε και γύρισε.
“Τι κάνεις; Γιατί μπήκες…”

Έκανε να μου ορμήσει. Ήταν πολύ πιο εύκολος στόχος απ’ τον Αρχίδει. Έκανα ένα βήμα προς τα πίσω, στρίβοντας το σώμα μου στα δεξιά, ενώ τον τραβούσα απ’ το πουκάμισο. Έπεσε κάτω σαν σακί. Του πέρασα τη χορδή στο λαιμό.

Τότε μου όρμησε το κοπρόσκυλο. Με δάγκωσε στο χέρι. Αλλά δεν έπρεπε να το πάρω. Εγώ έπνιγα τον φασίστα κι ο σκύλος με δάγκωνε. Το χέρι γέμισε αίματα. Ευτυχώς που ήταν γέρικο σκυλί, αλλιώς…

Μόλις ψόφησε ο φασίστας γύρισα με το αριστερό κι έριξα μια μπουνιά στη μουσούδα του σκύλου. Εκείνος κλαψούρισε και μ’ άφησε.

“Γαμημένο κοπρόσκυλο”, φώναξα και το άρχισα στις κλωτσιές.

Νομίζω ότι το σκότωσα κι εκείνο, αλλά δεν πειράζει, δεν έχασε και τίποτα. Πήρα το κουτί μου κι έφυγα. Τώρα είχαν την ομάδα αίματος, αφού είχε χυθεί πολύ δικό μου.

Γύρισα σπίτι. Η πληγή ήταν επιπόλαιη. Ευτυχώς το κοπρόσκυλο ήταν γέρικο. Έβαλα μπεταντίν, την έδεσα, κι έστριψα ένα τσιγάρο. Καθώς έπινα τον χυμό μου γέλασα. Γιατί σκέφτηκα τα μούτρα της κυρακατίνας όταν θα ‘μπαινε στο σπίτι. Πού ξέρεις; Μπορεί και να χαιρόταν που τους ξεφορτώθηκε.

~~

Εννοείται ότι κατάλαβαν ότι ήταν ο ίδιος δολοφόνος. Πάλι Κυριακή, πάλι με σύρμα. Εντάξει, η ελληνική αστυνομία δεν είναι FBI, αλλά κι ένας χαζός το βλέπει. Κι υπήρχε και το στοιχείο του ταχυδρόμου.

Τότε σκέφτηκα ότι έπρεπε ν’ αλλάξω τακτική. Αν τα θηράματα σου σε μάθουν, τότε πρέπει να τα κυνηγήσεις αλλιώς.

Τέλος οι χορδές. Τέλος οι παραδόσεις. Μόνο την Κυριακή κράτησα. Την επόμενη φασίστρια τη μαχαίρωσα στο φράγμα της Θέρμης. Της πήρα και το πορτοφόλι. Για να φανεί σαν ληστεία.

Και με τους άλλους το ίδιο έκανα. Διαφορετικός τρόπος κάθε φορά. Φασίστες υπάρχουν πολλοί. Το ίδιο διαφορετικοί θα είναι οι τρόποι μου. Είναι πιο ενδιαφέρον έτσι.

Κι ίσως μια Κυριακή να με πιάσουν. Καθόλου απίθανο. Αλλά μέχρι τότε θα ‘χω σκοτώσει όσους φασίστες προλαβαίνω. Γιατί, το ξέρετε, καλός φασίστας είναι μόνο ο νεκρός φασίστας. Κι άντε γεια.