“Το ξέρω πώς καθένας μονάχος πορεύεται στόν ἔρωτα,
μονάχος στή δόξα καί στό θάνατο.“
Γιάννης Ρίτσος
“Θάνατος είναι η συνέχιση της ζωής χωρίς εμένα.”
Ζαν-Πωλ Σαρτρ
“Δεν με τρομάζει ο θάνατος. Απλώς, δεν θα ήθελα να είμαι εκεί όταν θα συμβεί.”
Γούντυ Άλλεν
~~~~~~~~~~~~~~~~~
Κατάθλιψη
Πήγε να παραγγείλει την τούρτα του.
“Λέμον-πάι με σοκολάτα; Είστε σίγουρος;” είπε ο υπάλληλος του ζαχαροπλαστείου, σαν να του είχε ζητήσει ψητό παγκολίνο.
“Απαγορεύεται;”
“Δεν ταιριάζει πολύ.”
“Για πέταμα θα πάει έτσι κι αλλιώς.”
Ο υπάλληλος σημείωσε τη γεύση. Τον ρώτησε αν ήθελε να έχει κάποια εικόνα πάνω.
“Ναι, γιατί όχι;” έκανε ο Χι. “Να έχει την εικόνα του Αρχηγού που σπάει το παράθυρο του ψυχιατρείου και τρέχει έξω για τον Καναδά.”
Ο υπάλληλος δεν μάσησε. Είχε ακούσει πολλά παράξενα τόσα χρόνια.
“Πρέπει να μας φέρετε την εικόνα σε στικάκι.”
“Είναι από ταινία. Απ’ τη Φωλιά του Κούκου.”
“Ναι, δεν μπορούμε να ψάχνουμε τις ταινίες.”
“Βάλτε κάτι άλλο.”
“Σαν τι;”
“Ένα ψύκτη νερού.”
“Πρέπει να μας το φέρετε σε στικάκι.”
“Βάλτε κάτι που έχετε. Ό,τι να ‘ναι.”
“Θέλετε την Άριελ;” είπε ο υπάλληλος.
“Το απορρυπαντικό;”
“Τη γοργόνα.”
“Δε γαμιέται. Βάλε τη γοργόνα.”
Πήγε ν’ αγοράσει κι ανάλογα σερβίτσια. Πιατάκια και ποτήρια πάρτι από το σούπερ.
“Θέλω με γοργόνες”, είπε στον υπεύθυνο.
Εκείνος κοίταξε τα ποτήρια.
“Δεν έχουμε. Μόνο πριγκίπισσες και μονόκερους.”
“Κάτι θαλασσινό;”
“Στο ράφι με τα κατεψυγμένα.”
“Δως μου μονόκερους”, είπε ο Χι. “Τα ίδια σκατά με τις γοργόνες είναι.”
Έστησε το τραπέζι. Άναψε τα κεράκια. Πρώτα είπε το τραγουδάκι στα αγγλικά.
“Happy birthday to me.”
Μετά στα κινέζικα.
“Τσιν τσαν τσον τσαν τσιν τσον.”
Σκέφτηκε ότι είναι πολύ ρατσιστικό τραγούδι. Έκοψε ένα μεγάλο κομμάτι, με το κεφάλι της κοκκινομάλλας γοργόνας μέσα. Το έφαγε μέχρι ψίχουλο. Πήρε την υπόλοιπη τούρτα, μαζί και τα σερβίτσια με τους μονόκερους και βγήκε να τα πετάξει στα σκουπίδια.
Ωραία. Αυτά ήταν τα τελευταία του γενέθλια. Μόνος. Θα πέθαινε σε έξι μήνες. Πάλι μόνος.
~~{}~~
Θυμός
Όταν του είπε ο γιατρός ότι έχει καρκίνο ανακουφίστηκε.
“Πάλι καλά, νόμιζα ότι είναι κάτι χειρότερο.”
“Κάτι χειρότερο; Κύριε Φοινικίδη, νομίζω ότι δεν έχετε αντιληφθεί τη σοβαρότητα της κατάστασης σας.”
Του εξήγησε σοβαρά τη σοβαρότητα της κατάστασης. Καρκίνος στους πνεύμονες, τέταρτο στάδιο.
“Δεν καπνίζω”, είπε ο Χι.
“Συμβαίνει μερικές φορές.”
Είχε αργήσει ν’ ασχοληθεί με τους πόνους στο στήθος του. Είχαν γίνει μεταστάσεις. Αν έκανε χημειοθεραπεία θα ζούσε δυο-τρία χρόνια.
“Να γίνω τελείως καλά;”
“Μόνο με θαύμα.”
“Είμαι άθεος”, είπε ο Χι.
“Οπότε αποκλείουμε και το θαύμα”, είπε ο γιατρός.
Αν ήταν κάπου αλλού, κάποια άλλη μέρα, θα γελούσαν.
“Χωρίς θεραπεία;” ρώτησε ο Χι.
“Έξι μήνες.”
“Μια χαρά.”
Έφυγε χωρίς να εξηγήσει που την έβλεπε τη χαρά. Δεν τον πλήρωσε. Είπε ότι θα το έκανε ηλεκτρονικά. Αλλά δεν θα του έδινε φράγκο. Αφού δεν μπορούσε να τον βοηθήσει, γιατί να τον πληρώσει;
Πηγαίνοντας προς το σπίτι της πρώην σκεφτόταν ότι δεν τον ένοιαζε. Η ζωή του ήταν ένα εκκρεμές ανάμεσα στη βαρεμάρα και την ανία. Τι είχε καταφέρει; Τίποτα. Τι προσδοκούσε; Τίποτα. Ούτε καν ανάσταση νεκρών.
Του άνοιξε η πρώην του.
“Θέλω να σας πω κάτι”, της είπε απ’ την πόρτα.
Δεν πρόλαβε να πει. Έπεσε πάνω του η κόρη του, μια τρελαμένη δεκαεφτάχρονη με μπλε μαλλιά.
“Μπαμπά, μπαμπά, θέλω να πάω στην Κορέα.”
“Άκου τα κι εσύ λιγάκι”, είπε η πρώην κι πήγε στην κουζίνα.
“Στη βόρεια ή στη νότια;” είπε ο Χι.
“Υπάρχουν δύο; Δεν ξέρω.”
“Τι θες να κάνεις εκεί;”
“Να γίνω ποπ σταρ.”
“Στη νότια σίγουρα.”
Πήγαν όλοι στην κουζίνα. Η κόρη μιλούσε κι έλεγε για μια σχολή τραγουδιού και χορού, την καλύτερη στον κόσμο, στη Σεούλ.
“Ρώτα την πόσο κοστίζει”, του είπε η πρώην.
“Πόσο κοστίζει;” ρώτησε ο Χι.
“Δεκαπέντε χιλιάδες.”
“Ευρώ ή κορεάτικα;”
“Δολάρια”, είπε η πρώην. “Δεκαπέντε χιλιάδες αμερικάνικα δολάρια. Τον χρόνο.”
“Ωραία”, είπε ο Χι. “Πήγαινε.”
Η κόρη ξεκίνησε να χοροπηδάει και να τον φιλάει. Η πρώην τον κάρφωσε όσο πιο σκληρά μπορούσε.
“Έχεις δεκαπέντε χιλιάρικα στην καβάντζα σου;”
“Τα φύλαγα για την κηδεία μου.”
“Αλλά τη διατροφή δεν την ανεβάζεις.”
“Βγάζεις περισσότερα από μένα.”
“Εγώ έχω και το παιδί. Εσύ είσαι μόνος σου. Τι τα θες τα λεφτά; Ενοίκιο δεν πληρώνεις, πράγματα δεν κάνεις, σπίτι κάθεσαι και μαλακίζεσαι. Τζάμπα ζεις.”
Ο Χι έπιασε ένα πιάτο με φακές απ’ το τραπέζι και το πέταξε στον τοίχο. Η κόρη σταμάτησε να χοροπηδάει. Η πρώην το βούλωσε. Για μια στιγμή ακουγόταν μόνο το πλυντήριο να δουλεύει.
“Αντίο”, είπε ο Χι. “Συγνώμη για όλα.”
~~{}~~
Άρνηση
Άφησε την τούρτα ολόκληρη -μείον ένα κομμάτι, στην οροφή ενός αυτοκινήτου, δίπλα στον κάδο. Πέταξε τα ποτηράκια και τα πιατάκια με τους μονόκερους στον κάδο της ανακύκλωσης.
Μια κοπέλα στάθηκε και κοίταξε την τούρτα.
“Κρίμα”, είπε.
Του φάνηκε ότι του χαμογέλασε.
Εκείνη έφυγε μπροστά. Ο Χι πήγε προς το σούπερ, βρέθηκε πίσω της. Φορούσε κοντή φούστα και καλσόν λεπτό. Ήταν γυμνασμένη. Φαντάστηκε ότι θα την πλησίαζε και θα της πρότεινε εκατό ευρώ για μια νύχτα. Μπορεί και διακόσια. Αλλά δεν συνήθιζε να κάνει τέτοιες κινήσεις. Μόνο τις φανταζόταν.
Την έφτασε στο φανάρι. Στάθηκαν δίπλα να περιμένουν.
“Σας έχουν πει ότι μοιάζετε με τον Κερκ Ντάγκλας;” του είπε η κοπέλα.
Είχε μπλε μάτια και κόκκινα μαλλιά. Σαν τη γοργόνα της τούρτας. Ένα σκουλαρίκι στη μύτη.
“Προτού πεθάνει ή μετά;” της είπε ο Χι.
Η κοπέλα γέλασε. Κι ακούστηκε το γέλιο της σαν παγάκια σ’ ένα ποτήρι με Jameson.
“Όπως ήταν στον Σπάρτακο του Κιούμπρικ”, του είπε.
“Ξέρεις τον Κιούμπρικ;”
“Σκηνοθεσία σπουδάζω.”
Πέρασαν μαζί το φανάρι. Περπάτησαν μαζί. Εκείνη γελούσε με τ’ αστεία του, κι ήταν μουσική το γέλιο της. Του πρότεινε να πιούνε έναν καφέ στον Ελενίδη.
“Εδώ κάθονται μόνο γέροι”, της είπε.
“Τότε πάμε αλλού.”
~
Στις τέσσερις τα ξημερώματα καθόταν στο μπαλκόνι με το μποξεράκι. Κρύωνε, αλλά καιγόταν. Δεν μπορούσε να πιστέψει ότι θα πέθαινε. Μόλις είχε γνωρίσει την Μπέλα, ήταν σημάδι.
Εκείνη ήταν πολύ ώριμη για την ηλικία της. Και το σεξ…
“Ω, θεέ μου”, είπε ο Χι κοιτώντας το φεγγάρι.
Η Μπέλα πήγε στην μπαλκονόπορτα.
“Δεν νυστάζεις;” τον ρώτησε.
Ήταν γυμνή σαν νύμφη. Το φεγγαρόφωτο σκέπαζε τις ρώγες της.
“Θα χορτάσω ύπνο όταν πεθάνω”, είπε ο Χι και τη φίλησε.
~~{}~~
Διαπραγμάτευση
Σηκώθηκε κοντά μεσημέρι. Ντύθηκε γρήγορα κι έφυγε. Της άφησε μόνο ένα σημείωμα στο τραπεζάκι: “Θα γυρίσω σε δυο-τρεις ώρες. Μη φύγεις. Νομίζω είμαι ερωτευμένος.” Δεν της είπε τίποτα για την αρρώστια.
Πήγε στο Διαβαλκανικό Ιατρικό Κέντρο να δει τον γιατρό. Χρειάστηκε να περιμένει. Την ώρα ενός ακυρωμένου ραντεβού χώθηκε μέσα.
“Τι πιθανότητες έχω να γίνω καλά, αν κάνω τη θεραπεία;”
“Σας είπα, ελάχιστες.”
“Αν προσεύχομαι;”
“Όσο αντιεπιστημονικό κι αν ακουστεί, βοηθάει.”
“Υπάρχει κάποιος θεός ή άγιος που έχει μεγαλύτερο ποσοστό θαυμάτων; Κάτι απ’ αυτά τα χέρια και τα κρανία που κουβαλάνε στις εκκλησίες;”
“Κύριε Φοινικίδη, κάνετε χιούμορ. Καλό είναι αυτό. Το σημαντικό είναι να θέλετε να ζήσετε. Αν το πιστέψετε, αν προσπαθήσετε, αυξάνετε τις πιθανότητες. Αν αφεθείτε θα πεθάνετε. Απλή λογική.”
Κανόνισε ραντεβού για ν’ αρχίσει τις θεραπείες. Θα γυμναζόταν, θα έπινε τσάι μάτσα, θα έκοβε τη ζάχαρη και τα βρόμικα. Θα προσευχόταν. Θα έκανε τα πάντα.
Μπήκε στο σπίτι και φώναξε την Μπέλα. Δεν αποκρίθηκε. Πήγε να δει στην κρεβατοκάμαρα, στο μπάνιο. Δεν ήταν εκεί. Σκέφτηκε ότι ίσως να είχε βγει για να αγοράσει εσώρουχα.
Τότε είδε το σημείωμα στο τραπεζάκι. Δεν ήταν το δικό του.
Η Μπέλα του έγραφε: “Με συγχωρείς, αλλά έτσι είναι η ζωή. Σε συμπάθησα να ξέρεις.”
Ο Χι πήγε στο σαλόνι. Έλειπε το λαπτοπ και ο υπολογιστής. Η σαραντάρα HD τηλεόραση και το υπόλοιπο σύστημα. Έλειπαν και τα ασημικά της γιαγιάς του. Κοίταξε στην καβάντζα. Η Μπέλα κι οι συνεργοί της ήξεραν τι έψαχναν. Του είχαν αδειάσει το ταμείο.
Του ήρθε ζάλη. Σωριάστηκε στην πιο κοντινή πολυθρόνα. Τον πονούσαν τα σπλάχνα του.
~~{}~~
Αποδοχή
Από κει όπου καθόταν έβλεπε έξω, τη μουριά. Πριν μερικές μέρες είχε περάσει το συνεργείο του δήμου για κλάδεμα και την είχαν πετσοκόψει. Είχαν αφήσει μόνο τρία κλαδιά κουτσουρεμένα, σαν δάκτυλα νεκρού.
Το δέντρο θα χρειαζόταν καιρό να συνέλθει. Αλλά την επόμενη άνοιξη θα ήταν καταπράσινο και πάλι.
Τότε ο Χι ξεκίνησε να κλαίει.
Έκλαιγε όταν νύχτωσε.
Έκλαιγε όταν τέλειωσε αυτή η ιστορία.