Το τρίτο μέρος εδώ https://sanejoker.info/2020/03/godamncoherngrava11.html
~~~~~
“Να είμαι μαζί σου και να μην είμαι μαζί σου είναι ο μόνος τρόπος που έχω για να μετρώ τον χρόνο.”
Χόρχε Λουίς Μπόρχες
“Ο χρόνος είναι ο καλύτερος συγγραφέας. Πάντα γράφει το τέλειο τέλος.”
Τσάρλι Τσάπλιν
“And you know that you can trust her
For she’s touched your perfect body with her mind”
Suzanne, Leonard Cohen
~~~~~~~~~~~~~~~~~~
Ο Σ.Π. είχε εξαφανιστεί. Οι γονείς του έμεναν στο ίδιο σπίτι. Τα λεφτά που τους είχα στείλει τα ‘χε πάρει ο γιος τους, αμέσως μόλις βγήκε απ’ το ψυχιατρείο.
“Μήπως εσύ ξέρεις πού θα μπορούσε να είναι; Ήσουν ο μόνος φίλος που είχε”, μου είπε η μητέρα του.
“Όχι. Αλλά ξέρω πού θα είναι σε πέντε χρόνια.
Αυτό της φάνηκε τρελό. Το είδα στο πρόσωπο της. Αλλά είχε συνηθίσει τα τρελά.
“Μάλλον πρέπει να ξέρεις κάτι”, μου είπε αφού το σκέφτηκε. “Ίσως σε βοηθήσει.”
Έφτιαξε καφέ και μου είπε ότι ο Σπύρος δεν ήταν δικό της παιδί.
“Δηλαδή; Υιοθετημένος;”
“Είναι ανιψιός μου. Της αδελφής μου. Ήταν λίγο… τρελή, κι αυτή. Ίσως να την έχεις δει.”
“Ήταν διάσημη;”
“Μόνο μια φωτογραφία. Περίμενε.”
Άνοιξε ένα περιοδικό και μου την έδειξε.
“Εδώ λέει απ’ τη Ρουμανία”, της είπα.
“Ναι, καλά. Αυτή η Άννα.”
Η Άννα έζησε χίπικη ζωή. Πέρασε απ’ όλα τα κοινόβια της Ελλάδας, Μάταλα, Ίω, Νάξος, και της Ευρώπης. Τελευταίος σταθμός στην Ύδρα με τον Κοέν. Μετά γύρισε Αθήνα. Νοσηλεύτηκε αρκετό καιρό σε ψυχιατρείο. Όταν βγήκε προσπάθησε να γίνει κανονική. Έκανε κι ένα παιδί, αγνώστου πατρός.
“Τον Σπύρο;”
“Ναι, τον Σπύρο. Αλλά δεν το άντεξε. Μου τον άφησε κι έφυγε.”
Τέλειωσα τον καφέ μου και τη ρώτησα γιατί του είχαν δώσει τα λεφτά.
“Μας απείλησε, ότι θα μας σκοτώσει. Δεν ήταν καλά. Δεν ήθελα να μπλέξω την αστυνομία. Εμείς ζούμε μ’ αυτά που έχουμε. Άλλωστε δικός του φίλος είσαι.”
Την ευχαρίστησα και σηκώθηκα να φύγω. Ζήτησα τη φωτογραφία, να κάνω αντίγραφο.
“Παρ’ τη”, μου είπε. “Αν τον δεις πες του να γυρίσει σπίτι. Τον περιμένουμε.”
“Θα του το πω.”
Ήξερα ότι δεν θα του το έλεγα. Ήξερα τι ήθελα να του κάνω.
Τον έψαξα για ένα χρόνο. Έβαλα ντετέκτιβ, έβαλα έναν χάκερ, έβαλα αγγελία, τίποτα. Ο Σ.Π. δεν ήθελε να βρεθεί. Οπότε θα τον έβρισκα εκεί όπου έγινε το κακό. Στον πρώτο όροφο της πολυκατοικίας του Μελίδη.
~~
Τα επόμενα χρόνια ήταν ανούσια. Το ξέρω ότι είναι αχαριστία να λέει κάτι τέτοιο ένας άνθρωπος που ζει τόσο πλούσια και ηδονικά. Όμως εγώ δεν ένιωθα τυχερός. Δεν είχα τη Χριστίνα, δεν είχα τη Σουζάνα, δεν ζούσα. Περίμενα να έρθει ο καιρός για να τον ρίξω στην τρύπα.
~~
Ο χρόνος περνάει γρήγορα όταν δεν κάνεις τίποτα ενδιαφέρον. Το 2018 ήμουν έτοιμος. Ήξερα πότε θα γινόταν, το θυμόμουν. Ήταν μια βδομάδα πριν τα γενέθλια του πρώην εαυτού μου. Ο Σ.Π. θα έμενε ήδη στο αποκάτω διαμέρισμα, αλλά έπρεπε να πάω όταν θα είχε φτιάξει την τρύπα, ακριβώς τη σωστή μέρα.
Ο πρώην εαυτός μου γύριζε απ’ τη δουλειά στις πέντε και τέταρτο. Θα συναντούσε τον Σ.Π. στην είσοδο. Μετά θα πήγαινε στο σπίτι και θα έτρωγε με την κόρη μου και την αγαπημένη μου. Η Χριστίνα θα του έλεγε να πάει να ζητήσει το ενοίκιο απ’ τον Παράξενο Άνθρωπο του πρώτου. Τι ώρα; Γύρω στις έξι μάλλον. Έπρεπε να πάω εκεί ακριβώς πριν τον πρώην μου εαυτό.
~~~
Είχα δωμάτιο σ’ ένα ξενοδοχείο κοντινό στο σπίτι. Έξι και τέταρτο ήμουν στην πόρτα. Χτύπησα το κουδούνι της κυρίας Κούλας, στον πέμπτο. Ήξερα ότι εκείνη πάντα άνοιγε σ’ αυτούς που μοιράζουν φυλλάδια.
Αυτό ήταν το σχέδιο. Να μπω, ν’ ανέβω στον πρώτο να χτυπήσω, μόλις μου ανοίξει να πέσω πάνω του. Δεν ήμουν ο αγύμναστος Αντρέας, ήξερα και δύο πολεμικές τέχνες. Τον βουτάω, τον ρίχνω στην τρύπα κι άντε γεια.
Αλλά η Κούλα έλειπε. Χτύπησα πιο πάνω στης Μάρης.
“Ποιος είναι;” είπε με τη βραχνή φωνή της που τόσο καλά ήξερα.
“Φυλλάδια.”
“Αφήστε ‘τα απέξω.”
Είχα αρχίσει να εκνευρίζομαι. Γιατί στις ταινίες τα σχέδια πηγαίνουν πάντα τέλεια; Τότε άνοιξε η πόρτα και βρέθηκα πρόσωπο με πρόσωπο με τον πρώην εαυτό μου.
“Γεια σας”, μου είπε ο εαυτός μου, με τα σκουπίδια στο χέρι.
Είχε γκριζάρει και παχύνει. Το λευκό των ματιών του είχε μικρές φλέβες εδώ κι εκεί. Αυτή ήταν η τελευταία φάτσα μου που είχα δει σε καθρέφτη. Αλλά δεν μου έλειπα, μου φαινόμουν σαν ξένος.
Με κοίταξε καλά καλά, κάτι του θύμιζα, αλλά δεν μπορούσε να ταιριάξει τον δεκαοκτάχρονο μπάρμαν, πριν δεκαπέντε χρόνια, με τον καλοντυμένο άντρα που είχε απέναντι του.
“Μιλάτε ελληνικά;” με ρώτησε.
“Βεβαίως.”
Γέλασε.
“Θέλετε να μάθετε για το διαμέρισμα του πρώτου;”
Παραξενεύτηκα. Πώς ήξερε τι έψαχνα;
“Το είδατε στο ίντερνετ ή τυχαία;”
“Τι πράγμα;”
Μου έδειξε ένα ενοικιαστήριο στη τζαμαρία, μισό μέτρο πίσω μου. Νοικιαζόταν η γκαρσονιέρα όπου -κανονικά- έπρεπε να μένει ο Σ.Π.
“Είναι άδειο;”
“Αν δεν ήταν θα το νοικιάζαμε; Θέλετε να το δείτε;”
“Σίγουρα.”
Μου έκανε νόημα να περιμένω. Πήγε και πέταξε τα σκουπίδια στον κάδο απέναντι. Ανεβήκαμε στον πρώτο και σταθήκαμε έξω απ’ την πόρτα. Μου είπε να περιμένω να πάει να φέρει τα κλειδιά. Ανέβηκε με τα πόδια τις σκάλες, στο σπίτι του -στο δικό μου κάποτε σπίτι.
Όταν άνοιξε η πόρτα άκουσα τη φωνή της Χριστίνας.
“Ξέχασες την ανακύκλωση.”
“Βρήκα έναν υποψήφιο ενοικιαστή στην πόρτα.”
“Το ‘χεις πάρει πολύ σοβαρά.”
Και γέλασε. Ήθελα ν’ ανέβω τρέχοντας τις σκάλες και να τη φιλήσω σ’ εκείνο το στόμα που γελούσε.
Μετά η φωνή της, πιο ψιθυριστή:
“Τι είναι;”
“Ένας ωραίος άντρας. Μοιάζει ξένος, αλλά μιλάει ελληνικά. Έτσι, ψηλός και σωματώδης. Σαν τον Θωρ.”
Άκουσα την πόρτα να κλείνει. Ο πρώην εαυτός μου κατέβηκε τρέχοντας και ξεκλείδωσε.
“Δεν το έχει νοικιάσει κανείς τώρα τελευταία;”
“Είναι πλήρως ανακαινισμένο. Βάλαμε κι αέριο πρόσφατα.”
“Ποιος το νοίκιαζε πριν;”
Ο Αντρέας κατέβασε το κεφάλι.
“Ήταν… Καλύτερα να σας το πω τώρα. Ήταν ένας άντρας. Σκότωσε στο μπάνιο τη γυναίκα του και τον γιο του. Τον έλεγαν…”
“Τζακ Τόρενς;”
“Here’s Johnny!”
Τα υπέροχα σινεφίλ αστεία του πρώην εαυτού μου.
“Η τελευταία ενοικιάστρια ήταν τελείως βαρετή. Δεν σκότωσε ποτέ κανέναν. Εδώ είναι η κουζίνα.”
Μου τα ‘δειξε όλα. Πήγαμε και στην κρεβατοκάμαρα. Δεν υπήρχε τρύπα. Δεν υπήρχε Σ.Π. Ήταν ένα κανονικό δωμάτιο. Ο Αντρέας με είδε που κοιτούσα τριγύρω.
“Ψάχνετε κάτι;” μου είπε.
“Όχι”, του είπα, “μόνο…”
“Δεν σας αρέσει;”
“Είναι μικρό.”
“Έχετε οικογένεια;”
Μου ήρθε να του πω, ναι, έχω οικογένεια, μένει έναν όροφο πιο πάνω.
“Όχι, είμαι εργένης.”
Πήγαμε προς την έξοδο, απογοητευμένοι κι οι δύο. Εκεί, στην πόρτα, στεκόταν η Χριστίνα.
“Όλα καλά;” είπε πασχίζοντας να φαίνεται αδιάφορη.
“Είναι μικρό”, είπε ο Αντρέας.
“Γκαρσονιέρα είναι, μικρή είναι”, είπε η Χριστίνα.
“Με συγχωρείτε, έψαχνα κάτι πιο… ευχάριστο”, της είπα.
Η Χριστίνα έφυγε πάνω τσαντισμένη. Ο Αντρέας με συνόδεψε στην πόρτα.
“Είναι του θείου της”, μου είπε για να δικαιολογήσει τη γυναίκα του.
Βγήκα έξω και κοίταξα τους δρόμους. Τους ήξερα τόσο καλά. Εδώ είχα μάθει τη Σουζάνα ποδήλατο. Στην άκρη του πεζοδρομίου, πάντα στο ίδιο σημείο, που είχε κιτρινίσει, έκανε το πρώτο κατούρημα η Λίλυ. Οι γιγάντιες λεύκες, το περίπτερο που έπαιρνα τσιγάρα όταν κάπνιζα -σπόρια όταν το ‘κοψα.
Νοσταλγία.
Που τη διέκοψε ένα χτύπημα στον ώμο μου.
“Προχώρα!”
Η Χριστίνα με είχε ακολουθήσει. Με χτύπησε στον ώμο κι έφυγε μπροστά. Την παρακολουθούσα μέχρι την παραλία. Περπατούσε με πολύ νεύρο, ήξερα πως ήταν έτοιμη να εκραγεί. Κάποια στιγμή χαλάρωσε το βήμα της και με περίμενε να φτάσω δίπλα της.
“Τι κάνεις;” μου είπε κοιτώντας μπροστά. Περπατούσε γρήγορα πάλι.
“Μάλλον δεν χάρηκες που με είδες.”
“Σου είπα ότι τελειώσαμε.”
“Το ξέρω.”
“Τότε τι κάνεις;”
“Ψάχνω κάποιον.”
“Και πρέπει να τον ψάξεις στο σπίτι μου;”
Σταμάτησε απότομα. Πήρε το ψυχοθεραπευτικό της ύφος, όπως όταν μιλούσε σε πελάτες.
“Μπιόρν, είμαι καλά. Έχω στρώσει τη ζωή μου. Μαζί σου έζησα κάτι πολύ δυνατό και…”
“Δεν ήρθα για σένα”, της είπα.
Αυτό δεν ήταν τελείως αλήθεια, αλλά ούτε και ψέμα.
“Γιατί ήρθες;”
Δεν μπορούσα να της πω τι συνέβαινε, θα με έπαιρνε για τρελό. Ούτε κάτι τελείως αδιάφορο. Θα νόμιζε ότι είμαι κάνας ψυχοπαθής stalker. Έπρεπε να βρω κάτι πειστικό.
“Θα φύγω για πάντα”, της είπα, “αν μου απαντήσεις αληθινά σε κάτι.”
“Πες μου.”
Δεν το είχα βρει ακόμα, αλλά σαν με κοίταξε με αγωνία μου ‘ρθε.
“Η Σουζάνα είναι δική μου κόρη;”
“Θα φύγεις;”
“Αν μου πεις την αλήθεια.”
“Είναι.”
Το ήξερα, αλλά κανείς δεν μπορεί να είναι πιο βέβαιος απ’ τη μητέρα.
“Είναι, αλλά ο Αντρέας την αγαπάει τόσο πολύ.”
“Το ξέρω, πίστεψε με, το ξέρω.”
“Αν μπλεχτείς κι εσύ θα τα καταστρέψεις όλα. Δεν το χρειάζεται η Σουζάνα. Θυμάσαι τα όνειρα;”
“Θυμάμαι. Πώς είναι τώρα;”
“Είναι παράξενο παιδί. Αποκλίνουσα σκέψη, πολλή φαντασία και κολλάει.”
“Κολλάει;”
“Βρίσκει κάτι που να την ενδιαφέρει και δεν κάνει τίποτα άλλο. Είναι στο φάσμα του αυτισμού. Πολύ λειτουργική, αλλά έχει στοιχεία.”
Με είδε που την κοιτούσα με αγωνία.
“Αλλά δεν ξυπνάει από εφιάλτες.”
Έβαλε τελεία.
Της ζήτησα συγνώμη και της υποσχέθηκα ότι δεν θα με ξανάβλεπε. Της έτεινα το χέρι. Εκείνη μ’ αγκάλιασε. Κι όπως μύρισα το μαλακτικό που έβαζε στα ρούχα, ήθελα να της τα πω όλα, να της πω ότι ήμουν ο Αντρέας μέσα στο σώμα του Μπιόρν. Αλλά δεν μπορούσα να το κάνω, γιατί δεν αισθανόμουν πια σαν Αντρέας. Είχα γίνει Μπιόρν, αυτός ήμουν κι αυτός θα συνέχιζα να είμαι.
Περπάτησα ατελείωτες ώρες. Ανέβηκα στα κάστρα, μετά κατέβηκα στην Αριστοτέλους, πήγα ως το Φιξ, γύρισα στον Λευκό Πύργο.
Σκεφτόμουν τι είχε πάει λάθος. Γιατί ο Σ.Π. δεν ήταν στο σπίτι. Γιατί δεν είχε ρίξει τον πρώην εαυτό μου στην τρύπα; Κι αν δεν το έκανε εγώ θα σταματούσα να είμαι; Αφού δεν το είχε κάνει πώς μπορούσα να βρίσκομαι μέσα στο σώμα του Μπιόρν;
Μήπως, αυτή ήταν η πιο απλουστευμένη εξήγηση, όπως θ’ άρεσε στον Όκαμ και το Ξυράφι του, μήπως ήμουν απλά παρανοϊκός;
~~
Έφτασα στο ξενοδοχείο γύρω στις τρεις το πρωί. Είχα σταματήσει σε κάθε μπαρ που έβρισκα για να πιω. Ο Μπιόρν είχε δυνατή κράση, αλλά παραπατούσα όταν κατάφερα ν’ ανοίξω την πόρτα του δωματίου μου.
Έκανα δυο βήματα στα τυφλά, ψάχνοντας για τον διακόπτη. Δεν το ένιωσα, δεν ένιωσα πόνο, μόνο το άκουσα: “Γκντουπ”.
Κι όλα έσβησαν.
Όταν συνήλθα ήμουν στο πάτωμα κι ο Σ.Π. στεκόταν από πάνω μου. Έκανα να σηκωθώ και να τον αρπάξω. Φυσικά ήμουν δεμένος οπισθάγκωνα -κι οι αστράγαλοι μαζί.
“Ήρθε κι έπεσες ακριβώς στη παγίδα”, είπε ο Σ.Π.
Τον κοίταξα καλύτερα. Ήταν τριαντάρης πάλι, αλλά δεν έμοιαζε με τον τριαντάρη που είχε συναντήσει ο πρώην εαυτό μου στο αποκάτω διαμέρισμα. Δεν υπήρχε εκείνη η παρακμή. Ο καινούριος Σ.Π. τα είχε καταφέρει μια χαρά. Κατάλαβε τι σκεφτόμουν.
“Με βοήθησαν τα λεφτά που έστειλες. Καλό πράγμα τα λεφτά. Καλύτερο τα πολλά λεφτά”, είπε φτιάχνοντας το σακάκι του.
“Γιατί δεν ήσουν εκεί;”
“Στο διαμέρισμα του πρώτου; Γιατί ήξερα ότι θα ‘ρθεις.”
“Πώς το ήξερες;”
Ο Σ.Π. έκανε λίγα βήματα παραπέρα, έβαλε τα χέρια του στις τσέπες. Ετοιμαζόταν να μου πει κάτι σημαντικό.
“Μου το είπε η κόρη σου. Που τυχαίνει να είναι και μητέρα μου. Ναι, αγαπητέ Μπιόρν, είσαι ο παππούς μου.”
Κατάλαβα ότι έλεγε μαλακίες. Η Σουζάνα ήταν έφηβη ακόμα.
“Όλα φωτίστηκαν όταν έπαιξες το Suzanne, του Κοέν”, είπε ο Σ.Π. “Με βοήθησες πολύ τότε. Δεν ήμουν, δεν είμαι η συνείδηση του Κοέν στο σώμα του Σπύρου. Σ’ αυτό είχατε δίκια, ήταν μια φευγαλέα παράνοια, που όμως με πήγε στο σωστό μέρος. Θυμάσαι που μου τραγούδησες το κομμάτι;”
Θυμόμουν. Ήταν στο Δρομοκαΐτειο, τότε που ο Αντρέας είχα πάει την κιθάρα κι είχε παίξει το Suzanne για ν’ αποδείξει ότι ο Σ.Π. δεν ήταν ο Λέοναρντ Κοέν.
Ο Σ.Π. γονάτισε για να είναι πιο κοντά μου. Μιλούσε σαν να ήτανε σε έκσταση, σχεδόν παραληρηματικά.
“Δεν είμαι ο Κοέν, αλλά άκουσα τον στίχο. Suzanne takes your hand and she leads you to the river. Ανάθεμά σε, Λέοναρντ Κοέν, είδα την εικόνα. Η Σουζάνα, η μητέρα μου, που φοράει όλο κάτι χίπικα τρελά και κουρέλια, She’s wearing rags and feathers from Salvation Army counters, μ’ έχει πάρει απ’ το χέρι ένα πρωί, there are children in the morning, και με πάει στον κήπο και μου λέει πού να κοιτάξω, And she shows you where to look among the garbage and the flowers, και κοιτάζω, κι εκεί υπάρχει μια Τρύπα, ένα μέτρο διάμετρο, μαύρη. Αυτό είναι το τελευταίο πράγμα, μπορεί και το μόνο που θυμάμαι απ’ τη μητέρα μου.”
Έφερε το πρόσωπο του πιο κοντά στο δικό μου. Μύριζε άφτερ σέιβ.
“Ο Κοέν ήταν διαισθητικός, το ‘χουν αυτό οι καλλιτέχνες. Η μάνα μου κι η κόρη σου φτιάχνουν τρύπες, σαν κι εμένα. Αλλά για να προχωρήσει η σπείρα έπρεπε να πέσει ο Αντρέας στην τρύπα, ώστε να είναι πατέρας της Σουζάνας ο Μπιόρν, εσύ.”
“Είσαι θεότρελος.”
“And you know that she’s half-crazy. Έτσι ήταν η μάνα μου, έτσι κι η κόρη σου, έτσι κι εγώ. Ναι, είμαι μισότρελος. Πατάω με το ένα πόδι στην πραγματικότητα.”
“Όχι, εσύ πατάς με τα δυο πόδια στην τρέλα.”
Ο Σ.Π. γέλασε. Απ’ το γέλιο του κατάλαβα ότι θα μου συνέβαιναν χειρότερα.
“Θυμάσαι τι σου είχα πει τότε; Όταν το έψαχνα; Οι τρύπες δεν έχουν κανόνες. Η Σουζάνα, η κόρη σου, θα φτιάξει μια τρύπα, θα μπει στο σώμα μιας κοπέλας που θα κάνει σχέση με τον Κοέν, της μητέρας μου. Δεν είναι κύκλος, είναι μια σφαίρα σε κίνηση, σε τέσσερις διαστάσεις, τρεις χώρου και μια χρόνου, είναι μια σπείρα χωρίς αρχή και τέλος.”
Συνέχισε να λέει κι άλλα τρελά. Τα χέρια μου είχαν μουδιάσει. Με είχε δέσει πολύ σφιχτά.
“Κι εμένα τι θα με κάνεις;” τον ρώτησα.
“Εσύ πρέπει να ξαναπέσεις στην τρύπα. Είσαι ο μόνος που το κάνει δυο φορές.”
“Πού θα βρεθώ;”
“Δεν ξέρω. Ο Αντρέας, η μνήμη σου, αυτό που είσαι εσύ τέλος πάντων χάνεται απ’ την ιστορία μου. Οπότε ή πολύ πίσω πηγαίνει ή μπροστά. Ή δεν θες να εμφανιστείς ξανά. Αλλά…”
“Αλλά;”
“Το παράξενο είναι… Μάλλον συμβαίνει σε κάποιον όταν πέφτει δυο φορές σε τρύπα.. Ο Μπιορν εμφανίζεται αλλού. Κοίτα.”
Ο Σ.Π. άνοιξε το κινητό του και μου έδειξε μια φωτογραφία.
Ήταν ο Κοέν να παίζει κιθάρα μπροστά από ένα ασβεστωμένο δέντρο, μάλλον στην Ύδρα, και δίπλα του μια γυναίκα, από ‘κει ένας μαύρος άντρας και πίσω του… Ο Μπιόρν. Εκεί πίσω, δίπλα στο δέντρο, σαν χαμένος ήμουν εγώ, ο δεύτερος εγώ, ο Βίκινγκ εγώ, αλλά βρισκόμουν μισό αιώνα πίσω.
Το είχα χάσει πια, δεν καταλάβαινα τι γινόταν. Αλλά δεν ήθελα ν’ ακούσω άλλα.
“Γιατί το κάνεις αυτό;” ρώτησα τον Σ.Π.
Απογοητεύτηκε με την ερώτηση μου και το έδειξε. Δεν απάντησε, μόνο μ’ έπιασε και με τράβηξε πάνω απ’ την τρύπα.
“Το κάνω για να υπάρχω”, μου είπε.
“Θα έρθω να σε βρω πάλι.”
“Δεν θα έρθεις. Δεν ξέρω πού θα πας, αλλά δεν θα ‘ρθεις.”
Μ’ έφερε να στέκομαι ακριβώς πάνω απ’ την τρύπα.
“Τίποτα τελευταία λόγια;” έκανε ο Σ.Π.
“Πες στη Χριστίνα και στη Σουζάνα ότι τις αγαπώ.”
“Κλισέ”, είπε ο Σ.Π. και μ’ έσπρωξε.
~~~
Όπως και την πρώτη φορά δεν μεσολάβησε φως ή σκοτάδι ή τούνελ ή κάτι. Έπεσα κι ήμουν αλλού.
Αυτή τη φορά ήμουν κορίτσι. Στην ηλικία της Σουζάνας. Πάλι δεν καταλάβαινα τι έλεγαν. Αλλά ήταν πιο παλιά, οι τρελοί συνέχιζαν να βοηθάνε στις δουλειές της οικογένειας. Έτσι κι αλλιώς δεν υπήρχαν νοσοκομεία, και τους γιατρούς δεν μπορούσαμε να τους πληρώσουμε. Ήταν το 1885, στη Νουένεν, της Ολλανδίας.
Έτυχε να τριγυρνάει στα μέρη μας ένας νεαρός ζωγράφος. Ήξερε γαλλικά, του μίλησα. Του ζήτησα να ζωγραφίσει την οικογένεια μας, αλλά να κρύψει κι ένα μήνυμα στον πίνακα. Του άρεσε, ήταν μισότρελος κι αυτός.
~~~~~
~~~~~
Ο Αντρέας με την οικογένεια του πήγαν στη έκθεση του Βαν Γκογκ, τη γιγάντια προβολή των έργων του στους τοίχους. Η Σουζάνα έμοιαζε να ψάχνει κάτι, δεν στάθηκε πουθενά. Μόνο στους Πατατοφάγους. Πήγε κοντά στον τοίχο. Και γέλασε.