Οι χοντροί πέτρινοι τοίχοι κρατούσαν το δωμάτιο δροσερό. Ο θαλασσινός αέρας έμπαινε από τα ανοιχτά παράθυρα. Απ’ έξω ακούγονταν τα τζιτζίκια και το κύμα που έσκαγε χαμηλά στα βράχια.
Ο Οδυσσέας ήταν ξαπλωμένος στο κρεβάτι και τα μακριά άσπρα μαλλιά του έπεφταν στους ώμους του. Το χέρι του ήταν δεμένο, ήταν χτυπημένος.
Η Πηνελόπη σε μια καρέκλα δίπλα του. Τα μαλλιά της είχαν γκριζάρει, αλλά η πλάτη της έστεκε όρθια και τα χέρια της δούλευαν γρήγορα το κέντημά της.
Το δέντρο ελιάς πάνω από το κρεβάτι τους ήταν πια γερασμένο.
Οδυσσέας: Δεν ήρθες να ξαπλώσεις δίπλα μου χθες το βράδυ. Δεν σου έλειψα μετά από τόσο καιρό;
Πηνελόπη: Προσευχόμουν.
Οδυσσέας: Καλά έκανες. Εγώ γέρασα πια και δε μπορώ να κατεβαίνω στο ιερό της Αθηνάς όπως παλιά. Ίσως γι’ αυτό με ξέχασε η θεά.
Πηνελόπη: Nομίζω ότι εσύ την ξέχασες πρώτος.
Οδυσσέας: Τι θέλεις να πεις;
Πηνελόπη: Εννοώ πολύ νωρίτερα, όταν μπορούσες να κατεβαίνεις στο Ιερό. Όταν αποφάσισες να συνεχίσεις να φεύγεις.
Οδυσσέας: Ακόμη γι’ αυτά θα μιλάμε πάλι; Γύρισα, δε γύρισα;
Πηνελόπη: Ναι, γύρισες απ’ την Τροία. Και συμφωνήσαμε να κάνουμε μια νέα αρχή.
Οδυσσέας: Αυτό κάναμε.
Πηνελόπη: Για λίγα χρόνια. Μετά ξανάφυγες ν’ ανακαλύψεις τον υπόλοιπο κόσμο.
Οδυσσέας: Είχα χρέη, Πηνελόπη, στους θεούς. Δεν είχα κάνει ειρήνη με όλους.
Πηνελόπη: Ναι, βέβαια, οι θεοί. Κι οι υπόλοιποι εδώ τι έπρεπε να γίνουμε;
Οδυσσέας: Τα βάζεις και με τους θεούς τώρα;
Πηνελόπη: Με σένα τα βάζω. Που αποφάσισες να ορίσεις τη μοίρα σου όχι εδώ κοντά μου, αλλά πάλι σε ξένα μέρη, σε άγνωστες θάλασσες. Και ξένες αγκαλιές.
Οδυσσέας: Έτσι μου όρισαν οι θεοί κι έτσι πορεύτηκα. Αλλά πάντα είχα το μυαλό και την καρδιά μου σ’ εσένα και την οικογένεια μας.
Πηνελόπη: Κι εμείς είχαμε μόνο τη σκέψη σου. Εμένα με σκέφτηκες πώς πέρασα άλλα δέκα χρόνια χωρίς εσένα; Χωρίς αγκαλιά, χωρίς ασφάλεια. Χωρίς παιδί πια να μεγαλώνω και κανείς να μη με χρειάζεται; Γιατί να ξέρεις πως όσο έλειπες στην Τροία μόνο για τον Τηλέμαχο σε περίμενα.
Οδυσσέας: Τι λες, Πηνελόπη; Η θέση σου ήταν εδώ στο βασίλειο σου, αφού εγώ έλειπα.
Πηνελόπη: Έμεινα και σε περίμενα γιατί κάποτε σ’ αγαπούσα. Γιατί αυτό θα ήθελες απ’ τη μάνα του παιδιού σου. Και μετά απ’ όλα αυτά πάλι να φεύγεις.
Οδυσσέας: Πηνελόπη, το χρέος σου το έκανες. Μεγάλωσες το παιδί μας κι έζησες αξιοπρεπώς στο σπίτι σου.
Πηνελόπη: Ναι, βέβαια, αξιοπρεπώς μόνη μου. Όσο έλειπες τα τελευταία χρόνια ξέρεις πόσες φορές κατέβηκα στο λιμάνι για να φύγω;
Οδυσσέας: Να φύγεις να πας πού;
Πηνελόπη: Όπου με βγάλει.
Οδυσσέας: Και το σπίτι μας;
Πηνελόπη: Ποιο σπίτι μας; Αν εννοείς τα ντουβάρια αυτά κάποια στιγμή θα πέσουν.
Οδυσσέας: Την οικογένειά μας εννοώ και σταμάτα να μου τα λες αυτά τόσο ήρεμη.
Πηνελόπη: Δεν υπάρχει οικογένεια Οδυσσέα, ξύπνα! Ο Τηλέμαχος έφυγε πια κι έχει το δικό του σπιτικό. Οι γονείς σου έχουν από χρόνια φύγει. Μόνο εγώ είχα απομείνει, να ζω με τις λίγες αναμνήσεις μας.
Οδυσσέας: Μη γίνεσαι υπερβολική, σε παρακαλώ. Εδώ είναι η Ιθάκη μας.
Πηνελόπη: Η Ιθάκη που περίμενες, Οδυσσέα, έχει χαθεί προ πολλού. Χάθηκε όταν πέθανε η Αντίκλεια. Όταν ο γιος σου έφυγε να φτιάξει αλλού τη ζωή του. Όταν εγώ φιλοξενούσα στο σπίτι τα εξώγαμα που έκανες με την Κίρκη.
Οδυσσέας: Μετανιώνω που σ’ άφησα μόνη σου. Όπως και ντρέπομαι που σε ταπείνωσα. Γι’ αυτό έβαλα τα πράγματα στη θέση τους. Εσύ είσαι η κυρία της Ιθάκης και ο Τηλέμαχος ο δίκαιος κληρονόμος μου.
Πηνελόπη: Είναι πια πολύ αργά. Η ζωή που θα μπορούσαμε να έχουμε τέλειωσε. Ούτε μπορεί να φτιαχτεί, ούτε να επιστρέψει.
Οδυσσέας: Μα υπάρχει ακόμη χρόνος. Τώρα είμαστε μαζί.
Πηνελόπη: Είμαι σίγουρη ότι και στην Κίρκη τα ίδια έλεγες.
Οδυσσέας: Πώς σου ήρθε πάλι αυτή τώρα; Αφού είπαμε ότι αυτά έχουνε τελειώσει εδώ και πολλά χρόνια.
Πηνελόπη: Ώστε τέλειωσαν, ε; Ίσως από τη δική σου πλευρά. Ξέρεις ότι ήρθε εδώ και σε έψαχνε;
Οδυσσέας: Πότε, τι εννοείς; Εδώ στο σπίτι; Και μιλήσατε;
Πηνελόπη: Ναι, λίγους μήνες πριν γυρίσεις. Ήταν μια ευχάριστη έκπληξη για μένα να πληροφορώ τη μάνα του άλλου σου παιδιού πού υποθέτω ότι είσαι.
Οδυσσέας: Έπρεπε να τη διώξεις!
Πηνελόπη: Να σου πω την αλήθεια αυτό ήθελα να κάνω. Αλλά όταν της μίλησα κατάλαβα ότι ήμασταν δύο οι Πηνελόπες. Δύο που σε περιμένουμε τόσα χρόνια.
Οδυσσέας: Τι ‘ν’ αυτά που λες; Μπαίνεις στην ίδια θέση εσύ, μια βασίλισσα, με μια μάγισσα;
Πηνελόπη: Η μοίρα μας έβαλε στην ίδια θέση αφού κι οι δυο σ’ αγαπήσαμε και σε περιμέναμε. Όταν τη συνάντησα κατάλαβα ότι δεν έχω ούτε το προνόμιο να σε περιμένω μόνο εγώ.
Οδυσσέας: Είναι μια ψεύτρα, μια μάγισσα που με πλάνεψε!
Πηνελόπη: Εσένα σε πλάνεψε κι εμένα μου άνοιξε τα μάτια.
Οδυσσέας: Ξέχνα τα όλα. Τώρα είμαστε μαζί κι όποιος μπει ανάμεσά μας θα πεθάνει. Θα ξανασκότωνα για σένα, να το ξέρεις.
Πηνελόπη: Σωστά, για μένα. Μην πάρει κανείς άλλος το τρόπαιό σου.
Οδυσσέας: Ήταν θέμα τιμής και το ξέρεις!
Πηνελόπη: Τότε ήταν, ναι. Την τιμή σου τη σκέφτηκες όταν ξανάφυγες;
Οδυσσέας: Ήμουν ένας άμυαλος, αχόρταγος. Οι θεοί δε μ’ άφηναν σε ησυχία. Αλλά τώρα κατάλαβα. Κι έχουμε άλλη μια ευκαιρία.
Πηνελόπη: Ό,τι και να λες είμαι αποφασισμένη, Οδυσσέα. Απόψε φεύγω.
Οδυσσέας: Στο απαγορεύω.
Πηνελόπη: Δεν μπορείς να κάνεις τίποτα πια. Τις Σειρήνες τις έφερες εσύ στο σπίτι με το να ‘ρχεσαι και να φεύγεις όποτε σου καπνίσει. Είμαι σίγουρη ότι ο έξω κόσμος είναι πολύ καλύτερος απ’ αυτό το δωμάτιο που σε περίμενα.
Οδυσσέας: Είναι πολύ επικίνδυνα εκεί έξω. Ξέρεις πόσες φορές κινδύνεψα εγώ;
Πηνελόπη: Ναι, πολλές φαντάζομαι, αλλά πάντα ήθελες να φεύγεις.
Οδυσσέας: Υπάρχει άλλος; Λέγε.
Πηνελόπη: Είσαι πολύ αστείος που ρωτάς. Αλλά για να ηρεμήσεις θα σου πω ότι για μένα υπήρχες πάντα εσύ. Αλλά εσύ όπως όταν παντρευτήκαμε.
Οδυσσέας: Πώς δηλαδή;
Πηνελόπη: Εκείνος που έφτιαξε αυτό το κρεβάτι. Το κρεβάτι που χαρήκαμε λίγους μήνες. Μόνο εκείνον αγαπώ.
Οδυσσέας: Πιάσε με, εγώ είμαι. Δώσε μου το χέρι σου.
Πηνελόπη: Μην κουράζεσαι, σε παρακαλώ. Βλέπω μπροστά μου έναν θαρραλέο πολεμιστή. Έναν ακούραστο ταξιδιώτη. Αυτόν τον άντρα τον σέβομαι, αλλά δεν τον αγαπώ. Μου είναι ξένος.
Οδυσσέας: Γιατί μου τα λες τώρα όλ’ αυτά; Καλύτερα να έφευγες πριν επιστρέψω. Να μην σ’ έβρισκα εδώ.
Πηνελόπη: Ήθελα να σε κοιτάζω στα μάτια. Για να σου πω ότι φεύγω. Ότι δεν αντέχω άλλο να περιμένω έναν ξένο. Ότι δεν θέλω να είμαι μαζί του για να του πιάσω το χέρι πριν πεθάνει, επειδή αυτό ορίζει η θέση μου.
Οδυσσέας: Και πού ήξερες ότι θα γύριζα;
Πηνελόπη: Πάντα γυρίζεις. Ξέρω ότι αγαπάς αυτά τα χώματα και την ιδέα ότι υπάρχω εγώ, να σε περιμένω, πάντα να σε περιμένω.
Οδυσσέας: Δεν θα ξαναφύγω, αγάπη μου, στο υπόσχομαι.
Πηνελόπη: Έλα τώρα, Οδυσσέα πολυμήχανε. Οι κατεργαριές σου που σε σώσανε τόσα χρόνια δεν πιάνουν σε μένα.
Οδυσσέας: Δεν θα το κάνεις. Δε μπορείς ν’ αφήσεις αυτό το σπίτι.
Πηνελόπη: Θα το κάνω και θα ζήσω ελεύθερη όπως εσύ. Ακόμη και αν είναι το τελευταίο πράγμα που θα κάνω ποτέ.
Οδυσσέας: Αν το κάνεις, γι’ αυτό το σπίτι θα είσαι νεκρή.
Πηνελόπη: Νεκρή ήμουν τριάντα χρόνια που σε περίμενα. Μόνο αυτό το παράθυρο θα μου λείψει. Αυτό.
Η Πηνελόπη γύρισε προς το παράθυρο. Κοίταξε τη θάλασσα και τα πλοία να είναι αραγμένα στο λιμάνι. Σκέφτηκε όλα τα χρόνια που περίμενε να δει τα πανιά του Οδυσσέα στον ορίζοντα. Κάθε μέρα, ώρες ολόκληρες στεκόταν στο παράθυρο και περίμενε να δει ή ν’ ακούσει τα καλά νέα του νόστου.
Στράφηκε να φύγει και τότε είδε τον άντρα που περίμενε τόσα χρόνια να στέκεται πίσω της. Ένιωσε την κρύα λεπίδα του ξίφους του να της σκίζει τα σωθικά.
Γύρισε ξανά προς το παράθυρο. Αυτή τη φορά για να δει τα πλοία που φεύγουν. Μετά όλα σκοτείνιασαν.
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
Το κείμενο έγραψε η Άννα Παπάζογλου, στο πλαίσιο του Συνεργείου Δημιουργικής Γραφής.