Αριάδνη ήθελε να την λένε, αλλά αφού τη βαφτίσανε Μαρία, τους απαίτησε να την φωνάζουνε Μιράντα. Την ιστορία αυτή που θα σας διηγηθώ για την γιαγιά μου, την Μιράντα Μαλατέστα, την άκουσα ένα απόγευμα στο καφενείο του Ιππότη, στο χωριό εκείνο όπου ακόμη και για το σμυρίγλι κάποτε άνοιγαν στοές με βάση τα όνειρά τους.
Ήταν και η γιαγιά μου ονειρευάμενη, αλλά όχι όπως οι φωτισμένοι που από το 1830 και για έναν ολόκληρο αιώνα έβλεπαν οράματα για εικόνες και αγίους. Ούτε σαν την Κουφίταινα ήτανε την θεοσεβούμενη και μαυροφορεμένη που ο Άγιος Σπυρίδωνας της αποκάλυπτε όλο θαύματα, ούτε κοπέλα ταπεινή σαν την Μαρίνα και την Ευδοκία που τα τετράδια με τα όνειρα που λέγαν σε παπάδες και δημοσιογράφους σώζονται ακόμη ως σήμερα.
Το κορίτσι με τα πυρόξανθα μαλλιά είχε την όψη αερικού και τα μυαλά μιας μάγισσας. Από τα δέκα της έφτιαχνε ήδη φανουρόπιτες αλλά τις ευλογούσε η ίδια. Όποτε πήγαινε στο χωριό της μάνας της κινούσε χαράματα να προσκυνήσει στ’ Αργοκοίλι, μα κανείς δεν μπορούσε να καταλάβει τι σόι πίστη είχε τούτη εδώ που πήγαινε στην εκκλησιά με τα σορτσάκια, τον δίδυμο αδελφό τον γίγαντα και τον σκύλο της τον Μαύρο συνοδεία.
Σύμφωνα με τις δοξασίες του ορεινού αυτού χωριού, όποιος έβρισκε το χρυσό άγαλμα της Αριάδνης έπρεπε να στάξει αίμα πάνω του, γιατί αλλιώς θα εξαφανιζόταν, όπως είχε ήδη γίνει μια φορά που ο Καπύρης ενώ μάζευε χόρτα το ‘βρε μα το ξανάχασε, άφαντο έγινε το άγαλμα γιατί ο βοσκός δεν υπάκουσε στην προφητεία. Όταν λοιπόν είδε στον ύπνο της τη λάμψη τη χρυσή, η γιαγιά μου πίστεψε πως ήταν μήνυμα για κείνη να πάει να βρει την Αριάδνη. Ξύπνησε κι άνοιξε με λαχτάρα το Ιτσινγκ που της έβγαλε το 39 που σήμαινε εμπόδιο, παρόλα αυτά δε δείλιασε.
Είχε ακούσει ιστορίες, από τον θειά της την Ανέζα που ήξερε να διαβάζει της φύσης και της σελήνης τα σημάδια, πως είχε δει ντριάδες να χορεύουν κάπου κοντά στο Παλαχώρι, λίγο έξω από το χωρίο, στο δρόμο για τα ορυχεία και το Λυώνα . Οι ντόπιοι τις φοβούνταν τις καλές κιουράδες, η Μιράντα όμως ένιωθε πως αυτό ήταν το σημείο για να σκάψει. Στο Μάνο δε χρειάστηκε να πει κουβέντα, με τα μάτια καταλάβαινε ο δίδυμος και μάζεψε τα σύνεργα. Ήτανε σχεδόν γιγάντιος κι ας ήτανε παιδιά. Λέξη δεν έβγαζε ο Μάνος, παρά μονάχα για αριθμούς μιλούσε.
Την είχε γιατροπορέψει εκείνη τη χρονιά την αδελφή του που γλίστρησε μέσα στο μπακάλικο, έσπασε τη μέση της κι έμεινε ένα μήνα στο κρεβάτι. Κι έτσι της έμεινε η φοβία της δίδυμης μην πέσει, μην ξαναχτυπήσει. Δεν έτρεχε σχεδόν ποτέ και όποτε πήγαινε στο χωριό της μάνας τους που μόνο σκάλες είχε και ούτε ένα ίσιωμα, φτιαγμένο σα λαγούμι να μη φαίνεται απ’ τη θάλασσα, έτρεμε το φυλλοκάρδι της.
Παραμονή της Αγίας Μαρίνας το είδε το όνειρο και το άλλο βράδυ περασμένες τρεις, όταν τα βιολιά ακόμη ακούγονταν στην Πλάτσα, τα δυο παιδιά κι ο Μαύρος κινήσανε να παν στο Παλαχώρι. Αίμα στο άγαλμα θα στάζανε από το δικό της, αφού μόλις που έγινε γυναίκα. Είχε πανσέληνο κι έτσι φωτιά δεν θα χρειάζονταν.
Περπατούσαν σιωπηλά και όταν από μακριά είδανε σκιές, το μόνο που φοβήθηκαν ήτανε μη ξεκινήσει να γαβγίζει ο Μαύρος. Σα να ‘ταν όμως μιλημένο το σκυλί, πλησίαζε σιωπηλό με την κυρά του. Στα λίγα μέτρα κοντοστάθηκαν οι τρεις τους έκπληκτοι. Είχανε φτάσει πριν από τη Μιράντα μα δεν ήταν ανεράδες ούτε και ντριάδες όσοι σκάβανε. Τους αναγνώρισε η γιαγιά μου αλλά ποτέ δεν ομολόγησε ποιους είδε, μοναχά από τότε έλεγε συνέχεια και της έγινε εμμονή όταν πια τα ‘χασε τα λογικά της: «τα ράσα δεν κάνουν τον παπά, τα ράσα δεν κάνουν τον παπά».
Βρέθηκαν στο χωράφι ακριβώς πάνω από τους αρχαιοκάπηλους κι ο Μαύρος λύσσαξε στα ξαφνικά μα εκείνοι πρόλαβαν και ξέφυγαν. Μες στον πανικό ο Μάνος ο γιγάντιος έπεσε στο από κάτω το χαλί και χτύπησε το πόδι του, αδύνατο να περπατήσει. Η μικρή Μιράντα τον ξέχασε τον τεράστιο τον φόβο της. «Έρχομαι» φώναξε στον δίδυμο και ολόκληρο το δρόμο από το Παλαχώρι τρέχοντας τον κατέβηκε ξυπόλυτη, πιο γρήγορα απ’ τον Μαύρο. Σαν το κατσίκι πήδηξε χαλιά, τράφους και πεζούλια, κατέβηκε σα να πετούσε και τα δύο χιλιάδες τα σκαλιά που είναι περίπου ως την Πλάτσα.
Ξεμαλλιασμένη και γδαρμένη έφτασε στο πανηγύρι και οι ντόπιοι δεν καταλάβαιναν αν αυτά που έβλεπαν στα πόδια της ήτανε αίματα ή χρώμα από τα πεσμένα σκάμνα. Με τον Μαύρο πίσω της να χαλάει τον κόσμο, «ελάτε να σώσετε τον αδελφό μου και τ΄ αγάλματα», φώναζε η αλλοπαρμένη κι ολόκληρο πια το χωριό άρχισε να τρέχει προς το Παλαχώρι. Ξυπνήσανε και τον γιατρό και τον φέραν απ’ την Κωμιακή. Όταν πια έφτασε στον τόπο του ατυχήματος, βρήκε τον Μάνο τον τεράστιο με ένα πόδι σαν νταούλι, να κείτεται δίπλα σε δυο γιγάντιους κούρους πιο όμορφους από εκείνον του Απόλλωνα, τρεις γίγαντες ξαπλωμένοι στη σειρά. Η Μιράντα δεν πήρε χαμπάρι τον γιατρό, ούτε έδωσε σημασία στον αστυνόμο που ήρθε από το Φιλώτι, μόνο κοίταζε τον ήλιο που ανέτειλε από τον όρμο του Λυώνα ενώ ένας μεθυσμένος λαουτιέρης έπαιζε τον σκοπό του γάμου.
~~{}~~
Μια ιστορία μπορεί να αναπτυχθεί σε μύθο, κι ένας μύθος να συμπτυχθεί σε μια ιστορία. Από την ιστορία αυτή δεν ξέρω να σας πω πόση είναι αλήθεια, πόση την φανταστήκανε οι ντόπιοι που πιστεύανε ήταν απόγονοι αιγυπτίων χριστιανών, και πόση είναι όνειρο. Το μόνο που γνωρίζω είναι πως οι δυο κούροι στέκουν σήμερα στην είσοδο του μουσείου του νησιού στο κάστρο, αλλά η Αριάδνη η χρυσή δε βρέθηκε ποτέ. Άκουσα πως κάποιοι χωριανοί, ξαδέλφια της γιαγιάς μου, κλειστήκαν φυλακή για αρχαία μετά από χρόνια, ο ένας μάλιστα ήτανε γαμπρός ενός παπά από τις Εγγαρές, διάσημου αρχαιοκάπηλου μες στο νησί. Παρόλα αυτά ο ξάδελφος κατάφερε κι έγινε δήμαρχος στη Χώρα ενώ ο παπάς κοινοτάρχης στο χωριό του.
Η γιαγιά μου η Μιράντα Μαλατέστα, μετά την ειδικότητα στη μαιευτική έγινε ψυχίατρος, μια από κείνες που βοηθάνε τους ανθρώπους ακούγοντας τα όνειρά τους. Την πρώτη της την κόρη, την έβγαλε Αριάδνη.
~~~~~~~~~~~~~
Το διήγημα έγραψε η Μαρία Μαγγανάρη, στο πλαίσιο του Συνεργείου Δημιουργικής Γραφής