21 Φεβρουαρίου 1950
Ένα εγκαταλελειμμένο μοτέλ στους πρόποδες των λόφων του Σαν Μπερντού· ο Μπαζ Μικς μπήκε με ενενήντα τέσσερις χιλιάδες δολάρια, πάνω από οκτώ κιλά ηρωίνη πρώτης ποιότητας, μια 10άρα καραμπίνα, ένα 38άρι σπέσιαλ, ένα αυτόματο 4άρι και ένα στιλέτο με ελατήριο που αγόρασε από έναν πατσούκο στα σύνορα.
Λίγο πριν είχε εντοπίσει το αυτοκίνητο που ήταν παρκαρισμένο στην απέναντι πλευρά των συνόρων: οι μπράβοι του Μίκυ Κόεν σ ’ένα αυτοκίνητο της αστυνομίας του Λος Άντζελες χωρίς διακριτικά, και παραδίπλα οι μπάτσοι της Τιχουάνα να περιμένουν να βάλουν χέρι στη λεία του και να πετάξουν το πτώμα του στον ποταμό Σαν Ισίντρο.
Είχε περάσει πάνω από μια βδομάδα αφότου άφησε τη Φέη να μισοκοιμάται στο κρεβάτι του σπιτιού της στο Μπέβερλυ Χιλς και πήρε το δρόμο για τα σύνορα. Θυμάται ακόμα τα σατινένια σεντόνια με τις κηλίδες από το βυσσινί κραγιόν της και τη μυρωδιά του δέρματός της κάθε φορά αφού κάνανε έρωτα.
Τα σχέδια του δεν είχαν πάει όπως ήθελε· τώρα θα έπρεπε να βρίσκεται στο Μεξικό, εκατοντάδες μίλια από τα σύνορα, να διασχίζει με τη χρυσαφί ’48 Μπιούικ Σούπερ του τα υψίπεδα της Σιναλόα στο δρόμο για την Γουαδαλαχάρα.
Του είχε φανεί όμως πιο δύσκολο απ’ ότι περίμενε να πουλήσει τα ναρκωτικά και να ξεφορτωθεί από πάνω του τον Μίκυ Κόεν – μάλλον ο ανερχόμενος αρχιμαφιόζος είχε πληροφορηθεί τον τρόπο με τον οποίο ο Μπαζ απέκτησε την πραμάτεια του και δε θα το άφηνε να περάσει έτσι.
Ή, χειρότερα, ο Μίκυ μπορεί να είχε μάθει ότι ο Μπαζ έβλεπε τη Φέη – κάτι που θα έβαζε σε μεγάλο κίνδυνο και τους δυο τους.
Ήξερε ότι δε θα ήταν εύκολο να διαφύγει. Η θέα των μπράβων του Μίκυ και των μεξικανών μπάτσων στα σύνορα όμως, καθώς και ένα απροσδιόριστο συναίσθημα ότι τον παρακολουθούν, τον οδήγησε πίσω στο Λος Άντζελες για ανασυγκρότηση.
Δε μπορούσε φυσικά να γυρίσει στα παλιά λημέρια του, η Λεωφόρος Σάνσετ και η Ρόντεο Ντράηβ θα ήταν γεμάτη από τσιράκια του Μίκυ και του Αλ που θα τον ψάχνανε ζωντανό ή νεκρό για να αποκτήσουν φήμη και σεβασμό στα μάτια των αφεντικών τους. Σκέφτηκε ότι και αυτός το ίδιο έκανε τότε στις αρχές του ’40 που μαζί με τον Ντον Ντρέηπερ ανεβαίναν τις κλίμακες στην οργάνωση – του άρεσε να την αποκαλεί «εταιρεία» – του Τζον Γκότι.
Καθάρισε το μυαλό του από τις σκόρπιες σκέψεις και έκλεισε την πόρτα του μοτέλ πίσω του. Η ρεσεψιόν ήταν γεμάτη σπασμένα γυαλιά, μπουκάλια Πέπσι και φτηνού μπέρμπον, σε μια γωνιά σύριγγες και σκισμένα χαρτιά και ένα μισογεμάτο πακέτο Λάκι Στράικ.
Άναψε τσιγάρο – από τα δικά του – και ψαχούλεψε πίσω από το γραφείο βρίσκοντας ένα μεταλλικό κλειδί σ’ ένα ξύλινο μπρελόκ χαραγμένο μ’ έναν αριθμό.
Προχώρησε στο διάδρομο ακολουθώντας το αχνό φως μιας λάμπας που κρεμόταν από το ταβάνι, προσπαθώντας να μην ακουμπήσει πουθενά, σφίγγοντας την τσάντα με τα λεφτά και τα ναρκωτικά, και ξεκλείδωσε την πόρτα με τον αριθμό 23.
Το δωμάτιο ήταν σκοτεινό και σκονισμένο, βαμμένο στα χρώματα της άμμου και ανέδιδε μια ήπια μυρωδιά ναφθαλίνης. Σκούπισε τη σκόνη με το μανίκι του και ακούμπησε τα πράγματά του στο κρεβάτι. Έβγαλε το 38άρι από τη θήκη του, το απασφάλισε και τράβηξε απαλά τις κουρτίνες.
Το μοτέλ ήταν χτισμένο σ’ ένα μικρό ύψωμα και από το δωμάτιο του μπορούσε να δει τον δρόμο, ένα κομμάτι της εισόδου και τα δέντρα που περιστοίχιζαν τη λίμνη Μπιγκ Μπέαρ. Είχε παρκάρει το αμάξι του ανάμεσα σε δύο βελανιδιές στο πίσω μέρος του μοτέλ που μόνο αν ερχόσουν από το δάσος θα μπορούσες να το δεις.
Ξέσφιξε τον κόμπο της γραβάτας του και κοίταξε το ρολόι – 7:13μμ. Έκατσε στην πολυθρόνα δίπλα στο παράθυρο, έσβησε το τσιγάρο του και ακούμπησε το όπλο του στο δεξί του μηρό.
Τον ξύπνησαν τα φώτα και ο ήχος του δρόμου, κοίταξε το ρολόι του και σηκώθηκε βιαστικά. Το σκοτάδι είχε πια καλύψει τα πάντα και έμεινε για λίγο ακίνητος για να συνηθίσουν τα μάτια του.
Αφουγκράστηκε τους ήχους από το δρόμο και συγκράτησε ένα ξερό βήχα – η Φέη του είχε ζητήσει να ελαττώσει το κάπνισμα και της είχε απαντήσει ότι θα το έκανε, δίνοντας άλλη μια υπόσχεση που θα αθετούσε.
Επικρατούσε αρκετή ησυχία, ελάχιστα αυτοκίνητα βρίσκονταν στο δρόμο, μπορούσε να ακούσει το απαλό θρόισμα των φύλλων, ακόμα και κάποιες κουκουβάγιες στον ορίζοντα. Μάλλον κάτι άλλο τον είχε ξυπνήσει, σκέφτηκε, και σήκωσε το 38άρι από το πάτωμα.
Γυρνώντας προς την πόρτα άκουσε ένα γυαλί να συνθλίβεται από μια σόλα παπουτσιού. Κάποιος βρισκόταν στο διάδρομο και κινούταν προς το δωμάτιό του. Έστρεψε το βλέμμα του στο λιγοστό φως που έμπαινε από τη χαραμάδα της πόρτας και είδε να διαγράφεται μια σκιά στη μπεζ μοκέτα.
Πήρε μια βαθιά ανάσα, την κράτησε, σημάδεψε την πόρτα στο ύψος ενός ανθρώπινου κεφαλιού, είδε το πόμολο να γυρνάει και όταν άκουσε το «κλικ» πάτησε τη σκανδάλη.
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
Το κείμενο έγραψε ο Θοδωρής, στο πλαίσιο του Συνεργείου Δημιουργικής Γραφής.