Ο Χολμς ανέβαινε. Θα άνοιγε διάπλατα την πόρτα. Θα έλεγε: «Έχουμε μελαγχολία, έτσι δεν είναι;». Θα τον έπαιρνε. Όχι· όχι, ούτε ο Χολμς θα τον έπαιρνε ούτε ο Μπράντσο.
Σηκώθηκε με βήμα ασταθές, περισσότερο πηδούσε απ᾿ το ένα πόδι στο άλλο, κι εξέτασε το ωραιότατο καθαρό μαχαίρι τού ψωμιού τής κυρίας Φίλμερ που είχε τη λέξη “Ψωμί” χαραγμένη στο λαβή του. Α, δεν είναι σωστό να το λερώσεις. Το γκάζι; Πολύ αργά πια.
Ο Χολμς πλησίαζε. Μπορεί να είχε ξυραφάκια, αλλά τα είχε μαζέψει η Ρέζια, όπως έκανε πάντα. Απέμενε μόνο το παράθυρο, το μεγάλο παράθυρο τού μικρού επιπλωμένου διαμερίσματος που νοίκιαζαν στο Μπλούμσμπερι· τι κουραστικό, προβληματικό, πόσο μελοδραματικό ν᾿ ανοίξει το παράθυρο και να πέσει κάτω.
Έτσι αντιλαμβάνονταν οι άλλοι την τραγωδία, όχι ο ίδιος και η Ρέζια (γιατί η Ρέζια ήταν με το μέρος του). Στον Χολμς και στον Μπράντσο άρεσαν αυτά τα πράγματα. (Κάθισε στο περβάζι.)
Όμως, θα περίμενε ως την τελευταία στιγμή. Δεν ήθελε να πεθάνει. Η ζωή ήταν ωραία. Ο ήλιος έκαιγε. Μόνο που οι άνθρωποι — μα τι ήθελαν; ; Ένας ηλικιωμένος που κατέβαινε τη σκάλα απέναντι σταμάτησε και τον κοίταξε. Ο Χολμς είχε φτάσει στην πόρτα. «Εγώ σας τη χαρίζω!» φώναξε και ρίχτηκε δυναμικά, ορμητικά, στο κιγκλίδωμα τής κυρίας Φίλμερ.
«Είστε κ-καλά κ-κ-κύριε;» ρώτησε ο ηλικιωμένος κύριος και έπιασε το χέρι του Γουόλτερ για να επιβεβαιωθεί πως έχει παλμό. «Έβανς;» ψέλλισε ο Γουόλτερ ανοίγοντας με δυσκολία τα μάτια. Ο ουρανός είχε γεμίσει από κουρούνες που πετούσαν τρομαγμένες πάνω κάτω. Η μακρυά κουρτίνα απ’ το παράθυρο του διαμερίσματος του κυμάτιζε σαν σημαία, μισοκρύβοντας τον καλοκαιρινό ήλιο.
«Εί-Εί-είχατε τ-τύχη β-β-βουνό κύριε», συμπλήρωσε ο ηλικιωμένος όσο περιεργάζονταν το τραύμα στο χέρι του Γουόλτερ. Το λευκό του πουκάμισο είχε γίνει κουρέλια. Το δεξί του χέρι, αγκαλιά μ’ ένα χοντρό κλαδί, αιμορραγούσε. «Ο-φ-φ-φείλετε τη ζ-ζωή σας σ-σ’ αυτό εδώ τ-το δ-δέντρο, αλλιώς θ-θα είχατε π-πέσει απ-π-πάνω στα κ-κάγκελα» συνέχισε, καθώς βοηθούσε τον Γουόλτερ να σηκωθεί.
Κατάφερε να σταθεί στα πόδια. Περπάτησε λίγα μέτρα κουτσαίνοντας προς τη μέση του δρόμου. Κατα τύχη ένα μαύρο αυτοκίνητο διέσχιζε την οδό Μπλούμσμπερι. Μισοέκλεισε τα μάτια και σιγουρεύτηκε πως επρόκειτο για ταξί. Το αυτοκίνητο φρέναρε απότομα. Άνοιξε την πίσω πόρτα με το αριστερό χέρι και μπήκε.
«Στο κοντινότερο νοσοκομείο παρακαλώ», είπε στο οδηγό. Η χοντρή κυρία στο πίσω κάθισμα, ολοφάνερα αναστατωμένη, του έκανε χώρο.
Το αυτοκίνητο κατηφόρισε και έστριψε στην οδό Όξφορντ.
«Βλέπω χτυπήσατε άσχημα νεαρέ, εύχομαι να μην είναι κάτι σοβαρό», είπε η κυρία. Ο Γουόλτερ έκανε πως της χαμογελά, σα να ήθελε να κρύψει τον πόνο. «Είμαι η Σάλι», συμπλήρωσε. Ο Γουόλτερ έσφιξε τα χείλη και γύρισε το κεφάλι προς στο τζάμι. Στο πεζοδρόμιο ένα ζευγάρι ηλικιωμένων απολάμβανε τον απογευματινό ήλιο τρώγοντας παγωτό. Λίγα μέτρα πιο πέρα, μια νεαρή δεσποινίδα ίσιαζε με στόμφο το καπέλο που μόλις είχε αγοράσει.
Η Σάλι έριξε μια κλεφτή ματιά στο ρολόι της. Η σκέψη πως θα έφτανε καθυστερημένα της προκαλούσε δυσφορία. Από την άλλη, ανησυχούσε βλέποντας το ζαρωμένο του πρόσωπο. «Ξέρετε, εγώ πηγαίνω στο πάρτι της παιδικής μου φίλης. Δε… δεν πειράζει αν αργήσω λίγο. Το χέρι σας… η υγεία σας είναι αυτό που προέχει αυτή τη στιγμή…», εξομολογήθηκε στον Γουόλτερ που συνέχισε να την αγνοεί. Το ταξί έστριψε στην οδό Μπόντ.
«Η οικογένεια σας γνωρίζει για το ατύχημα σας;», ρώτησε η Σάλι. Στο μυαλό του Γουόλτερ ήρθε η εικόνα της Ρέζιας. Η μονάκριβη του Ρέζια. Και τα κυριακάτικα πικνίκ στα γρασίδια του Ρίτζεντς Παρκ. Ω, να μπορούσε να ξαναρχίσει τη ζωή του από την αρχή! σκέφτηκε, ακόμα και η εμφάνισή του θα ήταν διαφορετική! Και τι θα άλλαζε άραγε;
Τον συνέφερε ο ήχος του Μπιγκ Μπεν που χτύπησε τη μισή ώρα, εκκωφαντικός όσο ποτέ. Τέλεια ηλιθιότητα, σκέφτηκε, κανείς δεν ζει δυο φορές. Γύρισε το κεφάλι στο πίσω παράθυρο να βεβαιωθεί πως δεν τους ακολουθεί κάποιο αυτοκίνητο. Ήταν σίγουρος πως ο δρ. Χόλμς και ο Μπράντσο παραμόνευαν σε κάποια γωνία. Και η Σάλι; Κάτι του έλεγε μέσα του πως δεν είναι παρά μια δαιμόνια συνεργάτης του δρ. Χόλμς. Αυτή θα μπορούσε να είναι μια πολύ καλή εξήγηση της οικειότητας της. Γούρλωσε τα μάτια.
«Κορώνα ή γράμματα;», ρώτησε τη Σάλι βγάζοντας ένα κέρμα από την τσέπη του παντελονιού του. Αυτή ακούμπησε το στήθος της από αμηχανία. Ήταν η πρώτη φορά που άκουγε τη φωνή του. «Κορώνα», του αποκρίθηκε. Το κέρμα έπεσε στο χέρι του με την πλευρά στα γράμματα.
«Κάνε μια στάση εδώ, παρακαλώ», φώναξε ο Γουόλτερ. Το σφύριγμα του απότομου φρεναρίσματος ακούστηκε σ’ ολόκληρη την οδό Μπόντ. «Επιστρέφω σε δυο λεπτά», είπε. Άνοιξε την πόρτα και διέσχισε το δρόμο κουτσαίνοντας. Μπήκε στο απέναντι ανθοπωλείο.
«Θαρρώ πως πρόκειται για πολύ αλλόκοτο πλάσμα, δε συμφωνείτε;» ρώτησε η Σάλι από το πίσω κάθισμα. Ο οδηγός της έγνεψε καταφατικά μέσα από τον καθρέφτη.
Ο Γουόλτερ επέστρεψε κρατώντας ένα μπουκέτο λευκά τριαντάφυλλα.
«Αυτά είναι για τη φίλη σας», είπε και έδωσε τα λουλούδια στη Σάλι. Είχε ήδη αφαιρέσει ένα τριαντάφυλλο. Το πρόσωπο του έμοιαζε χλωμότερο από πριν. «Είναι για τη συγνώμη μου στη φίλη σας για την καθυστέρηση», συμπλήρωσε και έγειρε προς το μπροστά κάθισμα. «Θα σας παρακαλούσα να μ’ αφήσετε στο κοιμητήριο του Κάμπεργουελ». Η Σάλι τέντωσε τα περιποιημένα φρύδια της.
Το ταξί έστριψε στην οδό Πικαντίλι. Στο πρόσωπο του Γουόλτερ εμφανίστηκαν μυικοί σπασμοί. Άνοιξε για λίγο τα μάτια, ακριβώς τη στιγμή που το αυτοκίνητο προσπερνούσε το συντριβάνι του Σάφτσμπερι στο Πικαντίλι Σίρκους. Το άγαλμα του φτερωτού Αντέρωτα σημάδευε με τη σφεντόνα τους περαστικούς. Η εργασίες επέκτασης του σταθμού του μετρό, ακριβώς από κάτω, ήταν σε εξέλιξη.
«Μήπως είναι καλύτερα να πηγαίνατε πρώτα στο νοσοκομείο;» ρώτησε η Σάλι κάπως ανήσυχη. «Μπορεί να έχετε εσωτερική αιμορραγία…», συμπλήρωσε και έβαλε το χέρι στο στήθος της, χαϊδεύοντας το μαργαριταρένιο της κολιέ. Ο Γουόλτερ έσφιξε τα χείλη. Έκλεισε και πάλι τα μάτια.
Το μαύρο αυτοκίνητο πέρασε την πύλη του νεκροταφείου, διέσχισε τον κεντρικό δρόμο με τα κυπαρίσσια και σταμάτησε δίπλα σε ένα τάφο. Ο ήχος του Μπιγκ Μπεν αναμείχθηκε με την αχλή που σήκωναν τα δέντρα. Όπως πάντα, πρώτα η γλυκόπικρη μελωδία του και έπειτα η ώρα.
Ο Γουόλτερ άνοιξε την πόρτα χωρίς να χαιρετήσει. Έκανε λίγα βήματα πριν σωριαστεί στο γρασίδι. Η Σάλι άνοιξε βιαστικά την τσάντα της και έβγαλε τα γυαλιά που είχε για την όπερα. Κατάφερε να διαβάσει τα μεγάλα γράμματα στην ταφόπλακα: “Έβανς Σμιθ Γεν. 12/3/1914 – Απεβ. 4/8/1922. ”
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
Το κείμενο έγραψε ο Αλέξανδρος Ζήσης, στο πλαίσιο του Συνεργείου Δημιουργικής Γραφής
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
Στη φωτογραφία η δημόσια αυτοκτονία του Μάρτιν Μπάτεσον, το 1922, κάτω απ’ το άγαλμα του Αντέρωτα, στο Πικαντίλι Σίρκους.