“Πού βρίσκομαι;”
“Σε φέραμε μέσα στο σπίτι, λιποθύμησες.”
“Τι συνέβη, δε θυμάμαι τίποτα. Ποια είσαι εσύ;”
“Ωχ Λευτέρη μου, τι έπαθες;”
“Δεν ξέρω, δε θυμάμαι. Λευτέρης; Όχι δεν νομίζω, σίγουρα όχι”, είπε προσπαθώντας να σηκωθεί. Ξαναέπεσε στο μαξιλάρι. “Bilal”, ψιθύρισε. «Ποια είσαι και πού βρίσκομαι;»
“Αγάπη μου, είμαι η Αγνή, η γυναίκα σου. Ήρθαμε στο χωριό, στον παππού και την γιαγιά, για το Πάσχα. Πιες λίγο νερό.”
“Πόση ώρα είμαι έτσι;”
“Όχι πολλή. Μόλις μπήκες στην αυλή που έσφαζαν τα αρνιά άσπρισες. Μουρμούρισες θάνατος, θάνατος και σωριάστηκες.”
“Ω θεέ μου, τώρα θυμάμαι. Η μυρωδιά του αίματος. Ο θάνατος, οι σφαίρες και το Ederlezi. Πόσοι νεκροί.”
“Ναι σιγοτραγουδούσες το Ederlezi όσο ήσουν αναίσθητος. Πρώτη φορά σε ακούω να μιλάς σέρβικα.”
“Δεν είναι ακριβώς, σέρβικα, είναι η διάλεκτος που μιλάνε οι τσιγγάνοι σε όλη τη Γιουγκοσλαβία. Δεν τα καταλαβαίνω καλά, όμως το τραγούδι μπορώ πλέον να σου το πω ολόκληρο.”
“Νόμιζα ότι δεν θυμόσουν τίποτα από τη Βοσνία.”
“Και εγώ το ίδιο νόμιζα. Ήμουν εκεί Αγνή. Στη Σρεμπρένιτσα.”
…
Γεννήθηκα το 1990 στη Βοσνία, στη Σρεμπρένιτσα. Tο 1996 με υιοθέτησαν οι γονείς μου στις Σέρρες. Αλλά δεν θυμόμουν τίποτα απ’ τα πρώτα έξι χρόνια της ζωής μου. Όσο κι αν προσπάθησα, τίποτα, ούτε μια λέξη, ούτε μια εικόνα. Η μυρωδιά του αίματος μου τα θύμισε όλα με μιας. Θυμάμαι τις βόμβες, θυμάμαι την πείνα, θυμάμαι τον φόβο, θυμάμαι τη μάνα μου. Τον πατέρα μου τον θυμάμαι μόνο από τις ιστορίες που μου έλεγαν κι από μια φωτογραφία. Και θυμάμαι τον θείο μου, τον μικρό αδερφό της μάνας μου, να μου τραγουδάει το Ederlezi και να μου λέει: “Κράτα τα μάτια σου κλειστά.”
Ήμουν δεν ήμουν πέντε χρονών, όταν ο θείος μου ήρθε και με άρπαξε από την αυλή και μου είπε γελώντας ότι θα παίξουμε ένα παιχνίδι, αλλά θα πρέπει να κάνω ακριβώς ό,τι μου πει. Και θα πρέπει να βιαστούμε. Δέχτηκα φυσικά. Μου έδεσε με ένα μαντήλι τα μάτια, με έβαλε στη σχάρα του ποδηλάτου του και μου είπε να κρατηθώ. Φωνάξαμε αντίο στη μαμά και φύγαμε. Η μαμά δεν απάντησε, μάλλον θα ήταν στην κουζίνα και θα έπλενε τα πιάτα, άκουσα και ένα να σπάει. Όπως φεύγαμε μου φάνηκε ότι άκουσα κόσμο και φασαρία από το σπίτι, πολλά βαριά βήματα και φωνές, αλλά δεν έδωσα πολλή σημασία, ίσως να ήταν από τους γείτονες.
Το ποδήλατο έτριζε και αγκομαχούσε καθώς ο θείος μου έκανε πετάλι πολύ γρήγορα. Μάλλον έκανε ορθοπεταλιά, γιατί πηγαίναμε αριστερά-δεξιά απότομα. Τόσο απότομα που φοβόμουν να μην πέσω. Σε κάθε λακκούβα ένιωθα τα σίδερα της σχάρας να με πονάνε στον κώλο, η παλιά κουρελού που ήταν τυλιγμένη γύρω της, δεν βοηθούσε καθόλου. Παρ’ όλο που είχα τα μάτια μου κλειστά, προσπάθησα να καταλάβω προς τα που πηγαίναμε. Σίγουρα θα με ρωτούσε μετά ο θείος μου. Μου φάνηκε ότι πηγαίναμε βόρεια και ότι βγαίναμε από την πόλη.
Πλησίασα τη φτέρνα μου στη ρόδα για να ακουμπήσω ελαφρά τις ακτίνες και να νιώσω αυτό το τράνταγμα σε όλο το πόδι μου που συνήθιζα να το κάνω και να με μαλώνουν. Πέσαμε. Δεν χτυπήσαμε, αλλά τρόμαξα, είναι πολύ διαφορετικό να πέφτεις χωρίς να βλέπεις, δεν μπορείς να καταλάβεις τι σου ήρθε. Ευτυχώς πέσαμε σε γρασίδι. Παραξενεύτηκα όταν το ένιωσα κάτω από τις γυμνέ-ς γάμπες και τα χέρια μου, δεν ήμασταν σε δρόμο, ούτε καν σε χωματόδρομο. Ήμασταν κάπου στους λόφους. Το γρασίδι ήταν δροσερό και καθησυχαστικό. Ο θείος μου δεν με μάλωσε, αλλά είπε ότι θα πρέπει να μου αφαιρέσει πέντε πόντους από την τελική μου βαθμολογία και με βοήθησε να σηκωθώ. Έτρεμε. Τότε ακούσαμε πυροβολισμούς σχετικά κοντά. Είχα ξανακούσει βέβαια, αλλά με τα μάτια κλειστά ένιωσα ότι ήταν δέκα φορές πιο δυνατοί. Ο θείος μου με ρώτησε αν θέλω να τραγουδήσουμε το κομμάτι μας και άρχισε να τραγουδάει το Ederlezi, πριν προλάβω να απαντήσω. Η φωνή του ήταν ζεστή και απαλή όπως πάντα, όμως αυτή τη φορά μου φάνηκε ότι τραγουδούσε πιο γρήγορα απ’ ότι συνήθως. Τον συνόδευσα και ξανακαβαλικέψαμε το ποδήλατο. Οι πυροβολισμοί ακούγονταν τώρα πιο έντονοι.
Ρώτησα γιατί πυροβολούν. Δεν είναι μέρος του παιχνιδιού, μου απάντησε, άλλα έχει σχέση. Πυροβολούν στον αέρα για να πανηγυρίσουν είπε. Μάλλον οι Σέρβοι έλυσαν την πολιορκία, σκέφτηκα και του το είπα. Μου είπε ότι είμαι πολύ έξυπνος που το μάντεψα, εκεί πηγαίναμε και εμείς, για να γιορτάσουμε μαζί τους. Όμως η φωνή του πάλι μου φάνηκε διαφορετική. Όπως τότε που είχε πάει στο παζάρι για να πουλήσει το ρολόι του παππού και γύρισε με άδεια χέρια. Τον έκλεψαν είχε πει και μαμά τον κοιτούσε αμίλητη.
Συνεχίσαμε να τραγουδάμε και μερικά κοτσύφια πέταξαν από πάνω μας. Δεν τα είδα, αλλά άκουσα το πετάρισμά και τα κρωξίματα τους. Θα τα αναγνώριζα παντού, είχε τόσα πολλά κοτσύφια στους γύρω λόφους. Ένιωσα να κόβουμε ταχύτητα, κάθε πεταλιά μου φαινόταν και πιο διστακτική. Ο θείος μου είπε να σταματήσουμε το τραγούδι. Σταμάτησα αμέσως, είχα ήδη χάσει πέντε βαθμούς με το πέσιμο. Στο βάθος ακούγονταν πολλές μηχανές να μουγγρίζουν, ήξερα τι ήταν. Ήταν τα θωρακισμένα οχήματα των Ολλανδών κυανόκρανων. Τον ρώτησα αν πηγαίναμε να τους συναντήσουμε. Μου είπε ναι και να κάνω ησυχία, κάπως απότομα. Δεν με πείραξε, αλλά ο θείος μου ποτέ δεν μου μιλούσε απότομα. Κατέβηκε από το ποδήλατο και με κατέβασε και εμένα. Με αγκάλιασε σφιχτά και μου είπε ότι άλλαξαν οι κανόνες του παιχνιδιού και ότι έπρεπε να συνεχίσουμε πεζοί στο δάσος. Αυτό το παιχνίδι είναι τόσο ενδιαφέρον, γιατί αλλάζουν συνέχεια οι κανόνες, πρόσθεσε. Άκουγα την αλυσίδα του ποδηλάτου να κάνει το χαρακτηριστικό της τρίξιμο καθώς το έσερνε και στη συνέχεια το σπάσιμο μικρών κλαδιών. Μάλλον το έκρυβε στους θάμνους.
Μπήκαμε στο δάσος. Το κατάλαβα αμέσως. Ο καλοκαιρινός ήλιος που μέχρι τότε με έκαιγε, σταμάτησε και οι ήχοι άλλαξαν. Σαν να χαμήλωσε κάποιος την ένταση στο ραδιόφωνο, στο διπλανό δωμάτιο. Ένιωθα τα ξερά φύλλα να θρυμματίζονται κάτω από τα πόδια μου και φανταζόμουν ότι είμαι γίγαντας και τα φύλλα σπίτια που τα ποδοπατάω. Μου πήρα λίγη ώρα μέχρι να το καταλάβω, δεν ακουγόταν τίποτα. Ούτε τζιτζίκια, ούτε πουλιά, ούτε ζωάκια, ούτε καν μέλισσες. Μόνο τα βήματά μας και πυροβολισμοί. Αυτό δεν ήταν φυσιολογικό, ίσως να τρόμαξαν από τις σφαίρες, σκέφτηκα και άρχισα να τρομάζω λίγο και εγώ. Δεν μίλησα, έσφιξα λίγο πιο πολύ το χέρι του θείου μου με έσφιξε και αυτό. Ήταν δυνατό και ιδρωμένο.
Η διαταγή ήταν διαπεραστική και κρύα. Με φόβισε πιο πολύ από την ριπή που κροτάλισε στον αέρα. Ήταν σέρβοι στρατιώτες. Ο θείος μου τους είπε να μην πυροβολήσουν και μου ψιθύρισε να μην μιλήσω και να μην βγάλω το μαντήλι.
Τους μίλησε με φωνή ανέμελη, αλλά αν τον ήξερες όσο καλά τον ήξερα εγώ, δεν σε ξεγελούσε. Ήταν πανικοβλημένος. Τους εξήγησε ότι ήμουν τυφλός και ότι είχα χαθεί μόλις ξεκίνησαν οι βομβαρδισμοί, αυτός είχε βγει για να με ψάξει και μόλις με είχε βρει να τριγυρνάω στο δάσος. Δεν τον πιστέψανε και τον χτύπησαν. Η σφαλιάρα, που ακούστηκε παράφωνα δυνατή μέσα στην ησυχία του δάσους, τον έστειλε πίσω, μαζί και εμένα που δεν με άφηνε από το χέρι του. Ζήτησαν να τους δείξει την ταυτότητά του. Είπαν ότι όλοι οι μουσουλμάνοι -Τούρκοι είπαν- έπρεπε να συγκεντρωθούν στο γήπεδο. Ο θείος μου είπε ότι είμαι πρέπει να με πάει στους κυανόκρανους , γιατί είμαι παιδί και μάλιστα με πρόβλημα όρασης. Γέλασαν και μας διέταξαν να τους ακολουθήσουμε.
Στο γήπεδο πρέπει να υπήρχε πολύς κόσμος. Μύριζα το ανθρωπομάνι και άκουγα τα κλάματα. Πιο πολύ μύριζα τον φόβο και την απόγνωση. Η ερώτηση που άκουγα συχνότερα τριγύρω μας ήταν, τι θα μας κάνουν Θεέ μου, χωρίς κανείς να τολμάει να δώσει απάντηση. Κάθε τόσο ακούγονταν βαριά βήματα από αρβύλες στρατιωτών, έρχονταν και έπαιρναν κόσμο και τότε οι θρήνοι γίνονταν εντονότεροι. Οι πυροβολισμοί δεν σταμάτησαν για ώρες. Ο θείος μου δεν σταμάτησε να μου τραγουδάει το Ederlezi, σαν να ήθελε να καλύψει όλους τους άλλους ήχους με τη φωνή του. Δεν τα κατάφερνε αλλά προσπάθησα να επικεντρωθώ στο τραγούδι.
Μετά από λίγο έσκυψε και ακούμπησε το μέτωπό του στο δικό μου. Το είχε κάνει κι άλλη φορά, αλλά πρώτη φορά ένιωθα στ’ αλήθεια τα κεφάλια μας ενωμένα. Όχι απλά δέρμα και τρίχες ενωμένα, αλλά και σκέψεις. Μου είπε ότι ήταν πολύ περήφανος για ‘μένα και ότι έπαιζα τέλεια. Μου εξήγησε ότι ακόμα παίζουμε, ότι δεν πρέπει να βγάλω το μαντήλι και ότι πρέπει να συνεχίσω να κάνω ό,τι μου λέει. Τίποτα δεν είχε αλλάξει, μόνο το έπαθλο του παιχνιδιού, δεν παίζαμε πια για πόντους αλλά για τη ζωή μας. Και δεν σκόπευε να χάσουμε. Η φωνή του έτρεμε, νομίζω έκλαιγε κιόλας, γιατί ένιωσα κάποιες σταγόνες να πέφτουν και να κυλάνε στο πρόσωπό μου. Μου είπε ότι είχε δει που ήταν τα τελευταία οχήματα των κυανόκρανων που υποχωρούσαν και ότι εκεί έπρεπε να πάμε. Μου εξήγησε που ακριβώς για να ξέρω και εγώ, σε περίπτωση που γίνει κάτι και πρέπει να χωριστούμε.
Άρχισα να κλαίω, άρχισα να συνειδητοποιώ τι γίνεται και άρχισα να ρωτάω για τη μαμά. Προσπάθησε να γελάσει και απάντησε ότι η μαμά είχε ήδη πάει στην Τούζλα και μας περίμενε εκεί. Εμείς έπρεπε να βρούμε έναν τρόπο για να πάμε να την συναντήσουμε. Το πανί που κάλυπτε τα μάτια μου ήταν μούσκεμα και το ένιωθα παγωμένο παρά τη ζέστη. Πήγα να το βγάλω αλλά μου έπιασε το χέρι απαλά.
Στρατιώτες ήρθαν και διέταξαν όσους έχουν μαζί τους ανήλικα παιδιά, κάτω των δεκατεσσάρων ετών να τους ακολουθήσουν. Πήγαμε με ένα μίγμα φόβου και ελπίδας. Μας οδήγησαν σε έναν αχυρώνα, το «λευκό σπίτι», κοντά στο στρατόπεδο των δυνάμεων του ΟΗΕ, όπως μου περιέγραψε ο θείος μου. Ήξερα που ήταν, λίγο έξω από την πόλη κοντά στο χωριό Ποτοτσάρι. Ο θείος μου έβλεπε πολλούς κυανόκρανους και είπε ότι κατά πάσα πιθανότητα, όπου να’ ναι θα μας ελευθέρωναν.
Μέσα στον αχυρώνα μύριζε απαίσια, δεν μας επιτρέπανε να πάμε στην τουαλέτα, οπότε η δυσωδία κάλυπτε τα πάντα. Τα κλάματα και οι πυροβολισμοί συνεχίζονταν ασταμάτητα. Τώρα μύριζε και καμένο, πρέπει να καιγόταν το μισό χωριό, αφού μπορούσαμε να το μυρίσουμε πάνω από τη μπόχα που μας έκανε να αναγουλιάζουμε. Πήρε να νυχτώνει, το κατάλαβα γιατί άκουσα μερικά νυχτοπούλια να κρώζουν μακριά. Ο θείος μου ξεκίνησε να μου εξηγεί ότι πιο μετά, ίσως θα έπρεπε να προσπαθήσουμε να βγούμε από ένα σπασμένο τζάμι που βρισκόταν πίσω μας και να μπούμε κρυφά στα φορτηγά των κυανόκρανων που ένα-ένα εγκατέλειπαν την περιοχή. Τα άκουγα και εγώ να φεύγουν και συμφώνησα. Σε περίπτωση που θα μας ανακάλυπταν θα έπρεπε να τρέξω όσο πιο γρήγορα μπορούσα, αλλάζοντας συνεχώς κατεύθυνση.
Άκουσα τις πόρτες να ανοίγουν και πολλά βήματα να έρχονται. Άκουσα όπλα να γεμίζουν και να οπλίζουν, πολλά όπλα μαζί. Ο θείος μου με έσπρωξε κάτω και έπεσε από πάνω μου. Στην αρχή δεν κατάλαβα, αλλά αμέσως άρχισαν να βαράνε τα πολυβόλα. Ο θείος μου, μου είπε ότι αυτή είναι η τελική δοκιμασία, έπρεπε να μείνω ακίνητος ώσπου να μην ακούω τίποτα απολύτως μέσα στον αχυρώνα, τότε και μόνο τότε θα έπρεπε να σηκωθώ, πολύ προσεκτικά και να βρω τους Ολλανδούς κυανόκρανους.
Πολυβόλα και φωνές. Και ο θείος μου να μου τραγουδάει, να μου τραγουδάει στο αφτί. Ένα ζεστό υγρό μούσκεψε ολόκληρο το κεφάλι μου. Ήταν γλυφό και μεταλλικό. Δεν θυμάμαι πόση ώρα κράτησε, αλλά όταν τελειώσανε να πυροβολούν, τα πάντα είχαν καλυφθεί από τη μυρωδιά του αίματος, ακόμα και ο καπνός, ακόμα και η μπόχα. Και υπήρχε μια αλλόκοτη ζεστασιά. Παντού τριγύρω μου είχα πτώματα και από πάνω μου πεσμένος ο θείος. Δεν είχα βγάλει το μαντήλι, αλλά το ήξερα, δεν τραγουδούσε άλλο. Δεν θα τραγουδούσαμε ποτέ ξανά μαζί. Έκανα εμετό και είχε γεύση από το φαγητό που είχα φάει το μεσημέρι. Μελιτζάνες με τομάτες, τις είχα κόψει από το μπαχτσέ το πρωί.
Οι φωνές των πληγωμένων ακούγονταν μαζί με σκόρπιους πυροβολισμούς, μάλλον τους αποτελειώνανε. Προσπάθησα να μείνω ακούνητος, σχεδόν σταμάτησα να αναπνέω. Λίγο αργότερα απλώθηκε ησυχία. Περίμενα κι άλλο. Πολύ σιγά έβγαλα το μαντήλι και σήκωσα το κεφάλι μου. Το φεγγάρι έμπαινε από τα παράθυρα και φώτιζε τα πτώματα. Ήταν πολύ χειρότερο απ’ ό,τι φανταζόμουν. Εκεί ήταν και ο θείος μου, με τα μάτια σφιχτά κλειστά και τα χέρια του γύρω μου. Ξαναέκανα εμετό, αν και δεν είχα τίποτα άλλο να βγάλω
Βγήκα έξω και είδα έναν κυανόκρανο με ακουστικά στα αφτιά να κοιτάει με απάθεια. Πήγα προς το μέρος του και λιποθύμησα. Εκεί πέρα, στον αχυρώνα άκουσα για πρώτη φορά ελληνικά, μόνο που δεν το ήξερα τότε.
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
Το διήγημα έγραψε ο Χρήστος Χασιώτης, στο πλαίσιο του Συνεργείου Δημιουργικής Γραφής