Η πεταλούδα του Ταραντίνο

0
784

 

Αυτή η εικόνα δεν έχει ιδιότητα alt. Το όνομα του αρχείου είναι Pulp-Fiction-pulp-fiction-13178404-1152-864-1024x471.jpgΤην ακόλουθη ιστορία μπορείτε να τη διαβάσετε με την κανονική σειρά, ακολουθώντας τα νούμερα 1-2-3-4-5

Αλλά μπορείτε να τη διαβάσετε κι έτσι όπως γράφτηκε, με μπερδεμένη την πλοκή, ξεκινώντας απ’ το 4.

 

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~4~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

Ο Τζώρτζης αποκοιμήθηκε απ’ το πολύ τζιν. Κι είδε στον ύπνο του ότι ήταν πεταλούδα. Όχι απ’ τις κανονικές, όχι από εκείνες τις γυναικείες. Αυτός ήταν μια σκληρή πεταλούδα, μια πεταλούδα badass. Έκανε κουμάντο.

Αλλά ήξερε και να πετάει. Ανάλαφρα. Ήταν ωραίος συνδυασμός. Και δυνατός και πεταλούδα. Μέσα στο όνειρο ξεκίνησε ν’ ακούγεται το … των Iron Butterfly. Αυτό ήταν, ιν α γκάτα ντα βίτα, μπέιμπι.

Αλλά μύριζε ένα λουλούδι. Από κάπου ερχόταν η μυρωδιά ενός άνθους. Τι ήταν; Πόσα λουλούδια θα προλάβαινε να μυρίσει; Το φεγγάρι ήταν εκεί. Μπορεί αυτό να ευώδιαζε.

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~3~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

Πήρε τηλέφωνο τον γιο του. Δεν το σήκωσε. Κατάλαβε τι γινόταν. Πήρε απ’ το καινούριο κινητό. Αυτό δεν το ήξερε.

“Ορίστε”, είπε ο Φώτης.
“Εγώ είμαι.”
Λίγη σιωπή. Ακούγονταν λίγα τριζόνια.
“Τι θες;” του είπε ο Φώτης.
“Έλεγα μήπως θες να βρεθούμε.”
“Πλάκα κάνεις.”
“Πεθαίνω”, πρόλαβε να πει ο Τζώρτζης, πριν κλείσει το τηλέφωνο ο Φώτης.
“Τι έχεις;” είπε ο γιος του. Ακούστηκε λίγο χαλίκι στη φωνή του, μπορεί να ήταν μόνο τα τριζόνια.
“Καλά είμαι. Αλλά μπορεί ν’ αυτοκτονήσω.”
“Δεν γαμιέσαι, λέω ‘γω;”
Του το ‘κλεισε.
Ο Τζώρτζης κατάλαβε ότι είναι διαφορετικό να πεθαίνεις από αρρώστια κι άλλο ν’ αυτοκτονείς. Ίσως έπρεπε να του πει ότι είχε καρκίνο. Μπορεί και να ‘χε. Όλοι έχουν λίγο καρκίνο πια.

Είναι σαν τον αυτισμό.
Δεν λες: “Είναι αυτιστικός”. Λες: “Είναι στο φάσμα του αυτισμού.”
Έτσι και με τον καρκίνο.  Είναι στο φάσμα του καρκίνου.

Γέμισε το ποτήρι του με τζιν και το ήπιε μονορούφι. Ήταν ωραίο. Ήπιε άλλο ένα. Ακόμα καλύτερο. Έβαλε το youtube να παίζει Rolling Stones. Κι έκανε τα γυναικεία φωνητικά στο Sympathy for the devil, ου χου, ου χου, ου χου. Κι έπινε τζιν και τραγουδούσε, μέχρι που ξεράθηκε.

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~1~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

Εκείνο το πρωί είχε ξυπνήσει με τη βεβαιότητα και τη σιγουριά της αυτοκτονίας. Ίσως και να το είχε δει στον ύπνο του, ίσως και να το είχε ονειρευτεί ότι πέθαινε.

Μόλις άνοιξε τα μάτια κοίταξε έξω το φως κι είπε: “Ωραία μέρα γι’ αυτοκτονία. Ή μήπως να κάνω καφέ;”

Γέλασε και πήγε να κάνει καφέ, ενώ ήξερε ότι θ’ αυτοκτονούσε. Έκατσε στο μπαλκόνι να καπνίσει και ν’ ακούσει τα τζιτζίκια. Τελευταία μέρα που θα το έκανε. Άλλωστε ήταν πολύ βαρετά. Τζι τζι, τζι τζι, σαν τη ζωή του Τζώρτζη.

“Γαμώτο”, είπε στον αέρα. “Δεν μπορούσατε να με πείτε Γιώργο; Τι σκατά είναι αυτό το Τζώρτζης; Γαμώτο, μάνα.”

Εκείνος τον γιο του τον είχε βαφτίσει Φώτη. Ωραίο όνομα κι απλό. Δεν είχε σημασία που δεν ήθελε να τον βλέπει μπροστά του. Είχαν κάνει κι ένα μωρό. Το εγγόνι του Τζώρτζη. Αλλά δεν το είχε δει. Δεν τον αφήνανε. Επειδή είχε…

Πόσο λάθος ήταν αυτό; Τότε δεν του είχε φανεί λάθος. Ήταν ωραίο κορίτσι. Δεν έμοιαζε δεκαπέντε. Φαινόταν μικρή, αλλά όχι τόσο. Πόσο λάθος να είναι μια μόνο ώρα απ’ τη ζωή σου;

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~5~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

Ξύπνησε κι έμεινε να κοιτάει γύρω. Ένιωθε σαν να ήταν μια πεταλούδα που έβλεπε όνειρο ότι ήταν άνθρωπος. Οι πεταλούδες ζουν τόσο λίγο. Δεν προλαβαίνουν να μετανιώσουν για τίποτα. Βγαίνουν απ’ το κουκούλι, πίνουν τζιν, κάνουν έρωτα, αφήνουν τ’ αυγά τους να μεγαλώσουν, και πεθαίνουν χαρούμενες.

Τι ξέρει μια πεταλούδα για τον αέρα που μέσα του πετάει;
Τι ξέρει ένα ψάρι για το νερό όπου μέσα του κολυμπάει;
Τι ξέρει ένας άνθρωπος για τον χρόνο όπου μέσα του ζει;

Ακουγόταν ένα τριζόνι και τρία κλιματιστικά να τρίζουν. Τίποτα άλλο. Κάτι τακούνια που πέρασαν γρήγορα. Μια κίνηση στα φύλλα της μουριάς. Το γάβγισμα ενός σκύλου. Κι ένα αυτοκίνητο.

Ο Τζώρτζης πήγε στο μπαλκόνι. Το έδαφος ήταν εφτά ορόφους πιο κάτω, γύρω στα είκοσι ένα μέτρα. Όχι πολύ για ένα ποντίκι. Δεν είχε φεγγάρι. Μόνο δυο άστρα φαίνονταν, τα συνηθισμένα.

Ο Τζώρτζης σκαρφάλωσε στα κάγκελα, άνοιξε τα χέρια του και πέταξε.

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~2~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

Είχε πάει στο σούπερ μάρκετ μόλις ξύπνησε. Δεν γινόταν αλλιώς. Δεν μπορούσε να είναι ο ανώμαλος της γειτονιάς. Καλύτερα ο αυτόχειρας της γειτονιάς. Ο νεκρός δικαιώνεται ή κάτι παρόμοιο.

Μπήκε στο σούπερ και πήγε κατευθείαν πίσω. Εκεί είχαν τα είδη καθαρισμού κι αποθήκευσης. Εκείνος ήθελε να καθαρίσει τον εαυτό του. Είδε το σκοινί. Υπήρχε το πλαστικό και το τρίχινο (από κανναβουριά). Μάλλον θα έπαιρνε το αληθινό. Για να πεθάνει αληθινά.

Τότε, καθώς άπλωσε το χέρι, είδε την Οικογένεια να τσακώνεται. Ήταν εκεί ο Άντρας και η Γυναίκα. Κάπου ανάμεσα και το Παιδί. Και προσπαθούσαν να αντιληφθούν το βάθος του υπέρτατου νοήματος: Χαρτί υγείας με είκοσι τέσσερα φύλλα ή με τριάντα έξι;

Το νόημα της ζωής τους ήταν κάπου εκεί. Ανάμεσα σε δώδεκα φύλλα χαρτιού υγείας. Ο Τζώρτζης προσπάθησε να τους αποφύγει. Πήγε στην κάβα.

Ένιωσε ασφαλής εκεί. Άρχισε να παρατηρεί τα κρασιά. Δεν πρόλαβε να ησυχάσει. Η Οικογένεια τον πρόφτασε. Η Γυναίκα ήθελε βότκα. Ο Άντρας κρασί. Το Παιδί κοκακόλα. Ο Τζώρτζης πήρε μια μπουκάλα τζιν.

Η Οικογένεια πήγε να πάρει αντικουνουπικό.

Ο Τζώρτζης άφησε όλα τ’ άλλα. Κράτησε μόνο το τζιν. Η ταμίας τον ρώτησε αν είχε κάρτα του σούπερ μάρκετ. Έκανε να τη βρει, αλλά εκείνη την ώρα έφτασε στο ταμείο η Οικογένεια, με το καρότσι.

“Γρήγορα!” είπε ο Τζώρτζης. “Γρήγορα, πρέπει να φύγω!”

Του χτύπησε το τζιν. Πλήρωσε. Έφυγε τρέχοντας. Η ταμίας γέλασε στην Οικογένεια.
“Αν ξέρατε τι βλέπουμε κάθε μέρα”, είπε στον Άντρα.
“Καταλαβαίνω”, είπε ο Άντρας
“Τι έγινε, μπαμπά;” είπε το Παιδί.
“Τίποτα, Αλέξανδρε. Μόνο ένας…”
“Παράξενος”, είπε η Γυναίκα.

Και όλοι γελάσανε.