Σαν δάκρυα στη βροχή

0
1768

Αυτή η εικόνα δεν έχει ιδιότητα alt. Το όνομα του αρχείου είναι Rutger-Hauer-as-Roy-Batty-in-Blade-Runner1-870x418-1.jpg

“Δεν θυμόμαστε μέρες. Θυμόμαστε στιγμές.”
Τσεζάρε Παβέζε

“Πολλά χρόνια αργότερα, καθώς αντιμετώπιζε το εκτελεστικό απόσπασμα, ο συνταγματάρχης Αουρελιάνο Μπουενδία θυμήθηκε εκείνο το μακρινό απόγευμα, όταν ο πατέρας του τον πήρε μαζί του για να ανακαλύψει τον πάγο.”
η πρώτη φράση από το “100 χρόνια μοναξιάς” του Μαρκές

~~{}~~

Κάθομαι στο γραφείο μου, στο μπαλκόνι του δεύτερου ορόφου. Μόλις που πρόλαβα να δακτυλογραφήσω τις πρώτες λέξεις πριν χαθεί το φεγγάρι πίσω απ’ τα σύννεφα. Ήταν πανσέληνος σχεδόν. Κι έρχεται καταιγίδα.

Ξεκίνησα να γράφω ένα κείμενο περί ημιμάθειας και αλήθειας. Αισθανόμουν ότι είχα βρει καλό θέμα, σοβαρό. Τότε φύσηξε ένας απροσδόκητος άνεμος (μπορεί να τον προκάλεσε μια πεταλούδα στο Πεκίνο).

Το τετραώροφο δέντρο απέναντι απ’ το γραφείο μου ακούστηκε να κουνάει τα κλαδιά του. Το κοίταξα και είπα: “Πόσο όμορφο”. Και ξέχασα όλα τα σοβαρά που έγραφα.

Ο άνεμος σταμάτησε τόσο απότομα όπως ξεκίνησε. Το δέντρο ησύχασε. Ακούστηκε ένα τριζόνι. Ήμουν ώρα έξω, αλλά δεν είχα ακούσει το τριζόνι. Έγραφα σοβαρά πράγματα…

Ψάχνω να βρω την Πασιφάη, την πανσέληνο. Είναι κρυμμένη πίσω απ’ τα σύννεφα. Δυο κορίτσια με αέρινα μακριά φορέματα περνάνε κάτω απ’ το φεγγάρι -στον δρόμο. Το τριζόνι συνεχίζει να τρίζει, καλώντας τον εραστή. Το δέντρο χορεύει πάλι. Μπορεί να είναι κάτι που θα θυμάμαι, όταν…

~~{}~~

Υπάρχουν κάποια μικρά-και-χαζά-πράγματα που δεν ξεχνάμε. Δεν ξέρω ποιος κάνει την επιλογή μέσα στο κεφάλι μας, αλλά αυτός σβήνει ολόκληρες χρονιές, σβήνει σημαντικά γεγονότα της ζωής μας, και κρατάει κάτι μικρά-και-χαζά-πράγματα που ποτέ δεν θα καταλάβουμε γιατί τα θυμόμαστε.

Δεν είναι τα Σημεία Καμπής της ζωής σου. Είναι μια κουβέντα που σου είπαν, είναι η αντανάκλασή σου σ’ ένα τζάμι -ειδικά όταν αργείς ν’ αναγνωρίσεις ποιον κοιτάς.
Είναι ένα δέντρο που χορεύει, είναι η καυτή άμμος στα γυμνά πέλματα – και η σωτήρια βουτιά στο πέλαγος.

Είναι o στίχος του Τζιμ Μόρισον στο ραδιόφωνο, τη σωστή στιγμή, καθώς μπαίνεις στο αυτοκίνητο του κολλητού για ένα road trip. “The future is uncertain, the end is always near.” Γελάτε δυνατά. Δεν μπορείτε να το πιστέψετε ότι το ραδιόφωνο έπαιξε ακριβώς αυτό το κομμάτι.

Όταν μεγαλώσεις θα ξεχάσεις όλο το υπόλοιπο ταξίδι, αλλά θα σου μείνει η στιγμή του γέλιου – και το τραγούδι.

Κάτι τέτοια στιγμιότυπα, ενσταντανέ ασήμαντα, στηρίζουν τον σκελετό της ζωής μας.

(Μόλις γράφω αυτή τη φράση η Πανσέληνος εμφανίζεται και μου χαρίζει ένα χαμόγελο, σαν να με ευλογεί. Σηκώνει για λίγο το πέπλο και μου δείχνει το γυμνό της σώμα.

Μου λέει:  “Συνέχισε να γράφεις, ποιητή κι εραστή μου. Όλοι για μένα γράφετε”.

Έπειτα, καθόλου βιαστικά, το κάνει όσο πιο αργά μπορεί, για να συνεχίσω να την κοιτάζω όσο περισσότερο γίνεται, τυλίγεται και πάλι με τα σύννεφα.
Πόση αυταρέσκεια πια, αυτή η σελήνη; Πόσους πόθους έχει ανάψει;)

Μου ‘ρχεται στο μυαλό ο μονόλογος του Ρούτγκερ Χάουερ στο Blade Runner. “Όλα αυτά που είδαν τα μάτια του θα χαθούν σαν δάκρυα στη βροχή”.

Έτσι είπε η Ρέπλικα, το ανδροειδές. Εκείνο είχε δει σπουδαία πράγματα. Όπως το ηλιοβασίλεμα στον Ωρίωνα.

Εμείς θα χάσουμε λιγότερα, μικρότερα, τελείως προσωπικά πράγματα, ούτε διαστημόπλοια ούτε ακτίνες πλάσματος.

~~

Απ’ όλη τη δευτέρα γυμνασίου (είναι ένας ολόκληρος χρόνος ζωής!) θυμάμαι μόνο ένα περιστατικό, μια εικόνα. Θυμάμαι την Κέλυ, στην ημερήσια εκδρομή, μέσα στο λεωφορείο, να έχει δέσει κόμπο το καρό πουκάμισο κάτω απ’ το στήθος και να φαίνεται ο αφαλός της. Όλη εκείνη η χρονιά έχει μόνο μια εικόνα: Η γυμνή κοιλιά της Κέλυς.

Κάπως έτσι είναι φτιαγμένη η πινακοθήκη της ζωής μας, με μικρά-και-χαζά-πράγματα που δεν μπορούμε να ξεχάσουμε, όπως ο αφαλός μιας συμμαθήτριας, όπως ένα δέντρο που χορεύει.

Μπορεί να είναι και δυσάρεστες μνήμες, που προσπαθείς να διώξεις κουνώντας τα χέρια πέρα δώθε, σαν να ήταν κουνούπια. Τελικά καταλαβαίνεις ότι δεν μπορείς να τις απωθήσεις, πρέπει να τις αποδεχτείς -να τις αφήσεις να πιούν λίγο αίμα, για να σ’ αφήσουν να κοιμηθείς. Αναμνήσεις βαμπίρ.

Όπως τότε που σε πήρε τηλέφωνο ένας φίλος και σου ζήτησε να τον φιλοξενήσεις. Κι εσύ βρήκες χίλιες δικαιολογίες να το αποφύγεις. Γιατί ένας ηρωινομανής φίλος είναι σαν το κουνούπι. Κι αυτό είναι κάτι που ποτέ δεν θα ξεχάσεις, θα συνεχίσει να σε τσιμπάει.

Σίγουρα όλοι κρατάνε και τέτοια στην πινακοθήκη τους. Καμιά ζωή δεν είναι φτιαγμένη μόνο από λουλούδια και φεγγάρια. Συχνά ρίχνει χαλάζι. Τα χρειαζόμαστε και τα τραύματα μας, τα λάθη μας, τα ραγίσματα (από ‘κεί μπαίνει το φως, λέει ο ποιητής). Κομμάτι μας είναι κι αυτά.

~~{}~~

Το δέντρο δεν χορεύει πια. Ακόμα και το τριζόνι δυσκολεύεται ν’ αναπνεύσει. Πολλή ζέστη. Τα σύννεφα χάθηκαν, δεν πρόκειται να βρέξει. Το φεγγάρι δεν νοιάζεται.  Εκείνο είναι στο Απόλυτο Μηδέν, πιο παγωμένο από παγωτό περίπτερου που κολλάει στη γλώσσα σου.

Ένα κουνούπι με τσιμπάει ανελέητα -σχεδόν δαγκώνει.

Μπορώ να θυμηθώ πώς ένιωθα και τι ήθελα να κάνω απ’ τα δεκάξι και μετά. Δεν έχω κάποια ειδική δύναμη μνήμης. Όχι, είναι πιο απλό: Γράφω ημερολόγιο.

Γράφω απ’ τη δευτέρα λυκείου. Και τα έχω κρατημένα. Θ’ ανοίξω αύριο το πρώτο, να γνωρίσω εκείνον τον εκνευριστικό έφηβο που πιθανότατα να ήμουν (όλοι οι έφηβοι είναι εκνευριστικοί, όταν σταματάς να είσαι έφηβος).

Θέλω να θυμηθώ τι ήξερα, ποιος ήμουν, τι ευχόμουν, τι φοβόμουν. Για να καταλάβω τι έκανα.

Γι’ αυτό γράφουμε. Για να κρατάμε τη μνήμη του εαυτού μας, της ζωής μας, της οικογένειας μας, της πόλης μας, της πατρίδας μας, της ιστορίας μας, της ανθρωπότητας.

Γράφουμε για να θυμόμαστε. Και για να συνεχίσουμε να μαθαίνουμε.

Το τριζόνι λέει πάντα το ίδιο τραγούδι : Τρι, τρι ,τρι, τρι.
Το δέντρο χορεύει έτσι όπως θέλει ο άνεμος.
Το φεγγάρι δεν δίνει δεκάρα τσακιστή για τίποτα.

Εμείς θυμόμαστε. Τι θα ήμασταν χωρίς αναμνήσεις; Δάκρυα και γέλια χαμένα στη βροχή. Σε ποια βροχή;

Εκείνη τη βροχή – που είχατε αγκαλιαστεί και γελούσατε, φιλιόσασταν, βρεγμένοι.
Εκείνη τη βροχή -που έπρεπε να παραδώσεις τα πακέτα και βλαστημούσες τη μοίρα σου.
Εκείνη τη βροχή -που την είδες απ’ το τζάμι, ακούγοντας ένα ερωτικό τραγούδι -“Ι want you – Elvis Costello”.
Εκείνη τη βροχή του Τζιν Κέλυ -όταν ήσουν είκοσι χρονών, μόλις τα είχες φτιάξει με τη Νίκη, κι ανέβαινες τον δρόμο στο Κιάτο τραγουδώντας και χορεύοντας “i m singing in the rain!”

Εκείνη τη βροχή που σ’ έσωσε απ’ μια μέρα βαρετής δουλειάς.

~~

Όλες εκείνες οι βροχές που θυμόμαστε.
“Κι όταν τελειώσει;” ρωτάει η Ρέπλικα.
Δεν ξέρω τι να του απαντήσω. Δεν θέλω να πω ψέματα. Ίσως να κλαίω, ίσως και να είμαι χορτασμένος. Ίσως και ν’ αποζητώ το τέλος. Πώς να ξέρω; Πώς να ξέρω πώς θα είναι το τέλος μου;

“Κι όταν τελειώσει;” λέει πάλι η Ρέπλικα.
“Δεν έχει τελειώσει”, του απαντάω.
Και βλέπω τους κεραυνούς πέρα μακριά. Κι ανατριχιάζω. Γιατί είμαι εδώ.