ΤΟ ΖΑΧΑΡΟΠΛΑΣΤΕΙΟ
Είναι ο χειρότερός της καιρός. Ήλιος και βροχή. Δεν μπορείς να απολαύσεις ούτε τον ήλιο αλλά ούτε και τα καλά της βροχής. Τρέχει στο δρόμο, μετράει μια μια τις λακκούβες με τα λασπόνερα και καταλήγει με μια μαύρη, μακριά, πιτσιλωτή πλέον παντελώνα να μπαίνει μέσα στο ζαχαροπλαστείο.
Πανάκριβο ζαχαροπλαστείο. Αλλά το πάθος της για τα γλυκά είναι δυνατότερο απ’ όλα τα λεφτά. Μπαίνει μέσα. Πρώτο βήμα. Της πέφτουν τα ακουστικά μαζί με το κινητό στο λευκό πάτωμα. Μυρίζει γλυκό. Γύρω στο χώρο έχει χριστουγεννιάτικες γιρλάντες κόκκινες και πράσινες.
Μεγάλα ταψιά γεμάτα άψητα κουραμπιεδάκια διασχίζουν τον χώρο. Προχωράει προς τα μελομακάρονα. Το πάτωμα είναι τόσο καθαρό, σχεδόν γλιστράει. Από την πόρτα ακούγεται ασταμάτητα ένα κουδουνάκι κάθε φορά που μπαίνει πελάτης.
Αναγνωρίζει μια φωνή, ωραία και ζεστή, οικεία όσα χρόνια κι αν περάσουν .
«Ναι ναι από αυτά , σας ευχαριστώ πολύ» λέει και βήχει.
Γυρνάει προς το μέρος της φωνής και τον βλέπει . Όχι τόσο όμορφος. Αλλά γοητευτικός όπως πάντα. Αμήχανα σοβαρός και με ανεξήγητες νευρικές κινήσεις.
Μυρίζει μαμαδίστικα και φοράει πολύ προσεγμένα ρούχα. Μόλις τον κοιτάει γεννιέται ένα όμορφο χαμόγελο στο πρόσωπο της, πολύ παιδικό. Της αρέσει που εμφανίστηκε μπροστά της.
«Τι κάνεις;»
Την κοιτάει. Είχαν να βρεθούν τυχαία οι δυο τους τρία χρόνια, από τότε που εκείνος έφυγε.
«Ωω, καλά εσύ, τι γίνεται πώς πάει;»
«Καλά καλά, εδώ Ελλάδα εσύ, πώς είναι στην Αγγλία;»
«Μια χαρά ωραία , καλή η δουλειά, κάνω αυτό που θέλω, καλή ποιότητα ζωής..»
«Ναι, ναι, καταλαβαίνω»
Παύση.
«Είδα πρόσφατα μια νέα δημοσίευση σου, πολύ καλή πολύ ενδιαφέρον το θέμα.»
«Ναι; Σου φάνηκε καλή;»
«Ναι ναι»
«Να ‘σαι καλά» ταυτόχρονα φτιάχνει τα κουμπιά στο παλτό του και κοιτάει κάτω. «Λοιπόν, με συγχωρείς είμαι βιαστικός γιατί με περιμένουν, έχω μια επίσκεψη χάρηκα που σε είδα να σαι καλά!»
«Ναι ναι βέβαια , γεια σου καλή συνέχεια.»
Φεύγει προς την πόρτα και το κουδουνάκι χτυπάει. Το μαγαζί αδειάζει κατά έναν πελάτη.
Εκείνη την ημέρα δύο απλοί γνωστοί συναντήθηκαν στο ζαχαροπλαστείο. Θα ήταν θα έλεγε κανείς παλιοί συνάδελφοι, ίσως και γνωστοί από το Πανεπιστήμιο. Ακόμα και οικογενειακοί φίλοι που βαριόντουσαν οικτρά ο ένας τον άλλον και αντάλλασσαν λίγα λόγια ευγενείας. Καμία σύνδεση, κανένα σημείο επαφής. Δυο βιαστικοί εργαζόμενοι ενήλικες που τρέχουν για να μην τους φτάσει ο χρόνος.
ΤΟ ΝΗΣΙ
Λεωφορείο. Δεύτερο ραντεβού. Πάει σπίτι του. Πολύ άγχος , λουσμένη και βρέχει. Δεν έχει ξαναπάει μόνη της σπίτι του. Της είπε να του πάρει αν μπορεί ένα πακέτο τσιγάρα. Φτάνει. Την υποδέχεται στην πόρτα χωρίς φιλί. Μην παίρνει αέρα. Κινήσεις και λόγια μετρημένα. Παίζει ωραία μουσική , μυρίζει όμορφα. Έτσι μυρίζει ένα παιδί της μαμάς. Το σπίτι είναι πολύ όμορφα διακοσμημένο -γιατί φυσικά το έχει διακοσμήσει η μαμά.
Ρουφάει με τα μάτια της κάθε εικόνα γύρω της από το χώρο του, από τις φωτογραφίες του, από εκείνον. Θέλει να μαζέψει αναμνήσεις. Νιώθει ανασφάλεια. Δεν θα είναι για πολύ. Θα είναι σύντομο σαν διάλειμμα. Βαθύ σαν κόψιμο.
Έφαγαν, ήπιαν. Εκείνο το βράδυ φάνηκε να της ανοίγεται. Έγειρε το κεφάλι του στα πόδια της και της μιλούσε. Την άγγιζε και της έλεγε όσα τον αγχώνουν, τις σκέψεις του, πώς βλέπει τον εαυτό του. Χάρηκε εκείνη. Εκείνος φάνηκε πιο ανάλαφρος, πιο ήρεμος. Ξάπλωσαν. Είδαν μια, δύο ταινίες, κοιμήθηκαν. Όλο το βράδυ έβαζε και έβγαζε το χέρι της γύρω του. Το πρωί εκείνος ξύπνησε και το έβαλε σε μια οριστική θέση. Γύρω του.
Τα ραντεβού συνεχίζουν, τα πράγματα αλλάζουν. Δεν το θέλουν και οι δυο το ίδιο. Δεν θέλουν και οι δυο το ίδιο. Συνεχίζεται. Όσο συνεχίζεται , πιο πολλές αναμνήσεις. Πιο πολλά τα ποτά , τα φιλιά , πιο πολλά τα αγγίγματα, πιο πολλά τα βράδια. Περνάνε καλά.
Περνάει και εκείνος καλά. Του αρέσει. Είναι καλή. Είναι ευγενική και γλυκιά. Έχει μα φυσική τάση να φροντίζει. Εκπέμπει αγάπη. Αγάπη. Η αγάπη έχει αντίτιμο. Περιμένει άρα κάτι να λάβει πίσω. Βγαίνουν με παρέα και χορεύουν σαν να είναι οι δύο τους. Νιώθουν άνετα. Πάνε βόλτες με το αμάξι του. Αυτό της αρέσει πολύ.
Στο αμάξι, βάζει μουσικές που εκείνη δεν ξέρει .Για να κάνει την έξυπνη κάνει πως τα ξέρει και τραγουδάει. Αυτός έχει πλάκα. Αρέσουν ο ένας στον άλλον τις στιγμές που είναι μαζί. Δεν ξέρουν τίποτα ο ένας για τον άλλον, για όταν είναι χώρια.
Περνάνε οι μήνες, οι βόλτες γίνονται πιο πολλές, τα ποτά γεμίζουν πλέον μπουκάλια και τα τραγούδια στην λίστα αναζήτησης εκείνης αυξάνονται γοργά.
«Θες να πάμε μια εκδρομή;» πρόταση – κεραυνός από εκείνη.
Σάστισε λίγο εκείνος .
«Εννοείς οι δυο μας; Πού να πάμε;»
«Πάμε στο νησί απέναντι»
«Αυτές τις ημέρες δεν θα έχω δουλειά. Πάμε»
Απρόσμενη πρόταση. Απρόσμενη εξέλιξη. Πραγματοποιείται η εκδρομή, ένα βράδυ στο νησί απέναντι. Έχουν μια σκηνή. Πρώτη φορά έχουν κάτι μαζί. Μέχρι το απόγευμα όλα καλά. Αστεία, κουβέντες, μπάνια, χάδια. Το απόγευμα συναντάνε μια παρέα με γνωστές του. Από εκεί και πέρα όλα πήραν το δρόμο τους. Εκείνος έπαιζε. Όχι τόσο με τις γνωστές αλλά με τα αισθήματα της. Εκείνη έπαιζε. Θέατρο, ότι δεν την ενδιαφέρει.
Το βράδυ, πίσω στην σκηνή. Κλαίει. Όσα όλους αυτούς τους μήνες συντηρούσε μέσα της πλέον ξεχειλίζουν. Στεναχωριέται βαθιά. Στεναχωριέται κι εκείνος. Ξέρει.
Φυσάει δυνατό αεράκι. Τα μαλλιά της μπαίνουν μέσα στο πρόσωπο της και καταλήγουν στο στόμα της, ανάμεσα στα δόντια της την ώρα που μιλάει. Του αρέσει όταν της συμβαίνει αυτό. Κάτω, το χώμα είναι γεμάτο πευκοβελόνες και κλαδάκια. Γύρω γύρω κανείς. Η επόμενη σκηνή είναι αρκετά μέτρα μακριά τους. Μόνο τα δέντρα ακούν την συζήτηση τους. Ένα τζιτζίκι δεν σταματάει, πρέπει να είναι πολύ κοντά τους. Αυτός ασυναίσθητα το ψάχνει με το βλέμμα του. Διακόπτει με το τραγούδι του συνεχώς την συζήτηση τους σαν να θέλει να σταθεί εμπόδιο στην τροπή των πραγμάτων.
Κάθονται σε μια ψάθα που είχαν απλώσει μπροστά από την παλιά μπλε σκηνή, που κουνιέται με τον ρυθμό του αέρα. Μπροστά τους απλώνεται μόνο η θάλασσα. Έχει απόλυτο σκοτάδι, κανένα φως, οπότε και η θάλασσα μοιάζει απέραντη και μαύρη. Τα αστέρια πιτσιλάνε τον ουρανό και τους ρίχνουν φως. Το φεγγάρι δεν έχει βγει. Απέχει. Δεν θέλει να συμμετάσχει σε αυτό το τέλος.
« Γιατί; Σου ζήτησα κάτι ; Σου ζήτησα κάτι εγώ ;» φωνάζει εκείνη.
«Ήξερες πως το βλέπω…» της απαντάει σιγά.
«Εσύ δεν ήξερες πως το βλέπεις.»
«Δεν καταλαβαίνω.»
«Δεν πειράζει, δεν περίμενα κάτι άλλο. Όσο συνεχίζουμε, δένομαι και όσο δένομαι πονάω.»
«Δεν φταίω εγώ όμως σε αυτό, ήμουν ξεκάθαρος από την αρχή.»
«Άλλα έλεγες και άλλα έδειχνες στις πράξεις σου.»
« Ή αλλιώς ήθελες εσύ να βλέπεις τις πράξεις μου.»
Πόνος. Σφίγγεται το στομάχι της. Γιατί να της το πει αυτό; Δεν θέλει να γελοιοποιηθεί, δεν την κάνει να νιώθει άνετα. Εκείνος δεν μιλάει.
«Ναι ή έτσι ήθελα εγώ να τα βλέπω. Άκου. Δεν με ενδιαφέρει να αποδώσω ευθύνες θέλουμε άλλα πράγματα και αυτό φαίνεται. Θέλουμε ο ένας τον άλλον αλλιώς. Φοβάμαι να μην σε πιέσω και πιέζομαι εγώ»
« Αυτό είναι σίγουρα κακό.»
«Είναι. Μου αρέσεις πολύ. Πολύ.»
Και σε εκείνον άρεσε πολύ. Πολύ.
Ειπώθηκαν και άλλα. Πολλά είπε εκείνη, λίγα είπε εκείνος. Κάπνιζαν το ένα τσιγάρο μετά το άλλο, ποτέ άλλοτε δεν το έκαναν αυτό . Όση ώρα του μιλούσε έσπαγε ένα κλαδάκι στο χέρι της. Όση ώρα του μιλούσε, έτρεμε το πόδι του προσπαθούσε να το κρύψει.
Η ΖΩΗ
Γύρισαν στην πόλη. Γύρισαν σελίδα. Κάτι μηνύματα και δύο αστεία σε τυχαίες συναντήσεις. Δουλεύει, σπουδάζει. Στον ίδιο κόσμο σε άλλες πλευρές . Βρίσκονται και χάνονται. Ισορροπούν στις δυο πλευρές της ζυγαριάς. Μακριά πια. Άγνωστοι σ’ ένα ζαχαροπλαστείο. Σαν να μην είχαν μοιραστεί ποτέ εκείνη την σκηνή μαζί.
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
Το διήγημα έγραψε η Μαρία Άννα Μιχάλα, στο πλαίσιο του Συνεργείου Δημιουργικής Γραφής