Σ’ ένα χωριό στα βουνά ζούσε η Θάλεια. Ορφάνεψε νωρίς, όταν οι γονείς της σκοτώθηκαν στα ορυχεία.
Τα ορυχεία τα είχε ο μεγιστάνας Κάρκατροφ, που πήρε τη Θάλεια παραδουλεύτρα στο σπίτι. Ήταν όμορφη κορίτσι, με δέρμα πορσελάνη και μαλλιά πιο μαύρα απ’ τη νύχτα.
Σαν ήταν πιο μικρή, πέρναγε απαρατήρητη στο σπίτι. Η ζωή με τις αγγαρείες δεν ήταν ωραία, αλλά ούτε άσχημη. Έγινε φίλη με το υπόλοιπο προσωπικό.
Όλοι μαζί, δώδεκα άτομα, κοιμόνταν σε ένα μικρό δωμάτιο στο πίσω μέρος του μεγάλου σπιτιού. Μια μικρή, ξεχαρβαλωμένη πόρτα έβλεπε στη πίσω αυλή και η αυλη με τη σειρά της στο απέραντο δάσος που κάλυπτε τη πλαγιά του βουνού. Το σπίτι ήταν το τελευταίο του χωριού, το πιο ψηλά χτισμένο, το πρώτο απ’ όπου πέρναγαν οι λύκοι καθώς κατεβαίναν απ’ το βουνό να χτυπήσουν το χωριό.
Σπάνια κατέβαιναν, μα μια φορά τη χάνεις τη ζωή σου. Έτσι οι υπηρέτες παρακαλούσαν το Κάρκατροφ να φτιάξει εκείνη τη ριμάδα πόρτα, που “φου” της έκανες κι έπεφτε. Μα απ’ το ένα μπαίνανε κι απ’ το άλλο βγαίναν τα παρακάλια τους. Ο Κάρκατροφ σκεφτότανε πως δε χρειάζεται και τόσους υπηρέτες.
Σαν ήρθε η σειρά της Θάλειας να ζητήσει, που πλέον ήτανε δεκάξι και το μπούστο είχε ανθήσει, μόνο ένα πράγμα μπορούσε ο Κάρκατροφ να σκεφτεί. Αρνήθηκε της Θάλειας, ίσως πάλι δεν αναφέρθηκε στο θέμα καν, ένιωσε πως τον είχε κουράσει, πως αυτό το ενοχλητικό πλάσμα που θα ήταν νεκρό αν δεν το είχε σώσει, τόσα του χρωστάει, και έπρεπε να τα ξεπληρώσει.
Πάλεψε η Θάλεια, την χτύπησε γερά, μέχρι που λιπόθυμη έπεσε και δε θυμάται τη πρώτη τη φορά. Και δεν ήταν η μόνη.
Κάθε τόσο τη στρίμωχνε ο άρχοντας. Η Θάλεια ποτέ δε σταμάτησε να παλεύει, κι ο Κάρκατροφ δε φαινόταν να σταματάει. Μέχρι που έμεινε έγκυος, φούσκωσε η κοιλιά κι αυτό τον ξενέρωσε.
Οι υπηρέτες τη βοήθησαν. Απ’ το μερίδιο τους της δίναν να φάει κι από τις λίγες ώρες που κοιμόνταν, κοιμόντουσαν λιγότερες για να κάνουν και τις δικές της τις δουλειές.
Μες την κοιλιά της Θάλειας, το μίσος κι η αγάπη είχαν κηρύξει πόλεμο. Το μισούσε το μπάσταρδο που είχε μέσα της. Κάθε που το σκεφτόταν, κάθε δεύτερο κάθε λεπτού δηλαδή, θυμόταν πώς το απέχτησε. Ξαναζούσε τις στιγμές της φρίκης, τραβούσε τα μαλλιά, χτυπούσε την κοιλιά. Και τότε ηρεμούσε, του ‘λεγε δυο λόγια γλυκά, το σκέφτοταν στην αγκαλιά της, για κείνο έκανε όνειρα, για κείνο έπαιρνε ανάσα.
***
Ο μικρός Βίλμο γεννήθηκε διπλά στη ξεχαρβαλωμένη πόρτα.
Μια απ’ τις υπηρέτριες ήξερε να ξεγεννάει, μα εκείνη τη μέρα γένναγε κ’ η Μάργκαρετ, η γυναίκα του Κάρκατροφ, οπότε ήταν απασχολημένη.
Ώρες κράτησε η γέννα, κι ο πόνος της Θάλειας ήταν πολύς. Μα όταν ο Βίλμο βρέθηκε στην αγκαλιά της όλα πέρασαν. Κατάλαβε πως η ύπαρξη αυτή δεν έφταιγε για τη σύλληψη της και ορκίστηκε στον άνεμο, το δέντρο και το χιόνι, πως θα κάνει ότι μπορεί να είναι ασφαλής.
Η χαρά όμως δε κράτησε παρά κάνα δυο μέρες. Η Μάργκαρετ έπινε και έπαιζε στα τοπικά καζίνο και σπάνια ήταν εκεί να θηλάσει το παιδί της.
Και σαν ήταν αυτό το νόμιμο και της οικογένειας ο κληρονόμος, έπρεπε πρώτα αυτό να είναι υγιές. Και πρόσταξε ο Κάρκατροφ τη Θάλεια, πρώτα εκείνο να ταΐζει. Και επέβλεπε προσωπικώς πως δεν θα τον πλανέψει.
Κι η δόλια Θάλεια αλλιώς δε μπορούσε να κάνει. Και για το Βίλμο λίγο γάλα κάθε μέρα είχε. Κι όλο έκλαιγε ο Βίλμο, κι όλο πονούσε η Θάλεια.
Και να αρρωστήσει δεν άργησε και του θανατά να είναι. Ούτε τότε συγκινήθηκε, ο Κάρκατροφ να την αφήσει, πρώτα αυτόν να τον ταΐσει. Την πρόσταξε σιωπή να βγάλει και το παιδί του να φροντίσει.
Κι ακούστηκε ουρλιαχτό, που παγώνει το αίμα. Αφέντης και δούλος στο τρόμο γίναν ένα. Μα ήταν η Θάλεια αυτή, που ξεπάγωσε πρώτη.
Μέσα στο πόνο της στιγμής, το παιδί της άρπαξε κι έτρεξε έξω απ’ το σπίτι. Στο χιόνι γονάτισε, κοίταξε το γιο της κι ευχήθηκε γρήγορα να φύγουν. Καλύτερα να τους σκότωνε ο λύκος, να λυτρώνονταν.
Ο λυκος εμφανίστηκε πίσω απ’ την ομίχλη. Τα άσπρα μάτια θα έλεγες πιο άσπρα απ’ το χιόνι. Δεν έδειξε τα δόντια της, μονάχα τη κοιτούσε, κι η Θάλεια λες κι άκουσε σα σκέψη τη φωνή του.
Και σκίστηκε το ύφασμα, το πυκνοκεντημένο, που σένανε από μένανε κρατά και ξεχωρίζει, και ένα εγινήκανε η λύκαινα κ’ η Θάλεια. Και με το Βίλμο φύγανε, πίσω για το βουνό.
***
Τα χρόνια εκεί περάσανε, κι η Θάλεια σα να ξέχασε, τον Κάρκατροφ, τη Μάργκαρετ κι όλους τους υπηρέτες. Κι ο Βίλμο στο χιόνι μεγάλωσε, άνθρωπος με λύκου δόντια, λύκος με ανθρώπου μάτια.
Το δάσος ήταν πλούσιο, τίποτα δεν έλειψε και τους ανθρώπους του χωριού να πλησιάσουν δε χρειάστηκε.
Μέχρι μια μέρα, όχι διαφορετική απ’ τις υπόλοιπες, ο λύκος ο πιο γέρικος, με δυο μέρες ζωής να του μένουν και το μυαλό χαμένο, παραστράτησε και πήρε να κατεβαίνει το λόφο.
Άργησε η αγέλη να το καταλάβει, κι όταν το κατάλαβε ήταν πια αργά. Ο Κάρκατροφ με το όπλο σκότωσε, το γέρικο εκείνο λύκο, κι όλο ύφος καμάρωνε τη δύναμη και τη μαγκιά.
Κι όλα πια γυρίσανε, στη λύκαινα τη Θάλεια, που πίσω απ’ το δέντρο έβλεπε το γέρο να πεθαίνει. Κι ο πόνος την ετράνταξε, τα δάκρυα ποτάμι και η εκδίκηση πλέον άρχισε να παίρνει τη μορφή της.
~~
Κείνη τη νύχτα εφτά λύκοι απ’ το βουνό κατέβηκαν. Εφτά λύκοι κι ένα λυκόπαιδο στη μάνα του καβάλα.
Από τη πόρτα πέρασαν σιγά μέσα στο σπίτι, και το παιδί, με μάτια στους υπηρέτες γνώριμα, με το χέρι σήμανε πως πρέπει να σωπάσουν.
Ανέβηκαν οι λύκοι στο γνώριμο δωμάτιο, εκεί που όλα άρχισαν, εκεί που πρέπει να τελειώσουν. Και γρήγορα τελειώσαν. Μόνο το παιδί γλίτωσε των λύκων την επίθεση, καθώς η Θάλεια ήξερε πως φταίξιμο αυτό για τη γέννα του δε φέρει.
***
Άμα βρεθείς, ποτέ σου, σε τούτα τα βουνά, αφέντη δε θα βρεις. Λύκοι και ανθρώποι, μια αγέλη πια, ζούνε μαζί τη γης. Κι αν άλλους σκοπούς έχεις, μακριά να κάτσεις, γιατί τούτο εδώ το τόπο θα τον κρατήσω ασφαλή.
Το ορκίζομαι στον άνεμο, το δέντρο και το χιόνι.
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
Το διήγημα έγραψε ο Δημήτρης Κοσμόπουλος, στο πλαίσιο του Συνεργείου Δημιουργικής Γραφής