ΣΗΜΕΡΑ ΠΕΘΑΝΕ Η ΜΑΜΑ. Ίσως και χθες, δεν ξέρω. Έλαβα ένα τηλεγράφημα από το άσυλο : «Μητέρα απεβίωσε. Κηδεία αύριο. Θερμά συλλυπητήρια». Αυτό δεν σημαίνει τίποτα. Μπορεί να ‘ταν και χθες.
Το νέο ήταν αναμενόμενο και η θλίψη είχε καταλαγιάσει καιρό τώρα. Οκτώ χρόνια χωρίς να μπορεί να θυμηθεί τα παιδιά της – τη ζωή της και εγώ μακριά σαν φυγάς. Η ανάγκη της επιστροφής μου φέρνει αμηχανία, ήταν αυτό που με στοίχειωνε.
Το πούλμαν με τους εργάτες γης με άφησε στο ΚΤΕΛ της Λάρισας, από κεί θα συνέχιζα με το λεωφορείο της γραμμής για Αθήνα. To λυκόφως έκανε το τοπίο να μοιάζει με σκηνικό από ταινία του Αγγελόπουλου, στη γωνία το παλιό καφενείο και ο στενός δρόμος που σε λίγο θα περνούσε το μπουλούκι από τον Θίασο.
Κάθισα σε ένα παγκάκι χωρίς καν να ρωτήσω για το επόμενο δρομολόγιο, η άρνηση του γυρισμού είναι εντονότερη ώρα με την ώρα. Οι σκέψεις, οι αναμνήσεις και τα πρόσωπα όλα μαζί ένας αχταρμάς στο μυαλό μου, όλα αυτά που είχα αφήσει στην άκρη και που θα ήθελα να ξαναζήσω αλλιώς.
Οι ανακοινώσεις από τα μεγάφωνα έσπαγαν τον ειρμό μου, κάτι που έμοιαζε ανακουφιστικό. Κάπως έτσι μου ήρθε και η ατάκα του Φλωμπέρ , “είναι ηλίθιο να παίρνεις τη ζωή στα σοβαρά”. Πήρα, σχεδόν ,την απόφαση να ξεκινήσω αλλά έχω ακόμα χρόνο , σε λίγο λοιπόν.
Γύρισα το βλέμμα μου τριγύρω ,το μπουλούκι ακόμα να φανεί, ένα παλιό opel record του 63 πάρκαρε μπροστά από το παλιό καφενείο. Έμοιαζε καινούργιο , τα νίκελ του έλαμπαν και τα λάστιχα είχαν αυτή τη λευκή λωρίδα στο προφίλ τους. Ίδιο μ’ εκείνο του Πάνου, το αμάξι της παρέας των εφηβικών μου χρόνων.
Μετά είδα τον Πάνο να έρχεται με αυτό το αγέρωχο στυλ που είχε και τότε.
~~
Πέρασαν εικοσιπέντε χρόνια χωρίς να τελειώσουμε εκείνη τη συζήτηση που διέλυσε τη παρέα. Ο θάνατος του Σάκη από την επάρατο μας έκανε όλους ενόχους, μόνο ο αδερφός του, ο Πάνος ένιωθε αθώος, έτυχε έλεγε
Ο Σάκης ήταν ώριμος , πάντα γελαστός και διορατικός. Ο Πάνος παρορμητικός και έξω καρδιά.
~~
Είδα τον Πάνο να έρχεται με αυτό το αγέρωχο στυλ που είχε και τότε. Δεν βάσταγαν τα πόδια μου να σηκωθώ.
Χωρίς να με χαιρετήσει μου είπε: «Τι κάνεις εσύ εδώ»;
Του έκανα χώρο, κάθισε.
«Πέθανε η μάνα μου. Πάω στη κηδεία. Εσύ πώς βρέθηκες εδώ;»
Ταξίδευε , λέει, για Τρίκαλα κι έψαχνε κάποιον να μοιραστούν τη βενζίνη. Δεν άργησα να πάρω την απόφαση να πάω για Τρίκαλα μαζί του , μετά από εκεί θα συνεχίζαμε για Αθήνα.
~~
Το Όπελ ίδιο, το ραδιόφωνο κολλημένο σε μία συχνότητα που όποτε έπιανε σταθμό ανεβάζαμε την ένταση. Όλες οι κουβέντες μας είχαν να κάνουν με το τώρα ,τις δουλειές τα παιδιά μας το πώς μας βρήκε η κρίση. Δεν τολμούσα να ανοίξω πληγές ούτε να ρωτήσω τα πώς του τότε.
Μέσα από τα παράσιτα άρχισε να ακούγεται o Van Morrison στο crazy love. Ο Πάντος το δυνάμωσε.
«Θυμάσαι;» μου είπε, «το άκουγε ο Σάκης, ήταν καψούρης».
«Ερωτευμένος ήταν, με την Αλεξάνδρα που είχες εσύ» του απάντησα.
Κατάλαβα ότι θα μπούμε στα βαθιά.
«Σιγά τη καριόλα , μόνο εσύ δεν τη πήδηξες. Τα ήξερες όλα και δεν έλεγες τίποτα. Την γούσταρες και εσύ».
Ήταν ωραίο κορίτσι και ατίθασο, αλλά τότε η φιλία δεν άφηνε περιθώρια ούτε να το σκεφτείς. Δεν με πείραξαν τα λόγια του, τον ήξερα , ωμός και προκλητικός. Δεν θύμωσα, άλλωστε αυτός είχε φέρει στη παρέα τον Γιώργο, ένα ρεμάλι που ήταν η μύγα μες στο γάλα, αυτός του έβαλε το κέρατο.
«Δεν είπα, επειδή εσύ δεν θα δεχόσουν την αλήθεια. Είσαι τόσο εγωιστής. Ήταν ο κολλητός σου, μαζί κάνατε τις πλάκες» είπα όσο πιο ψύχραιμα μπορούσα.
~~
Ήταν σαν να πέρασαν ώρες, μπορεί και να πέρασαν. Το ταξίδι ατελείωτο ,το τοπίο από αμερικάνικη ταινία, ευθείες με απαλές καμπύλες σε ξερό έδαφος. Κοίταξα τον δείκτη των καυσίμων, ήταν στο φουλ .
Τα παράσιτα του ραδιοφώνου καθάριζαν, ένας πιο χαρούμενος σκοπός προσπαθούσε να ακουστεί.
Στο βάθος ένα σταματημένο αυτοκίνητο στην άκρη κι ένας τύπος ακουμπισμένος στο πίσω μέρος κοιτάει λες και μας περιμένει. Ο σερίφης , σκέφτηκα και χαμογέλασα.
Το κομμάτι που έπαιζε φάνηκε γνωστό, έκανα τη κίνηση να δώσω λίγη ένταση για να κόψω τη κουβέντα εκεί, αυτός το έβαλε τέρμα, ήταν το route 66 με τον Chuck Berry.
«Θυμάσαι το κομμάτι;» μου είπε. «Ήταν τότε που χορεύαμε σαν παλαβοί μέσα στο αυτοκίνητο και μας σταμάτησε ο μπάτσος έξω από τη Ροδοδάφνη».
Ρεύμα διαπέρασε το σώμα μου, πώς τόλμησε να αναφερθεί σε αυτό; Ήταν η τελευταία μας καλοκαιρινή εκδρομή. Το ταξίδι στη Καρδαμύλη. Δύο ημέρες στον δρόμο. Πρώτη κατασκήνωση στη Στροφυλιά .
«Σταμάτα τώρα» φώναξα, «θα τελειώσουμε εκείνη τη κουβέντα εδώ».
Χαμογέλασε με ικανοποίηση, αυτό περίμενε. Έκοψε ταχύτητα και σταμάτησε λίγο πριν τον σερίφη. Ο αέρας ήθελε να ακούσει.
Κοίταξα τον ήλιο που κρυβόταν, μετά κατέβασα τα μάτια μου επάνω του. Άναβε τσιγάρο, κάπνιζε ακόμα άφιλτρο gauloises. Αλλά αυτά δεν υπήρχαν πια.
«Λέγε, ρε κανάγια , πώς με βρήκες; Ο Σάκης τότε.. Εσείς με τις μαλακισμένες πλάκες. Τον σηκώσατε ,την ώρα πού κοιμόταν, με το ράντζο, και τον ρίξατε πάνω στα βράχια αντί στο νερό. Κι έφταιγες εσύ και ο κολλητός σου, ιδέα δικιά του ήταν. Το νεφρό μου μαλάκες , φώναζε. Δεν έπαψε να πονάει εκεί μέχρι που πέθανε, σε τέσσερις μήνες έφυγε.. Καρκίνος σε εικοσάχρονο παιδί. Κι έλεγες ότι ο γιατρός θεωρούσε ότι ξεκίνησε τουλάχιστον έξι μήνες πριν, αλλά αυτό ήταν ένα ψέμα που μας συνέφερε όλους.»
Σταμάτησα το παραλήρημα μου , ο Πάνος έκανε ότι δεν ίδρωσε το αυτί του, κατάλαβε ότι θα ειπωθούν και άλλα. Κοίταξα γύρω , πήρα μια ανάσα και είδα τον σερίφη να πλησιάζει , έπρεπε να βιαστώ.
«Και για την Αλεξάνδρα δεν μίλησα για να μη πληγωθεί ο Σάκης , εσένα δεν θα σου καιγόταν καρφί». Βαριά τα λόγια και οι ενοχές μου ζητούσαν λύση.
«Αν ήταν ο Σάκης στη θέση μου , θα φώναζε να σταματήσει η πλάκα ή έστω να προειδοποιήσει ώστε να μη τρομάξει ο άλλος , να προλάβει ότι μπορεί και εγώ δεν το έκανα. Δεν το έκανα και ήταν προδοσία. Εμένα κοίταξε πρώτα τότε και εκείνη η ματιά με κυνηγάει πάντα».
Έσβησε το τσιγάρο , άλλαξε πρόσωπο , έγινε ξαφνικά προσηνής. Άρχισε να μου λέει ότι από το ίδιο έφυγε ένας θείος του και ένας ξάδερφος , το ίδιο είχε και αυτός , ότι όλα αυτά ήταν απλά συμπτώσεις.
Έμεινα αμίλητος με σκυμμένο κεφάλι , άκουγα τα βήματα του σερίφη, στα χαλίκια, να πλησιάζουν και να σταματούν.
Ο Πάνος ξεκίνησε προς το μέρος του, σήκωσα τα μάτια και τον είδα να γυρνάει το κεφάλι του στον άνεμο για να μου πει τα τελευταία του λόγια.
«Η μάνα σου, πριν βυθιστεί στον κόσμο της λήθης, πίστευε ότι χάθηκες σε αυτοκινητιστικό , δεν σου είπαν τίποτα για να μη σε αναστατώσουν. Τα λέμε, Τάκη».
Τάκη με φώναζε μόνο ο Σάκης.
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
Το διήγημα έγραψε ο Δημήτρης, στο πλαίσιο του Συνεργείου Δημιουργικής Γραφής