[Σ.τ.Σ Αν είστε από τους λίγους τυχερούς που είχαν δει το ντοκιμαντέρ “Ζωντανό μονοπώλιο στην Αθήνα των 80s” του Ευγένιου Κουτσούμπα, τότε αυτό το κείμενο δεν θα σας πει κάτι που δε γνωρίζετε ήδη.
Διαφορετικά, πιθανόν να εκπλαγείτε ή και να αμφισβητήσετε ακόμα την αλλόκοτη αυτή ιστορία, η οποία όμως είναι πέρα για πέρα πραγματική.]
Ακόμα και σήμερα δεν είναι λίγοι εκείνοι που πιστεύουν πως υπεύθυνος για τις ταραχές της 19ης Φεβρουαρίου του 1983 ήταν ο εννιάχρονος Χαρίλαος Παρλαμάς. Άλλοι πάλι επιρρίπτουν ευθύνες στους γονείς του – μα είναι δυνατόν να πίστευαν πως αυτό είναι ένα παιχνίδι κατάληλλο για μαθητή της τρίτης δημοτικού; Αφήστε που απ’ ότι φαίνεται δεν του είχαν μάθει τρόπους.
Ο πρώτος που παρατήρησε ότι κάτι περίεργο συνέβαινε ήταν ο γνωστός κινηματογραφιστής Ευγένιος Κουτσούμπας. Το απόγευμα του Σαββάτου 19 Φεβρουαρίου ο Κουτσούμπας είχε στήσει την κάμερα του κάτω από την κατοικία του στην οδό Πατησίων 171, προκειμένου να καταγράψει πλάνα από την έξοδο των Αθηναίων για τη σαββατιάτικη διασκέδασή τους. Όπως ανέφερε ο ίδιος στην κατάθεση του στην αστυνομία την επόμενη μέρα, ξαφνικά παρατήρησε ένα ετερόκλητο πλήθος ανθρώπων να κινείται επί της οδού.
“Στην αρχή νόμισα ότι ήταν κάποια πορεία, ήταν τότε και το θέμα με τις πυρηνικές δοκιμές της ΕΣΣΔ στην επικαιρότητα και υπέθεσα ότι είχε σχέση. Φυσικά μου φάνηκε παράξενο να γίνεται πορεία εννιά η ώρα Σάββατο βράδυ. Ξαφνικά τέσσερις – πέντε απ’ αυτούς άρχισαν να κινούνται απειλητικά προς το μέρος μου. Με περικύκλωσαν και μου είπαν ότι πρέπει να τους πληρώσω ενοίκιο γιατί έχουν σπίτια στο οικόπεδο, μάλιστα μια νεαρή κοπέλα επέμενε ότι έχει χτίσει ξενοδοχείο, μολονότι προσπαθούσα να της εξηγήσω ότι δεν υπάρχει κανένα ξενοδοχείο ούτε στην πολυκατοικία, αλλά ούτε και στα γύρω τετράγωνα.”
Πολύ γρήγορα η οδός Πατησίων είχε γεμίσει από ανθρώπους που είχαν βγει άρον άρον στους δρόμους, αρκετοί φορώντας πιτζάμες και ρόμπες, και ανέφεραν έντρομοι πως ομάδες αγνώστων, κάθε ηλικίας και κοινωνικής τάξης, είχαν εισβάλει στα σπίτια τους και ζητούσαν να λάβουν ενοίκιο επειδή όπως έλεγαν “πέρασαν από το οικόπεδό τους”. Ανάστατοι έσπευσαν βιαστικά στο αστυνομικό τμήμα Πατησίων, όπου επικρατούσε πανικός, με το τηλέφωνο να χτυπά σα μανιασμένο και τον αξιωματικό υπηρεσίας να αδυνατεί να βάλει κάποια τάξη. Εκατοντάδες ακόμα κάτοικοι των οδών Πατησίων και Γ’ Σεπτεμβρίου ανέφεραν παρόμοιες περιπτώσεις. Όλοι όμως παραδέχονταν πως οι εισβολείς δεν ήταν βίαιοι ούτε οπλισμένοι, δεν έμοιαζαν να θέλουν να τους ληστέψουν, ενώ και τα ενοίκια που απαιτούσαν ήταν εξευτελιστικά χαμηλά – της τάξεως των μερικών χιλιάδων δραχμών.
Παρόμοιες σκηνές εξελίσσονταν ταυτόχρονα σε όλη σχεδόν την πρωτεύουσα, με τις ταραχές να εντοπίζεται σε κεντρικές οδούς, όπως η Ερμού, η Σταδίου και η Ακαδημίας. Σα να μην έφτανε αυτό, οι νυχτερινοί φύλακες της ΕΥΔΑΠ, της ΔΕΗ και του Σιδηροδρομικού Σταθμού Λαρίσης είχαν κλειδαμπαρωθεί στις αποθήκες των κτιρίων περιμένοντας βοήθεια, καθώς έξω και από τους τρεις αυτούς οργανισμούς είχαν συγκεντρωθεί κάτοικοι που κράδαιναν στα χέρια τους κάποιες κάρτες και ζητούσαν όλων των ειδών τις υπηρεσίες · κάποιος απαιτούσε να πάρει 200 δραχμές από κάποια κληρονομιά, άλλος φώναζε ότι έπρεπε να του δώσουν όλοι από 30 δραχμές για να τους κλείσει εισιτήρια για την όπερα, ενώ ένας ογδοντάχρονος ισχυριζόταν ότι είχε έρθει πρώτος στο διαγωνισμό ομορφιάς επομένως του αναλογούσαν 2000 δραχμές.
Η κατάσταση είχε ξεφύγει πια από κάθε έλεγχο όταν ένα τεράστιο πολυάριθμο πλήθος άρχισε να συγκεντρώνεται έξω από το σωφρονιστικό ίδρυμα Κορυδαλλού ζητώντας να μπουν στη φυλακή, καθώς όπως έλεγαν έτσι τους είχαν προστάξει να κάνουν, αν και ορισμένοι υποστήριζαν ότι απλά είχαν φέρει τρεις συνεχόμενες φορές διπλές στα ζάρια. Σύμφωνα με τα ρεπορτάζ της εποχής, ο ίδιος ο πρωθυπουργός της χώρας, βέβαιος πως επρόκειτο για οργανωμένο σχέδιο αντιπερισπασμού με σκοπό να καλύψει στασιασμό των κρατουμένων, ζήτησε την παρέμβαση του στρατού.
Ενώ τα πρώτα τάγματα είχαν ξεκινήσει την προετοιμασία τους για να βγουν σε εκστρατεία, η κρίση εξομαλύνθηκε χάρη σε έναν μυστηριώδη συμπολίτη μας με το προσωνύμιο “Αλέκος”. Αρχής γενομένης από την οδό Πατησίων, μια μαύρη λιμουζίνα με φιμέ τζάμια εμφανίστηκε ξαφνικά και κάποιος μέσα από αυτήν ανακοίνωσε με μια ντουντούκα πως είναι ο “Αλέκος Τραπεζίτης” και ζητά από όλους τους παίκτες να έρθουν σε εκείνον. Πράγματι, όλοι οι ταραξίες ξεκίνησαν τότε να πηγαίνουν προς το μέρος του. Όσοι ήταν αυτόπτες μάρτυρες, ανέφεραν πως το παράθυρο της λιμουζίνας άνοιξε, ένα χέρι βγήκε και ξεκίνησε να μοιράζει κάτι σαν ψεύτικα χαρτονομίσματα στους συγκεντρωμένους, οι οποίοι στη συνέχεια έστεκαν ξαφνικά αποσβολωμένοι, κοιτώντας γύρω και προσπαθώντας να καταλάβουν που βρίσκονται, πριν αποχωρήσουν για τα διαμερίσματά τους χωρίς περαιτέρω εντάσεις.
Το ίδιο έγινε σταδιακά σε όλες τις οδούς και λεωφόρους όπου υπήρχαν συγκεντρωμένα πλήθη, αλλά και στις φυλακές Κορυδαλλού. Τελευταίος σταθμός του Αλέκου ήταν ένα διαμέρισμα επί της οδού Καλλιδρομίου 87, όπου ζούσε η οικογένεια Παρλαμά, ο Ευάγγελος με τη σύζυγό του Αμαλία, καθώς και ο εννιάχρονος γιος τους Χαρίλαος. Φτάνοντας εκεί ο Αλέκος ανακοίνωσε από τη ντουντούκα ότι είχε πια περάσει από την Αφετηρία και πως όλα ήταν υπό έλεγχο. Η μαύρη λιμουζίνα εξαφανίστηκε το ίδιο ξαφνικά όσο είχε εμφανιστεί.
~~
Όπως μαθεύτηκε αργότερα, εκείνη τη μέρα ήταν τα ένατα γενέθλια του μικρού Χαρίλαου. Ο πατέρας του είχε επισκεφθεί το ίδιο πρωί το πολυκατάστημα ΜΙΝΙΟΝ προκειμένου να προμηθευτεί ένα δώρο για τον μονάκριβο γιο του. Επέλεξε το, διαχρονικά δημοφιλές, επιτραπέζιο παιχνίδι “Μονόπολη”.
Αργότερα το απόγευμα της ίδιας μέρας ο Ευάγγελος και η Αμαλία έδωσαν στο Χαρίλαο το δώρο του, και γεμάτοι ενθουσιασμό κάθισαν όλοι μαζί γύρω από τραπέζι του σαλονιού προκειμένου να ξεκινήσουν μια νέα παρτίδα. Σύντομα όμως αποδείχθηκε πως το παιχνίδι απευθυνόταν σε παιδιά μεγαλύτερης ηλικίας, όπως σαφώς αναγραφόταν στη συσκευασία του άλλωστε, καθώς οι κανόνες του ήταν αρκετά περίπλοκοι για το Χαρίλαο. Έπειτα από αρκετές αποτυχημένες απόπειρες του Ευάγγελου να προχωρήσει σωστά κάποια παρτίδα από το παιχνίδι, ο μικρός Χαρίλαος φανερά συγχυσμένος, άρπαξε το κουτί της Μονόπολη, έτρεξε προς το παράθυρο και το πέταξε έξω φωνάζοντας “Αμάν ρε μπαμπά, ένα ωραίο παιχνίδι δεν έχει πάρει ποτέ, όλο αηδίες μου αγοράζεις!” Κάρτες οδών, κάρτες εντολών και αποφάσεων, ψεύτικα χαρτονομίσματα των πεντακοσίων και χιλίων δραχμών, πράσινα σπιτάκια και κόκκινα ξενοδοχειάκια αιωρήθηκαν για μερικά μέτρα προτού σκορπιστούν στα πεζοδρόμια της οδού Καλλιδρομίου.
Το τι ακολούθησε στη συνέχεια δεν έχει αποσαφηνιστεί επαρκώς. Ορισμένοι έλεγαν πως εκείνο το βράδυ στην Αθήνα φυσούσε ένας ξαφνικός νοτιάς που όμοιος του δεν είχε ξαναυπάρξει, κάποιοι πιο ηλικιωμένοι ανέφεραν πως τα σκυλιά αλυχτούσαν από το μεσημέρι, ενώ πολιτικοί της συντηρητικής παράταξης άφησαν ασαφείς υπαινιγμούς σχετικά με το πυρηνικό πρόγραμμα της ΕΣΣΔ. Το μόνο βέβαιο είναι ότι όλοι όσοι έπαιζαν εκείνη τη στιγμή Μονόπολη στα όρια του δήμου Αθηναίων έχασαν τον έλεγχο του σώματος και του μυαλού τους, και βγήκαν στους δρόμους ακολουθώντας τυφλά τα προστάγματα της παρτίδας που έπαιζαν, είτε αυτά αφορούσαν ιδιοκτησίες που κατείχαν, είτε κάρτες Απόφασης και Εντολής που είχαν στα χέρια τους. Και όλα αυτά ωσότου ο κύριος “Αλέκος” εμφανιστεί και τους ελευθερώσει από τις μονοπωλιακές αλυσίδες που τους κρατούσαν δέσμιους στις διαταγές τους.
Τα παραπάνω γεγονότα αποτυπώθηκαν στο εξαιρετικό ντοκιμαντέρ “Ζωντανό μονοπώλιο στην Αθήνα των 80s” του Ευγένιου Κουτσούμπα. Δυστυχώς όλες οι κόπιες που είχε στην κατοχή του ο σκηνοθέτης καταστράφηκαν ολοσχερώς όταν η υπόγεια αποθήκη του πλημμύρισε. Ο Κουτσούμπας στη συνέχεια αναζήτησε με επιτυχία το έργο στο αρχειακό υλικό της κρατικής τηλεόρασης. Η απογοήτευση του ίδιου αλλά και των συνεργατών του ήταν απερίγραπτη όταν αργότερα διαπίστωσαν ότι κάποιος τεχνικός από την ΕΡΤ είχε εγγράψει πάνω στην μοναδική κασέτα το δεύτερο ημίχρονο του αγώνα Δόξα Δράμας – Παναχαϊκη 2-0 που είχε διεξαχθεί στη μακεδονική πόλη μερικούς μήνες νωρίτερα.
Όσο για το μυστηριώδη κύριο Αλέκο Τραπεζίτη, τα ίχνη του δεν βρέθηκαν ποτέ. Η δημοσιογράφος της Καθημερινής Μάγια Πέτρου αποπειράθηκε να τον αναζητήσει πριν ορισμένα χρόνια, όμως ο μόνος άνθρωπος που βρήκε με αυτό το όνομα ήταν ένας κοντόχοντρος κύριος με έντονη καράφλα και παχύ άσπρο μουστάκι, που φορούσε παλιομοδίτικο ριγέ κοστούμι, κόκκινο παπιγιόν, ημίψηλο καπέλο και μονόκλ, κρατούσε ένα καλογυαλισμένο μαύρο μπαστούνι στο δεξί του χέρι, και ο οποίος δήλωσε πλήρη άγνοια για τα συμβάντα του Φεβρουαρίου του 1983.
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
Το διήγημα έγραψε ο Γιώργος Μακριδάκης, στο πλαίσιο του Συνεργείου Δημιουργικής Γραφής