Ο Κύνωπας στην Πάτμο

0
659

Αυτή η εικόνα δεν έχει ιδιότητα alt. Το όνομα του αρχείου είναι diogenes-the-dog-786x524-1.jpg

Είχα την ευκαιρία να γνωρίσω πολλούς λαούς, να επισκεφτώ διάφορα μέρη, να συνομιλήσω με τους λόγιους του και να ακούσω τις πιο απίθανες ιστορήσεις. Από όλες αυτές τις εμπειρίες, η πιο σημαντική για μένα ήταν η προσωπική μου γνωριμία με τον Κύνωπα, η οποία είναι άξια να διασωθεί.

~~

Μας είχαν συγκεντρώσει σε μια μικρή αποβάθρα κοντά στα Δίδυμα. Ήμασταν μόλις τρεις κατάδικοι, μα θεώρησαν πρέπον να μας στείλουν στην Πάτμο το συντομότερο δυνατόν. Ο Αυτοκράτορας είχε διατάξει την άμεση εξορία μας εκεί και για να επιτευχθεί αυτό, ναύλωσαν το πλοιάριο ενός ψαρά. Πρώτος επιβιβάστηκε ο Κύνωπας, τον ακολούθησα εγώ και ο Ρωμαίος στρατιώτης τελευταίος, έσερνε τον Μέγαρχο που οδύρονταν για την κατάντια του.

Κύνωψ: Καλημέρα, Χάροντα!

Ψαράς: Νύχτα είναι, νεαρέ μου, και δεν είμαι ο Χάρος μα ένας απλός μεταφορέας.

Κύνωψ: Μια απλή ευχή έκανα ελπίζοντας όλοι μας να την γνωρίσουμε κάποτε.

Στρατιώτης: Με τούτον εδώ μαζί μας σίγουρα δεν ξημερώνει καλή μέρα∙ κακός οιωνός. Κλαίγεται σαν γυναίκα που ο άνδρας της  την παράτησε στο δρόμο.

Ψαράς: Πως σε λένε ταλαίπωρε;

Κύνωψ: Μεγαρχίδιον τον φωνάζουν.

Μέγαρχος: Πάψε με τις κοροϊδίες, σκυλομούρη.

Κύνωψ: Θα γαβγίζω όσο μπορώ κι αντέχω, μα χωρίς δόντια δεν δαγκώνω. Τι φοβάσαι;

Στρατιώτης: Σωπάσετε πριν σας εξαναγκάσω να μας ακολουθήσετε κολυμπώντας.

Όλοι σιγάσαμε εκείνη τη στιγμή. Όχι λόγω του φόβου της εξουσίας ή της κούρασης. Η αστερόεσσα νύχτα, η συντροφιά της Σελήνης και το νηφάλιο σχίσιμο της θάλασσας ωθούσαν την ένωση των βλεφάρων μας. Φτάσαμε λίγες στιγμές αφότου ο Εωσφόρος εμφανίστηκε στον ορίζοντα. Ευχαρίστησα τον ψαρά, ο στρατιώτης του έδωσε την πληρωμή του, και προχωρήσαμε στη Χώρα με τον ήλιο στη πλάτη μας.

~~

Η εξορία δεν ήταν και τόσο άσχημη για όλους. Στο εργαστήριο του στρατοπέδου οι δεσμώτες κατασκεύαζαν κυρίως σανδάλια για το Ρωμαϊκό στρατό με αντάλλαγμα ένα πιάτο ζεστό φαγητό και κατάλυμα.

Είχες την επιλογή ωστόσο να περιπλανιέσαι ελεύθερα στο νησί εάν είχες ικανότητες επιβίωσης στη φύση. Δεν τολμούσε να δραπετεύσει κανείς επειδή υπήρχαν Ρωμαϊκά φυλάκια παντού που επέβλεπαν τη θάλασσα.

Στις λιγοστές σπηλιές διέμεναν οι τρελοί και οι φιλοσοφούντες. Ο Κύνωπας, ικανοποιώντας και τις δύο προϋποθέσεις, όρμησε προς το κοντινό βουνό σαν κουτάβι που μόλις άνοιξε τα μάτια του. Πες το περιέργεια, πες το ένστικτο, τον ακολούθησα κι εγώ.

Συναντήσαμε αρχικά έναν γέροντα που έμοιαζε με Στωικό. Τον μύρισε ο Κύνωπας, σιχαμάρα ζωγραφίστηκε στο πρόσωπό του κι έτρεξε μακριά.

Παρακάτω, κοντά σε κάτι καλαμιές, ένας νεαρός έπαιζε τον αυλό που φαινόταν ερασιτεχνικά φτιαγμένος. Η μελωδία, αν και παράφωνη, είχε μελαγχολικό τόνο, πράγμα που δεν εμπόδισε τον Κύνωπα να χορέψει. Νομίζω ότι τα μάτια του δακρύσανε για μια στιγμή, αλλά έκρυψε το βλέμμα του σαν αντιλήφθηκε την παρατήρησή μου.

Μια κατσίκα πετάχτηκε ανάμεσά μας κι ο Κύνωπας δεν μπόρεσε να συγκρατηθεί. Ξεκίνησε το κυνήγι της στην ανθοφορούσα πλαγιά.

Αφηρημένος από την ομορφιά του τοπίου και τις ευωδιές των φυτών που συνόδευαν την Αυγή, συνέχισα για λίγο μόνος μου και βρήκα μια πέτρα που έμοιαζε με θρόνο με δυτική κατεύθυνση. Κάθισα να ξαποστάσω και αγνάντευα το πέλαγος. Πέρασε κάμποση ώρα προτού να σκουντήξει την πλάτη μου ένας λεπτοκαμωμένος κύριος. Με ζήτησε ευγενικά να αποχωρίσω γιατί ήταν η δική του θέση. Μη θέλοντας να δημιουργήσω πρόβλημα, τον άφησα στην ησυχία του και συνέχισα την ανάβαση.

Βρήκα μια σπηλιά εκεί κοντά και πήγα να δω αν είχε ένοικο. Πριν προλάβω να εισέλθω, ο Κύνωπας με προσπέρασε και σκόνταψε σε μια στοίβα από μπρούτζινα σκεύη. Βρήκε μια σάλπιγγα εκεί με τη βοήθεια μιας αναμμένης λυχνίας που ήταν τοποθετημένη σε μια γωνιά και ξεκίνησε το τραγούδι. Η ακουστική της σπηλιάς αντιλαλούσε τον ήχο με μικρή καθυστέρηση. Επτά μέτρησα τις επαναλήψεις. Πρότεινα στον Κύνωπα να σιγάσει σε περίπτωση που ο ένοικος βρισκόταν κοντά μας. Δυνάμωσε εκείνος την ένταση ενάντια στην πρότασή μου. Δεν άργησε λοιπόν να μας αντιληφθεί ο ένοικος ο οποίος ήταν ο ίδιος ο κύριος που συνάντησα στον πέτρινο θρόνο.

Ένοικος: Θα πεθάνουμε όλοι.

Κύνωψ: Εγώ όχι σήμερα. Προς τι η αισιοδοξία;

Ένοικος: Δεν είμαι αισιόδοξος. Ο καιρός είναι κοντά.

Κύνωψ: Χειρότερα τα πράγματα δεν γίνονται για μένα και ο θάνατος δεν είναι βίωμα για τον αποθανόντα. Ο καιρός ήταν εδώ, αλλά έφυγε προτού τον πάρουμε είδηση. Πώς σε λένε;

Ένοικος: Γιοχάναν.

Κύνωψ: Δεν ακούγεσαι σαν Έλληνας. Εμένα με αποκρίνονται βάσει της εμφάνισής μου οπότε φώναξέ με όπως νομίζεις. Δυσάρεστο το μέρος σου.

Γιοχάναν: Εμπνέει τη συγγραφή και προσευχή.

Κύνωψ: Ό,τι και να γράψεις υπό αυτές τις συνθήκες, χαμερπές θα είναι και τέτοιοι θα είναι και οι αναγνώστες σου.

Γιοχάναν: Αυτή είναι η επιθυμία του θεού και εξαιτίας αυτής της γοητείας μου βρίσκομαι κλεισμένος σε αυτόν τον καταραμένο τόπο.

Κύνωψ: Κάθε τόπος έχει την ομορφιά του. Εμένα με κατηγόρησαν για το αντίθετο: τη συμμετοχή μου στην εξημέρωση των άμαθων διπόδων.

Γιοχάναν: Ο άνθρωπος  προορίζεται να περπατά στα τέσσερα, ταπεινός σαν δούλος, σαν αμνός.

Κύνωψ: Αν πρέπει να περπατά στα τέσσερα, περισσότερο με σκύλο πρέπει να ομοιάζει. Φιλικός, με θέληση για γνώση και ικανός να ρίχνει καμιά δαγκωματιά όταν τον κακομεταχειρίζονται.

Συνέχισαν να συνομιλούν οι δυο τους. Τόσο ενδιαφέρουσα ήταν η συζήτησή τους που αποτέλεσε ερέθισμα για την δημιουργία κάποιων αξιόλογων συμπερασμάτων. Η αίσθηση του δικαίου, της εξουσίας και η αντίληψη του ωραίου, πάντα θα δημιουργούν αίσθημα ανασφάλειας και κατωτερότητας στους ανθρώπους, ειδικά σε εκείνους που νομίζουν ότι ποτέ δεν θα μπορέσουν να μετέχουν σ’ αυτά, που δεν θα μπορέσουν ποτέ να τα πλησιάσουν, ούτε καν να τα γνωρίσουν.

Οι αρχικές μας αντιλήψεις  γι’ αυτές τις έννοιες δεν αποτελούν δικό μας δημιούργημα, αλλά της κοινωνίας, που τις καλλιεργεί εκ γενετής. Η αίσθηση άγνοιας και η στέρηση συμμετοχής στη χαρά λόγω φυσικών αδυναμιών ή ψυχολογικών  εμποδίων όπως η έλλειψη αυτοπεποίθησης, το χαμηλό πνευματικό επίπεδο, και γενικότερα ο φόβος, προκαλούν αυξημένη μεταβλητότητα της ψυχικής ισορροπίας του ατόμου που οδηγεί σε συναισθηματική φόρτιση κι ενδεχομένως σε κάποια μορφή έκρηξης.

Η γνώση όμως της πραγματικότητας, του εαυτού, της φύσης, αλλά και της αοριστίας των γενικών εννοιών, είναι από μόνη της το απόλυτο κάλλος και γιατρειά για κάθε πρόβλημα του ανθρώπου. Θεωρώ πως περαιτέρω επαφή κι ενασχόληση με αυτά καταντά περιττή.  Στην παρούσα εποχή όμως, οι φτωχοί, οι δούλοι και οι άλλοι περιθωριακοί ταυτίζονται πλέον με τους δόλιους, τους δειλούς και τους άλλους ανίκανους. Παράλληλα, ο αδίκως ισχυρός έχει ταυτιστεί σε πραγματικό και θεωρητικό επίπεδο με τον δικαίως ικανό.

Αυτή η διπλή παρανόηση και η ιδέα μιας πιθανής νίκης του αδύναμου απέναντι στον ισχυρό είναι πλέον ελκυστικές στους αναξιοπαθούντες πάσης φύσεως. Συγκεντρωμένοι αυτοί, ως περισσότεροι, μπορούν να εναντιωθούν στην καθεστηκυία τάξη και στους λιγοστούς άξιους που επιβίωσαν αλλάζοντας την ροή των πραγμάτων. Πολλές φορές ευχήθηκα να μπορούσα να γνώριζα το μέλλον αυτής της τάσης.

Κύνωψ: Μου φαίνεται πως αντιλαμβάνεσαι την αλήθεια σαν αυτό που ξες ότι θες. Πάμε.

Ο ήλιος είχε πλέον δύσει όταν αποχωρήσαμε και κινήσαμε προς την ασφάλεια του στρατοπέδου όντας η πρώτη μας βραδιά εκεί. Διακρίνονταν σε μια κορυφή τα ερείπια ενός Ελληνικού ναού, σαν σκιά μιας περασμένης ανάμνησης. «Παν ο Μέγας τέθνηκε» θυμήθηκα, αλλά εμειδίασα στο άκουσμα του σαλπίσματος του Κύνωπα.

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

Το διήγημα έγραψε ο Χρήστος Ζάττας, στο πλαίσιο του Συνεργείου Δημιουργικής Γραφής.

Σύμφωνα με την εκκλησιαστική παράδοση ο Κύνωψ ήταν ένας μάγος που ζούσε στην Πάτμο, όταν βρέθηκε εκεί ο Γιοχάναν, ο Ιωάννης ο Θεολόγος, το 95 μ.Χ. Ο Χρήστος μας δίνει μια πιο φιλοσοφική εκδοχή της συνάντησης.

Εδώ η θρησκευτική εκδοχή https://talantoblog.blogspot.com/2009/09/blog-post_8298.html