Δεν υπάρχουν καλοί αφέντες. Δεν θα μπορούσε να υπάρξει κάτι τέτοιο. Όποιος κατέχει άλλους ανθρώπους, άλλες ψυχές, είναι γεμάτος μοχθηρία. Δεν θα μπορούσε να υπάρξει αφέντης με καλοσύνη. Μέλημα του η επιβολή της εξουσίας -με κάθε τρόπο. Δεν θα μπορούσε να υπάρξει αφέντης καλός. Ακόμα και αν υπήρχε κάποιος, σίγουρα αυτός δεν ήταν ο Αφέντης.
Άλλη μια μέρα τον έβρισκε να σκάβει στα χωράφια. Ο μεσημεριανός ήλιος έκαιγε την γυμνή πλάτη του κάνοντας τις ουλές από τα μαστιγώματα να τσούζουν ακόμα περισσότερο. Σταμάτησε για λίγο προκειμένου να πάρει μια ανάσα. Αυτό του στοίχισε άλλη μια ουλή. Ούρλιαξε.
“Τι κάνεις, κοπρόσκυλο; Χαζεύεις;”
Ο πόνος από το μαστίγιο του Αφέντη τον έκανε να μην ακούει τα λόγια Του. Ούτως η άλλως δεν είχε σημασία, μπορούσε να τα φανταστεί. Το ίδιο μήνυμα, μικρή παραλλαγή λέξεων κάθε φορά. Ένιωθε το μίσος του να ξεχειλίζει. Όχι εδώ όμως. Όχι τώρα. Σύντομα, αλλά όχι τώρα.
Συνέχισε να σκάβει. Ο Αφέντης έβριζε, χτυπούσε, πότε αυτόν και πότε τους υπόλοιπους της ιδιοκτησίας Του -μαύρο δέρμα και μεταλλικό κολάρο στο λαιμό.
Η σιγουριά των λευκών πως είναι ανώτεροι και άρα δικαιωματικά τους εκμεταλλεύονται ήταν τόσο μεγάλη που πολλοί απ’ τους μαύρους είχαν πειστεί γι’ αυτό.
Οι περισσότεροι σκλάβοι δεν μπορούσαν καν να φανταστούν ή να ονειρευτούν ν’ αντισταθούν στους καταπιεστές τους. Ήταν η φυσική τάξη των πραγμάτων. Σκλάβοι γεννήθηκαν, σκλάβοι ζούσαν, σκλάβοι θα πέθαιναν.
Είτε από την υποσιτισμό, είτε από τις ατελείωτες ώρες δουλειάς κάτω από τον καυτό ήλιο, δεν είχε καμία σημασία, το αποτέλεσμα ήταν το ίδιο. Κανείς δεν θα θρηνούσε για τις ψυχές τους, κανείς δεν θα λυπόταν. Οι ιδιοκτήτες τους θα έσπευδαν να τους αντικαταστήσουν και η ζωή θα συνεχίζονταν σαν να μη συνέβη τίποτα.
Ο Αφέντης κοιμόταν ήσυχος. Δε διέτρεχε κανέναν κίνδυνο. Οι σκλάβοι το μόνο που γνώριζαν ήταν ο φόβος. Δεν θα τολμούσαν ποτέ να κάνουν κάτι που δεν τους είχε διατάξει ο Αφέντης.
Όχι όμως εκείνος. Ένιωθε ακόμα τον πόνο απ’ το μαστίγιο. Κι ήξερε τον φόβο που ένιωθαν όλοι με τα μεταλλικά κολάρα και το μαύρο δέρμα. Υπήρχε όμως μια διαφορά. Ο φόβος είχε γίνει οργή. Και η οργή είχε γίνει μίσος. Και το μίσος θα έπαιρνε μορφή και θα γινόταν πράξη, εκείνη την ίδια νύχτα.
~~
Ο χώρος που κοιμόταν ήταν στο χοιροστάσιο, περίπου μια ώρα με τα πόδια απ’ το σπίτι του Αφέντη. Είχαν περάσει ώρες που η ήλιος έδωσε την θέση του στη σελήνη. Όμως εκείνη την νύχτα δεν κοιμόταν. Ούτε φοβόταν. Ο φόβος είχε γίνει οργή. Και η οργή είχε γίνει μίσος. Σηκώθηκε και πήρε τον δρόμο που οδηγούσε στο μεγάλο σπίτι.
Δεν μπορούσε να καταλάβει τη χρησιμότητα και τον λόγο μιας τόσο μεγάλης κατασκευής που στέγαζε μόνο δύο άτομα. Υπό άλλες συνθήκες ίσως και να είχε νιώσει δέος. Όμως όχι εκείνη τη νύχτα.
Δεν υπήρχε δέος. Υπήρχε μόνο μίσος.
Παραβίασε εύκολα την πόρτα χρησιμοποιώντας τον παλιό σουγιά που κρατούσε κρυμμένο.
Κάποια άλλη μέρα ίσως να ένιωθε θαυμασμό για το μέγεθος των δωματίων ή απορία για τα αντικείμενα που βρίσκονταν εκεί και την χρησιμότητα τους. Ένιωθε μόνο μίσος.
Ανέβηκε τις σκάλες. Εύκολα μπορούσε να καταλάβει ποια ήταν η πόρτα του δωματίου του Αφέντη. Και στον απέναντι τοίχο κρεμασμένο αυτό που χρειαζόταν: η μακρύκανη καραμπίνα. Ο Αφέντης θα μπορούσε να έχει γλυτώσει την ζωή του, αν είχε την καραμπίνα μέσα στο δωμάτιο Του.
Άνοιξε την πόρτα. Ο Αφέντης ξύπνησε από το τρίξιμο κι ανακάθισε στο κρεβάτι Του. Διέκρινε το μεταλλικό κολάρο του και πετάχτηκε όρθιος πιο εξοργισμένος από ποτέ.
“Πώς τολμάς, γομάρι; Θα σε μαστιγώσω μέχρι…”
Τότε είδε τι κρατούσε στα χέρια του.
Εκείνο το βλέμμα. Θα ορκιζόταν ότι ποτέ στην ζωή του δεν είχε δει κάτι πιο απολαυστικό. Άξιζε κάθε μαστίγωμα και κάθε προσβολή που είχε δεχτεί σε όλα τα χρόνια δουλείας. Αν μπορούσε να παγώσει το χρόνο θα τον πάγωνε σε εκείνη τη στιγμή, να κοιτάζει αιώνια το βλέμμα του τρόμου και της ικεσίας στα μάτια του Αφέντη.
Η πρώτη σφαίρα τον βρήκε κατάστηθα, ελάχιστα εκατοστά μακριά από την καρδιά. Ένιωσε ικανοποίηση να διαπερνά κάθε κομμάτι του σώματος του. Ο Αφέντης έπεσε ανάσκελα σφαδάζοντας από τον πόνο, καθώς αίματα πετάγονταν. Η γυναίκα του Αφέντη ούρλιαξε. Την κοίταξε.
“Γιατί όχι;” σκέφτηκε. Όπλισε και την στόχευσε. Εκείνη άρχισε να κλαίει και να παρακαλάει. Το ξανασκέφτηκε. Όχι για τις ικεσίες της. Δεν την γνώριζε. Δεν υπήρχε μίσος. Δεν θα ένιωθε ικανοποίηση.
Αποστρέφοντας τα μάτια του από την γυναίκα του Αφέντη, γύρισε και πλησίασε προς τον Αφέντη, που του απέμεναν λίγα δευτερόλεπτα πριν αφήσει την τελευταία του πνοή. Η δεύτερη σφαίρα τον βρήκε στο κεφάλι, επισπεύδοντας την διαδικασία. Όπλισε ξανά. Πυροβόλησε ξανά. Και ξανά και ξανά μέχρι που άδειασε. Κάθε σφαίρα φυτεμένη σε διαφορετικό σημείο στο σώμα του.
Βγαίνοντας απ’ το δωμάτιο, έριξε μια τελευταία ματιά στην γυναίκα του που είχε κουλουριαστεί στην γωνία του κρεβατιού. Το κλάμα της, τα ουρλιαχτά της και οι ικεσίες της είχαν γίνει ένα πράγμα. Βγήκε από το δωμάτιο. Κατέβηκε τις σκάλες. Βγήκε από το σπίτι του Αφέντη. Πέταξε την καραμπίνα κάτω. Το τέλος είχε έρθει.
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
Το διήγημα έγραψε ο Γιώργος Λαζαρίδης, στο πλαίσιο του Συνεργείου Δημιουργικής Γραφής.