Πόσο να ήταν τότε; Κορίτσι δεκαέξι ετών. Κοπέλα πια. Τότε αρχινούσε η ζωή της. Είχε φύγει από το πρωινό σχολείο στα δεκαπέντε της.
«Και πολύ έκατσες, και πολύ παιδεύτηκες. Τώρα θα έρθεις στη μάντρα να δεις πώς βγαίνει το ψωμί».
Ο πατέρας της είχε μάντρα με οικοδομικά υλικά. Ο λόγος του πατέρα ήταν νόμος, αλλά σε κάθε νόμο βρίσκεις κι ένα παραθυράκι.«Ας πάει Κωνσταντή μου ένα νυχτερινό. Αλλάζουν οι εποχές. Ας παιδευτεί λίγο ακόμα, να ξέρει στις δουλειές που βάζει την τζίφρα της».
Ας είναι, σκέφτηκε ο πατέρας. Αυτός ούτε την τζίφρα του δεν ήξερε να βάζει.
Κι έτσι κι έγινε. Η Μαριώ το πρωί μάντρα, υπογραφές, παραλαβές, απογραφές. Μέχρι το απόγευμα την έκαιγε ο ήλιος στην πλάτη που έμπαινε από το παραθύρι πίσω της. Τα μαλλιά της έγιναν πιο σταχτί, το σβέρκο της κοκκινωπό. Μετά σπίτι, φαϊ, σκάφη και γοργά γοργά στη στάση του λεωφορείου για το νυχτερινό.
Χρόνος για διάβασμα ουδείς. Σφιγγόταν η καρδούλα της μην και τη σήκωνε ο καθηγητής να πει μάθημα. Πριν μπει στο σχολείο έκανε τρεις φορές τον σταυρό της, να τη βγάλει καθαρή κι αυτό το βράδυ χωρίς βέργα. Τον έκανε κι άλλες τρεις φορές, να φτάσει ασφαλής σπίτι. Η μάνα της την περίμενε κάθε βράδυ στη στάση και σταυροκοπιόταν κι αυτή.
Κάθε μέρα τα ίδια και πάλι από την αρχή. Δώστου μάντρα, δώστου σκάφη, δώστου νυχτερινό, δώστου σταυροκόπημα. Εκτός από την Κυριακή που το πρωί είχε το ρεπό της και σκαρφάλωνε στη μηλιά στο σπίτι. Έπαιρνε και προμήθειες, ψωμί με ελιές και χάζευε τα αγόρια στο δρόμο που έπαιζαν βόλους.
Απάνω στη μηλιά τα μαλλιά της γινόντουσαν πιο σταχτιά, το σβερκάκι κοκκινωπό και τα μάγουλα ροδαλά. Μετά φαϊ, σκάφη και σίδερο. Σιδέρωνε με κάρβουνο τα πουκάμισα του πατέρα και η μάνα της καμάρωνε. Ο πατέρας χαιρόταν κι ας έκαμε πρώτο παιδί κορίτσι. Εξάλλου μόνο τις Κυριακές το θυμόταν.
Ο αδερφός της τις Κυριακές έπαιζε βόλους με τα αγόρια της γειτονιάς. Λίγο πριν το μεσημεριανό, γιατί το πρωί τον πήγαινε ο πατέρας σε αλάνες να μάθει να οδηγεί. Δώδεκα χρονών αγοράκι να χύνεται στη θέση του οδηγού, να τεντώνει και τα ακροδάχτυλά του, να πατήσει φρένο, γκάζι, συμπλέκτη του φορτηγού.
Τις άλλες μέρες πήγαινε σχολείο αν και κόντευε κι εκείνου η σειρά. Έκαμε πως έκαμε τα μαθήματά του. Τα βαριόταν τα γράμματα, αλλά ήταν ξύπνιο παιδί. Κούτσα κούτσα την πέρναγε την τάξη. Άρπαζε καμιά καρπαζιά και στο σπίτι και στο σχολείο, γιατί ήταν άτακτος. Μεγάλο ζιζάνιο. Κάποιες καρπαζιές τις γλίτωνε, γιατί ήταν γρήγορος.
«Εγώ θέλω να γίνω δρομέας».
«Μωρέ τράβα να οδηγήσεις κάνα φορτηγό κι άσε το άθλημα».
Η Μαριώ τον έβαζε να κάνει γύρους τον κήπο και μέτραγε τον χρόνο. Ήταν σίφουνας ο Γιωργάκης. Καμία φορά σκόνταφτε και η Μαριώ αγχωνόταν, μέχρι που έσκαγαν κι οι δύο στα γέλια. Τον αγαπούσε κι ας ήταν αγόρι. Τον φρόντιζε, του έκανε κολατσιό και του έδινε γλυκό φιλί στο μάγουλο, όταν κέρδιζε τον χρόνο ή καμία καρπαζιά αν έκανε σκανταλιές, αλλά πάντα με αγάπη.
Κάπως έτσι σαν νερό κυλούσαν οι μέρες τους. Μάντρα, σκάφη, νυχτερινό, σίδερο για τη Μαριώ. Σχολείο, τρέξιμο, βόλοι, φορτηγό για τον Γιωργάκη. Γιώργη πλέον, κοτζάμ παλικαράκι.
Τα Σαββατοκύριακα μετέφερε υλικά με συνοδηγό και βοηθό τον Σοφούλη. Δεκατριών πια ο Γιώργης, σαράντα παρά ο Σοφούλης. Τον είχε βάλει στη δουλειά ο πατέρας, γιατί ήταν έντιμος κι εργατικός άνθρωπος. Είχε όμως αδυναμία στο ποτό, πράγμα που τον έκανε διασκεδαστικό συνοδηγό κι ευφάνταστο συμβουλάτορα.
Φορτηγό, παραλαβή, συμβουλή και πάλι από την αρχή. Δούλευαν σκληρά και πολλές φορές αν είχε πολλή δουλεία και λίγους εργάτες μετέφεραν κι όγκους πέτρες δίπλα στην καρούτα, κοντά στον ασβεστόλακκο.
Στην καρούτα γινόταν όλη η μαγεία. Ήταν μια μεγάλη δεξαμενή σε πλάτος και σε βάθος – χώραγε όρθιος ένας άνθρωπος και κάτι, τόσο βαθιά – βάζανε νερό από το πηγάδι. Μετά με φτυάρια πέταγαν μέσα τις πέτρες κι έβραζε, κόχλαζε ο ασβέστης. Άλλοι εργάτες δεν πλησίαζαν το λάκκο της κολάσεως, άλλοι κοίταζαν με δέος κι άλλοι με ένα μακρόστενο ξύλινο παλούκι ανακάτευαν κι ανακάτευαν.
«Μαριώ, εμείς έχουμε καλούς, τίμιους προμηθευτές. Την βλέπεις την πέτρα, κάτασπρη; Αν οι προμηθευτές μας την έχουν ψήσει καλά βράζει, λιώνει και γίνεται ασβέστης», περηφανευόταν ο πατέρας. Η Μαριώ δεν πολυκαταλάβαινε, δεν την πολυένοιαζε. Ήταν από αυτούς που δεν πλησίαζαν το λάκκο. «Πρόσεξε καλά. Έτσι και δεν λιώνει και μένει πέτρα, τα λεφτά μας πίσω και ξεγράφεις τον προμηθευτή».
Οι δουλειές πήγαιναν καλά. Η Μαριώ πήγαινε στο νυχτερινό. Λεωφορείο και σταυροκόπημα. Σιγά σιγά έφτασαν στη μάντρα τα προξενιά. Τόσοι άντρες μπαινόβγαιναν και δεν μπορεί, πρόσεχαν τα σταχτί μαλλιά και τα ροδαλά της μάγουλα.
«Κωνσταντή μου, έναν καλό γαμπρό με δουλειά να βρούμε στην κορούλα μας, να νοικοκυρευτεί. Τι θέλεις; Να μας μείνει στο ράφι;».
«Όχι ακόμα γυναίκα, θέλω βοήθεια στη δουλεία. Δεκαεπτά χρονών κοράσι είναι, έχει ακόμα για να γίνει μπαμπόγρια», απαντούσε ο πατέρας και θυμόταν ότι η Μαριώ ήταν γυναίκα. Ας είχε κάνει δύο αγόρια, να είχε κι άλλο φορτηγό, να δούλευε κι άλλη καρούτα, να έκανε περισσότερο ασβέστη.
~~{}~~
«Μαριώ, άντε να πεις στον αδερφό του να ξεκινήσει, μπας και παραλάβει στην ώρα του. Ο Σοφούλης δεν θα έρθει σήμερα, είναι στουπί.»
«Πατέρα, είσαι σίγουρος; Ο Γιώργης μας δεν έχει πάει για παραλαβή μόνος. Παλικαράκι δεκατριών χρονών, ας περιμένει ο προμηθευτής.»
«Ο Γιώργης είναι δεκατριών χρονών παλίκαρος. Δεν έχει ανάγκη, αλλά εμείς έχουμε ανάγκη τον ασβέστη.»
Σταυροκοπήθηκε τρεις φορές η Μαριώ και τον έστειλε. Ο λόγος του πατέρα ήταν νόμος, αλλά σε κάθε νόμο βρίσκεις κι ένα παραθυράκι. Ο Γιώργης πήγε, αλλά δεν γύρισε, ούτε αυτός ούτε ο ασβέστης. Δεν μπορούσε να γυρίσει. Πώς θα μπορούσε να γυρίσει; Πού να το ξερε η Μαριώ.
Ο Γιώργης μπερδεύτηκε κι αντί να πάει στην άλλη παραλαβή, πήγε στον άλλο κόσμο.
Να πήγε τρέχοντας; Να έσπασε το χρόνο; Όλα τα άλλα τα έσπασε από τη σύγκρουση στη διασταύρωση. Οδηγούσε γρήγορα, αλλά δεν ήταν τόσο γρήγορος να δει το αμάξι και να φρενάρει εγκαίρως. Φρέναρε απότομα κι απότομα πετάχτηκε μέτρα μακριά, χάμω στην άσφαλτο.
~~
Η ζωή σταμάτησε, ο χρόνος σταμάτησε, η δουλειά έπρεπε να συνεχιστεί. Την Κυριακή η Μαριώ δεν ανέβηκε στη μηλιά, δεν έφαγε ψωμί με ελιές. Ο σβέρκος της δεν κοκκίνισε, τα σταχτί μαλλιά της δεν φωτίστηκαν. Τα μάγουλά της έχασαν το ροδαλό τους χρώμα. Κομμένη από εδώ και πέρα η μηλιά, κομμένοι κι οι βόλοι. Έτσι κι άκουγε τα παλιόπαιδα να παίζουν θα τα πετροβολούσε κι όποιον πάρει ο χάρος. Το δικό της το παλιόπαιδο το είχε πάρει ήδη.
Δεν σιδέρωσε. Δεν είχε το δικαίωμα να είναι πια κορίτσι. Ας πήγαινε ο πατέρας με τσαλακωμένο πουκάμισο στη δουλειά. Ο πατέρας δεν ήταν σπίτι. Είχε φύγει να πάει αλλού να μεθύσει, να πενθήσει το παλικάρι του το μονάκριβο, να σιχτιρίσει τη δουλειά και τον ασβέστη. Η μάνα της είχε αρχίσει μοιρολόι που δεν θα τελείωνε. Είχε ντυθεί σαν το κάρβουνο κι έκαιγε.
Η Μαριώ δεν ήθελε να κάτσει στο σπίτι. Ήθελε να τρέξει να σπάσει το χρόνο για τον Γιωργάκη, για το μικρό αδερφό της. Έτσι κι έκανε. Στη διαδρομή σιωπή. Άκουγες μόνο τα χαλίκια να τρίβονται κάτω από τα πόδια της και την ανάσα της κοφτή σαν χαλασμένη εξάτμιση αυτοκινήτου. Μόνο μια διαδρομή ήξερε κι έναν προορισμό. Από εδώ και πέρα κομμένες οι άλλες διαδρομές, κομμένα τα λεωφορεία και τα νυχτερινά. Κομμένα και τα προξενιά και τα όνειρα. Δεν είχε το δικαίωμα να είναι πια γυναίκα. Από βδομάδα θα έπιανε τιμόνι κι όποιον πάρει ο χάρος. Το δικό της το παλιόπαιδο το είχε πάρει ήδη.
Ένιωθε τα πόδια της να τρέμουν, την ανάσα της να την εγκαταλείπει, αλλά δεν σταμάταγε. Ήταν Κυριακή, δεν θα ήταν κανείς εκεί. Θα ήταν μόνη κι επιτέλους θα μπορούσε να κλάψει, θα μπορούσε να είναι κορίτσι, γυναίκα κι αδερφή.
Σαν να την είχε καταλάβει μανία, σαν να την κυνηγούσαν δαίμονες, έτρεχε πιο γρήγορα κι από τον Γιωργάκη. Τότε άρχισε να κλαίει. Δάκρυα κυλούσαν στο πρόσωπό της για τον αδερφό της και τις ματωμένες της πατούσες.
Μόνο όταν έφτασε σταμάτησε. Γιατί τον είδε εκεί, ένα κόκκινο ερείπιο που έζεχνε μεθύσι. Η δουλειά έπρεπε να συνεχιστεί κι ο Σοφούλης ήταν εκεί, στην καρούτα κι ανακάτευε τρεκλίζοντας τον ασβέστη. Ήταν από καλό προμηθευτή, γιατί είχε λιώσει. Δεν την πήρε χαμπάρι, παρά μόνο όταν στάθηκε δίπλα του. «Μαριώ», αναστέναξε και συνέχισε να ανακατεύει, γιατί η δουλεία έπρεπε να συνεχιστεί.
Εκείνη είχε σταματήσει να κλαίει και οι δαίμονες την είχαν προφτάσει. Σαν κάποιος να την κυρίευσε. Τα πόδια της έτρεμαν, αλλά έκανε άλλο ένα βήμα, άπλωσε τα χέρια της και έσπρωξε τον μέθυσο κακομοίρη στο λάκκο της κολάσεως. Εκείνος ούρλιαζε. Κοκκίνιζε, μαύριζε κι έσκαγε το δέρμα του. Έκανε να βγει αλλά άπαξ και μπεις στην κόλαση, δεν υπάρχει επιστροφή. Καίγεσαι ζωντανός. Εκείνη τον κοίταζε μέχρι που κάηκε. Και τότε ήταν μόνη και θυμήθηκε ότι ήταν κορίτσι κι έκλαψε για τον Γιωργάκη και για τη ζωή της που σταμάτησε. Σταυροκοπήθηκε τρεις φορές από συνήθεια.
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
Το διήγημα έγραψε η Βασιλεία Ζέρβα, στο πλαίσιο του Συνεργείου Δημιουργικής Γραφής. Από τους Συνεργούς ζητήθηκε να κάνουν έναν φόνο (μυθοπλαστικό).