Ματίλντα, ένα θηλυκό νέας κοπής

0
691

Αυτή η εικόνα δεν έχει ιδιότητα alt. Το όνομα του αρχείου είναι 3-only-lovers-left-alive.png

Is there anybody going to listen to my story, all about the girl who came to stay?’
Girl, The Beatles

‘I get a taste of blood in my mouth when you’re near, a feeling that’s too painful to bear.’
Taste of blood, Archive

‘Give me a reason to be… Α woman. I just wanna be a woman.’
Glorybox, Portishead

‘An old man dies, a little girl lives. Fair trade.’
Sin City, Frank Miller

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

Της άνοιξε φορώντας ένα σκούρο μπλε μπουρνούζι κι ένα χαμόγελο αρσενικού παλιάς κοπής.

«Γεια σου, η Ματίλντα;»

Σιωπή.

«Η Ματίλντα Σαρρή, έτσι;»

«Μάλιστα,  Ματίλντα Σαρρή» αποκρίθηκε η Σοφία και μια γεύση αίματος της γρατζούνισε τον ουρανίσκο και κόντεψε να την πνίξει.

«Μπορείς να με λες Πέτρο. Ή μάλλον, το απαιτώ. Βλέπεις, στην καλλιτεχνική αρένα η εγγύτητα είναι το μόνο μας όπλο ενάντια στα θηρία. Ε…με συγχωρείς για…αυτό», έδειξε το μπουρνούζι με μια χορευτική κίνηση του δεξιού του χεριού και μια προσποιητή έκφραση συστολής στο κρεμασμένο του πρόσωπο. «Είχα μόλις ένα τέταρτο από την προηγούμενη οντισιόν και ίσα που πρόλαβα να κάνω ένα γρήγορο μπάνιο… Έλα πέρασε στο σαλόνι.»

Στο δωδέκατο βήμα η Σοφία άκουσε την πόρτα να κλειδώνει πίσω της. Μνήμες της φρίκης ξεπήδησαν από το τραυματισμένο της κορμί και κόντεψαν να την κατασπαράξουν. Ίσως ήταν τα βλάχικά της άντερα που απορρόφησαν τους ψυχικούς κραδασμούς , ίσως η κληρονομιά της αποφασιστικότητας των προγόνων της που στέριωσαν σε τόπους που δεν φυτρώνει το στάρι. Ίσως πάλι και να ήταν από αυτές τις στιγμές που ο άνθρωπος περνάει το κατώφλι του υλικού κόσμου και γίνεται άτρωτος, σαν τον Κλαρκ Κεντ όταν βγάζει το γελοίο ανθρώπινο κοστούμι του και γίνεται ο Σούπερμαν. Η Σοφία δεν είχε πάει εκεί να πεθάνει για δεύτερη φορά.

«Δεν θέλω να σε ανησυχήσω. Κλειδώνω γιατί αλλιώς νιώθω εκτεθειμένος. Δεν μπορώ να το εξηγήσω. Είναι μια καλλιτεχνική ανασφάλεια που κουβαλάω από παιδί.»

Χωρίς να πάρει το βλέμμα του από πάνω της σύρθηκε προς τον καναπέ ακουμπώντας το χέρι του δίπλα και κάνοντάς της νόημα να καθίσει. Το πρόσωπό του είχε παραμορφωθεί όπως ενός πεινασμένου bulldog που μυρίζει το ωμό κρέας απ’ την άλλη μεριά του συρματοπλέγματος.

«Θα ήθελα λίγο κρασί. Κόκκινο. Έχεις;»
«Κρασί, ε Ματίλντα; Κάτι μου λέει ότι θα ταιριάξουμε εμείς οι δύο.»

Έφυγε για την κουζίνα κι επέστρεψε μ’ ένα μπουκάλι κρασί και δύο μεγάλα ποτήρια. Τα γέμισε.

«Συγγνώμη… Μήπως θα μπορούσες να φέρεις και λίγο πάγο;»

Περίμενε μέχρι η φιγούρα του να χαθεί στο διάδρομο. Έπειτα με γρήγορες κι αποφασιστικές κινήσεις έβγαλε απ’ την τσάντα της την θήκη των φακών επαφής κι άδειασε το περιεχόμενο στο ένα ποτήρι. Πήρε το άλλο στο χέρι της.

«Όπως είχε πει και ο Τσέχωφ οι άνθρωποι πρέπει να είναι όμορφοι με κάθε τρόπο» είπε αυτός επιστρέφοντας στο σαλόνι. Κάθισε κοντά της. Πολύ κοντά της. «Όμορφοι στα πρόσωπά τους, στον τρόπο που ντύνονται, στις σκέψεις τους και στον ενδόμυχο εαυτό τους».

Άπλωσε το χέρι του και άρχισε να την χαϊδεύει στο σβέρκο γύρω απ’ το τατουάζ. Η κοκκινόμαυρη νεράιδα από μελάνι έβγαλε μια κραυγή αγωνίας που δεν την άκουσε κανένας πέρα από τη Σοφία.

«Ξέρεις Ματίλντα, ένας ηθοποιός πρέπει να μπορεί να ανταπεξέλθει σε ακραίες καταστάσεις, να κάνει πράγματα παράλογα αν χρειαστεί, να δοκιμάζει τα όριά του. Να εκτίθεται ψυχή τε και σώματι. Η τέχνη είναι υπέρβαση του ανθρώπινου.»

Η Σοφία που είχε σταματήσει να ακούει τη φωνή του ύψωσε το ποτήρι της και τσούγκρισαν. Άσπρο πάτο.

«Έχω διαλέξει μονόπρακτο».

Χωρίς να περιμένει απόκριση έβγαλε -ποιος ξέρει γιατί- τα κόκκινα,  ασορτί με την περούκα, σταράκια της και προχώρησε ως το χαλί στο κέντρο του σαλονιού. Καθάρισε τη φωνή της. Και μαζί τη σκουριά που μένει στον οισοφάγο όταν ένα παιδικό στομάχι γεμίσει με στιγμές που δεν μπορεί ούτε να χωνέψει ούτε να ξεράσει.

«Σώπα, μη μιλάς, είναι ντροπή
κόψ’ τη φωνή σου
σώπασε επιτέλους
κι αν ο λόγος είναι αργυρός
η σιωπή είναι χρυσός.
Τα πρώτα λόγια που άκουσα από παιδί
έκλαιγα, γέλαγα, έπαιζα μου λέγανε:
σώπα…»

Το δηλητήριο είχε αρχίσει να επιδρά. Ο άντρας γλίστρησε από τον καναπέ και προσγειώθηκε στα δύο του γόνατα. Την κοίταξε όπως κοιτάζει ένα ζωντανό τον φροντιστή και δήμιο του, τη στιγμή της σφαγής.

«Μωρή καργιόλα τι—»

«Σοφία. Τ’ όνομά μου είναι Σοφία.». Έβγαλε την φθηνιάρικη, πουτανί περούκα και τα πυρόξανθα μαλλιά της, ολοκληρώνοντας μια ημικυκλική ταλάντωση σκέπασαν τη ζωγραφιστή νεράιδα, σα να ήθελαν να διαφυλάξουν την αθωότητά της από τις εικόνες που θα ακολουθούσαν.

Τα μάτια της Σοφίας -άλλοτε σκούρα πράσινα κι άλλοτε μελιά- είχαν τώρα μια απόχρωση χρυσαφί.

«Σοφία Μαυρομαρά. Με θυμάσαι; Όχι; Έχουν περάσει δεκάξι χρόνια κι ένας θεός ξέρει πόσες ακόμα ψυχές από τα βρωμερά σου χέρια. Καλλιτεχνικό λύκειο Ιωαννίνων. Γυάλινος Κόσμος, ήμουν η Λώρα. Εσύ πρώτη σειρά, επίσημος μεταξύ επισήμων. Διευθυντής σπουδών στο Κρατικό Θέατρο Βορείου Ελλάδος. Μου είχες πει ότι έχω το καλλιτεχνικό άστρο που εμφανίζεται στη γη μία φορά στα εκατό χρόνια και πως δεν θα μπορούσες να το συγχωρήσεις ποτέ στον εαυτό σου αν με άφηνες να φύγω. Μια βδομάδα αργότερα ανέβηκα στη Σαλονίκη με δικιά σου εισήγηση για υποτροφία. Όταν γύρισα σπίτι η μάνα μου αντίκρυσε ένα κουφάρι. Της είπα ότι ήταν η οντισιόν που με είχε διαλύσει και έμεινα στο κρεβάτι για 3 μέρες. Η ντροπή, η ενοχή, ο πόνος κράτησαν το στόμα μου κλειστό. Το δικό μου, της Δήμητρας, της Αλέξιας, του Χρηστάκου… Αλλά οι γυάλινοι κόσμοι είναι για να σπάνε. Και η ζωή πολύ μικρή για τη ζήσουμε σαν Λώρες.»

Τα μάτια του είχαν πρηστεί και οι πρώτοι σπασμοί τον έκαναν να χάσει την ισορροπία του και να γίνει ένα με το πάτωμα.

«…Για να είμαι τουλάχιστον σωστή στα σχέδια και στα όνειρά μου ανάμεσα σε λυγμούς και σε παροξυσμούς κρατώ τη γλώσσα μου»

 Η γλώσσα του κρεμόταν από το στόμα σαν κορμί μέθυσου σε χειρολαβή νυχτερινού λεωφορείου

«γιατί νομίζω πως θα ‘ρθει η στιγμή που δεν θα αντέξω
και θα ξεσπάσω και δεν θα φοβηθώ και θα ελπίζω»

 Ένα ποτάμι από αίμα και χολή διέσχιζε το διογκωμένο του λαρύγγι

«και κάθε στιγμή το λαρύγγι μου θα γεμίζω με ένα φθόγγο , με έναν ψίθυρο , με ένα τραύλισμα , με μια κραυγή που θα μου λέει: ΜΙΛΑ!»

Ο άντρας δεν άκουσε ποτέ αυτή την κραυγή. Λίγο αργότερα η τελευταία του ανάσα, μαζί με το κρίμα της Σοφίας, θα έβρισκαν άνοιγμα να φύγουν. 

~~{}~~

Η Σοφία κάθισε ανακούρκουδα στο χαλί κοιτάζοντας έξω και ζήτησε απ’ τη νύχτα να μείνει εκεί για όσο χρειαζόταν. Έκλεισε τα μάτια της κι άκουσε τον George Harrison να της τραγουδάει σαν να τον άκουγε για πρώτη φορά.

Little darling, it’s been a long cold lonely winter

Άρχισε να κλαίει. Στην αρχή χωρίς δάκρυα, μετά με λυγμούς. Ένας ακίνητος παρατηρητής θα μετρούσε 45 λεπτά στο ρολόι του μέχρι και το τελευταίο της δάκρυ. Η Σοφία, κινούμενη με την ταχύτητα των αναμνήσεων έκλαψε για 16 ολόκληρα χρόνια.

 Little darling, it feels like years since it’s been here

Όταν τα μάτια δεν μπορούσαν πια να ανταποκριθούν στο ιερό τους καθήκον κατέβασαν τα ρολά και ανέλαβε το βασίλειο της σεξουαλικότητας. Η Σοφία ένιωσε υγρή για πρώτη φορά. Έβαλε το χέρι της μέσα από το τζιν. 

Here comes the sun, doo da doo doo 

Έκανε έρωτα με όλους τους άντρες και τις γυναίκες της ζωής της, της περασμένης και της επόμενης. Μόνο που τώρα ήταν κι αυτή εκεί, ολόκληρη, χωρίς πόνο. Έκανε τον έρωτα δικό της μέχρι που η καυτή, γλυκόξινη λάβα του κοιμώμενου ηφαιστείου ανάμεσα στα πόδια της πλημμύρισε το σπίτι καταπίνοντας το αίμα του αρσενικού πτώματος και εξαφανίζοντας κάθε οσμή θανάτου.

Here comes the sun, and I say it’s all right 

~~{}~~

Το ξημέρωμα την βρήκε στην ίδια ακριβώς θέση, να κοιμάται γαλήνια σε εμβριακή στάση με τον ένα αντίχειρα βουτηγμένο στο στόμα και τον άλλο στο νεογέννητο αιδοίο της.

Το σπίτι της τραγωδίας, νεκροτομείο και μαιευτήριο μαζί, μύριζε όπως η θάλασσα τις αλκυονίδες νύχτες.

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

Το κείμενο έγραψε ο Χάρης Χ, στο πλαίσιο του Συνεργείου Δημιουργικής Γραφής. Μπορεί να διαβάσετε κι άλλες Murder Ballads εδώ

https://sanejoker.info/category/murder-ballads

Το ποίημα του οποίου αποσπάσματα απαγγέλει η Σοφία είναι το «Σώπα» του τούρκου συγγραφέα Αζίζ Νεσίν.

“Σώπα, μη μιλάς, είναι ντροπή
κοψ’ τη φωνή σου, σώπασε
κι επιτέλους
αν ο λόγος είναι άργυρος
η σιωπή είναι χρυσός.

Τα πρώτα λόγια, οι πρώτες λέξεις
που άκουσα από παιδί
έκλαιγα, γέλαγα, έπαιζα
μου έλεγαν: «Σώπα».

Στο σχολείο μου έκρυψαν την αλήθεια τη μισή
και μου έλεγαν: «Εσένα τι σε νοιάζει; Σώπα!»
Με φιλούσε το πρώτο αγόρι
που ερωτεύτηκα και μου έλεγε:
«Κοίτα, μην πεις τίποτα, και σώπα!».

Κοψ’ τη φωνή σου, μη μιλάς, σώπαινε.
Κι αυτό βάστηξε μέχρι τα είκοσί μου χρόνια.
Ο λόγος του μεγάλου, η σιωπή του μικρού.

Έβλεπα αίματα στα πεζοδρόμια
«Τι σε νοιάζει, μου έλεγαν,
θα βρεις το μπελά σου, τσιμουδιά, σώπα».
Αργότερα φώναζαν οι προϊστάμενοι:
«Μη χώνεις τη μύτη σου παντού,
κάνε πως δεν καταλαβαίνεις και σώπα».

Παντρεύτηκα κι έκανα παιδιά και τα έμαθα να σωπαίνουν.
Ο άντρας μου ήταν τίμιος κι εργατικός
κι ήξερε να σωπαίνει.
Είχε μάνα συνετή που του έλεγε «σώπα».
Στα χρόνια τα δίσεχτα οι γείτονες με συμβούλευαν:
«Μην ανακατεύεσαι, πες πως δεν είδες τίποτα και σώπα».
Μπορεί να μην είχαμε με δαύτους γνωριμία ζηλευτή
μας ένωνε όμως το «σώπα».

Σώπα ο ένας, σώπα ο άλλος, σώπα οι επάνω, σώπα οι κάτω,
σώπα όλη η πολυκατοικία και όλο το τετράγωνο.
Σώπα οι δρόμοι οι κάθετοι κι οι δρόμοι οι παράλληλοι.
Κατάπιαμε τη γλώσσα μας.
Στόμα έχουμε και μιλιά δεν έχουμε.
Φτιάξαμε το σύλλογο του «σώπα»,
και μαζευτήκαμε πολλοί,
μια πολιτεία ολόκληρη, μια δύναμη μεγάλη
αλλά μουγκή!
Πετύχαμε πολλά και φτάσαμε ψηλά, μας δώσανε και παράσημα
κι όλα πολύ εύκολα, μόνο με το «σώπα».
Μεγάλη τέχνη αυτό το «σώπα».
Μάθε το στα παιδιά σου, στη γυναίκα σου και στην πεθερά σου
κι αν νιώθεις την ανάγκη να μιλήσεις, ξερίζωσε τη γλώσσα σου
και καν’ την να σωπάσει.
Κοψ’ τη σύρριζα.
Πέταξε την στα σκυλιά.
Το μόνο άχρηστο όργανο απ’ τη στιγμή
που δεν το μεταχειρίζεσαι σωστά.
Δεν θα έχεις έτσι εφιάλτες, τύψεις κι αμφιβολίες.
Δεν θα ντρέπεσαι τα παιδιά σου
και θα γλιτώσεις απ’ το βραχνά
να μιλάς χωρίς να μιλάς
να λες «έχετε δίκιο, είμαι με σας».

Αχ, πόσο θα ήθελα να μιλήσω ο κερατάς
και δεν θα μιλάς,
θα γίνεις φαφλατάς,
θα σαλιαρίζεις αντί να μιλάς.
Κόψε τη γλώσσα σου, κοψ’ την αμέσως.
Δεν έχεις περιθώρια. Γίνε μουγκός.
Αφού δε θα μιλήσεις, καλύτερα να το τολμήσεις
κόψε τη γλώσσα σου.

Για να είσαι τουλάχιστον σωστός
στα σχέδια και τα όνειρά μου
ανάμεσα σε λυγμούς και παροξυσμούς
κρατώ τη γλώσσα μου
γιατί νομίζω πως θα έρθει η στιγμή
που δε θ’ αντέξω
και θα ξεσπάσω
και δε θα φοβηθώ
και θα ελπίζω
και κάθε στιγμή το λαρύγγι μου θα γεμίζω
μ’ έναν φθόγγο
μ’ ένα τραύλισμα
με μια κραυγή
που θα μου λέει:
ΜΙΛΑ!”

Η φωτογραφία είναι από την ταινία «Only lovers left alive» (Jim Jarmusch, 2013)