Ήταν μία Δευτέρα σαν και όλες τις άλλες, με τη μόνη διαφορά ότι την προηγούμενη νύχτα πέθανε ο πατέρας του Ανδρέα.
Τον βρήκε το πρωί στο κρεβάτι, ήρεμο και λευκό, σαν να κοιμόταν απλά. Δεν ήξερε τι έπρεπε να νιώσει εκείνη τη στιγμή, οπότε απλά πήγε στην κουζίνα και έφτιαξε καφέ. Κάτι τον ενοχλούσε όμως, οπότε γύρισε ξανά στο δωμάτιο και του σκέπασε το κεφάλι με ένα σεντόνι. Τον τρόμαζε η ιδέα του να κείτεται απλά εκεί απροστάτευτος.
Περίμενε να πάει εννιά η ώρα και πήρε τηλέφωνο στο Γραφείο. Το σήκωσε μία πολύ γλυκιά και φιλική κοπέλα, που τον συλλυπήθηκε και του είπε ότι το αυτοκίνητο θα φτάσει σε μία ώρα περίπου να πάρει τον πατέρα του και η τελετή θα μπορούσε να γίνει δύο – τρεις μέρες μετά, ανάλογα τον φόρτο εργασίας.
Όλα έγιναν όπως τα είπε, ήρθαν πήραν τον πατέρα του, τους έδωσε ο Ανδρέας και τα στοιχεία του δικηγόρου που είχε την διαθήκη του και περίμενε. Τον κάλεσε η ίδια κοπέλα τρεις μέρες μετά για να του πει ότι όλα είναι έτοιμα.
Μόλις έφτασε στο γραφείο σκέφτηκε ότι δεν ήξερε τι θα αντικρίσει, σίγουρα του έλειπε πολύ ο πατέρας του, αλλά από την άλλη δεν ήθελε να δει κάτι που θα χαλούσε την τελευταία εικόνα που είχε στο μυαλό του για αυτόν. Κι ας μην ήταν η καλύτερη. Την μητέρα του δεν την γνώρισε ποτέ και ο πατέρας του δεν την ανέφερε ποτέ, οπότε ήταν ο πρώτος άνθρωπος που έχανε και ήταν μέλος της οικογένειάς του, δεν είχε ξαναβιώσει κάτι τέτοιο από τόσο κοντά. Είχε ακούσει πολλές περίεργες ιστορίες για άλλους, ο καθένας βέβαια ήταν ελεύθερος να κάνει την επιλογή του.
Η κοπέλα στην ρεσεψιόν τον καλημέρισε και τον οδήγησε σε μία ξεχωριστή αίθουσα όπου γινόταν η τελετή. Έκατσε στην μοναδική καρέκλα και περίμενε. Όταν ύστερα από λίγο άνοιξε ξανά η πόρτα μπήκε μία άλλη κοπέλα και του ανακοίνωσε ότι ο πατέρας του είχε διαλέξει να περάσει τη δεύτερη ευκαιρία του σαν αφρικάνικος γκρι παπαγάλος.
Η αλήθεια είναι ότι του έφυγε ένα βάρος, δεν ήξερε τι να περιμένει, κυρίως γιατί δεν ήξερε πολλά για τον πατέρα του. Για πολλά χρόνια ήταν απομακρυσμένοι, όταν όμως αρρώστησε και χρειάστηκε βοήθεια ο Ανδρέας γύρισε σπίτι. Ήταν άνθρωπος κλειστός, βαρύς και λιγομίλητος, έτσι τον θυμόταν από παιδί, όσο ο Ανδρέας περνούσε τον περισσότερο χρόνο με τη γιαγιά του. Αν έπρεπε να μαντέψει, μάλλον χελώνα θα τον έκανε. Του φάνηκε πολύ περίεργο που διάλεξε ένα ομιλητικό πουλί.
Η κοπέλα του έδωσε έναν μεγάλο φάκελο με αναλυτικές οδηγίες για την φροντίδα και τη διατροφή του αφρικάνικου παπαγάλου και ύστερα αποχώρησε για να επιστρέψει ύστερα από λίγο με τον πατέρα του σε ένα κλουβί καλυμμένο με ένα πράσινο πανί. Του εξήγησε ότι καλό είναι να μην βγάλει το πανί μέχρι να φτάσουν στο σπίτι, γιατί θα γινόταν νευρικός.
Ο Ανδρέας σκέφτηκε ότι ο πατέρας του ήταν έτσι κι αλλιώς πάντα πολύ νευρικός, οπότε μάλλον αυτός θα ήταν ο πιο νευρικός παπαγάλος που έχει υπάρξει ποτέ, κάτι που του φάνηκε αστείο και γέλασε καθώς τον έβαζε στο πίσω κάθισμα του αμαξιού.
Όσο οδηγούσε προς το σπίτι του σκεφτόταν ότι ήταν τυχερός, εάν έκρινε από το πόσο δύσκολη του είχε κάνει τη ζωή ο πατέρας του μέχρι τώρα. Ένας παπαγάλος ήταν κάτι διαχειρίσιμο. Φαγητό, νερό, καθάρισμα στο κλουβί μία στο τόσο και όλα θα πήγαιναν καλά.
Είχε ακούσει πολύ περίεργες ιστορίες, άλλοι διάλεγαν άγρια ζώα και άλλoι αηδιαστικά. Είχε ακούσει για έναν γνωστό του πατέρα του που είχε γίνει ασβός, τον λες και δύσκολο συγκάτοικο. Υπήρχαν πάντα τα Πάρκα Άγριας Δεύτερης Ζωής αλλά πολύ λίγοι άφηναν τους δικούς τους να καταλήξουν εκεί, ήταν κάτι σαν κοινωνικό στίγμα. Κάποιες φορές είχαν κυκλοφορήσει ιστορίες για Ζώα Δεύτερης Ευκαιρίας που είχαν επιτεθεί στους δικούς τους, αλλά ήταν μόνο φήμες και, πραγματικά, κανείς δεν ήταν σίγουρος αν ήταν το ένστικτο του ζώου ή τα απωθημένα του ανθρώπου που γεννούσαν αυτή την επιθετικότητα. Ο Ανδρέας πάντως δεν είχε τίποτα να φοβηθεί από τον παπαγάλο, το πολύ πολύ να έτρωγε κάνα δάγκωμα.
Μόλις πήγε σπίτι και έβγαλε το πανί σκέφτηκε ότι ήταν ένας πολύ όμορφος παπαγάλος, με γυαλιστερά γκρι φτερά και ένα μαύρο λοφίο. Έσκυψε κοντά στο κλουβί, τον κοίταξε κατάματα και αναρωτήθηκε αν πρέπει να του θυμίζει κάτι από τον πατέρα του. Όσο κι αν έψαξε όμως δεν βρήκε κάτι, αν του είχαν δώσει κάποιον άλλο και όχι τον πατέρα του κατά λάθος μάλλον δεν θα το καταλάβαινε.
Άνοιξε τον φάκελο με τις οδηγίες και άρχισε να διαβάζει. Αυτός το είδος μπορούσε να μάθει μέχρι και χίλιες λέξεις. Γέλασε μόλις το διάβασε, γιατί σκέφτηκε ότι ο πατέρας του όσο ζούσε δεν χρησιμοποιούσε πάνω από εκατό και τώρα είχε διαλέξει ένα ζώο που μπορούσε να μάθει μέχρι χίλιες.
Δεν ήξερε που να τον βάλει όμως, να τον άφηνε στο σαλόνι ή μήπως ήταν καλύτερα να τον βάλει στο δωμάτιό του. Μπορεί να θυμόταν το χώρο και να ένιωθε πιο άνετα. Πρώτα από όλα έπρεπε να φέρει τροφή. Σηκώθηκε, ντύθηκε, κοίταξε άλλη μία φορά τον παπαγάλο, σαν να περίμενε να του ζητήσει να πάρει κι ένα πακέτο τσιγάρα από την μάρκα που κάπνιζε τριάντα χρόνια, και όταν είδε ότι δεν θα του ζητούσε τίποτα, βγήκε έξω.
Όταν γύρισε βρήκε το κλουβί κάτω και τον παπαγάλο έξαλλο να χτυπιέται στα κάγκελα. Τρόμαξε και αυθόρμητα άνοιξε το πορτάκι του κλουβιού, πριν σκεφτεί αν όλα τα παράθυρα είναι ανοιχτά. Ευτυχώς τα είχε κλείσει από το πρωί, οπότε ο παπαγάλος αφού έκανε ένα γύρο όλο το σπίτι, πήγε κι έκατσε ψηλά, πάνω από τα ντουλάπια της κουζίνας.
Ο Ανδρέας του έβαλε φαγητό και νερό και έκατσε στο τραπέζι. Συνέχισε να διαβάζει τον φάκελο. Οι παπαγάλοι αυτού του είδους ζούσαν περίπου είκοσι χρόνια. Ευτυχώς, σκέφτηκε αυθόρμητα. Δεν ήξερε τι γίνεται στην περίπτωση που θα πέθαινε αυτός πριν το Ζώο Δεύτερης Ευκαιρίας του πατέρα του. Ίσως τότε να έπρεπε να πάει σε ένα από τα Πάρκα.
Τότε συνειδητοποίησε ότι ο ίδιος δεν είχε διαλέξει ακόμα το δικό του Ζώο Δεύτερης Ευκαιρίας, αλλά δεν ήξερε κι αν είχε νόημα να το σκεφτεί από τώρα. Ήταν μόνος του σχεδόν όλη του τη ζωή και τώρα που ο πατέρας του έγινε παπαγάλος, ένιωθε ακόμα πιο μόνος. Μάλλον θα κατέληγε σε κάποιο από τα Πάρκα, αν υπήρχαν ακόμα μέχρι τότε.
Δεν είχε και καμία σημασία τελικά, όσο κοίταζε τον παπαγάλο τόσο σκεφτόταν ότι δεν του θύμιζε σε τίποτα τον πατέρα του. Εκτός ίσως από τον τρόπο που τον αγνοούσε επιδεικτικά καθώς καθάριζε τα φτέρα του εκεί ψηλά, πάνω στο ντουλάπι.
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
Το διήγημα έγραψε ο Κωνσταντίνος Κυριάκος, στο πλαίσιο του Συνεργείου Δημιουργικής Γραφής, σαν μια άσκηση πάνω στο μαγικό ρεαλισμό.