Η Δούκισσα της Πλακεντίας – Το καστέλο με τις ροδοδάφνες

0
698

Αυτή η εικόνα δεν έχει ιδιότητα alt. Το όνομα του αρχείου είναι 2-1024x554.jpgΞημερώματα Σαββάτου.

Καθισμένη στον καναπέ, με τα μάτια καρφωμένα μπροστά, προσπαθεί να εξιχνιάσει αυτό το απροσδιόριστο κενό στο σημείο που θα έπρεπε να είναι ο εγκέφαλός της.

Αυτός δεν είναι το κέντρο της ύπαρξής μας; Από κει δεν δίνονται όλες οι εντολές και ξεκινούν όλες οι ηλεκτροχημικές διεργασίες που λαμβάνουν χώρα στο σώμα μας; Ζωτικές, αλλά και ανώτερες λειτουργίες, αυτός δεν είναι το μεγάλο αφεντικό;

Η ψυχή; Όχι;

Ένιωθε πάντα μεγάλη σιγουριά γνωρίζοντας ότι το κέντρο ελέγχου της βρίσκεται σαφώς στον εγκέφαλό της.

Μα όλα αυτά μέχρι χτες. Σήμερα στη θέση αυτή το κενό.

Την λένε Άννα. Μα δεν ξέρει πια πώς είναι να είναι η Άννα.

~~{}~~

 

Όλα ξεκίνησαν δύο μήνες πριν. Η Άννα βρήκε επιτέλους δουλειά πάνω στο αντικείμενό της. Εξάμηνη σύμβαση στο Πνευματικό Κέντρο του Δήμου Πεντέλης, με αόριστες ελπίδες για μονιμοποίηση. Ειδικότητα: Βιβλιοθηκάριος.

Εργασιακή εμπειρία: Υπάλληλος σε video club, μελέτη σε παιδιά δημοτικού, σερβιτόρα (με συστάσεις). Το μέλλον της έμοιαζε ζοφερό, μέχρι που βρέθηκε, εντελώς συμπτωματικά, ένας παιδικός φίλος του πατέρα της με καλή θέση στον δήμο και τα κανόνισε.

«Καλή φάση», σκεφτόταν. «Δεν ξέρω καθόλου τι θα γίνει μετά το εξάμηνο, αλλά μέχρι τότε ποιος ζει και ποιος πεθαίνει… Αυτό να θυμηθώ να το πω στην καθαρίστρια, προληπτική, όσο δεν παίρνει κι αλαφροϊσκιωτη».

«Μη λες τέτοια λόγια κοπέλα μου. Μπορεί να’ ναι ανοιχτοί οι ουρανοί», θα της έλεγε.

Η Άννα τη δουλειά της την αγαπούσε κι άσχετα από τις συνθήκες, ήταν χαρούμενη που την πήραν. Εκτός από την ταξινόμηση και την αρχειοθέτηση, συχνά ξέκλεβε χρόνο για να χάνεται στις μαγικές διαδρομές που την οδηγούσαν οι θησαυροί που είχε μπροστά της.

Σε μια τέτοια διαδρομή έπεσε στα χέρια της μια προσωπογραφία της Δούκισσας της Πλακεντίας που την μαγνήτισε. Τα μάτια της, τι βλέμμα, Θεέ μου! Συνοδευόταν μάλιστα από πλούσια βιβλιογραφία σχετικά με τη ζωή της και τον Πύργο Δουκίσσης Πλακεντίας ή αλλιώς «Καστέλλο της Ροδοδάφνης». Το κτίριο που, ουσιαστικά, στεγαζόταν το Πνευματικό Κέντρο.

~~

Μέχρι τότε οι γνώσεις της για τη Δούκισσα περιορίζονταν στο ότι υπήρξε φιλέλληνας, με μεγάλη περιουσία και πλούσιες δωρεές στον ελληνικό απελευθερωτικό αγώνα. Το όνομά της στη στάση του μετρό δεν ήταν καθόλου τυχαίο.

Ένιωσε πως χτύπησε φλέβα.

Σοφί ντε Μαρμπουά Λεμπρέν: Αμερικανογαλλίδα, παντρεμένη με τον Δούκα της Πλακεντίας, τον οποίο εγκατέλειψε στην Ιταλία και παρέα με τη λατρεμένη της κόρη, Ελίζα, ήρθαν στην Ελλάδα. Αρχικά στο Ναύπλιο, καθώς ακουγόταν ότι υπήρξε φλογερό ειδύλλιο με τον Καποδίστρια, στου οποίου όμως τη δολοφονία φέρεται να εμπλέκεται!

Αν μη τι άλλο, χαρακτήρισε δίκαιη τη δολοφονία του, διότι ο Καποδίστριας, όπως υποστήριξε, πρόδωσε τις ιδέες του. Δεινή στάση ζωής από μια δυνατή, ίσως αδίστακτη, αλλά σίγουρα εκκεντρική για την εποχή της γυναίκα.

Στη συνέχεια εγκαταστάθηκε με την κόρη της στην Αθήνα. Ακριβές αγορές, κτήματα, σπίτια και βεβαίως πολλά ταξίδια. Δυστυχώς όμως σε ένα απ’ αυτά, στη Βηρυτό, έχασε την κόρη της από πανώλη.

Απαρηγόρητη η Δούκισσα έκανε κάτι τόσο παράξενο όσο κι ο χαρακτήρας της. Τη ταρίχευσε και την έφερε κρυφά στην Αθήνα, σε μία από τις βίλες της -στην σημερινή οδό Πειραιώς.

~~

Όλα αυτά η Άννα κυριολεκτικά τα ρούφηξε το πρωί της Δευτέρας, που δεν είχε καθόλου κίνηση στη βιβλιοθήκη. Την ίδια νύχτα skype με τη Ρίτα, την κολλητή της που σπούδαζε στη Γαλλία. Η Ρίτα τρελααινόταν με τέτοιες ιστορίες -και δωσ’ του εκείνη να προσθέτει ανατριχιαστικές λεπτομέρειες, χωρίς να παραλείψει φυσικά να ρίξει και λίγο μυστήριο σχετικά με την προσωπογραφία της Δούκισσας. Δυνατή ματιά, αγέρωχο μέτωπο, προκλητικά αινιγματικό χαμόγελο.

Το Ριτάκι έκανε όπως συνήθιζε: «Πες, πες κι άλλα, Άννα. Σταμάτα, σταμάτα, Άννα, φοβάμαι».

Η Άννα ήταν λάτρης των ιστοριών μυστηρίου, αλλά η ματιά της ήταν καθαρά σκηνοθετική, τα έβλεπε απέξω. Η Ρίτα, από την άλλη πλευρά, ήταν καθαρά ο θεατής που έμπαινε μέσα στην ιστορία, το πρόσωπο που πορώνεται, ενθουσιάζεται κι ύστερα δεν μπορεί να κοιμηθεί το βράδυ.

Η αλήθεια είναι πως η Άννα δεν μπορούσε να το καταλάβει αυτό. Το μυστήριο και το υπερφυσικό γι΄ αυτήν υπήρχε μόνο στην τέχνη, δεν την αφορούσε προσωπικά. Καθόλου, θα έλεγε κανείς.

~~

Την επόμενη μέρα δεν μπόρεσε να διαβάσει στη βιβλιοθήκη, μα όλο το απόγευμα έλιωσε στο internet πάνω στο επίμαχο θέμα. Να μαζέψει υλικό για το βράδυ, για το Ριτάκι της. Έβριθε το διαδίκτυο από μύθους και δοξασίες γύρω από τη Δούκισσα.

Η χαροκαμένη μάνα λοιπόν, τοποθετεί το ταριχευμένο σώμα στο υπόγειο, μέσα σ’ ένα πλαστικό κουβούκλιο που εξασφαλίζει χαμηλές θερμοκρασίες κι απ’ έξω μόνιμα μια αναμμένη λαμπάδα. Για δέκα χρόνια, για δέκα ολόκληρα χρόνια κανένας δεν ήξερε τίποτα.

Η Δούκισσα δεν ανακοίνωσε ποτέ τον θάνατό της.

Έως ότου ξέσπασε μια μεγάλη πυρκαγιά, πιθανότατα εξαιτίας της λαμπάδας, και κάηκε ολοσχερώς το κτίριο και μαζί το ταριχευμένο σώμα της κόρης της. Αλλόφρων και απαρηγόρητη η τραγική μητέρα μετακόμισε στον ημιτελή Πύργο της στην Πεντέλη και δεν βγήκε ποτέ έξω. Μέχρι τον θάνατό της.

Τι κρίμα ένας τόσο εντυπωσιακός Πύργος, ντυμένος ολόκληρος με λευκό πεντελικό μάρμαρο, με την απίστευτη αρχιτεκτονική του Κλεάνθη, να έχει στεγάσει τόση απόγνωση, θλίψη και τρέλα.

Εκεί, κάτι καμμένα site ανέφεραν φήμες για σατανιστικές συγκεντρώσεις στον Πύργο, για επαφές της με ύποπτα υποκείμενα της εποχής, μέχρι και λήσταρχους.

Και φυσικά το κλασικό: «Η Δούκισσα», έγραφαν, «τριγυρίζει ακόμα γύρω από τον Πύργο της, τις νυχτερινές ώρες, ντυμένη στα λευκά και ψάχνει την κόρη της.»

~~

«Καλά, για ποιους τα γράφουν αυτά; Υπάρχουν άνθρωποι που τα πιστεύουν;» είπε το βράδυ στη Ρίτα.

«Εγώ τα πιστεύω μια χαρά. Τι λες τώρα, έχασε τη μονάκριβη κόρη της για δεύτερη φορά! Τραγική η φιγούρα της μάνας», σχολίασε η Ρίτα.

«Ναι, δε λέω, τραγική ήταν κι η τρέλα της όμως. Να’ χει για 10 χρόνια το νεκρό σώμα στο υπόγειο. Τι εκκεντρική κι αηδίες. Κανονική ψυχασθενής ήταν η γυναίκα».

«Να δεις που με τις τελετές προσπαθούσε να επικοινωνήσει με την κόρη της».

«Ναι, και τα κατάφερε» είπε η Άννα και γέλασε. «Άσε με μας, μωρέ Ρίτα. Η γυναίκα απλά βυθιζόταν στην τρέλα».

«Το άλλο το πρόσεξες; Λευκό πεντελικό μάρμαρο!»

«Ε, ναι. Και τι;»

«Δεν έχεις ακούσει πως στον Παρθενώνα, που είναι ολόκληρος φτιαγμένος από πεντελικό μάρμαρο δεν κάθονται ποτέ τα πουλιά; Ο Πάνος λέει πως είναι ιερό. Σκέψου λίγο και την Πεντέλη απ’ όπου προέρχεται, ανάποδο μαγνητικό πεδίο, αρνητική κλίση. Δεν μπορεί να μην έχεις ακούσει. Ίσως να ήθελε να δημιουργήσει τις ιδανικές συνθήκες για να επικοινωνήσει με τον Κάτω Κόσμο. Ρε Άννα, λες να είχε επαφή με την κόρη της;  Πες μου, δεν ανατριχιάζεις που δουλεύεις σ’ αυτό το κτίριο;»

«Ρίτα, θα μας τρελάνεις; Πρώτα απ’ όλα δεν θα σχολιάσω τώρα τις κουλές μεταφυσικές ανησυχίες του Πάνου και τον πολύ Χαρδαβέλα που έχει δει. Και καληνύχτα, γιατί δουλεύουμε κιόλας αύριο», της είπε η Άννα έχοντας χάσει εντελώς την υπομονή της.

Κι έπεσε να κοιμηθεί.

Ζήτημα να κοιμήθηκε δυο τρεις ώρες συνολικά. Κάθε τρεις και λίγο πεταγότανε λουσμένη στον ιδρώτα με τη Δούκισσα να ‘ρχεται στα όνειρά της, ντυμένη στα λευκά και να καλεί την κόρη της. Λήσταρχοι να μπαινοβγαίνουνε, τρομακτικές σκιές και φωνές, πολλές φωνές, άλλοτε ψίθυροι κι άλλοτε κραυγές.

~~

«Μπα σε καλό μου, με τις μαλακίες που ασχολούμαι», σκεφτότανε το πρωί καθώς πήγαινε σαν το ζόμπι στη δουλειά.

Ο καλός Θεούλης την λυπήθηκε κι έλειπε ο διευθυντής. Την καλύτερη μέρα διάλεξε. Κατά τις 12, έσκασε μύτη κι η κυρα Σούλα, η καθαρίστρια. Ίσως να’ τανε και το μοναδικό άτομο που ‘λεγε δυο κουβέντες παραπάνω εκεί μέσα.

Πήραν τον καφέ και τα τσιγαράκια τους κι αράξανε στο παρκάκι, μπροστά στο κτίριο. Κι όπως τα λέγανε, πέρασε από μπροστά τους κι ο γεράκος που’ χει δει αρκετές φορές η Άννα να κάθεται στο πεζουλάκι του πεζοδρομίου έξω από την αυλόπορτα.

«Τι περίεργος τύπος», είπε η Άννα. «Δεν πρέπει να’ ναι με τα καλά του. Προχθές του άφησα κάτι ψιλά κι ούτε που γύρισε να κοιτάξει, ούτε που μίλησε. Έχει κανέναν στον κόσμο;»

«Άστο, κοπέλα μου, δεν είναι για σένα αυτά. Καλά δεν περνάγαμε τόση ώρα;»

Η Άννα ένιωσε κάπως περίεργα, αλλά δεν το συνέχισε.
«Θα’ χει τους λόγους του ο παππούς, θα’ χει τους λόγους της κι η κυρα Σούλα», σκέφτηκε.

~~

Εκείνο το βράδυ δεν είχε skype. Κάθε Τετάρτη η Ρίτα παρακολουθούσε σεμινάρια δημιουργικής γραφής και δεν τα έχανε ποτέ.

Καλύτερα έτσι. Της έλειπε ύπνος. Θα ‘πεφτε ξερή. Η Άννα ξάπλωσε και παραδόθηκε στην αγκαλιά του Μορφέα που την ταξίδεψε σε μέρη απάτητα κι αχαρτογράφητα κι ο ύπνος της ήτανε βαρύς.

Το πρωί που ξύπνησε δεν μπορούσε να θυμηθεί ακριβώς τα όνειρά της, αλλά μπορούσε με σιγουριά να θυμηθεί ένα αίσθημα παγωνιάς κι ένα ανεξήγητο σφίξιμο.

Παγωνιά και σφίξιμο.

Και σκόρπιες εικόνες, ο γέρος, πολλά δέντρα, σαν ροδοδάφνες ήτανε, κι η θολή εικόνα της μητέρας της. Αυτό πώς προέκυψε; Τριών χρονών ήταν όταν πέθανε. Δεν θυμόταν το πρόσωπό της κι οι φωτογραφίες δεν της έλεγαν τίποτα πια.

~~

Η Πέμπτη ήτανε βασανιστική. Η Άννα σερνόταν, ο άλλος γύρισε μες στα νεύρα και να’ χει να μαζέψει και το μυαλό της που σήκωσε μπαϊράκι. Όλο στα όνειρά της ταξίδευε κι εκείνη φρίκαρε μ’ όλο αυτό. Δεν ήταν ο τύπος της να ερμηνεύει όνειρα και να εξιχνιάζει μυστήρια.

Κάπου κοντά στο σχόλασμα πήρε τη μεγάλη απόφαση. Θα μίλαγε στην κυρα Σούλα. Τι θα πει: «Δεν είναι για σένα αυτά;»

Ήθελε να μάθει γιατί είχε χάσει τον ύπνο της. Αυτό το μυστήριο κατά κάποιον τρόπο την έμπλεκε, τις νύχτες της, δηλαδή.

Πάλι στο παρκάκι κατά τις 3. Οι αντιστάσεις της κυρα Σούλας κάμφθηκαν πανεύκολα. Ροδάνι η γλώσσα της.

«Λένε πως η Δούκισσα ένιωθε ενοχές για τον θάνατο της κόρης της, γιατί της είχε πει κάποτε πως αν γίνει κάτι και φύγει η μικρή πρώτη, εκείνη θα την είχε πάντα κοντά της», ξεκίνησε να λέει η κυρά Σούλα. «Δεν έπρεπε να το πει αυτό. Προφητικό. Το προκάλεσε. Έτσι της είπε κι η μάντισσα που άρχισε να συμβουλεύεται. Και ποτέ δεν θα ολοκληρώσεις τα σπίτια που φτιάχνεις, αλλιώς θα σε κλείσουν μέσα τους. Και κανείς μετά από σένα δεν πρέπει να ζήσει εκεί που ζεις, θα’ χει άσχημο τέλος.»

«Και τώρα τι έχεις να πεις, κυρά Σούλα μου, που ολόκληρο Πνευματικό Κέντρο στεγάστηκε στον Πύργο της; Έπαθε κανείς μας τίποτα;»

«Μη βιάζεσαι, κορίτσι μου. Δεν μπορεί να μην έχεις δει εκείνον τον ερειπωμένο Πύργο στα βορειοδυτικά.»

Γύρισε το κεφάλι κι έψαξε με τα μάτια η Άννα. Μα πώς δεν τον είχε παρατηρήσει τόσο καιρό;

«Δεν σου κάνει εντύπωση που τον έχουνε έτσι παρατημένο; Σάμπως ο δήμος δεν θα τον χρειαζότανε; Ένα μουσείο, κάτι. Κι ούτε τον κήπο να  καθαρίσουνε; Όλο φίδια θα’ χει εκεί πέρα. Σκέτη ζούγκλα».

Και συνέχισε με ύφος θριαμβευτικό.

«Θα σου πω εγώ το γιατί. Εκεί μέσα έκανε τις βρωμιές της με τους μάγους που νταραβεριζότανε. Δεν τ’ άφηνε το κακόμοιρο το κορίτσι ν’ αναπαυθεί».

Και δώστου και σταυροκοπιότανε η κυρά Σούλα.

Αποσβολωμένη η Άννα άκουγε. Ένας ημιτελής Πύργος πνιγμένος στις άγριες ροδοδάφνες. Το Καστέλλο με τις ροδοδάφνες.

«Εσύ είσαι καινούρια. Όλοι οι παλιοί το ξέρουμε. Κανείς δεν έρχεται βράδυ εδώ».

Η Άννα πια πάγωσε.

«Τι εννοείς; Καλά κι ο παππούς;», κατάφερε να ψελλίσει, αρχίζοντας να αναρωτιέται αν έχει σχέση κι ο παππούς με όλο αυτό.

«Μία θα σου τα πω και μία που τα ξέχασες. Τον λέγανε Νικόλα. Κάποτε. Τώρα δεν τον λένε τίποτα. Ήτανε φύλακας στο μέγαρο ενός εφοπλιστή δυο τετράγωνα παρακάτω. Ένα χαζό στοίχημα με τους άλλους φύλακες στο ίδιο κτίριο: Ποιος θα τολμήσει να πάει νύχτα στον καταραμένο Πύργο της Δούκισσας.

Λέγανε πως τριγυρνούσε μ’ ένα λευκό πέπλο στο κεφάλι κι ένα κερί στο χέρι. Όποιος έμπαινε στον κήπο της, τον πλησίαζε για να φωτίσει το πρόσωπό του. Έψαχνε για την κόρη της. Μα όποιος κοίταζε τα μάτια της, έχανε την ψυχή του, έτσι λέγανε.

Τα κορόιδευε όλα αυτά, εκείνος που λεγόταν Νικόλας κάποτε. Πήγε. Γύρισε τα ξημερώματα. Άλλος άνθρωπος, είπανε. Τους μίλαγε, αλλά λες κι ήτανε ξένος. Τα μάτια του δεν κοιτάζανε σαν τον Νικόλα που ξέρανε. Τον ρούφηξε η κακούργα, ολόκληρο. Με τα χρόνια κατάντησε το άψυχο κορμί που ξέρεις».

~~

 

Η Άννα μίλησε ελάχιστα με τη Ρίτα εκείνο το βράδυ. Άκουγε στην άκρη της γραμμής τη φωνή της φίλης της να της λέει ότι είχε σαν εργασία να γράψει για ένα στοιχειωμένο σπίτι και τι ωραία ιδέα θα ήταν να γράψει για το Καστέλλο με τις ροδοδάφνες.

«Φοβερή σύμπτωση! Στείλε μου ό,τι άλλο ξέρεις, φιλενάδα, και φωτογραφίες, πολλές φωτογραφίες».

«Φοβερή σύμπτωση», είπε κι εκείνη.
Αλλά η Άννα δεν ήξερε πια αν πίστευε στις συμπτώσεις.

~~

Δεν κοιμήθηκε.
Δεν ήθελε να κοιμηθεί.
Φοβόταν να κοιμηθεί.
Φοβόταν τα όνειρά της.
Φοβόταν τον πόνο της Δούκισσας, τα μάτια της, τις προφητείες και τα μυστικά.
Φοβόταν την εικόνα της δικής της μητέρας, που τόσα χρόνια την έθαβε βαθιά μες στο μυαλό της κι έλεγε πως δεν την θυμόταν, γιατί φοβόταν να την θυμηθεί.
Και η απόφαση πάρθηκε.

~~

Παρασκευή, 21.35, έλεγε το ρολόι της όταν βγήκε από το παρκάκι που κρυβόταν από την ώρα που σχόλασε κι άρχισε να περπατάει βορειοδυτικά. Έπρεπε να αντιμετωπίσει τους φόβους της. Γιατί να μην τους έχει αντιμετωπίσει τόσα χρόνια; Γιατί να τους θάβει; Γιατί;

Δεν ήταν πια η Άννα που γνώριζε. Η καινούρια Άννα προχωρούσε με αποφασιστικά βήματα προς κάτι που έμοιαζε να είναι το πεπρωμένο της. Έπρεπε να δει, έπρεπε να μάθει.

«Γιατί να φύγεις μαμά; Γιατί να μ’ αφήσεις;»
«Αν φύγω, Άννα μου, κι ανέβω στον ουρανό, να ξέρεις πως θα ‘ρχομαι πάντα κοντά σου, ακόμα κι όταν εσύ δεν το ξέρεις».

Τα πρώτα χρόνια έψαχνε για σημάδια. Μετά σταμάτησε.

Περπατούσε σταθερά σαν υπνωτισμένη. Πέρασε ένα μικρό ρυάκι που χώριζε τον πίσω κήπο του κτιρίου που γνώριζε από έναν παλιό, μισοτελειωμένο, αλλά απίστευτα επιβλητικό Πύργο, πνιγμένο στις ροδοδάφνες, που για πρώτη φορά αντίκρισε από κοντά. Για πρώτη φορά. Από τόσα κοντά.  

Πέρασε το μικρό ρυάκι που χώριζε την  πραγματικότητα που γνώριζε από μιαν άλλη πραγματικότητα. Πιο αληθινή.

Σταμάτησε. Σήκωσε τα μάτια της και κοίταξε γοητευμένη τα γκρίζα σύννεφα που συγκεντρώθηκαν ξαφνικά πάνω από τον Πύργο να στροβιλίζονται σ’ έναν μαγικό χορό.

Ανατρίχιασε από την ξαφνική παγωνιά που τύλιξε το σώμα της και μαζί μια γαλήνη, που σαν κι αυτήν δεν είχε νιώσει ξανά.

Μια λευκή κουκκίδα στην είσοδο του Πύργου άρχισε να κινείται προς το μέρος της.Κι όσο πλησίαζε μεγάλωνε κι απλωνόταν, σαν ένα λευκό πέπλο που λικνιζόταν ρυθμικά μαζί με τα σύννεφα. Και την χάιδεψε απαλά.

Κι η Άννα ήθελε να το αγγίξει.
Όχι, δεν ήθελε να δει το πρόσωπο.
Έκλεισε τα μάτια της.

«Άννα», ψιθύρισε μια απόκοσμη, αλλά τρομακτικά γνώριμη φωνή.
«Κοίταξέ με, Άννα.»

Υπάκουσε.

Η φλόγα ενός κεριού φώτιζε δυο μάτια που την καλούσαν τρυφερά κι έφταναν μέχρι τα βάθη της ψυχής της. Εκεί που ποτέ δεν είχε τολμήσει να φτάσει μόνη της.

Τα μάτια γνώριζαν την ψυχή της.

«Σε περίμενα.»

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

Το διήγημα έγραψε η Αλεξάνδρα Στυλιανοπούλου, στο πλαίσιο του Συνεργείου Δημιουργικής Γραφής