“Θέλεις κάτι;” άκουσε τη φωνή πίσω του.
“Να γίνω λουλούδι”, αποκρίθηκε.
Ο Ίαν είναι ένας ευαίσθητος νέος, με ρευστή σεξουαλική ταυτότητα.
“Ξέρεις, Ιωάννη, κάποια στιγμή τα αγόρια πάνε φαντάροι, χρόνια τώρα”, του λέει η μητέρα του όταν έρχεται το «χαρτί».
Ο Ίαν μετά την εκπαίδευση παρουσιάζεται στη Χίο. Εκεί, μια νύχτα χωρίς ουρανό, τον βιάζουν ομαδικά τέσσερις φαντάροι. Δεν λέει τίποτα, περνάει την υπόλοιπη θητεία χωρίς να σηκώσει το πρόσωπο του.
Πώς θα καταφέρει ο Ίαν να ξαναφτιάξει τον εαυτό του; Τι θα χρειαστεί να κάνει;
Μια νουβελέτα της Νικολέτας Κριαράς Λάμπρου, που γράφτηκε στο πλαίσιο του Εργαστηρίου Μυθοπλασίας.
Μπορείτε να τη διαβάσετε ή να την κατεβάσετε σε PDF εδώ
Αυτό είναι το μπλογκ της Νικολέτας https://www.mindslab.gr/
Η φωτογραφία είναι του Herbert List
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
Νικολέτα Κριαρά Λάμπρου
Ξεριζωμένος Ουρανός
1
Έκατσε στην άκρη του κρεβατιού, τα πέλματα αγκάλιασαν το κρύο πάτωμα και τα μάτια του καρφώθηκαν στο κενό. Το βλέμμα του χάθηκε και έφτασε να παρατηρεί έξω από το παράθυρο. Τα φώτα τρεμόπαιζαν πίσω από τις κουρτίνες που χόρευαν στο ρυθμό του φρέσκου αέρα που έμπαινε από το ανοιχτό παράθυρο που βρισκόταν ανάμεσα.
“Καλύτερα να γεννιόμαστε όπως τα αγριολούλουδα. Στους δρόμους. Να πεταγόμαστε με πείσμα, να μεγαλώνουμε κόντρα σε όλους όσους προσπαθούν να μας ξεριζώσουν. Να υπάρχουμε χωρίς να το ξέρει κανείς ή να το ξέρουν όλοι” σκέφτηκε και τα μάτια του έκλεισαν.
Όταν τα άνοιξε ξανά μπροστά του είδε τη χρυσή κασετίνα. Την άνοιξε και άναψε το πέμπτο τσιγάρο στην μέχρι τώρα ζωή του. Γέμισε τα πνευμόνια του και στην προσπάθεια να καταπιεί τον καπνό πνίγηκε.
“Θέλεις κάτι;” άκουσε τη φωνή πίσω του.
“Να γίνω λουλούδι”, αποκρίθηκε.
Χαμογέλασε και χάθηκε ξανά στις σκέψεις του. Σχεδόν δεν άκουγε τη φωνή μέχρι που άκουσε την πόρτα. Η φωνή έλειπε. Έριξε το κορμί του στο κρεβάτι και τώρα κοιτούσε το ταβάνι. Όλες τις ιστορίες, όλες τις σκέψεις, όλες τις λέξεις που είχε συναντήσει τις είχε μοιραστεί με αυτό το άχαρο ταβάνι. Άσπρο με μια ρωγμή στο κέντρο του δωματίου να του θυμίζει πως τίποτα δεν διαρκεί για πάντα. Δίπλα απ’ τη ρωγμή ένα καλώδιο γυμνό και πάνω του μια λάμπα που κρέμεται, γυμνή και αυτή. Από κάτω ξαπλωμένος εκείνος, γυμνός επίσης.
Μύρισε το τσιγάρο που καιγόταν στο τασάκι.
“Πέντε μείον ένα” είπε.
Έκλεισε τα μάτια. Δεν είχε διάθεση για κουβέντες, δεν είχε καν διάθεση που τον κοιτά. Στα μάτια του φαντάστηκε ουρανό. Έσπασε το ταβάνι και τώρα κοιτούσε πέρα από αυτό. Χιλιάδες αστέρια που δεν βλέπει και άλλα τόσα να τον κοιτούν. Σαν θάλασσα πλημμύρησαν τα μάτια του με ορμή. Άλλα τα άγγιξε και κάποια δεν τα φτάνει. Προσπάθησε να ακούσει την ανάσα του μες στο σκοτάδι. Ρυθμική, ήρεμη, παραδομένη. Άρχισε να έχει συσπάσεις στα δάχτυλά και τα ένιωσε να αγγίζουν άτσαλα το κορμί του. Τα άκρα του είχαν παγώσει.
Άνοιξε τα μάτια και τα βλέφαρα του πετάρισαν. Με κάθε ανοιγόκλεισμα έβλεπε μαύρο. “Ίσως ο ουρανός που άφησα πίσω” σκέφτηκε και σηκώθηκε.
Άναψε ένα ακόμη τσιγάρο και πλησίασε στο παράθυρο. Τράβηξε τις κουρτίνες και κοίταξε τον ουρανό. Ο δικός του ήταν πιο μεγάλος σκέφτηκε και σίγουρα του άνηκε περισσότερο. Τα φώτα έσβηναν στο τέλος του δρόμου. Τα σπίτια κολλάνε το ένα πάνω στο άλλο γεμάτα αγωνία τι μπορεί να συμβαίνει στο διπλανό. Μια προσεκτική ματιά και είσαι μέσα στο επόμενο.
Κάποτε τον έπνιγε αυτή η προοπτική. Την αγαπούσε την πόλη αλλά υπό προϋποθέσεις. Όπως αγαπάμε όλοι σε αυτή τη ζωή έτσι κι εκείνος έπεφτε στη παγίδα. Σήμερα όμως ένιωθε τη γαλήνη. Κοιτούσε τα φώτα στα διαμερίσματα και έβλεπε πίσω από τις κουρτίνες ανθρώπους να κοιμούνται, να μιλάνε, να πηδιούνται, να γελάνε, να φιλιούνται, να κλαίνε και να γίνονται όλοι ένα μαζί του. Κάθε φως και μια ιστορία, κάθε ιστορία και μια ανάγκη, κάθε ανάγκη και μια κραυγή, κάθε κραυγή και μια ανάσα, κάθε ανάσα και ένα πρόσωπο, κάθε πρόσωπο και μια μάσκα, κάθε μάσκα και ένα ράγισμα, κάθε ράγισμα και μια ελπίδα. Ανοιγόκλεισε τα μάτια του επίμονα. Ο ουρανός είχε πια χαθεί. Ένιωθε την ανάγκη να βγάλει ρίζες και να ανθίσει στην άκρη κάποιου δρόμου. Να γκρεμίσει τα τείχη και να υποταχτεί στο κάλεσμα της δικής του μοίρας χωρίς το δίχτυ των σκέψεων να τον αγκαλιάζει. Να κοιτάξει τον κόσμο, απλά, να τον δει.
Έκλεισε το παράθυρο και πάνω του καθρεφτίστηκε η φιγούρα ενός αγοριού που γνώριζε από καιρό και φοβόταν να τον κοιτάξει προσεκτικά. Στα μάτια του είδε την κατανόηση και την ηρεμία ενός άντρα που γνώριζε ή που ήθελε να έχει γνωρίσει.
Κλείδωσε την πόρτα και γύρισε στο κρεβάτι. Έκλεισε τα μάτια, αυτή τη φορά για να κοιμηθεί.
Μετά από εκείνη τη φορά που δοκίμασε τον έρωτα με ένα γυναικείο σώμα το δικό του έμοιαζε να βυθίζεται σε έναν βαθύ και ανυπότακτο ύπνο. Είχε πάψει να αισθάνεται, να ερεθίζεται, ακόμα και να ψάχνει για αφορμές. Από όταν θυμόταν τον εαυτό του ένιωθε το κορμί του να μην του ανήκει απόλυτα χωρίς ωστόσο να καταλαβαίνει ποια είναι η διαφορά ή τι σημαίνει να σου ανήκει ο εαυτός σου. Αυτή τη φορά όμως βίωνε μέσα του το κενό που του άφηνε η επαφή. Λες και αυτός ο ύπνος ήταν το μεγαλύτερο ξύπνημα που βίωσε στη μέχρι σήμερα ζωή του.
Είχε ακούσει ιστορίες, θυμόταν πόσοι τον είχαν παροτρύνει γι’ αυτή την επαφή που ότι και αν ήταν εκείνο το μυρμήγκιασμα που ένιωθε για το αντρικό σώμα, πίστευε πως δια μαγείας θα χαθεί όταν θα αγγίξει ένα γυναικείο κορμί. Τίποτα ωστόσο δεν χάθηκε και τίποτα δεν βρήκε. Τίποτα, εκτός από την ιδέα του να βρίσκεσαι αντιμέτωπος με την αλήθεια του και αν για κάτι ένιωθε σίγουρος είναι πως κανένας δεν βιώνει τον έρωτα το ίδιο με τον απέναντι.
Οι μέρες του κυλούσαν σε γνώριμο ρυθμό. Σπίτι, δουλειά και πάλι από την αρχή. Τη δουλειά αναγκάστηκε να τη βρει και ίσως τον βρήκε τυχαία σε ένα νυχτερινό μαγαζί που σύχναζε. Τον είδαν, τους είδε, τους έκανε και αποφάσισε να το κάνει. Αν και ήταν μονάχα λίγοι μήνες το να χορεύει του έδινε χαρά, τη μόνη όπως συμπλήρωνε κάθε φορά που το συναίσθημα πλημμύριζε το κορμί του.
Του άρεσε να τραγουδάει και να χορεύει χωρίς αφορμή και μιας και το πρώτο δεν το έκανε καλά, επιλέχτηκε και επέλεξε το δεύτερο. Στα μάτια του έμοιαζε ως ευκαιρία να ξεγλιστρήσει και να ξεκινήσει τη δική του ζωή ή τουλάχιστον κάποια ζωή. Γνώριζε βέβαια πως είναι κάτι προσωρινό και πως αργά ή γρήγορα κάτι θα έπρεπε να επιλέξει, όμως είχε αποφασίσει να αφήσει το κύμα να τον οδηγήσει χωρίς περιορισμούς.
“Ιωάννη άνοιξε την πόρτα” ακούστηκε ενώ το κλειδί από πίσω εμπόδιζε τη μητέρα του να περάσει.
Πλησίασε και ξεκλείδωσε απρόθυμα.
“Ίαν, τουλάχιστον δείξε πως το θυμάσαι” είπε και απομακρύνθηκε.
“Δεν βαρέθηκες να ζεις έτσι;” “Πολλά βαρέθηκα αλλά ας μην πιάσουμε αυτή τη συζήτηση.” “Δεν είσαι ο μόνος γιε μου, πίστεψε με” του είπε ενώ ξεκίνησε να συμμαζεύει το χάλι γύρω της.
“Θα μου πεις τι με ήθελες ή στο επόμενο επεισόδιο” είπε περιπαικτικά εκείνος.
“Έχεις δίκιο παραλίγο μέσα στο χαμό να το ξεχάσω. Πέρασε ένας αστυφύλακας, είπε να πας από το τμήμα, φαντάζομαι ήρθε το χαρτί.”
“Το χαρτί;” είπε σχεδόν σαστισμένος.
“Ξέρεις κάποια στιγμή τα αγόρια πάνε φαντάροι, χρόνια τώρα” αποκρίθηκε και χαμογέλασε.
“Πλάκα κάνεις” απάντησε εκείνος και πριν προλάβει να απαντήσει είχε εξαφανιστεί από το δωμάτιο.
Λίγες στιγμές αργότερα βρισκόταν στο τμήμα. Κάποιος τον κατεύθυνε και κατέληξε με το χαρτί στο χέρι. Το έκλεισε στα χέρια του και βγήκε στο δρόμο βιαστικά. Μόλις τα πνευμόνια του γέμισαν οξυγόνο το άνοιξε. Ο Ιωάννης, “άντε πάλι αυτός” σκεφτόταν, καλείται στις τάξεις του στρατού ξηράς στο σώμα τεθωρακισμένων στον Αυλώνα, διάβαζε ξανά και ξανά.
Το μυαλό του σταμάτησε, οι σκέψεις του κόλλησαν και τα μάτια του χάθηκαν στο κενό. Η μέρα έσβησε και το κορμί του σωριάστηκε στο πεζούλι έξω από το αστυνομικό τμήμα.
Δεν μπορούσε να υπολογίσει πόση ώρα βρισκόταν εκεί παραιτημένος και μάλλον δεν τον ενδιέφερε να το κάνει. Σηκώθηκε και άρχισε να περπατάει. Μπλεκόταν στα στενά, γινόταν ένα με τον κόσμο που σχεδόν δεν αναγνώριζε γύρω του. Περισσότερο μηχανικά και λιγότερο συνειδητά βρέθηκε έξω από το πατρικό του.
Αποφάσισε να μην μπει. Κάθισε απέναντι στο πάρκο και άναψε ένα τσιγάρο. Ο καπνός κυλούσε άνετα μέσα του και έμοιαζε πως το άλλοτε άγνωστο είχε γίνει ξαφνικά γνώριμο. Στα χέρια του το χαρτί είχε νοτίσει απ’ τον ιδρώτα. Το διάβαζε ξανά και ξανά. Μια, δυο, πέντε, δέκα. Ξανά. Πάλι από την αρχή. Το στομάχι του σφιγγόταν, ένιωθε να πνίγεται σε κάθε άρθρωση. Πότε δυνατά, πότε από μέσα του, οι λέξεις δεν άλλαζαν σειρά, ήταν ακόμα εκεί να τον στοιχειώνουν.
Το ήξερε, το περίμενε αλλά έμοιαζε να το περίμενε κάποτε, όποτε, με τρόπο που θα ένιωθε προετοιμασμένος. Ποτέ δεν θα ήταν προετοιμασμένος και φαίνεται να ήρθε τη στιγμή εκείνη που θα τον κλόνιζε περισσότερο.
Γύρω του κόσμος περπατούσε πότε μόνος πότε σε ζευγάρια. Ήξερε πως δεν τελείωνε τίποτα μα το χαρτί αυτό έμοιαζε να κρύβει μέσα του κάτι το τελεσίδικο για εκείνον. Οι παλάμες του είχαν ιδρώσει μα ήταν περίεργα παγωμένες λες και δεν άνηκαν στο κορμί του.
Ακούμπησε το γράμμα δίπλα του, έσφιξε τα χέρια και κοιτούσε τα δάχτυλα που άλλαζαν μορφή. Μαζεύονταν και σχεδόν έσπαγαν στην προσπάθεια τους να χωρέσουν στο εσωτερικό τους. Οι φλέβες σχημάτιζαν ποτάμια έτοιμα να ξεχυθούν και να χαρίσουν ζωή στα άλλοτε σπασμένα του δάχτυλα.
Ο κόσμος που περνούσε γελούσε, ήταν σοβαρός, μερικές φορές ανέκφραστος, ίσως θυμωμένος, μπορεί και να βαριόταν μα συνέχιζε να προχωράει. Όπως η ροή του νερού που είναι πάντα ίδια μα κάθε φορά διαφορετική, τα πρόσωπα διαδέχονταν το ένα το άλλο.
Μέσα του καταλάβαινε πως είναι διαφορετικά να νιώθει και διαφορετικά να βλέπει τη διαφορετικότητα του να τον περικυκλώνει. Πάντα ήταν ο ίδιος μα πρώτη φορά ήταν πραγματικά. Ήταν; Το μόνο που είχε ήταν ένα περίεργο μυρμήγκιασμα που κι αυτό χάθηκε ύστερα από εκείνη την τελευταία πρώτη φορά λίγο πριν το κορμί του βυθιστεί στον ύπνο.
Μόλις βρέθηκε έξω από την πόρτα του σπιτιού κοντοστάθηκε προσπαθώντας να ρουφήξει από τις χαραμάδες το κουράγιο όλου του κόσμου. Έβγαλε το κλειδί και άνοιξε. Απέναντι, πέρα από το διάδρομο και πίσω από το άνοιγμα της πόρτας φαινόταν ο πατέρας του καθισμένος στο τραπέζι. Τράβηξε το βλέμμα και προσπάθησε να απομακρυνθεί.
“Ιωάννη έλα εδώ βρε αγόρι μου να σε δούμε και λίγο” τον σταμάτησε η φωνή της μητέρας του που ο τοίχος δεν την άφηνε να φανεί.
Κοντοστάθηκε, έκλεισε τα μάτια, έβγαλε το τσαλακωμένο πια χαρτί και τώρα το κρατούσε στα χέρια. Προχώρησε μέχρι το τραπέζι, από τη μια μεριά εκείνος από την άλλη οι γονείς του. Πέταξε το χαρτί προς το μέρος τους και ξαφνικά αισθάνθηκε πως απέναντι δεν είχε μόνο εκείνους αλλά ολόκληρο τον κόσμο.
“Ενθουσιασμένο σε βλέπω” είπε ο πατέρας του παρατηρώντας το χαρτί που βρέθηκε μπροστά του θέλοντας έτσι να ελαφρύνει την ατμόσφαιρα.
“Αν θες μπορείς να πάρεις τη θέση μου, δεν θα τσακωθούμε” πρόσθεσε ο Ίαν σε μια προσπάθεια να απαντήσει με έναν τόνο ειρωνείας στη φωνή του.
“Εγώ αγόρι μου το έκανα το κομμάτι μου, ήρθε η ώρα σου όπως φαίνεται”
“Και αν δεν θέλω;” απάντησε χωρίς να το σκεφτεί.
“Τι σημαίνει δεν θέλεις; Από πότε υπάρχει το περιθώριο επιλογής σε όλο αυτό; Λίγοι μήνες είναι, θα περάσουν. Ύστερα δεν έχεις και κάτι καλύτερο να κάνεις” είπε η μάνα του με τόνο που θύμιζε περισσότερο τη δασκάλα που έκρυβε μέσα της και λιγότερο τη μάνα του.
“Και βέβαια ήρθαμε στο κερασάκι της υπόθεσης. Οι σπουδές και πόσο άχρηστος είμαι που τελικά δεν κατάφερα να εκπληρώσω κανένα από τα όνειρα που είχατε δημιουργήσει πριν καν κάνω δικά μου” απάντησε εκείνος και έσπρωξε την καρέκλα μπροστά εκνευρισμένα.
“Τι θα πει αυτό ρε παιδάκι μου; Και τι νομίζεις ότι μια ζωή θα κουνάς τον κώλο σου στα μαγαζιά δήθεν τάχα μου ότι χορεύεις και εμείς θα τσοντάρουμε όσα περισσεύουν; Αύριο τι θα κάνεις; Μπορεί ο χορός να σε ταΐσει ή πιστεύεις πως αυτό που κάνεις είναι δουλειά;” αποκρίθηκε ο πατέρας του και σηκώθηκε από τη θέση του.
Τώρα βρίσκοντας όλοι όρθιοι σε μια κάμαρα τρία επί τρία έτοιμη να τους κατασπαράξει.
“Θες να σπουδάσω; Ορίστε να σπουδάσω. Στείλε με κάπου, οπουδήποτε. Μόνο όχι στο στρατό.”
“Δεν νομίζεις πως είναι λίγο αργά; ύστερα χρόνο έχεις, εκπλήρωσε τις υποχρεώσεις σου και το συζητάμε.” είπε ήρεμα ο πατέρας του κατεβάζοντας τους τόνους.
“Τώρα, γιατί όχι τώρα; Δεν μπορώ να πάω στρατό. Δεν μπορώ κατάλαβε το. Δεν είμαι σαν κι εσένα.”
“Τι σημαίνει αυτό Ιωάννη; Είναι υποχρέωση σου, τόσα παιδιά πάνε και κάνουν παράλληλα πόσα πράγματα κι εσύ δεν μπορείς να στερηθείς τι; Το τίποτα; Είναι μια καλή ευκαιρία να ξεμπερδεύεις εφόσον δεν έχεις τίποτα να σε κρατάει, τελείωσε η συζήτηση” απάντησε η μάνα του κουνώντας τα χέρια της έντονα μπροστά σχεδόν στο πρόσωπο του.
“Δηλαδή εγώ δεν έχω κανένα δικαίωμα επιλογής; Δεν μπορείτε να με κάνετε ότι θέλετε, δεν σας ανήκω” είπε και έκανε να φύγει από την κουζίνα.
Πίσω του η μητέρα του τώρα φώναζε σχεδόν, “Έκανες την επιλογή σου νομίζω. Όσο σε ζούμε μας ανήκεις, βάλτο καλά στο μυαλό σου.”
Εκείνος γύρισε με πρόσωπο που στάζει αίμα στο μέρος τους.
“Αφού σας ανήκω ακούστε κι αυτό. Είμαι πούστης και είμαι αυτός που εσείς δημιουργήσατε, τώρα πως σου ακούγεται το κτήμα σου; Σ’ αρέσει; Αντέχεις; Πέτα με στα σκυλιά λοιπόν αφού γουστάρεις, σας σιχάθηκα” τα μάτια του πλημμύρισαν από δάκρυα, η ανάσα του δεν έλεγε να βγει και τα χέρια του χτυπούσαν σχεδόν ότι έβρισκε μπροστά του. Ένα ποτήρι έπεσε στο πάτωμα, μαζί και ο ίδιος.
Βρισκόταν μαζεμένος σε μια άκρη του δωματίου και οι λυγμοί του έπνιγαν κάθε ανάσα στον χώρο. Η μάνα του προσπάθησε κάτι να πει και ο πατέρας του την κράτησε από το χέρι δείχνοντας της να σωπάσει. Εκείνη δεν τον άκουσε, τράβηξε το χέρι της και βρέθηκε μπροστά του.
“Έτσι εξηγούνται και οι χοροί, και οι κοπέλες που δεν φάνηκαν ποτέ, και ο στρατός, έτσι εξηγούνται όλα. Αυτά είναι δικά σου λάθη όχι δικά μου, εγώ σε μεγάλωσα όσο καλύτερα μπορούσα και αυτό είναι το ευχαριστώ; Όλα αυτά να τα σκεφτόσουν πριν γίνεις ένας του δρόμου” μέσα στο παραλήρημα μια φωνή τη διέκοψε απότομα.
“Πάψε Σταυρούλα, πάψε επιτέλους. Αυτό εκεί που κοιτάς είναι το παιδί μας, πάψε πια!” είπε με τρεμάμενη φωνή ο πατέρας του κάνοντας τη να φύγει από το δωμάτιο.
Πλησίασε τον γιο του και χαμήλωσε στο ύψος του, χάιδεψε το κεφάλι του τρυφερά και τον ακούμπησε στον ώμο.
“Άκου να σου πω γιε μου, εγώ γράμματα δεν ξέρω πολλά αλλά η ζωή μου έμαθε πως το κορμί σου το καθορίζεις μόνο εσύ. Αυτό δεν σε κάνει πούστη ή περίεργο, όπως κι εμένα δεν με κάνει ένοχο για κάτι. Συμμερίσου τη μάνα σου, άνθρωπος είναι, της ήρθαν πολλά μαζεμένα, κι εμένα δε σου κρύβω, όμως μη την κατηγορείς. Στρατό πρέπει να πας, μη το φοβάσαι, το πολύ πολύ να βαρεθείς την ίδια σου τη ζωή ή στην καλύτερη να γεμίσεις με όνειρα για το μετά, εμείς θα είμαστε εδώ να τα ακούσουμε. Στη ζωή σου κάνε ότι σε φωτίσει ο Θεός, μα κάντο επειδή θα σε πάει παρακάτω. Δεν ξέρω να σου πω τι θα κάνεις στο κρεβάτι σου, δεν μου αρέσει να το συζητώ. Σαν πατέρας όλα αυτά με τους χορούς που η μάνα σου τα έβλεπε στροφή στη ποιότητα εγώ τα έβλεπα και σε κοιτούσα. Μέσα μου το ‘ξερα πως είσαι αλλιώς, μα τόσο καιρό που το γυρνάω στο μυαλό μου πάντα γιος μου θα ‘σαι.
”Σηκώθηκε και άπλωσε το χέρι του. Ο Ίαν το κράτησε και στάθηκε μπροστά του, τον αγκάλιασε και χωρίς η φωνή να βγαίνει από το στόμα έλεγε ευχαριστώ με όποιον τρόπο του είχε απομείνει.
2
Ο καιρός πλησίαζε και ο Ίαν παρά τη φαινομενική εξομάλυνση της κατάστασης κλεινόταν όλο και περισσότερο στον εαυτό του. Τη δουλειά την παράτησε, άλλωστε ο χρόνος για εκείνον μετρούσε αντίστροφα. Με τη μητέρα του παρά το γεγονός πως φαινόταν να είχε μετανιώσει τα λόγια της και προσπαθούσε να τον πλησιάσει, οι κουβέντες τους παρέμεναν τυπικές. Είχε σφηνωθεί στο κεφάλι του η αίσθηση πως το να μην γουστάρεις γυναίκες σήμαινε πως είσαι “ένας του δρόμου”. “Του δρόμου” επαναλάμβανε στο μυαλό του σχεδόν κάθε φορά που την κοιτούσε. “Όπως τα λουλούδια” συμπλήρωνε στο κεφάλι του και τελικά κατέληγε πως θα ‘ταν πολύ καλύτερα να ναι “ένας του δρόμου κι αυτός”.
Με τον πατέρα του δεν ήταν το ίδιο, του είχε δείξει κατανόηση και ήξερε πως έχει έναν άνθρωπο άμα χρειαστεί ακόμα και αν πια δεν άντεχε ούτε τον εαυτό του. Ήθελε πολλές φορές να του πει πως έκανε λάθος για τον χορό, πως δεν είναι γκέι ή πως καλύτερα δεν ξέρει τι είναι, όμως ένιωθε πως δεν χρειαζόταν. Ότι και αν ξεστόμιζε η κατάσταση δεν θα άλλαζε.
Οι δικοί του νιώθοντας την άρνηση του προμηθεύτηκαν μόνοι τους όσα χρειάζονταν. Όπως έλεγε ο πατέρας του μέσα δεν σου δίνουν παρά ένα απ’ το καθένα. Τα υπόλοιπα έπρεπε να τα φροντίσεις απ’ έξω αλλιώς θα κατέληγες με ένα βρακί και το τίποτα. Ο ίδιος δεν συμμετείχε στις συζητήσεις απλά άκουγε και που και που κουνούσε το κεφάλι. Ήταν σίγουρος βέβαια πως θα τα φρόντιζαν εκείνοι κι αυτό τον απομάκρυνε από ένα ακόμα πρόβλημα στο κεφάλι του.
Το τελευταίο που χρειάστηκε να κάνει ήταν να κουρευτεί. Τα μαλλιά του ήταν βαμμένα σε άσπρο χρώμα από όταν τελείωσε το σχολείο, σε μια προσπάθεια του να κάνει τη δική του επανάσταση απέναντι στις διδαχές των δικών του και όσα πίστευαν πως του πηγαίνουν. Έτσι και τώρα, σε μια άλλη μικρή επανάσταση δεν πήγε σε κανέναν να του τα φτιάξει παρά μονάχα κράτησε τη μηχανή και τα πήρε όλα με τη ψιλή.
Στη βασική εκπαίδευση έμαθε καλά στο άκουσμα της λέξης Δενδρινός να βαράει προσοχή, να σηκώνει το βάρος από τα άρβυλα και να αποχωρίζεται με ευκολία τον πρωινό ύπνο.
Τα πράγματα έμοιαζε να κυλούν στο βαρετό σκηνικό που τον είχε ενημερώσει ο πατέρας του και φαινόταν να μην σπάει κάτι τη ρουτίνα της καθημερινότητας πέρα από τις τρεις βολές που έκανε με το όπλο. Η αίσθηση να κρατάει με κάποιον τρόπο κάτι που μπορεί να καθορίσει μια ζωή μέσα του λειτουργούσε σπασμωδικά κάνοντας όλο το κορμί του να ανατριχιάζει από ηδονή.
Η άδεια μετά την ορκωμοσία τον βρήκε σε μια κατάσταση ισορροπίας που δεν περίμενε να βρεθεί μέσα στον στρατό. Φρόντισε να κοιμηθεί και να ξενυχτήσει όσο περισσότερο μπορούσε λες και θα ήταν η τελευταία ξέγνοιαστη στιγμή στη ζωή του κι ας ήταν μονάχα για τρεις μέρες.
Όταν γύρισε πήρε την ειδικότητα του χειριστή όλμου και λίγο καιρό αργότερα σε μια πρωινή αναφορά ο Ίλαρχος τον ενημέρωσε για τη παραμεθόριο στη Χίο, πράγμα που δεν του έκανε ούτε θετική ούτε αρνητική εντύπωση, άλλωστε ο ίδιος το είχε δηλώσει ως πρώτη επιλογή όταν του ζητήθηκε. Μια περίπου βδομάδα μετά, το λεωφορείο του στρατού τον άφησε στο λιμάνι όπου πήρε το πλοίο. Φτάνοντας, η καναδέζα τον παρέλαβε με επόμενο προορισμό την 96 ΕΑΡΜΕΘ της Χίου.
Μόλις παρουσιάστηκε στη μονάδα ο διοικητής τον έστειλε στην ίλη αναγνωρίσεως. Εκεί γνώρισε το θαλαμάρχη ο οποίος τον κατεύθυνε στο κρεβάτι και του έδωσε φωριαμό. Το στρατόπεδο βρισκόταν στον Χαλκειό κι έτσι την εβδομάδα προσαρμογής για να γνωρίσει την πόλη μοιραζόταν με άλλους τρεις το ταξί και χάνονταν στα σοκάκια της.
Πιο καλά φαινόταν να τα βρίσκει με τον Ιωάννου, ήξερε καλά το νησί και μιλούσε συνεχώς για ποίηση και βιβλία που εκείνος δεν τα είχε συναντήσει στη ζωή του. Ο Ιωάννου, γύρω στα εικοσιπέντε, βρισκόταν ήδη δύο μήνες στο νησί κι έτσι το είχε περπατήσει αρκετά ή τουλάχιστον τόσο όσο χρειαζόταν για να παριστάνει τον σπουδαίο στα ψάρια.
Τις μέρες της υπηρεσίας βρέθηκε να επιδιώκει να περνάει τα απογεύματα κοντά στον Ιωάννου. Ένιωθε να είναι ο μόνος που μπορεί να επικοινωνήσει και ας μην είχαν φαινομενικά τόσα κοινά όσα έπιανε τον εαυτό του να ελπίζει, πίστευε πως τους συνδέει κάτι πιο βαθύ.
Αισθανόταν άνετα να του μιλήσει για τους γονείς, τη δουλειά, τον χορό, τις ανησυχίες του, ακόμα και εκείνη την άτσαλη πρώτη φορά που πήγε με γυναίκα. Εκείνος φαίνονταν να μην τον κρίνει κι αυτό τον έκανε να θέλει να ανοιχτεί ακόμα περισσότερο.
Παρέες άλλες δεν κατάφερε να κάνει, από τη φύση του εσωστρεφής προσπαθούσε με όλους να τα έχει καλά και με κανέναν τίποτα. Όταν δεν ήταν ο Ιωάννου εκμεταλλεύονταν το ρητό που κυκλοφορεί στο στράτευμα που θέλει η θητεία να μειώνει τον ύπνο και ο ύπνος να μειώνει τη θητεία, έτσι κοιμόταν όσο περισσότερο μπορούσε για να φτάσει πιο κοντά στο στόχο. Άλλες φορές πάλι προσπαθούσε να διαβάσει βιβλία που εκείνος του είχε πει και φρόντιζε να προμηθευτεί από το βιβλιοπωλείο στην πόλη. Αν και παλιότερα δεν το είχε καταλάβει, αυτή η επαφή του τον έκανε να ταξιδεύει σε κόσμους που δεν είχε φανταστεί πως θα βρεθεί.
Είχε περάσει ήδη ενάμισης μήνας από την πρώτη φορά που βρέθηκε στο νησί. Όσο γνώριζε τον Ιωάννου ένιωθε όλο και πιο κοντά και η ιδέα πως σε λιγότερο από μήνα θα έφευγε του γινόταν κόμπος στο λαιμό. Δεν ήξερε ακριβώς τι είναι εκείνο που αισθανόταν μα ένιωθε πως αυτός ο άνθρωπος βρίσκεται κοντά του για κάτι πιο μεγάλο από όσα έχει συνηθίσει να του προσφέρει μια απλή επαφή.
Στις λέξεις και τις κινήσεις του έβλεπε μια ζεστασιά που δεν είχε ξανά αισθανθεί. Έπιανε τον εαυτό του να πληγώνεται στην επαφή του Ιωάννου με τους άλλους φαντάρους και προσπαθούσε με τον τρόπο του να τον διεκδικήσει όσο περισσότερο γινόταν για τον εαυτό του. Φοβόταν να το ονομάσει μα ήξερε πως αυτό που είχε ανθίσει μέσα του δεν λέγεται φιλία.
Τις τελευταίες μέρες βρίσκονταν οι δυο τους με άλλους εφτά κοντά στο χωριό Πιτυούς να φυλάνε κάτι αποθήκες ως υπηρεσία. Στο φυλάκιο ήταν ο ίδιος, ο Ιωάννου, άλλοι τέσσερις φαντάροι, ο Γεωργίου, ο Λεοντής, ο Μιχαλίτσης και ο Λάζος, ο Γκίκας ως μάγειρας, ο Κούτρας υπαρχιφύλακας με βαθμό Επιλοχία, και ο Γαβριηλίδης, Δόκιμος ως αρχιφύλακας.
Οι μέρες κυλούσαν στο συνηθισμένο μοτίβο όπου ήθελε ανά δυο να κάνουν περίπολα. Δυο μέρες πριν τελειώσουν τις υπηρεσίες, στη περίπολο, ο Ιωάννου του ζήτησε την επόμενη το βράδυ να είναι στο σαλόνι για να αράξουν. Εκείνος δέχτηκε χωρίς δεύτερη σκέψη.
Η μέρα κύλησε πιο αργά απ’ το συνηθισμένο, ο Ίαν δεν είχε ανταλλάξει πολλές κουβέντες με τον Ιωάννου αλλά φάνηκε να μην τον νοιάζει αφού το βράδυ θα μπορούσαν να χαλαρώσουν παρέα. Φτάνοντας το βράδυ μπήκε έκανε ένα μπάνιο όπως συνήθιζε πριν ξαπλώσει, μόνο που αυτή τη φορά θα κατέληγε στο σαλόνι.
Στο σαλόνι ένιωσε το στομάχι του να δένεται κόμπος. Αντί να αντικρίσει μόνο τον Ιωάννου είδε μπροστά του τον Γκίκα, τον Λεοντή και τον Λάζο να έχουν ξεκινήσει να τα πίνουν παρέα με τον Ιωάννου. Ο Μιχαλίτσης με τον Γεωργίου βρίσκονταν σε περίπολο ενώ ο Κούτρας με τον Γαβριηλίδη κοιμόντουσαν ήδη στο δωμάτιο τους. Ο Ίαν αρχικά ξαφνιάστηκε αλλά προσπάθησε σθεναρά ώστε να μην το δείξει.
Όπως τον ενημέρωσαν είχαν αποφασίσει να το “κάψουν” τελευταία μέρα με ιδιαίτερο τρόπο. Δεν ήξερε τι σημαίνει το ιδιαίτερο ακριβώς αλλά στο θέαμα από τα μπουκάλια με την πέρδικα φαντάστηκε πως εκεί αναφερόντουσαν. Έπιασε μια άκρη και υποκρίθηκε πως συμμετείχε στην παρέα για να μην καρφωθεί, ωστόσο ήλπιζε σε λίγα λεπτά να καταφέρει να ξεγλιστρήσει αφού η παρέα πέρα από τον Ιωάννου του ήταν παντελώς αδιάφορη. Επιπλέον, το ότι είχε καταλάβει κάτι εντελώς διαφορετικό από αυτό που φάνηκε να διαδραματίζεται του είχε ρίξει την ψυχολογία σε περίεργα μονοπάτια.
Η παρέα των τεσσάρων στο άκουσμα πως θέλει να αποχωρήσει έδειξε να ξαφνιάζεται και να προσπαθεί να τον κρατήσει πάση θυσία λες και για εκείνους ήταν η ψυχή της παρέας. Επέμεναν να πιει μαζί τους δείχνοντας πως το όχι δεν αποτελεί απάντηση εκείνη τη στιγμή. Δυσανασχετώντας εκείνος δέχτηκε. Όπως ήταν φυσικό οι αναστολές του άρχισαν να φθίνουν κι έτσι το να φύγει δεν ήταν άμεση επιλογή πια, άλλωστε ήταν τελευταία μέρα και μια φορά ίσον καμία.
Το ένα ποτήρι έγιναν δυο και πολλαπλασιάστηκα σε χρόνο που πια δεν κατάφερνε να υπολογίσει. Δίπλα του ο Ιωάννου φαινόταν να εξιστορεί τη σχέση που είχαν αναπτύξει γυρνώντας κατά διαστήματα στον ίδιο πειράζοντας τον πότε λεκτικά και πότε με το χέρι του. Το άγγιγμα του φαινόταν έντονο και επιτακτικό κάτι που δεν είχε συνηθίσει. Ένιωθε να μπερδεύεται και ξαφνικά σηκώθηκε με σκοπό να αποχωρήσει.
Τότε ο Γκίκας έβγαλε τη μπλούζα του ρωτώντας τον αν του αρέσει αυτό που βλέπει. Ο Ίαν απέφυγε την ερώτηση και ο Ιωάννου σηκώθηκε και τον τράβηξε από πίσω κολλώντας τον σχεδόν επάνω του. Το κορμί του τινάχτηκε. Στα αυτιά του έφτασαν τα λόγια του Ιωάννου, “μη μου πεις πως δεν ανυπομονούσες μικρέ”, ένιωθε το στομάχι του να ανακατεύεται. Τα χέρια του Ιωάννου στους ώμους του σχεδόν τον είχαν ακινητοποιήσει.
“Ξεκολλάτε ρε να τον πειράξουμε λίγο είπαμε, κοιτάξτε τον πως τρέμει” άρχισε να φωνάζει ο Λάζος. Ο Λεοντής γέμισε το ποτήρι του και τον πρόσταξε να σκάσει, τότε σηκώθηκε και τράβηξε τον Ίαν από την μπλούζα. Έσυρε το κορμί του μέχρι το τραπέζι λίγα μέτρα πιο πέρα. Τράβηξε το παντελόνι του και τον έσπρωξε να σκύψει. Πρόσταξε στον Γκίκα να φέρει τη μονωτική για να του κλείσει το στόμα. Εκείνος υπάκουσε γελώντας, φαίνονταν όλοι να το διασκεδάζουν.
Οι φωνές του έβγαιναν πνιγμένες από τα δάκρυα στο πρόσωπο του. Πριν του κλείσουν το στόμα ο Ιωάννου πήρε το μπουκάλι από το τραπέζι και το έγειρε στο ύψος από το στόμα του γεμίζοντας από την ορμή ολόκληρο το πρόσωπο του. Του σφράγισε το στόμα και έσκυψε στο αυτί του, “απόλαυσε το, αυτό δεν ήθελες τόσο να νιώσεις, τι κάνεις σαν αδερφή λοιπόν;” του ψιθύρισε και ξεκούμπωσε το παντελόνι του.
Μόλις το κατέβασε στο ύψος από τα γόνατα του ο Ίαν προσπάθησε να γυρίσει το κεφάλι στην αντίθετη πλευρά. Εκείνος το κράτησε με δύναμη αναγκάζοντας τον να δει. Μόλις κατέβασε το εσώρουχο του άρχισε να χτυπιέται πάνω στο τραπέζι. Πίσω του ο Λεοντής είχε μπει με δύναμη μέσα του χωρίς καμία προειδοποίηση. Τα μάτια του έσταζαν και τα χέρια του προσπαθούσαν με κάθε τρόπο να τον ελευθερώσουν. Ο Ιωάννου τώρα τον έπαιζε μπροστά στο στόμα του που ήταν πλέον σφραγισμένο. Προσπάθησε να τον απωθήσει με τα χέρια και τότε μόλις εκείνος ένιωσε αρκετά σκληρός έσπρωξε τον Λεοντή και έπιασε τον Ίαν από τη μέση.
Κάτι ακούστηκε χωρίς να μπορεί να καταλάβει ακριβώς αφού το ίδιο δευτερόλεπτο ένιωσε να σκίζεται στα δυο με ακόμη μεγαλύτερη δύναμη από πριν. Ο Ιωάννου τον έβγαζε και τον έβαζε μέσα του ξανά και ξανά και ο πόνος που τώρα ένιωθε φαινόταν αβάσταχτος. Ο Λεοντής βρέθηκε μπροστά του για να τελειώσει αυτό που άρχισε. Με ιδιαίτερη ικανοποίηση τελείωσε στο πρόσωπο του αναγκάζοντας τον να κλείσει τα μάτια.
Πριν τελειώσει ο Ιωάννου τον τράβηξε να σηκωθεί, τον έριξε στο πάτωμα και ο Γκίκας τον σήκωσε από τους ώμους. Τώρα βρισκόταν στα γόνατα μπροστά του. Του έβγαλε την ταινία. Ενώ ο Ίαν προσπαθούσε να καθαρίσει τα μάτια του και προσπαθώντας με κόπο να αναπληρώσει τις ανάσες του ο Ιωάννου μπήκε στο στόμα του και τελείωσε μονομιάς. Μια γεύση αηδίας τον έκανε να θέλει να ξεράσει.
Χωρίς να νοιαστούν τώρα βρισκόταν ξανά στο τραπέζι, ο Γκίκας τον χτύπησε συνωμοτικά και μπήκε. Ο Ίαν τώρα ξερνούσε το περιεχόμενο από το στομάχι του επάνω στο τραπέζι. Τα επόμενα λεπτά βρισκόταν λιπόθυμος χωρίς να καταλαβαίνει όσα διαδραματίζονταν.
Όταν συνήλθε άκουσε στο βάθος τον Λάζο να μιλάει έντονα, “Είστε μαλάκες, ρε άμα μιλήσει καταλαβαίνεται τι θα πάθουμε;” ακουγόταν να λέει. Ο υπόλοιποι μιλούσαν αποσπασματικά λέγοντας διάφορα όπως “σκάσε”, “τίποτα δεν έπαθε”, “δεν πρόκειται να πει λέξη”.
Η μυρωδιά από το κορμί του τον ανάγκασε να συνέλθει. Βρισκόταν πεσμένος στο μπάνιο. Ήταν μόνος. Άρχισε να κλαίει χωρίς σταματημό. Σιχαινόταν τον εαυτό του. Μισούσε το κορμί του. Αηδίαζε για τη σωματική επαφή. Είχε αρχίσει να ξημερώνει όταν βρήκε το κουράγιο να σηκωθεί. Πλύθηκε γδέρνοντας το κορμί του αντί να το τρίβει. Ένιωθε δειλός, αβοήθητος. Μόλις τελείωσε περίμενε να τους ακούσει όλους και ύστερα βγήκε από το μπάνιο. Το πρόσωπο του σε όλη την υπόλοιπη θητεία δεν το σήκωσε ποτέ παρά μόνο για να βαρέσει προσοχή στο άκουσμα της λέξης Δενδρινός.
3
Η επιστροφή από τη θητεία τον βρήκε να σπουδάζει δημοσιογραφία. Τελειώνοντας τη σχολή εργάστηκε σε ένα site και ασχολήθηκε με το αστυνομικό ρεπορτάζ. Έπιασε σπίτι κάπου στο ύψος της Πανόρμου λίγα λεπτά μακριά από τη ΓΑΔΑ. Ρίχτηκε με τα μούτρα στη δουλειά αφού το μόνο που ένιωθε να τον ξυπνάει ήταν οι ιστορίες που ζούσε μέσα από τα ρεπορτάζ που συνήθιζε να κάνει.
Σχέσεις δεν κατάφερε να αποκτήσει. Τις περισσότερες μέρες τις περνούσε μόνος. Τις παρέες τις απέφευγε, οι ερωτικές επαφές φαίνονταν να τον απωθούν και οι δικοί του όσο περνούσαν τα χρόνια δεν αποτελούσαν επιλογή.
Το κορμί του ήταν πια αγύμναστο και καχεκτικό. Είχε πάψει να δίνει ιδιαίτερη σημασία στον εαυτό του και τώρα έμοιαζε περισσότερο με τσουβάλι παρά με νέο που διψάει για ζωή. Η μοναδικές φορές που τα μάτια του έλαμπαν ήταν όταν έκανε έρευνες, τον υπόλοιπο καιρό έδειχναν κουρασμένα και παραδομένα στον χρόνο.
Εργαζόταν ήδη τρία χρόνια όταν έξω από τον σταθμό των Αμπελόκηπων άκουσε μια φωνή να τον φωνάζει. Μόλις γύρισε είδε μπροστά του έναν παλιό γνώριμο, τον Γεωργίου. Εκείνος έδειχνε να χαίρεται για την συνάντηση τους μα ο Ίαν αισθάνθηκε ένα γνώριμο κόμπο στο στομάχι.
“Που είσαι ρε σειρά;” του είπε γεμάτος ενθουσιασμό. “Που να είμαι; Εδώ, όπως κι εσύ από ότι βλέπω.” απάντησε ανόρεχτα.
Παρά τη φανερή δυσανασχέτηση του βρέθηκαν να κάθονται στο καφέ μπροστά από τον σταθμό για περίπου μια ώρα ανταλλάσοντας νέα αλλά και παλιά που τους ένωναν. Μέσα από τη συζήτηση ο Ίαν κατάλαβε πως τίποτα δεν γνώριζε για όσα είχαν συμβεί σχεδόν οκτώ χρόνια πριν. Κουβεντιάζοντας, έμαθε πως ο Γεωργίου κρατάει επαφές με τον Ιωάννου ο οποίος επίσης έμενε στην Αθήνα. Στο άκουσμα του ονόματος του ένιωσε ξανά να ανακατεύεται. Πριν προλάβει να το δείξει σηκώθηκε απότομα από την καρέκλα, ευχαρίστησε τον Γεωργίου, έβγαλε ένα δεκάρικο, το άφησε στο τραπέζι και εξαφανίστηκε σχεδόν πριν προλάβει εκείνος να χαιρετίσει.
Προχώρησε και χάθηκε σε ένα στενό στο ύψος της Αλεξάνδρας. Για ώρα ξερνούσε μια ζωή που έμοιαζε να έχει αφήσει πίσω.
Τις επόμενες μέρες πήρε άδεια και κλείστηκε στο διαμέρισμα του. Τα φώτα έμεναν συνεχώς σβηστά ενώ το φως με δυσκολία έμπαινε από τα μισοχαλασμένα ξύλινα ρολά στο δωμάτιο. Το σώμα του πονούσε όπως πονούσε εκείνες τις στιγμές. Ο μοναδικός λόγος που σηκωνόταν ήταν να μπει στο μπάνιο και να τρίψει το κορμί του με όλη του τη δύναμη.
Τα μάτια του φαίνονταν πρησμένα και μαύρα και το σώμα του άκαμπτο, σε κάθε ήχο που ερχόταν από τον έξω κόσμο τινάζονταν με τρόμο και έπειτα μαζευόταν όλο και περισσότερο στην άκρη του καναπέ.
Δεν ήθελε πια να κοιτάει τον κόσμο όπως έκανε κάποτε, δεν τον ενδιέφερε τι κρύβει πίσω από τις μάσκες που φοράει αφού η δική του ένιωθε να γίνεται μέρα με τη μέρα ασήκωτη. Είχε χάσει κάθε σκοπό, κάθε του κίνηση έμοιαζε να προέρχεται από μια καλοκουρδισμένη μηχανή που δεν έχει καμία θέληση πέρα από το να εξυπηρετήσει το σκοπό για τον οποίο δημιουργήθηκε.
Είχε πάψει να νιώθει διέγερση και οι μοναδικές φορές που το κορμί του ανατρίχιαζε ήταν όταν αντίκριζε κάποιο αποτρόπαιο έγκλημα για το οποίο έπρεπε να γράψει. Κάποτε πίστευε πως το αντρικό σώμα τον ελκύει μα πια έμοιαζε να αηδιάζει στο άγγιγμα κάθε ανθρώπου ανεξάρτητα το φύλλο από το οποίο προέρχεται.
Σκέφτηκε πολλές φορές να τερματίσει τη ζωή του μα ήξερε πως για να το κάνει ήθελε θάρρος που εκείνος φαίνονταν να μην έχει. Θέλησε πολλές φορές να ζητήσει βοήθεια όμως πίστευε πως κάποια πράγματα δεν γιατρεύονται με την κουβέντα. Προσπάθησε πολλές φορές να χάσει τον εαυτό του μέσα από καταχρήσεις που υπήρχαν άπλετες στα πόδια του μα όποτε το δοκίμασε δεν φάνηκε να ξεχνάει εκείνα που έπρεπε.
Ότι και αν έκανε μόλις ο κύκλος έφτανε στο τέλος βρισκόταν ξανά μπροστά σε εκείνη τη μέρα που έμοιαζε να του στοιχειώνει τη ζωή.
Βρέθηκε να περιπλανιέται σε σοκάκια. Ρημαγμένοι δρόμοι, άδεια κουφάρια, σύριγγες, πτώματα ζωντανά, γυναίκες, άντρες, άντρες ντυμένοι γυναίκες, βαποράκια και νταβάδες μαζεμένοι στις γνωστές γωνίες.
Περπατούσε αργά, θέλοντας σχεδόν να τον προσέξουν. Το μυαλό του έπαιζε περίεργα παιχνίδια. Ήθελε να αγοράσει, να πουληθεί μα κυρίως να πεθάνει. Ήλπιζε, ή καλύτερα ένιωθε πως το να τον απαλλάξει κάποιος από το μαρτύριο της ζωής του θα έφερνε τη λύτρωση που αναζητούσε.
Αγόρασε από τον πρώτο που είδε μπροστά του και χάθηκε μες στα στενά. Βρέθηκε σε ένα πάρκο σχεδόν άδειο. Μια παρέα βρισκόταν απέναντι και τα έπινε ακούγοντας μουσική. Έβγαλε το σακουλάκι και έκοψε μια γραμμή. Την έκανε και περίμενε.
Κάπου είχε διαβάσει πως η υπερβολική κατανάλωση μπορεί να ανατινάξει την καρδιά σου, του φάνηκε κάπως βασανιστικό σαν ιδέα και ας μην είχε ανατιναχτεί ποτέ η δική του. Έκλεισε τα μάτια και κρέμασε το κεφάλι πίσω. Μόλις τα άνοιξε ξανά ο ουρανός ήταν γεμάτος αστέρια.
Όσο περνούσε η ώρα αντί να νιώθει χαρά βούλιαζε περισσότερο στην άβυσσο που είχε εγκλωβιστεί. Έσυρε το κορμί του μέχρι τα αυτοκίνητα στη γωνία. Μπήκε στο πρώτο, έδωσε τη διεύθυνση και σε λίγα λεπτά ήταν έξω από την πόρτα της πολυκατοικίας. Την έσπρωξε και βρέθηκε στο εσωτερικό.
Αντί να πάρει το ασανσέρ χώθηκε στις σκάλες. Κάθε σκαλί μίκραινε τη θηλιά που είχε δέσει στον λαιμό του. Στηριζόταν πότε στα κάγκελα και πότε στον τοίχο. Κάθε όροφος έπεφτε με ορμή πάνω στο κορμί του κρατώντας το κεφάλι του μονίμως κάτω από την επιφάνεια. Έφτασε μέχρι τον τέταρτο. Το βάρος από τους τρεις προηγούμενους έκανε τους ώμους του να λυγίζουν.
Ξεκλείδωσε και κρύφτηκε στο εσωτερικό. Γύρισε να κοιτάξει, κανένας δεν τον παρακολουθούσε. Κανέναν πια δεν ήταν ικανός να δει. Πριν κλείσει τη δικιά του, μια πόρτα έκλεισε κοντά του με ορμή. Τινάχτηκε και κλείδωσε βιαστικά. Πέταξε το σακουλάκι στο τραπεζάκι του σαλονιού, στάθηκε μπροστά του και το κοιτούσε για ώρα.
Την επόμενη μέρα όταν ξύπνησε κόντευε ήδη να νυχτώσει. Από τις γρίλιες το φως έπεφτε ανεπαίσθητα στο πρόσωπο του προσπαθώντας να γλύψει τις πληγές. Βρισκόταν στο ίδιο σημείο με την προηγούμενη, με το σακουλάκι να τον περιμένει στο τραπεζάκι.
Στη γωνία του σαλονιού είδε τα μπουκάλια που αγόραζε με την πέρδικα. Ένα κομμάτι του εαυτού του δεν τον άφηνε να ξεχάσει κι έτσι κάθε φορά που θυμόταν ένα μπουκάλι είχε προστεθεί στην περίεργη συλλογή του. Πλησίασε και άνοιξε το πρώτο που έπιασε το χέρι του. Άρχισε να το κατεβάζει χωρίς σταματημό απ’ το μπουκάλι.
Τα μάτια του έκαιγαν, μαζί και η ψυχή του. Ελευθερία ή εκδίκηση. Το δίπολο που φαινόταν να έχει εξαφανιστεί είχε ριζώσει τώρα για τα καλά σε ένα κομμάτι του εγκεφάλου του. Το φως από τις γρίλιες είχε χαθεί. Μονάχα εκείνο από τον διάδρομο έδινε κάποια ζωή στον χώρο. Πήρε ένα συρτάρι και άδειασε το περιεχόμενο του στο τραπεζάκι.
Έκοψε μια γραμμή και την έκανε. Στα χέρια του πήρε την πρώτη καρτέλα με αντιφλεγμονώδη. Άδειασε τα χάπια στο ποτήρι του ένα ένα. Μόλις τελείωσαν άδειασε ακόμη μια με μυοχαλαρωτικά. Κοίταξε το άδειο ποτήρι και το γέμισε αλκοόλ. Έκανε ακόμα μια γραμμή και το πήρε στα χέρια του. Το πλησίασε στο στόμα και ύστερα το ακούμπησε ξανά στο τραπεζάκι.
Ένιωθε δειλός και αβοήθητος. Ανίκανος για οτιδήποτε. Το τηλέφωνο του άρχισε να αναβοσβήνει. Ο πατέρας του στην οθόνη τον ειδοποιούσε να περιμένει. Ήπιε μια γερή δόση αλκοόλ από το μπουκάλι και το σήκωσε.
“Μπαμπά..” μπόρεσε να ψελλίσει.
“Που είσαι παιδί μου, δυο μέρες σε ψάχνω”
“Με βρήκες;” φάνηκε να τον ρωτάει.
“Τι συμβαίνει, είσαι καλά; Δεν σε ακούω..” προσπάθησε εκείνος να συμπληρώσει.
“Είμαι. Πρέπει να κλείσω, συγνώμη” και έκλεισε το τηλέφωνο πριν προλάβει ο πατέρας του να ολοκληρώσει την πρόταση του.
Πήρε το ποτήρι στα χέρια του και το άδειασε. Μισή ώρα μετά βρισκόταν λιπόθυμος στο πάτωμα του σαλονιού. Δύο ώρες αργότερα ο πατέρας του βρισκόταν από πάνω του.
Ένιωθε κάποιον να τον τινάζει απ’ το όνειρο μα δεν ήθελε να ξυπνήσει. Σε ένα κομμάτι του μυαλού του αναρωτιόταν αν αυτό ήταν το τέλος ή κάποια συνέχεια. Δεν έδειχνε σίγουρος πως ήθελε να μάθει.
Ξύπνησε ώρες, μέρες, στιγμές μετά. Ήταν στο κρεβάτι του. Προσπάθησε να ανασηκωθεί μα το κεφάλι του τον κράτησε κάτω. Στο άνοιγμα την πόρτας αντίκρισε τον πατέρα του. Έβαλε όλη του τη δύναμη να σηκωθεί.
“Γιατί τι θέλεις εδώ γιατί δεν με άφησες τι θέλεις ποιος σου είπε πως σε χρειάζομαι γιατί αφήστε με μόνο τι θέλεις εδώ ποτέ δεν έρχεσαι γιατί;” σε παραλήρημα έφτυνε τις λέξεις απ’ το στόμα του. Ο πατέρας του πλησίασε και τον έκλεισε στην αγκαλιά του. Συνέχιζε να μένει σιωπηλός.
“Όποτε θέλεις θα είμαι εδώ να μου μιλήσεις” του είπε και τον φίλησε στο κεφάλι, “μέχρι τότε πρόσεχε τον εαυτό σου γιατί δεν θα το κάνει κανείς γιε μου. Δεν ήρθα για να σε τιμωρήσω. Απ’ ότι είδα καλά τα καταφέρνεις και μόνος. Ήρθα για να σου πω πως δεν είναι ανάγκη να χάνεσαι γιατί εγώ ποτέ δεν σε εγκατέλειψα.”
Τα μάτια του Ίαν είχαν γίνει ποτάμι, το κορμί του έμοιαζε να ξεσπάει και εκείνος να νιώθει τον πόνο που προσπαθούσε πριν να θάψει και δίπλα του να θαφτεί.
Ο πατέρας του δεν ρώτησε τίποτα. Μάζεψε ότι μπόρεσε να δει και έφυγε. Τον παρακάλεσε να τον ακολουθήσει μα εκείνος αρνήθηκε. Του υποσχέθηκε θα προσέχει και χώθηκε ξανά στα σκεπάσματα. Μόλις σηκώθηκε τα χάπια αλλά και το σακουλάκι έλειπαν από το γνώριμο σκηνικό. Αισθάνθηκε μια περίεργη ανακούφιση για τα χάπια.
Έβγαλε από την τσέπη ενός παντελονιού ένα σακουλάκι. Τράβηξε μια γραμμή, βυθίστηκε στον καναπέ και χάθηκε.
Μπροστά του είδε τον Ιωάννου να γελάει και να κρατάει το κεφάλι του με δύναμη στο τραπέζι. Τον Λεοντή να του κλείνει το στόμα και τον Γκίκα να το ευχαριστιέται. Θεατής όλων όπως συνήθως σε κάθε εφιάλτη ο Λάζος.
Οι παλάμες του είχαν ιδρώσει και τα δάχτυλα του έσφιγγαν επάνω στο κορμί του. Οι παλμοί του άρχισαν να ανεβαίνουν και η ανάσα του να γίνεται κοφτή. Μόλις άνοιξε τα μάτια το βλέμμα του έπεσε στο μοναδικό μπουκάλι με την πέρδικα που είχε απομείνει και είχε ακουμπισμένο στο τραπέζι.
Τα μάτια του έλαμπαν διαφορετικά. Το βάρος που κουβαλούσε στις πλάτες του πια δεν ήταν το δικό του. Είχε έρθει η ώρα να τους συναντήσει ή καλύτερα να τον συναντήσουν αυτοί. Εκείνος τους έβλεπε σχεδόν καθημερινά πια στους εφιάλτες που ζούσε ξανά και ξανά πότε με κλειστά και πότε με ανοιχτά μάτια.
4
Από την επόμενη κιόλας ρίχτηκε στη δουλειά. Κατάφερε να τους βρει. Τους παρακολουθούσε εναλλάξ προσπαθώντας να διακρίνει οποιοδήποτε μοτίβο στην καθημερινότητα τους. Η δική του δουλειά είχε πάψει να τον ενδιαφέρει όσο παλιά.
Ο πρώτος που συνάντησε ήταν ο Γκίκας σε ένα στενό κοντά στο σπίτι του κάπου στο Παγκράτι. Φόρεσε την κουκούλα και τον πλησίασε από πίσω. Πριν προλάβει να ξεκλειδώσει το αυτοκίνητο πέρασε από το λαιμό του ένα κομμάτι σύρμα και το πίεσε με όλη του τη δύναμη κρατώντας όσο μπορούσε το σώμα του Γκίκα που κλωτσούσε σαν τρελό από την ταραχή και τον φόβο.
Δεν πρόλαβε να τον κοιτάξει στα μάτια. Τον έπνιξε πριν δει ποιος είναι ο δολοφόνος. Τύλιξε το σύρμα στο χέρι του και το έβαλε στην τσέπη. Απομακρύνθηκε όσο πιο γρήγορα μπορούσε. Την επόμενη όλοι μιλούσαν για τον φόνο στα στενά της Φιλολάου. Το πτώμα βρέθηκε τις επόμενες ώρες και σύμφωνα με τις έρευνες δεν υπήρχε εμφανής αιτία για το έγκλημα. Αυτόπτης μάρτυρας κανείς. Την ίδια μέρα στο site που εργαζόταν ανέβηκε άρθρο με τίτλο “ο δολοφόνος χωρίς αιτία;” με την υπογραφή του Ίαν Δενδρινού.
Τις επόμενες μέρες αποφάσισε να νοικιάσει μια αποθήκη κάπου στις Αφίδνες. Την έκλεισε με τη διαμεσολάβηση κάποιου που γνώριζε από τον υπόκοσμο προπληρώνοντας την για τρία χρόνια με λεφτά που είχε στην άκρη από τους γονείς του. Την νοίκιασε στο όνομα Λιβάνης για εμπορική χρήση σε ερημική περιοχή. Άφησε να περάσει καιρός μέχρι που ένα βράδυ είχε φτάσει η στιγμή να την επισκεφτεί.
Στο εσωτερικό η αποθήκη αν και έδειχνε μικρή χωριζόταν σε δωμάτια, κάτι που με μια πρώτη ματιά έμοιαζε να τον εξυπηρετεί. Άναψε τη λάμπα στο κεντρικό δωμάτιο και απομακρύνθηκε. Λίγο μετά έσυρε στο εσωτερικό μια καρέκλα που κουβαλούσε στο αυτοκίνητο. Την τοποθέτησε στο τελευταίο δωμάτιο στη σειρά. Δίπλα της άφησε σκοινιά.
Προχώρησε ξανά εκτός της αποθήκης και μάζεψε ότι κομμάτι ξύλου μπόρεσε να βρει περιμετρικά του οικοπέδου. Τα στοίβαξε όλα στο δωμάτιο που είχε τοποθετήσει την καρέκλα, μαζί τους έφερε και ένα μικρό μπιτόνι από βενζίνη. Αφού τα περιέλουσε λίγο, άναψε μια μικρή φωτιά. Βγήκε από το δωμάτιο ενώ έκλεισε την πόρτα πίσω του. Όταν κοίταξε ξανά, τα πάντα είχαν καεί και κάρβουνα σιγόκαιγαν στη θέση τους. Κλείδωσε και απομακρύνθηκε από την αποθήκη.
Το πρωί της επόμενης μέρας βρισκόταν έξω από το σπίτι του Λεοντή. Τον ακολούθησε μέχρι αργά το ίδιο βράδυ. Ο δρόμος έμοιαζε έρημος. Πάτησε γκάζι και την επόμενη στιγμή το σώμα του χτύπησε με ορμή στο μπροστινό μέρος του αυτοκινήτου. Μόλις κατέβηκε εκείνος κείτονταν στον δρόμο, ήταν ακόμη ζωντανός. Τον έσυρε στο εσωτερικό και έδεσε σφιχτά τα χέρια του.
Οδήγησε μέχρι την αποθήκη. Μόλις άνοιξε το πίσω μέρος του αυτοκινήτου ο Λεοντής είχε ήδη βρει τις αισθήσεις του. Πλησίασε το αυτοκίνητο μέχρι την πόρτα και έριξε το σώμα του με δύναμη στο χώμα. Το έσυρε μέχρι το εσωτερικό. Εκείνος προσπαθούσε να καταλάβει τι συνέβαινε χωρίς να τα καταφέρνει.
“Εύκολα ξεχνάς” του είπε ενώ κλοτσούσε το σώμα του στο πάτωμα. Ο Λεοντής άρχισε να χτυπάει το κορμί του λες και μόλις ξύπνησε από όνειρο χωρίς να βρίσκει την ισορροπία του. Τον τράβηξε με κόπο μέχρι το τελευταίο δωμάτιο. Από το στόμα του Λεοντή έβγαιναν βρισιές πνιγμένες σε κραυγές μίσους. Ο Ίαν δεν έδειξε να ανταποκρίνεται. Πριν μπει στο δωμάτιο φόρεσε μάσκα που κάλυπτε όλο το πρόσωπο του την οποία είχε τοποθετήσει εκεί την προηγούμενη. Χέρια και πόδια χτυπούσαν όπου τον έβρισκαν. Κλότσησε το κεφάλι του με δύναμη.
Τον έβαλε στην καρέκλα και τον έδεσε όσο πιο σφιχτά μπορούσε. Χέρια και πόδια βρίσκοντας ασφαλισμένα επάνω της. Το πρόσωπο του τινάχτηκε και άρχισε να βήχει χωρίς σταματημό. Το δωμάτιο ήταν ιδιαίτερα μικρό και η αίσθηση μέσα σε αυτό αποπνικτική. Πριν φύγει τοποθέτησε ακόμη μερικά καμένα κούτσουρα και στάχτη που κουβαλούσε με το αυτοκίνητο. Βγήκε κλείνοντας πίσω του την πόρτα με ορμή.
Από το εσωτερικό ακουγόταν ο Λεοντής που προσπαθούσε με κόπο να βρει ανάσα. Έφυγε και γύρισε τρία βράδια αργότερα. Μόλις άνοιξε την πόρτα, η καρέκλα βρισκόταν πεσμένη στο πάτωμα. Επάνω της ήταν το άψυχο σώμα του Λεοντή. Οι πνεύμονες του είχαν γεμίσει με στάχτη.
4.3
Έβγαλε από το αυτοκίνητο τα εργαλεία και ξεκίνησε να σκάβει ένα λάκκο λίγο πέρα από την είσοδο της αποθήκης. Τράβηξε το άψυχο σώμα του Λεοντή και το τοποθέτησε μέσα. Μόλις το σκέπασε καλά, πέρασε από πάνω του με το αυτοκίνητο ώστε το έδαφος να μη διαφέρει από τον γύρω χώρο. “Γι αυτό το φόνο δεν θα έγραφε κανείς σύντομα” σκέφτηκε και προχώρησε ξανά στο εσωτερικό της αποθήκης.
Μαζί του κουβαλούσε αλυσίδες. Τα επόμενα βράδια σε ένα διπλανό δωμάτιο, τα πέρασε να τις τοποθετεί με ιδιαίτερη προσοχή. Μόλις τελείωσε, στην άλλη άκρη του δωματίου τοποθέτησε ένα μεγάλο ξύλινο βαρέλι που με τη βοήθεια ενός περιπλανώμενου και ένα καλό αντίτιμο, είχε τοποθετήσει έξω από την αποθήκη. Έκοψε το καπάκι και το έτριψε καλά. Στη συνέχεια το στεγανοποίησε με προσοχή. Μόλις κατάφερε να το μονώσει το γέμισε νερό. Η δουλειά του είχε τελειώσει. Τοποθέτησε την καρέκλα που υπήρχε στο δωμάτιο με τον Λεοντή σε ένα τρίτο δωμάτιο και απομακρύνθηκε.
Όταν πια είχε τελειώσει με την αποθήκη τακτοποίησε ότι εκκρεμότητα είχε και κατευθύνθηκε στο πατρικό του. Κλείστηκε για λίγο στο δωμάτιο του και όταν βγήκε βρήκε του δικούς του στην κουζίνα να τον περιμένουν. Εμφανώς ευδιάθετος από την τελευταία φορά που είχε δει τον πατέρα του κάθισε και τους χαμογέλασε.
Πρώτος έσπασε τη σιωπή ο πατέρας του, “πως είσαι παιδί μου;”, τον ρώτησε.
“Είμαι καλά πατέρα, όλα καλά” αποκρίθηκε κρατώντας το χαμόγελο στα χείλη.
“Πως και μας θυμήθηκες;” ακούστηκε κάτι ανάμεσα σε μομφή και σε παράπονο από τα χείλη της μάνας του να βγαίνει. “Αφού δεν με θυμάσαι εσύ είπα να το επιχειρήσω εγώ” απάντησε χωρίς να χάσει χρόνο.
“Σωπάστε τώρα, έλα βάλε κάτι στο παιδί να φάει” μπήκε στη μέση ο πατέρας του.
Έφαγαν συζητώντας για τη δουλειά, τον καιρό και την καθημερινότητα. Τίποτα σημαντικό ωστόσο φαινόταν να τους ευχαριστεί και τους τρεις. Το βράδυ το πέρασε στο δωμάτιο που τον γνώριζε για πάνω από είκοσι χρόνια. Όνειρα, μίση, πάθη, όλα κλεισμένα σε τέσσερις τοίχους. Ξάπλωσε και στο ύψος των ματιών του είδε τη ρωγμή. Ένιωσε τη δική του. Ο χρόνος είχε κάνει καλά τη δουλειά του. Έβαλε το χέρι του στο ύψος της καρδιάς και αναρωτήθηκε αν η δική του βρισκόταν κάπου εκεί.
Όλα έμοιαζαν τόσο γνωστά και τόσο ξένα στα μάτια του. Δεν αισθανόταν ο ίδιος άνθρωπος με αυτόν που βρισκόταν κλεισμένος σε αυτούς τους τέσσερις τοίχους κάποτε. Δεν ένιωθε τα ίδια, δεν σκεφτόταν με τον ίδιο τρόπο, δεν ήθελε τα ίδια πράγματα, δεν είχε την ίδια ταυτότητα, δεν ήλπιζε με το ίδιο πάθος. Το είχε σκοτώσει κι αυτόν ή είχε χαθεί για τα καλά μες στη ρωγμή, δεν ήταν σίγουρος.
Όταν ξύπνησε, έκατσε στη βεράντα πλάι στον πατέρα του. Τώρα βρισκόταν αυτός πάνω απ’ το κεφάλι του και τον φιλούσε.
“Θα περάσεις ξανά;” τον ρώτησε.
“Θα είμαι εντάξει” του απάντησε.
Πριν φύγει φίλησε στο μάγουλο τη μάνα του, “να μου τον προσέχεις” της φώναξε και έκλεισε την πόρτα πίσω του.
Στην αποθήκη, καθισμένος στην καρέκλα, φιμωμένος και με μια κουκούλα στο κεφάλι, βρισκόταν ο Λάζος. Ένα απόγευμα και ενώ επέστρεφε σπίτι με τα πόδια, στο δρόμο του βρέθηκε ο Ίαν. Με την απειλή όπλου τον ανάγκασε να μπει στο αυτοκίνητο. Στη διαδρομή δεν αντάλλαξαν κουβέντα. Όσο και να τον παρακάλεσε ο Λάζος το μόνο που κατάφερε να βγάλει από το στόμα του ήταν “σκασμός”.
Ο Λάζος παραδομένος υπάκουσε, οι τύψεις φαίνονταν να είχαν κάνει τη δουλειά τους από χρόνια. Στην αποθήκη έβγαζε την κουκούλα μονάχα για να φάει. Τις υπόλοιπες ώρες ακούγονταν κραυγές που του τρύπαγαν το κεφάλι. Στην καρέκλα έκλαιγε, φώναζε, παρακαλούσε, κατούραγε και έκανε κάθε άλλη ανάγκη που είχε. Είχαν περάσει μέρες και κάθε φορά που χτύπαγαν πόρτες και ο Ίαν βρισκόταν γύρω του, αντί να του ζητάει ελευθερία του ζητούσε να τελειώνει μια και καλή.
Δύο εβδομάδες από την πρώτη φορά που ο Λάζος βρέθηκε εκεί, ο Ίαν μπήκε μέσα και του έκλεισε το στόμα με μονωτική ταινία. Σε κάποιο άλλο δωμάτιο ήταν ο Ιωάννου πεσμένος στο πάτωμα χωρίς τις αισθήσεις του.
Ο Ίαν έδεσε τα χέρια του Ιωάννου σε κάτι λουριά που βρίσκονταν επάνω στις αλυσίδες, ύστερα και τα πόδια. Τραβώντας τις αλυσίδες το κορμί του Ιωάννου βρίσκονταν γυμνό και κρεμασμένο στον αέρα ενώ κοιτούσε προς το πάτωμα. Είχε ανάψει ένα τσιγάρο όταν άρχισε να συνέρχεται.
“Ώρα ήταν να σηκωθείς, τόσο κόπο έκανα για εσένα, δε νομίζεις;” “Παλιόπουστα έτσι και σε πιάσω στα χέρια μου…” έλεγε αφηνιασμένα ο Ιωάννου ψάχνοντας τρόπο να ελευθερωθεί. “Μη βιάζεσαι τόσο” απάντησε ο Ίαν και τον πλησίασε. Στο κορμί του έσβησε το τσιγάρο που έμοιαζε να έχει τελειώσει.
Οι φωνές του έμοιαζαν να ικανοποιούν τον Ίαν αφού σε εκείνον αναγνώριζε το μεγαλύτερο κακό στην ψυχή του. Το πρόσωπο του δεν είχε αλλάξει αλλά στα μάτια του είχε πάψει να βλέπει τον ποιητή που κάποτε αντίκριζε. Αυτό, του έδινε τη δύναμη να συνεχίσει.
Πήρε από το πάτωμα ένα εργαλείο και το έσυρε σε όλο του το κορμί. Όταν έφτασε στο ύψος των ποδιών το έχωσε μέσα του και το κράτησε παρά τη δύναμη που ο ίδιος έβαζε και ανάγκαζε το κορμί του να πάλλετε πάνω στις αλυσίδες. Έβγαλε το εργαλείο και το έβαλε αρκετές φορές μέχρι που μάτωσε. Οι κραυγές του διαπερνούσαν τα αυτιά του Λάζου περισσότερο από εκείνες που συνήθιζε να ακούει όλον αυτό το καιρό κλεισμένος στους τέσσερις τοίχους του διπλανού δωματίου.
Γύρισε τις αλυσίδες και τώρα ο Ιωάννου βρισκόταν σε όρθια θέση κρεμασμένος στον αέρα. Όσο ο Ίαν έκανε το τσιγάρο του εκείνος συνέχιζε να χτυπιέται παρ’ όλο που η δύναμη του φαινόταν να εξασθενεί.
Μόλις έσβησε και αυτό το τσιγάρο στο κορμί του πήρε ένα λοστό και άρχισε να τον χτυπάει σε κάθε κλείδωση. Το σώμα του έμοιαζε να κρεμιέται και οι φωνές του να πολλαπλασιάζονται. Ο Ίαν ένιωθε να ζωντανεύει μετά από καιρό, γνώριζε πως αυτή η φορά δε θα μοιάζει με τις προηγούμενες, ο Ιωάννου ήτανε πάντα ιδιαίτερος για εκείνον.
Από το πάτωμα σήκωσε ένα μπουκάλι με τη γνωστή σε εκείνον πέρδικα, έχυσε το περιεχόμενο του στο πρόσωπο του Ιωάννου και το έσπασε σε μια γωνία του δωματίου. Ο Ιωάννου φάνηκε να πνίγεται. Όταν γύρισε πίεσε το γυαλί στο σώμα του, κάθε φορά και λίγο περισσότερο μέχρι που τα αίματα γέμισαν το γυμνό κορμί του. Το έσερνε με δύναμη επάνω του και στο μυαλό του ήρθαν όλες οι στιγμές που εκείνος έγδερνε το δικό του για να καθαρίσει.
Λίγο μετά ο Ιωάννου έμεινε αναίσθητος.
Έκατσε και έκανε ένα τσιγάρο κοιτάζοντας το δημιούργημα του. Ανάμεσα στα πόδια του αισθάνθηκε για πρώτη φορά μετά από χρόνια μια περίεργη ικανοποίηση. Όταν σηκώθηκε διαπίστωσε πως το κορμί του ήταν νεκρό. Πήρε το τσιγάρο, άνοιξε το στόμα του, το έχωσε μέσα και το άφησε να κλείσει ξανά. Ήλπιζε όλο αυτό να κρατήσει περισσότερο.
Έλυσε τα δεσμά και το κορμί του έπεσε με κρότο στο πάτωμα. Το τοποθέτησε με δυσκολία μέσα στο βαρέλι που βρισκόταν στην άλλη μεριά του δωματίου, από το νερό εξείχε μονάχα το πρόσωπο του. Επάνω του έχυσε ένα μπουκάλι γάλα και στη συνέχεια το πασάλειψε με μέλι. Όταν τον κοίταξε είδε τη γλύκα όλου του κόσμου που κάποτε είχε αντικρίσει. Η μόνη διαφορά ήταν πως πια, θα κατέληξε εκεί που της αξίζει. Στα σκουλήκια. Ήταν η τελευταία φορά που είδε το πρόσωπο του.
Η πόρτα έκλεισε δυνατά πίσω του.
Του Λάζου άνοιξε με ορμή. Εκείνος τινάχτηκε στην καρέκλα του. Οι κραυγές από μέρες δεν τον άφηναν να κοιμηθεί. Οι πόρτες που χτυπούσαν του προκαλούσαν ταραχή χειρότερη από το θάνατο. Είδε τον Ίαν να κρατάει στα χέρια του κάτι αλλά τα μάτια του δεν μπορούσαν να αναγνωρίσουν στο σκοτάδι. Του έβγαλε την ταινία και του φόρεσε την κουκούλα ξανά. Ένας χτύπημα τον έριξε μαζί με την καρέκλα στο πάτωμα.
Δεν ήταν σίγουρος πόση ώρα πέρασε πεσμένος εκεί. Ένιωσε τα χέρια του να πονάνε. Μπόρεσε να τα κουνήσει. Ήταν ελεύθερος. Έβγαλε την κουκούλα και άρχισε να κλαίει. Δεν ήταν σε θέση να καταλάβει αν τα δεσμά του έφυγαν για καλό ή για κακό. Πλησίασε στην πόρτα, ήταν ανοιχτή. Προχώρησε στο διάδρομο και βρέθηκε σε εκείνη που είχε μπει την πρώτη φορά. Δεν τόλμησε να κοιτάξει στις μισάνοιχτες πόρτες που υπήρχαν γύρω του. Δίπλα σε εκείνη ήταν το πορτοφόλι του, η πόρτα ήταν και αυτή ανοιχτή.
Το κορμί του βρωμούσε λες και ήταν σε αποσύνθεση μα δεν τον ένοιαζε. Τα μάτια του δεν μπορούσαν να συνηθίσουν τα φώτα. Βρήκε ένα ταξί που με κόπο έπεισε να τον πάρει. Στο πορτοφόλι υπήρχαν παραπάνω από όσα χρειάζονταν για να πείσει τον ταρίφα να μη ρωτάει πολλά. Γύρισε σπίτι του και κρύφτηκε στο μπάνιο. Μέχρι να ξυπνήσει η σύντροφος του, ήταν σχεδόν άνθρωπος. Όσο και αν επέμενε να της μιλήσει, εκείνος δεν έβγαζε μιλιά. Ακόμα και όταν έφυγε, το μόνο που έμοιαζε να τον ταράζει ήταν η πόρτα που χτύπησε με δύναμη πίσω της. Ήταν ελεύθερος μα για πάντα αιχμάλωτος.
Για τους άλλους δεν άκουσε ποτέ ξανά. Δεν ήθελε και κυρίως δεν μπορούσε.
5
Ο ουρανός έμοιαζε μαύρος μα στα μάτια του φώτιζε από αστέρια. Στο μπαλκόνι ενός νησιού κάπου χαμένο στη θάλασσα ο Ιάκωβος πληκτρολογούσε τις τελευταίες λέξεις στον υπολογιστή του.
Τέλος.
Είχε καταφέρει να ξαναγεννηθεί