Ο κυρ Παντελής, συνταξιούχος του δημοσίου, έμενε στο διαμέρισμα του 3ου ορόφου της πολυκατοικίας επί της οδού Παξών τα τελευταία πενήντα χρόνια. Από τους παλιούς γείτονες άλλοι είχαν μετοικήσει εις Κύριον και άλλοι είχαν μετακομίσει σε πιο χαϊλέ προάστια ή σε οίκους ευγηρίας. Ο κυρ Παντελής όμως, γερνούσε στο σπιτάκι του, κοιτώντας τη δουλίτσα του, χωρίς να επιδιώκει γνωριμίες με τους νέους ένοικους της πολυκατοικίας, κάτι πλεμπαίους απόκληρους που είχαν κάνει κατάληψη στην πάλαι ποτέ ακμάζουσα μεσοαστική γειτονιά.
Άνθρωποι όλων των φυλών του Ισραήλ, με όλα τα χρώματα του ουράνιου τόξου και όλες τις γλώσσες του πύργου της Βαβέλ είχαν γεμίσει την παρατημένη πια στη μοίρα της πολυκατοικία με έντονες, βαριές, πιπεράτες, σκορδάτες μυρωδιές. Οι λεπτοί τοίχοι επέτρεπαν σε όλους να μαθαίνουν τα πάντα για τον διπλανό τους, καθώς τα λόγια και οι φωνές μπαινόβγαιναν αδιάκοπα από διαμέρισμα σε διαμέρισμα.
Έτσι και εκείνο το απόγευμα ο κυρ Παντελής άκουσε δυνατές, απειλητικές φωνές και κλαψουρίσματα από το διπλανό διαμέρισμα. Έβαλε την τηλεόραση στη διαπασών και συνέχισε, όπως πάντα, να κοιτάζει τη δουλίτσα του. Δεν ήθελε μπελάδες…
Είχε πια βραδιάσει για τα καλά όταν οι φωνές σταμάτησαν απότομα.
«…»
Η Αντιγόνη είχε κληρονομήσει από την γιαγιά ένα διαμερισματάκι στον 3ο όροφο μιας πολυκατοικίας στην οδό Παξών. Όπως το βρήκε έτσι το άφησε. Ούτε λεφτά, ούτε χρόνο είχε. Είχε όμως ένα κεραμίδι πάνω από το κεφάλι της. Μεγάλη αβάντα αυτή αν σκεφτεί κανείς ότι πάλι είχε μείνει χωρίς δουλειά.
Η πολυκατοικία της άρεσε. Ήταν μια κυψέλη όλο βουή και γλυκιές μυρωδιές. Πάντα έβρισκες κάποιον να σου πει μια καλημέρα, να σου δώσει λίγη ζάχαρη για τον καφέ αν σου τελείωνε στα ξαφνικά, και η αλήθεια είναι ότι τελευταία της Αντιγόνης όλα της τελείωναν εντελώς ξαφνικά. Τους ήξερε όλους τους ενοίκους η Αντιγόνη. Ακόμα και τον γρουσούζη τον κυρ Παντελή ήξερε. Άλλωστε οι τοίχοι ήταν φτιαγμένοι από χαρτόνι, όσο διακριτική και να ήθελε να είναι, δεν μπορούσε. Συνήθως οι διαφορετικές γλώσσες που μιλούσαν οι ένοικοι δεν της επέτρεπαν να καταλάβει ακριβώς τα τεκταινόμενα, αλλά από την ένταση, τον τρόπο εκφοράς των λέξεων και παράπλευρους ήχους μπορούσε να συμπεράνει πολλά.
Εκείνο το απόγευμα άκουσε δυνατές φωνές από το απέναντι διαμέρισμα. Οι ένοικοι μόλις είχαν μετακομίσει, δεν είχε προλάβει να τους γνωρίσει. Στην αρχή νόμιζε ότι ήταν από κάποια τηλεόραση. Δεν άργησε να καταλάβει ότι ένα ζευγάρι καυγάδιζε έντονα. Περίμενε λίγο μήπως και ηρεμήσουν τα πνεύματα, αλλά βλέποντας ότι η ένταση αυξανόταν, πήρε ένα άδειο φλιτζάνι και χτύπησε την πόρτα του ζευγαριού για να ζητήσει λίγη ζάχαρη.
«…»
Η Σεμέλ έμενε μαζί με άλλες δυο συμπατριώτισσές της σε ένα διαμερισματάκι του 2ου ορόφου μιας πολυκατοικίας στην οδό Παξών. Δουλειά – σπίτι, σπίτι – δουλειά ήταν η ζωή της. Κουβέντες δεν είχε με τους γείτονες, μόνο ένα γειά έλεγε στην Αντιγόνη, τη νεαρή γειτόνισσα του πάνω ορόφου. Η Σεμέλ φρόντιζε να είναι αέρας και σκιά, να περνά απαρατήρητη.
Εκείνο το απόγευμα άκουσε δυνατές φωνές από το πάνω πάτωμα. Όσο περνούσε η ώρα οι φωνές δυνάμωναν, μαζί και ο φόβος της Σεμέλ. Σκοτεινές εικόνες βγαλμένες από ένα μακρινό παρελθόν εναλλάσσονταν γρήγορα πίσω από τα μάτια της. Ήχοι από γροθιές που έσκιζαν ανθρώπινη σάρκα βροντοχτυπούσαν στα αυτιά της. Η μνήμη του πόνου έκανε το δέρμα της να ανατριχιάζει. Τρόμος έσφιγγε την καρδιά της.
Κόλλησε στην γωνία την πιο μακρινή και σκοτεινή του δωματίου. Κουλουριάστηκε στο πάτωμα. Αγκάλιασε τα πόδια της και άρχισε να κουνά το σώμα της ρυθμικά μπρος πίσω ψιθυρίζοντας ένα νανούρισμα που της τραγουδούσε η μάνα της όταν ήταν παιδί. Τότε που ακόμα δεν είχε γνωρίσει τον τρόμο.
«…»
«Έλα βρε Άννα… Δεν μπαίνεις στο πετσί του ρόλου», γκρίνιαξε ο Παναγιώτης. «Η Αντιγόνη οδύρεται, εσύ νιαουρίζεις»
«Ναι, βλέπω και σένα Κρέοντα που έχεις ξεσηκώσει τη γειτονιά στο πόδι!»
«Παῦσαι, πρὶν ὀργῆς καὶ ᾽μὲ μεστῶσαι λέγων, …» βροντοφώναζε έξω φρενών ο Παναγιώτης ως Κρέων.
«Οὔτοι ἔφυν συνέχθειν, ἀλλὰ συμφιλεῖν», του απαντούσε σε υψηλούς τόνους η Άννα ως Αντιγόνη.
Καθώς βράδιαζε η πρόβα συνεχιζόταν με αυξανόμενη ένταση και πάθος…
Τους διέκοψε ένα δυνατό χτύπημα στην πόρτα. Ο Παναγιώτης την άνοιξε και βρέθηκε μπροστά σε μια κοπέλα που κρατούσε ένα άδειο φλιτζάνι.
«Γεια, είμαι η Αντιγόνη. Μου τελείωσε η ζάχαρη, μήπως μπορείτε να …», ρώτησε η κοπέλα.
«Αντιγόνη; Ουάου! Είσαι ο άνθρωπός μας! Έλα, έλα μέσα. Κάθισε να δεις την πρόβα μας και να μας πεις τη γνώμη σου. Κερνάμε καφέ και θα σε γεμίσουμε ζάχαρη γλυκιά μου Αντιγόνη».
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
Το διήγημα έγραψε η DoG, στο πλαίσιο του Συνεργείου Δημιουργικής Γραφής
Η φωτογραφία είναι του Robert Frank