- Κάθεται στη ξένη αυλή ανέμελος και γλύφει το τρίχωμα του όσο περιμένει τη señorita, που του έκλεψε τη καρδιά, να εμφανιστεί. Λίγα μέτρα πιο πέρα, στέκεται Εκείνος με μια βαριά πέτρα στο δεξί του χέρι. Η πέτρα αρκεί για να συνθλίψει αυτό το μικρό κρανίο. Είναι δύσκολο να είσαι αρσενικό το Φλεβάρη και φυσικά η στείρωση σαν λέξη είναι άγνωστη. Πως θα μπορούσε να μην είναι, όταν ταΐζει τη θηλυκιά του με μονάχα ένα κομμάτι ψωμί, που και αυτό πολύ της είναι. Από τις αρρώστιες της πάλι καλά έχει γλυτώσει, αφού της απαγορεύει να μπαίνει μέσ’ στο σπίτι
- Ναζιάρα και γλυκούλα. Είναι ανεξάρτητη, αλλά συχνά νιώθει μόνη, τότε είναι που ‘ρχεται στα πόδια σου να τη χαϊδέψεις. Στοργή σου ζητά, αν έχεις ξεχάσει πως μοιάζει, για χάρη της θέλει να θυμηθείς. Τι με κοιτάς; Θυμήσου.
- Τρία πρέπει να ‘ταν. Σε μια σακούλα, σφιχτοδεμένη, κρεμασμένη από μία πρόκα στην αυλή. Ήταν μικρά, πολύ μικρά. Το ένα πάνω στα άλλο, κουνιόντουσαν μέσα στα περιττώματα τους. Μάλλον θα ‘χε κάποια τρύπα η σακούλα που ανάπνεαν και γι’ αυτό τελικά πεθάναν αργά από τη πείνα.
- Και τι θα τα κάνουμε όλα αυτά τώρα, μου λες; Κάθε έξι μήνες τα ίδια έχουμε. Γεμίσαμε από τούτα τα ρημάδια! Άνοιξε μια τρύπα μωρέ στο χώμα. Άνοιξε την! Πετά τα μέσα τα ρημάδια. Σκέπασε τα να χαθούν.
- Τρέχουν στην αυλή σαν τρελαμένα και ένα παιδί τρέχει από πίσω τους. «Ωπ! Γκρινιάρη σε έπιασα! Ήρθε η ώρα σου για ύπνο, πάω να φέρω και τα αδερφάκια σου να κοιμηθείτε παρέα.» Ο γκρινιάρης έμεινε στην θέση που τον άφησε και ξεράθηκε στον ύπνο. Δύσκολα εκπαιδεύονται οι γάτες αλλά μετά από τόσο τρέξιμο ένας υπνάκος είναι ότι πρέπει.
- Μεσημέρι. Ζεστή. Πολύ ζεστή. Ένα παιδί γυρνά απ’ το σχολείο. Μια μάζα μπροστά από το σπίτι. Ένα κορμί, που με κορμί πια δεν μοιάζει. Κεφάλι διαλυμένο. Το παιδί είναι στο κήπο. Ο σορός μέσα στο χώμα. Ένα παιδί με φτυάρι.
- Τον πρώτο μου έρωτα τον λέγανε Πεπίτο. Εγώ ήμουν δέκα χρονών και αυτός ήταν δυο μηνών. Το ξέρω, είναι μεγάλη διαφορά ηλικίας, αλλά ο Πεπίτο μεγάλωνε γρήγορα και πολύ σύντομα με πέρασε. Τα βράδια κοιμόταν στην αγκαλιά μου και τα πρωινά τον ξύπναγα με τα χάδια μου. Ο Πεπίτο μια μέρα εξαφανίστηκε. Οι γονείς μου μού είπαν πως, είχε βρει άλλη κοπέλα και έφυγε μαζί της. Ποτέ μου δεν τους πίστεψα. Πεπίτο αγάπη μου, να ξέρεις σε περιμένω.
- «Μαμά γιατί δε το χαϊδεύεις το γατί; Όλο έρχεται στα πόδια σου για ένα χάδι και εσύ δεν του το δίνεις.»
«Εδώ δεν έχω χαϊδέψει τα παιδιά μου, το γατί θα χαϊδέψω;»
- Η Χουνζέζα ήταν έξυπνη. Ήξερε πότε ν’ ανεβεί στο τραπέζι για να κλέψει λιχουδιές και πότε ν’ ακονίσει τα νύχια της στο χριστουγεννιάτικό δέντρο. Όταν χέρια απλώνονταν αγριεμένα, ήξερε, στα μάτια να κοιτά, αυτά τις έλεγαν αν έπρεπε να τρέξει να κρυφτεί ή μετανιωμένα να κουρνιάσει.
- Στη αυλή μου βρήκα τη νεκρή σας γάτα. Παρακαλώ ελάτε να την πάρετε. Κάτι πράσινα υγρά τρέχουν από τα σαγόνια της. Εγώ δεν το αγγίζω αυτό το πράγμα.
- Στην αρχή ήταν δυο, μετά έγιναν πέντε, πολύ σύντομα φτάσανε τις οκτώ. Αλλά και πάλι δεν της αρκούσαν. Στις δεκαπέντε σταμάτησε. Όχι γιατί χόρτασε από γάτες, αλλά επειδή πέθανε.
- Βρε βρε… κοιτά εκεί… δεξιά μου δεν υπάρχει απολύτως τίποτα! Φοβερό! Απ! Προσγειώθηκα στο τίποτα! Ωπ! Το τίποτα πάει να μου ξεφύγει! Τίποτα, έμπλεξες!
- Θέλω να καταλάβω, τι τα θέλετε αυτά τα βρωμόγατα. Μπαίνουν στα σκουπίδια, χώνονται σε βρωμερές αποθήκες, μόνο φαΐ θέλουν. Άχρηστες είναι. Και τις τρίχες που τις πας! Τόσες τρίχες τι τις κάνεις; Όσο και αν προσέχεις αυτές θα κολλάνε πάνω στα ρούχα σου. Άχρηστες!
- Τι κάνετε εκεί; Αυτό είναι δικό μου παιχνίδι. Κανείς δεν θα το ακουμπάει! Μόνο εγώ μπορώ να το ζουλάω και θα του τραβάω την ουρά!
- Πονηρές και ζηλιάρες. Αριστοκράτισσες στον κόσμο τους. Εκμεταλλεύτριες. Στα παίρνουν όλα και μετά σε εγκαταλείπουν. Τι γάτα, τι γυναίκα.
- Μη φοβάσαι, εγώ είμαι εδώ, όλα θα πάνε καλά. Σπρώξε δυνατά. Άλλη μια σπρώξε! Το ‘πιασα! Με το ένα, με το δύο, με το τρία, τραβάω. Βγήκε αγάπη μου, βγήκε και το πέμπτο. Ξέρω πως θα το πούμε. Θα το πούμε Ζόρι, γιατί βγήκε με το ζόρι.
- Τη σηκώνουν απ’ τα αυτιά, την τραβάνε απ΄ την ουρά, καρφιά στα πόδια τής καρφώνουν, το δέρμα με λεπίδα ξεριζώνουν. Τι είναι;
- Α! Τι κάνεις εκεί πάνω από τη γάτα! Σταμάτα! Μην της δαγκώνεις τον αυχένα! Σταμάτα σου λέω! Μα τι κάνεις πάνω της; Τη πονάς!
- Εδώ δεν αντέχεις άντρα πάνω από ένα μήνα. Νομίζεις πως θα τον αντέξεις για μια ζωή; Το μόνο που αντέχεις εσύ είναι να είσαι μόνη σου, σε ένα μικρό σπιτάκι και να γερνάς παρέα με τις γάτες.
- Τι γίνεται γατάκι; Φοβάσαι το νερό; Ώπ κοίτα να δεις! Καταλάθος ανοιξε η βρυσούλα. Για πάμε λίγο πιο κοντά, να δούμε το νεράκι πως τρέχει.
- Πάλι κοιμάται στο κρεβάτι της. Μα τι ωραίο κεφάλι που είναι αυτό. Πόσο τριχωτό και ζεστό… ότι πρέπει για να κουρνιάσεις… Ή μήπως όχι; Μήπως δεν είναι το κεφάλι της, αλλά είναι κάποιο ζώο τυλιγμένο πάνω της; Μα τα κοφτερά μου νύχια! Επίθεση!
- «Το ξέρω ότι είναι δύσκολο, αλλά θέλω να με εμπιστευτείς. Δε πρόκειται, κάνεις άλλος από το σχολείο, να μάθει τίποτα. Πες μου σε παρακαλώ, πως προέκυψαν αυτά τα σημάδια στο σώμα σου;»
«Έχω γάτα.»
- Γιορτινό τραπέζι καθολικής εορτής.
«Τι ωραία γάτα, θα την βάλετε και αυτή στο τραπέζι;»
«Μην τρομάζεις, αγάπη μου, ο πάτερ ζούσε παλιά στην Αγγλία. Εκεί κάνουν περίεργα αστεία.»
- Είχα πολλά γατάκια και οι γονείς μου τα πήγαν όλα στο χωράφι. Μάλλον για να πεθάνουν πιο γρήγορα εκεί. Αλλά αφού κάνεις μας δεν το περίμενε, κάνεις δεν έφταιγε για αυτό.
- «Μαμά! Βρήκα πέντε γατάκια έξω μόνα τους, κάνει πολύ κρύο και αυτά μόνο χνούδι έχουν, σε παρακαλώ άστα να κοιμηθούν σπίτι απόψε.»
«Όχι, δεν θα τα βάλουμε σπίτι. Μία χαρά είναι εκεί, θα τα προσέχει η μαμά τους.»
Πέντε γατάκια παγωμένα το επόμενο πρωί, ακόμα τη μαμά τους περιμένουν.
- Μη τη βλέπεις έτσι αυτήν μικρούλα. Κάνει τη χαζούλα και γλυκούλα αλλά γάτα είναι!
- Να τος, πάλι κάθεται στο γραφείο του και γράφει πάνω από αυτές τις βαρετές σελίδες. Όμως τι ωραίο που φαίνεται αυτό το μολύβι, έτσι όπως το κουνάει. Θα ξύνει τέλεια τη μουσούδα μου. Μολύβι σου ‘ρχομαι!
- Σαν το σκύλο με τη γάτα τσακώνονται αυτοί. Αυτή έχει κομμένο αφτί και αυτός δεν έχει μάτι. Αλλά χώρια δεν μπορούνε. Πως θα ζούσε αυτή χωρίς σκύλο προστάτη; Πως θα ζούσε αυτός χωρίς γάτα συντροφική;
- Δυο μάτια σε ένα κάδο περιμένουν πολύ, το φαΐ τους για να φάνε και να πάθεις συγκοπή.
- Μεγάλωσα στα ψέματα. Έχω ακούσει τόσα πολλά ψέματα, που πλέον τα μπερδεύω για αλήθεια. Όλα τα λουλούδια που βάζω στην αυλή μαραίνονται, ούτε πτώματα να είχε… Μα θυμίστε μου λίγο, που είχα μείνει; Α ναι σωστά. Όπως έλεγα όταν ήμουν μικρή είχα πολλές γάτες, αλλά αυτές ξαφνικά εξαφανιζόντουσαν. Ήταν επαναστάτριες ξέρετε και πάντα ψάχνανε να βρουν το σκοπό στη ζωή τους. Δεν άντεχαν τους κανόνες του σπιτιού μας και σύντομα έφυγαν για να ανακαλύψουν την ατομική τους ελευθερία.
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
Το κείμενο έγραψε η Φλώρα Λούκαϊ, στο πλαίσιο του Συνεργείου Δημιουργικής Γραφής.
Η γάτα είναι του Τιμ Μπάρτον, απ’ τον Χριστουγεννιάτικο Εφιάλτη.