Περιμένετε. Αφήστε με να σας εξηγήσω.
Όλη μου τη ζωή σκοντάφτω πάνω σε τέτοιες καταστάσεις, όπως εκείνο το πρωί που βούτηξα στη θάλασσα μπροστά απ’ την προπέλα του φουσκωτού για να τραβήξω την προσοχή του μπαμπά. Φυσικά φοβήθηκα σα βρέθηκα πρόσωπο με έλικες που – το ξερα – δε θα ‘ταν τόσο ευγενικοί με τη σάρκα μου.
Πάγωσα και περίμενα το μοιραίο, έπειτα όμως δυο χέρια με απομάκρυναν βίαια και βρέθηκα ξανά στο φως. Θυμάμαι το σταματημένο χρόνο στο ρολόι του μπαμπά – δεν ήταν αδιάβροχο και δεν είχε προλάβει να το βγάλει, πριν βουτήξει. Με ανέβασε στο φουσκωτό και – δε θα σας το κρύψω – χαιρόμουν που κινδύνεψα με την αποκοτιά μου, προσμένοντας αγκαλιά, το λιγότερο.
Φλαπ. Με χαστούκισε τόσο δυνατά που η παλάμη του άφησε σημάδι στο μάγουλό μου για ώρα και το δέρμα πονά περισσότερο, όταν είναι βρεγμένο.
Ή εκείνη, την άλλη φορά με τον άγνωστο πίσω απ’ το στενάκι, στο πάρκο. Βόλτα με το μπαμπά και το ποδήλατο, ήλπιζα πως θα με καμάρωνε για όση ώρα ποδηλατούσα, εκείνος όμως διάβαζε απορροφημένος την εφημερίδα στο παγκάκι.
“Γεια χαρά”, μου είπε ο άγνωστος, “βάζω στοίχημα πως φοβάσαι να πας πίσω, στο στενό.”
Ζύγιασα τα πράγματα, αν πήγαινα εκεί, ο πατέρας μου θα μ’ έχανε απ’ το οπτικό του πεδίο και σίγουρα θ’ ανησυχούσε. Κοίταξα τον ξένο στα μάτια κάνοντας τη θαρρετή κι έστριψα στο στενάκι με φλογισμένα πόδια και την καρδιά ανάστατη. Μόλις έκανα αναστροφή για να επιστρέψω, είδα τον τύπο να ξεκουμπώνει το παλτό του πλησιάζοντας και τότε να σου πάλι ο πατέρας μου πίσω του να με φωνάζει έξαλλος κι εγώ ανακουφισμένη να κάνω πετάλι σαν τρελή προς το μέρος του για να με πάρει να φύγουμε το συντομότερο από ΄κει.
“Ανυπάκουη, μικρή ανόητη. Πάρε αυτήν, πάρε και τούτη!”
Αυτό όμως για το οποίο πραγματικά θέλω να σας μιλήσω είναι για κείνο το χειμωνιάτικο, διαυγές απόγευμα που ήμαστε οι δυο μας στο σπίτι μετά το χειρουργείο της καρδιάς του και μου ΄πε για πρώτη φορά πως μ’ αγαπά.
Κοιμόταν στο δωμάτιό του, η μάνα μου ευτυχώς έλειπε κι ήταν απ’ τις ελάχιστες, απολαυστικές φορές που ένιωθα το χώρο δικό μας κι εκείνον στη φροντίδα μου. Στεκόμουν στις μύτες των ποδιών έξω απ’ την πόρτα του κι αφουγκραζόμουν την αναπνοή του μετρώντας το ρυθμό της.
Παράλληλα τον κοιτούσα – το πρόσωπό του ανέκφραστο, τα μάτια του κλειστά, το στόμα του μισάνοιχτο – πέτρινη κρήνη χωρίς νερό, το δέρμα του στο χρώμα της τέφρας. Βίαζα τον εαυτό μου ν’ ανασύρει αναμνήσεις από τα πικ νικ μας στο πάρκο, τις επισκέψεις στο λούνα παρκ, το κοινό μας γρήγορο βάδισμα στη Φωκίωνος Νέγρη κι εκείνες τις μακρόσυρτες, κενές Κυριακές που βουλιάζοντας στην πελώρια πολυθρόνα δίπλα του ακούγαμε παρέα δίσκους με κλασική μουσική στο πικ απ κι ήταν λες κι ήμουν στον Παράδεισο.
Ώσπου μια μέρα στα καλά καθούμενα η μάνα μου εξαγριώθηκε μαζί μου επειδή έκανε μόνη της όλες τις δουλειές κι έπειτα ξεκίνησε να με πηγαίνει στο κατηχητικό όπου μας έβαζαν να λέμε το πάτερ ημών δυνατά και που καθόταν δίπλα μου η Ελένη με τη διογκωμένη φλέβα στο λαιμό και τη μανία να με τσιμπά με το διαβήτη και οι Κυριακές μου γέμισαν κι άλλαξαν για πάντα.
Σας έλεγα όμως για κείνο το απόγευμα, είχε κρύο έξω κι ο ουρανός έλιωνε σε ζεστό, βαθύ πορτοκαλί. Έφτιαξα τσάι του βουνού στην κουζίνα και κοιτούσα έξω απ’ το παράθυρο το δειλινό μ’ ένα βάρος στο στήθος ασήκωτο. Φαινόταν τόσο εύθραυστος κι ήμουν μόλις οκτώ χρονών.
Έβαλα σ’ ένα λεκανάκι ζεστό νερό κι έβρεξα μια πετσέτα κι όταν του πήγα το τσάι στο δωμάτιο, ακούμπησα το δίσκο στο κομοδίνο δίπλα του και την πετσέτα στο μέτωπο τρέμοντας μην έχω κάνει κάτι λάθος και θυμώσει. Άνοιξε τότε τα μάτια, με είδε να κοκαλώνω και χαμογέλασε.
“Δεν έχω πυρετό, χαζούλα”, μου χάιδεψε αδέξια τον καρπό και το μάγουλο κι έπειτα χτύπησε δυο φορές το σεντόνι δίπλα του με το χέρι για να κάτσω και μείναμε εκεί, έτσι, όση ώρα τον βοηθούσα να πιει το τσάι του αργά, φυσώντας το να κρυώσει, ελπίζοντας πως αυτή η στιγμή θα κρατούσε για πάντα.
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
Το διήγημα έγραψε η Ιωάννα Περλίγκα, στο πλαίσιο του Συνεργείου Δημιουργικής Γραφής