Το Κορίτσι βρέθηκε μπροστά απ’ το σπίτι της. Το θυμόταν διαφορετικό, σε άλλη περιοχή, μα την είχαν καλέσει λέγοντάς της πως θα το ‘βρισκε πια εκεί κι αυτό σκόπευε να κάνει. Στάθηκε διστακτικά μπροστά στη στενή, πέτρινη σκάλα. Κοίταξε τριγύρω μήπως εντοπίσει κάτι οικείο – μάταια. Ψυχή δεν υπήρχε στο δρόμο. Το βράδυ ήταν σκοτεινό, το φεγγάρι – χλωμή, λεπτή φέτα από λεμόνι – κρεμόταν παράταιρα στον ουρανό.
Ανέβηκε τη σκάλα και βρέθηκε σε ένα θολωτό διάδρομο που οδηγούσε στην αυλή. Πυκνός κισσός είχε επιβληθεί στον τοίχο, ενώ δεξιά, στη γωνία, ένας ψηλός ευκάλυπτος καλυμμένος με χριστουγεννιάτικα, πορτοκαλί φωτάκια. Στη μέση ένα ορθογώνιο τραπέζι φορτωμένο μεζέδες, γύρω του δυο γυναίκες και τρεις άντρες που τώρα την επεξεργάζονταν απροκάλυπτα. Ντράπηκε και χαμογέλασε αδέξια.
«Γεια», τους είπε.
Ο Καλλιτέχνης σηκώθηκε κι άρχισε ν’ ανεβαίνει τη σιδερένια σκάλα προς την ταράτσα. Ήταν όμορφος σαν παιδί.
«Μπορώ;», του φώναξε κι αυτός της ένευσε να τον ακολουθήσει.
Ανέβηκε ξοπίσω του και κοίταξαν μαζί τις στέγες των σπιτιών, τις καμινάδες, τα φώτα στους δρόμους. Αφουγκράστηκαν το μουρμουρητό της πόλης. Παρότι δεν την κοιτούσε, ήταν ωραία που ήταν εκεί μαζί του, μέχρι που αυτός αποχώρησε χωρίς να πει λέξη και την άφησε μόνη και μπερδεμένη.
Σε λίγο κατέβηκε κι αυτή τα σκαλιά και τους βρήκε όλους συγκεντρωμένους πάνω από μια προθήκη με διαφορετικά κεραμικά αγγεία. Ο Καλλιτέχνης τους εξηγούσε πώς πειραματίστηκε κατά τις περιηγήσεις του συλλέγοντας το χώμα από διαφορετικά βουνά –διαφορετική σύσταση και περιεκτικότητα σε σίδηρο κι άλλα μέταλλα και ορυκτά- το οποίο έπλασε με πηλό, στις ίδιες συνθήκες επεξεργασίας και ψησίματος.
Πρόθεσή του ήταν, έλεγε, να φτιάξει ένα ιδιότυπο, γεωλογικό ημερολόγιο, «ένα προσωπικό αποτύπωμα εμπειριών, ένα ψήγμα ζωής που θα πλανάται ως ύλη στο χρόνο».
Το Κορίτσι πήγε κοντά τους, έβλεπε κι άκουγε προσπαθώντας να καταλάβει. Εκείνος εξακολουθούσε να αποφεύγει το βλέμμα της, ενώ έμοιαζε να απευθύνεται μόνο στους υπόλοιπους. Άρχισε έτσι να τους επεξεργάζεται κι αυτή ανενόχλητη – ενοχλημένη, όμως από τη στάση του.
Απέναντί της καθόταν ο Γέρος- λευκά, μακριά μαλλιά πιασμένα σε κοτσίδα, φουλάρι στο λαιμό, ντυμένος στα λευκά. Είχε κλειστά τα μάτια και φαινόταν να κοιμάται. Πού και πού τα άνοιγε και κοίταζε απορημένα μπροστά του σα να προσπαθούσε να θυμηθεί πού ή ποιος ήταν. Αργότερα εκείνη θα μάθαινε πως είχε υπάρξει κι αυτός καλλιτέχνης και πως ένα ατύχημα στα χέρια τον είχε καταδικάσει σε καθήλωση στο παρελθόν. Ήταν ολοφάνερα πιωμένος.
Η μικρότερη της παρέας, ίδια ξωτικό, με δυο πελώρια, μπλε μάτια που αστραποβολούσαν, ήρθε δίπλα της και της ψιθύρισε πως ο Άντρας και η Γυναίκα του χαίρονταν πολύ που εκείνη ήταν εκεί. Το Κορίτσι κοίταξε αμήχανα το ζεύγος που της χαμογελούσε. Ποιοι είστε, ήθελε να τους πει, τι κάνατε στο σπίτι μου; Αντ’ αυτού ζήτησε με νοήματα την άδεια απ’ τη Γυναίκα να μπει στο εσωτερικό του σπιτιού για να το δει, κερδίζοντας έτσι λίγο χρόνο για να συγκροτήσει τη σκέψη της.
Παλιά, πέτρινη κατασκευή. Πολύχρωμη κουζίνα, αφαιρετικό μπάνιο, μεγάλα, κυκλικά παράθυρα σε κάθε δωμάτιο. Ψηλοτάβανο. Μια ξυλόσομπα στη μέση, δάπεδα καλυμμένα με πλακάκια μοναδικής αισθητικής, που απεικόνιζαν επαναλαμβανόμενα μοτίβα θυμίζοντας τις κατασκευές του Τσίλερ ή λιθογραφίες του Έσερ. Για λίγο μαγνητίστηκε απ’ την παράδοξη συμμετρία τους.
Ημίδιπλο κρεβάτι στο ένα δωμάτιο, στούντιο με εργαλεία και άδειους καμβάδες το άλλο. Καλυμμένοι πίνακες στο πάτωμα. Δυο πόρτες κλειδωμένες. Χρώματα που παρέπεμπαν σε μεξικάνικη χασιέντα. Τοίχοι που έφτυναν πάθος και μοναξιά. Ήταν το δίχως άλλο γοητευτικό. Αναρωτήθηκε αν θα μπορούσε ποτέ να μείνει εκεί, πώς θ’ άντεχε το κρύο τους χειμώνες.
Ξαναβγήκε έξω και στα πόδια της μπλέχτηκε μια πάπια που μονομιάς φτερούγισε τρομαγμένη και εξαφανίστηκε στο βάθος της αυλής.
«Μόλις γνώρισες τον Φι», της είπε ο Άντρας που στο μεταξύ την είχε πλησιάσει αθόρυβα. «Στην αρχή είχε παρέα και τον Πι, αλλά αυτός μας άφησε χρόνους».
Το Κορίτσι ανατρίχιασε.
Την κοίταξε βαθιά στα μάτια και της χαμογέλασε, της φάνηκε, αινιγματικά. Η παρουσία του απέπνεε ρευστότητα, το βλέμμα όμως πίσω απ’ τα στρογγυλά γυαλιά του την τρύπησε σα μολυβένια σφαίρα. «Ωραία που ήρθες», της είπε κι έβαλε στο πικάπ ένα δίσκο. Ξεκίνησε να παίζει το «Beauty» του David Gilmour.
«Πολύ ιδιαίτερο το σπίτι», είπε εκείνη, κοιτάζοντας κάτω. «Πόσο καιρό είστε εδώ;»
«To βρήκα ερείπιο πριν από δεκαεπτά χρόνια. Μου άρεσε κι άρχισα σιγά σιγά να το φτιάχνω. Δεν ήταν εύκολο, ειδικά στην αρχή».
Πού ήταν εκείνη πριν από δεκαεπτά χρόνια; Tι μεσολάβησε; Τι απέγινε το παιδικό της δωμάτιο; Δε ρώτησε τίποτε απ’ αυτά. Κοίταξε τη Γυναίκα που τους παρατηρούσε καθισμένη στην καρέκλα της. Θαμπή ηλικία. Καστανά, μακριά μαλλιά και υγρό βλέμμα – δυο γκρι, θλιμμένες θάλασσες.
«Πώς και φιλοξενείτε την έκθεση κεραμικών;» τον ρώτησε δείχνοντας τις προθήκες μπροστά τους, περισσότερο για ν’ αποφύγει το βλέμμα του.
«Όλα έχουν να κάνουν με τη σύνδεση. Η επικοινωνία, βλέπεις, μέσα απ’ το σμίλεμα της μορφής με τη ζύμωση διαφορετικών κι απ’ την άλλη τόσο ίδιων συστατικών. Η εντύπωση του Καλλιτέχνη σε διαλεκτική με τη στοχαστική εμπειρία του τροχού. Πώς σου φαίνεται;»
«Ενδιαφέρον». Δεν είχε καταλάβει λέξη.
Έφυγε από δίπλα του και πήγε κοντά στη Γυναίκα, που της έκανε χώρο να καθίσει. Μην ανησυχείς, δε μ’ αρέσουν πια τα τρίγωνα, ήθελε να της πει. Προτιμώ τους κύκλους. Αντ’ αυτού το Κορίτσι της συστήθηκε, της είπε:
«Σ’ ευχαριστώ που με δέχθηκες. Κάποτε έμενα κι εγώ εδώ».
«Μπορείς να μείνεις πάλι, αν θέλεις», είπε η Γυναίκα. «Χώρος υπάρχει».
Δεν ήθελε. Της είπε πως θα έφευγε σύντομα. Τη ρώτησε για τους καμβάδες στο εσωτερικό. «Α», είπε η Γυναίκα, «εκεί εργάζεται ο Άντρας μου. Είδες τα παράθυρα, χρειάζεται το φως».
«Κι εσύ;» τη ρώτησε το Κορίτσι.
Εκείνη τη στιγμή ο Γέρος έπεσε απ’ την καρέκλα του. Έσπευσαν μαζί να τον βοηθήσουν. Τα χέρια του έτρεμαν και το Κορίτσι τον λυπήθηκε. Ο Καλλιτέχνης άρχισε να απομακρύνει τα κεραμικά από τις προθήκες κι εκείνη πρόσεξε πως τους μιλούσε ψιθυριστά.
«Κι εσύ;» ξαναρώτησε το Κορίτσι, μόλις ο Γέρος επανήλθε στην καθισμένη του ονειροπόληση.
Η Γυναίκα την πήρε από το χέρι και ξαναμπήκαν στο σπίτι. Αυτή τη φορά την οδήγησε μπροστά από τις δυο κλειδωμένες πόρτες. Άνοιξε τη μία και γύρισε τον παλαιικό διακόπτη στα αριστερά της. Το μικρό δωμάτιο φωτίστηκε και το Κορίτσι είδε πως εκεί δεν υπήρχε παράθυρο παρά μόνο δύο μακριά σύρματα στερεωμένα χιαστί. Πάνω τους κρεμασμένες ασπρόμαυρες φωτογραφίες. Πλησίασε να τις δει καλύτερα. Όλες τους απεικόνιζαν νεαρές γυναίκες. Διάολε, η ομοιότητα ήταν-
«Δουλεύω κυρίως πορτραίτα», της είπε η Γυναίκα.
«Εύγλωττα», είπε το Κορίτσι.
Περίμενε πως θα της ξεκλείδωνε και την άλλη πόρτα και πράγματι. Δεν μπήκαν όμως μέσα αυτή τη φορά. Ίδιος χώρος με τον προηγούμενο, γεμάτος από πινέλα, στοιβαγμένα κεραμικά, χαρακτικά, ζωγραφισμένους καμβάδες στο πάτωμα, μικρά μωσαϊκά και ένα λιλιπούτειο πάγκο με ασημένια κοσμήματα. Το Κορίτσι αιφνιδιάστηκε. Όλα αυτά, κλειδωμένα, γιατί; Κοίταξε τη Γυναίκα απορημένη κι εκείνη την πρόλαβε.
«Πειραματισμοί από τη Σχολή. Τίποτα το ιδιαίτερο».
«Διαφωνώ. Ώρα όμως τώρα να φεύγω».
«Αλήθεια; Ο Άντρας μου θα χαιρόταν πολύ να σε ζωγραφίσει».
«Κάποια άλλη φορά», είπε ψέματα το Κορίτσι.
Βγήκαν μαζί στην αυλή και βρήκαν το Γέρο στη γνωστή του θέση, τον Καλλιτέχνη να καπνίζει και τον Άντρα να σερβίρει ποτό σε δυο ποτήρια. Προφανώς τις περίμενε. Η μικρότερη που έφερνε σε ξωτικό δε φαινόταν πουθενά.
«Όμορφα ήταν κι ευχαριστώ», του απευθύνθηκε το Κορίτσι. Τα μάτια του Άντρα σκοτείνιασαν στιγμιαία, παρόλα αυτά της χαμογέλασε.
«Όπως αγαπάς», της είπε. «Έλα πάλι, όποτε θες».
Το Κορίτσι αγκάλιασε τη Γυναίκα, κοίταξε για τελευταία φορά το Γέρο κι έστειλε ένα φιλί στον Καλλιτέχνη που την κρυφοκοίταζε μέσα απ’ τον καπνό του τσιγάρου του. Τους γύρισε την πλάτη και πήρε πάλι το θολωτό διάδρομο για την πέτρινη σκάλα που θα την οδηγούσε στο δρόμο. Απ’ το πικάπ ακουγόταν τώρα το «Today». Ωραίος δίσκος, σκέφτηκε το Κορίτσι και χάθηκε ανάλαφρα μέσα στη νύχτα.
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
Το διήγημα έγραψε η Ιωάννα Περλίγκα, στο πλαίσιο του Συνεργείου Δημιουργικής Γραφής.