Σέλφι στο Ναυάγιο

0
507

Αυτή η εικόνα δεν έχει ιδιότητα alt. Το όνομα του αρχείου είναι nav-1024x768.jpg

Ο γκριζομάλλης άντρας κατέβηκε απ’ το σκάφος στο βαρκάκι με προσεκτικές κινήσεις κι αρπάζοντας τον κάβο που ήταν δεμένος στα βράχια τραβήχτηκε ως την ακτή. Σκαρφάλωσε στο βράχο κι έδεσε το λεπτό κίτρινο σχοινί της βάρκας σ’ ένα σιδερένιο πάσσαλο. Κατόπιν ανέβηκε στο δρόμο και κατευθύνθηκε προς το μικρό χωριό.

Στον κεντρικό μώλο ο κόσμος που περπατούσε γινόταν ολοένα και περισσότερος. Σκαφάτοι οι περισσότεροι, τα Helly-Hansen, τα Columbia και οι διάφορες άλλες μάρκες επώνυμων ρούχων μαρτυρούσαν πως οι επισκέπτες του λιμανιού δεν ήταν φτωχαδάκια. Μπροστά του πήγαινε ένας εύσωμος κύριος με ύφος χιλίων καρδιναλίων. Πιο πίσω η γυναίκα του μάλλον, μελαχρινή και με τα χείλη σουφρωμένα σε ένα μόνιμο duck-face. Και πίσω από αυτούς δυο Φιλιπινέζες, η μια με τα παιδιά και η άλλη με τα σκυλιά. Το μοτίβο αυτό επαναλαμβανόταν σε όλο το μώλο, αρκετές φορές με μικρές αλλαγές σε μάρκες ρούχων, χρώμα μαλλιών και βαθμούς της κλίμακας μπότοξ.

Ο άντρας συνέχισε την πορεία του. Φτάνοντας έξω απ’ το Carnayo Bar, κοίταξε τριγύρω. Ο ιδιοκτήτης τον χαιρέτισε εγκάρδια:

“Καπετάν Ήφαιστε! Καλώς ήρθες. Πώς ήταν ο χειμώνας σου;”

“Καλός ήταν ο χειμώνας, Τζίμη. Ήσυχος. Αλλά ευτυχώς που πέρασε, είχα αρχίσει να βαριέμαι”, του απάντησε ο καπετάνιος.

“Εεε κάπτεν, εσύ δεν βρίσκεσαι με τίποτα. Τέλος του καλοκαιριού άλλα μου έλεγες, δεν άντεχες άλλο, ήθελες να τελειώνει το καλοκαίρι να γίνεις στεριανός.”

Ο Καπετάν Ήφαιστος χαμογέλασε. “Δεν τα ξέρεις βρε Τζίμη, τόσα χρόνια όλο τα ίδια λέω. Μόνο εγώ δηλαδή; Κι όλοι οι άλλοι. Είναι η ανθρώπινη φύση. Οι Άγγλοι λένε το χορτάρι είναι πιο πράσινο στην άλλη μεριά του φράκτη. Δεν αλλάζουμε. Εγώ κι η θάλασσα, μαζί δεν κάνουμε και χώρια δεν μπορούμε. Φέρε μια μπύρα τώρα, δίψασα.”

Άραξε σε μια πολυθρόνα στη γωνία και έστριψε ένα τσιγάρο. Όσο να το στρίψει έφτασε κι η μπύρα. Ήπιε μια βαθιά ρουφηξιά. Στα μουστάκια του είχε μείνει λίγος αφρός. Η γλώσσα του βγήκε για μια στιγμή και τον εξαφάνισε. Άναψε το τσιγάρο και το ρούφηξε κι αυτό βαθιά.

“Excuse me, excuse me, you speak English?” ακούστηκε να λέει μια φωνή με έντονη βουλγαρική προφορά. Ο καπετάν Ήφαιστος γύρισε κι είδε μπροστά του μια ζωντανή κούκλα Barbie. Το “κούκλα” βέβαια είχε να κάνει περισσότερο με το ποσοστό πλαστικού στο σώμα της παρά την ομορφιά της. Κάποιος χειρούργος είχε βγάλει πολύ χρήμα εδώ. Πάρα πολύ χρήμα.

“I speak English” της απάντησε. “What can I do for you?”

Η γυναίκα προσπάθησε να χαμογελάσει, αλλά τα botox δεν επέτρεπαν τίποτε περισσότερο από ένα χλιαρό μειδίαμα.
“My husband and me saw you, the beautiful sailing yacht, is yours, yes?”
“I am the Captain, yes.”
“ We want to go Zakinthos to see Navagio Bay with our friends. Can you take us? How much cost?”
“Zakynthos is too far from here, we need too many hours to go. Better for you to find a powerboat.”

“But we saw your beautiful yacht, we want go in this” επέμεινε εκείνη.

Ο κάπτεν γύρισε τα μάτια προς τα πάνω. “Only if we go early, and the cost will be 2000 euros for the day” της είπε απότομα, θέλοντας μάλλον να την αποθαρρύνει.

“Sabina!” ακούστηκε μια φωνή. Η γυναίκα γύρισε και στρίγκλισε “Ivan!” και μετά κάτι πολύ γρήγορα στα Βουλγάρικα.

Ο Ιβάν πλησίασε κι απευθύνθηκε στον καπετάνιο “2000 euros! Expensive. No better price for Bulgarian neighbours of your country?”

“You want the best looking boat and the best captain, in high season, this is the price” του απάντησε χαμογελώντας πάντα φιλικά ο Ήφαιστος.

“Please Ivan, I want see Navagio” στρίγκλισε η Σαμπίνα, κρεμασμένη από το μπράτσο του. Αφού συμφώνησαν λοιπόν, συνεννοήθηκαν σύντομα για τις λεπτομέρειες και κανόνισαν να έρθουν στο σκάφος πολύ νωρίς το άλλο πρωί.

Όταν έφυγε το ζευγάρι, ήπιε δυο μπύρες ακόμα, ακούγοντας νοσταλγικά παλιά ροκ κομμάτια. “She’s got it, yeah baby she’s got it.. I’m your Venus, I’m your fire, your desire.”
Χαμογέλασε και ξεκίνησε να γυρίσει στο σκάφος

Την ώρα που άνοιγε τη φάλκα να μπει μέσα στην καμπίνα, χτύπησε το τηλέφωνο.

“Ελα, κάπτεν Ήφαιστε, ο Τζίμης είμαι, ήρθε από δω το ζευγάρι που θα πάρεις αύριο στη Ζάκυνθο και με ρώταγαν αν έχεις hostess στο σκάφος. Εγώ ξέρω πως δεν έχεις, αλλά σου έχω μια λύση.

Είναι μια πελάτισσα μας και φίλη παλιά που έχει ασχοληθεί, και δεν έχει δουλειά τώρα. Της είπα να έρθει αύριο μαζί σου να βοηθήσει, και ποιος ξέρει, ίσως να προκύψει και καμιά άλλη δουλειά ή να τη συστήσεις εσύ σε κάποιο άλλο σκάφος αν μείνεις ευχαριστημένος.”

“Α βρε Τζίμη, μια ζωή βιαστικός, αλλά τι να σου κάνω που σε ξέρω, φταίει που όλους τους θες φχαριστημένους. Πες στο στο κορίτσι να έρθει, και θα δούμε. Το πολύ να την πάμε μια βόλτα κι αυτήν.”

Το επόμενο πρωί, ο κάπτεν Ήφαιστος, ξύπνιος ήδη από νωρίς, και με το σκάφος φρεσκοπλυμένο, περίμενε στα βράχια. Βλέπει από μακριά μια γυναίκα να πλησιάζει ντυμένη με το κλασσικό hostess look, βερμούδα μπεζ και σκούρο μπλε Polo. Την άφησε να πλησιάσει, κάνοντας πως δένει τη βάρκα λίγο περισσότερο.

“Γεια σου κάπτεν Ήφαιστε. Είμαι η φίλη του Τζίμη που κανόνισε χτες να έρθω μαζί ως hostess. Ελπίζω να είναι οκέι, ο Τζίμης τα κανόνισε όλα χωρίς να μου πει τίποτα πριν.”

“Μην ανησυχείς κοπελιά, τον ξέρω τον Τζίμη. Όλο κάτι τέτοια κάνει. Όπως και να ‘χει θα το βρούμε. Πώς σε λένε;”

“Αφροδίτη.” του είπε γελώντας.
“Χάρηκα, Αφροδίτη” είπε κι αυτός χαμογελώντας κάτω από τα μουστάκια του.

Ανέβηκαν στο σκάφος κι άρχισε να της δείχνει τα σχετικά. Κουζίνα, ψυγεία, ποτά, φρούτα και μεζέδες. Το κορίτσι κινούνταν πάνω στο σκάφος με χάρη και σιγουριά. Μάζεψε ένα σχοινί που του είχε ξεφύγει και άρχισε να ετοιμάζει καφέ και φρουτοσαλάτες. Ο καπετάνιος την παρακολουθούσε.

Από την ακτή ακούστηκαν φωνές: “Captain, captain, we are arrived!”

Το ζευγάρι μαζί με άλλα τέσσερα άτομα, είχαν κατέβει από δυο τεράστια μαύρα Mercedes Jeep.

Ο καπετάν Ήφαιστος βγήκε από μέσα για να πάει να τους πάρει και τι να δει, η Αφροδίτη ήταν ήδη στο βαρκάκι και κόντευε στην ακτή να τους μαζέψει. Κατέβασε τα φρύδια τσαντισμένος, αλλά μετά πρόσεξε το εξής: Η Barbie φορούσε τακούνια, και η Αφροδίτη ήδη ευγενικά είχε πιάσει να της εξηγεί πως τακούνια και σκάφος δεν πάνε μαζί.  Η Σαμπίνα τα ‘βγαλε πριν μπει στο βαρκάκι.

Αφού ανέβηκαν οι πελάτες στο σκάφος κι έφυγαν κατευθείαν για την πλώρη να αράξουν στα μαξιλάρια, ο καπετάν Ήφαιστος βρήκε την ευκαιρία να πει δυο λόγια στην Αφροδίτη.

“Κοίτα, εκτιμώ ότι ήρθες να βοηθήσεις και σίγουρα θα σου βγει σε καλό. Φαίνεσαι καπάτσα, ξέρεις τι κάνεις. Μόνο σε παρακαλώ πριν πάρεις πρωτοβουλίες ρώτα με”

Η Αφροδίτη του ζήτησε συγγνώμη “Έχεις δίκιο κάπτεν, με παρέσυρε λίγο ο ενθουσιασμός, έχω να μπω σε σκάφος από πέρσι και μου χει λείψει.”

Ο κάπτεν έσκυψε και πάτησε ένα κουμπί στον πίνακα της μηχανής. Από τα έγκατα του σκάφους ακούστηκε μια μηχανή να παίρνει μπρος κι ο ήχος του νερού που πιτσιλάει μαζί με την εξάτμιση. “Αφροδίτη, θα κουμαντάρω εγώ από δω και την άγκυρα με τον εργάτη. Μπορείς εσύ να λύσεις τους κάβους;”

“Και βέβαια κάπτεν, κανένα πρόβλημα.”

Σε μερικά λεπτά, η άγκυρα φάνηκε να ξενερίζει, ο κάπτεν έβαλε πρόσω κι η πλώρη του σκάφους άρχιζε να σκίζει το νερό. Δε φυσούσε και στην ήρεμη σαν λάδι θάλασσα, καθρεφτιζόταν το όνομα του σκάφους “Αγλαϊα”. Η Ζάκυνθος φαινόταν ήδη στον ορίζοντα, αλλά ήταν ακόμη μακριά, ήθελαν ώρες.

Οι πελάτες λιάζονταν μπροστά στην πλώρη. Είχαν φέρει μαζί τους ένα μαραφέτι που έπαιζε μουσική από τα κινητά τους. Οι άλλοι τέσσερις ήταν κι αυτοί ζευγάρια, οι γυναίκες είχαν μείνει ήδη με τα μπικίνι. Συναγωνίζονταν η μια την άλλη στις πλαστικές και τα εμφυτεύματα. Αν έμπαιναν στην θάλασσα να κολυμπήσουν θα αυξανόταν το ποσοστό πλαστικού στην Μεσόγειο σε σοβαρό βαθμό. Έπιασε ασυναίσθητα την τσέπη του. Δεν αισθανόταν πολύ γεμάτη. Ο Ιβάν του είχε δώσει τέσσερα πεντακοσάρικα.

Η Αφροδίτη τους ρώτησε αν ήθελαν καφέ. Προτιμούσαν κοκτέηλ. Από το μαραφέτι ακούγονταν βουλγάρικα λαϊκά κι ο κάπτεν είχε αρχίσει να μετανιώνει. Έβαλε το σκάφος στον αυτόματο και φώναξε στην Αφροδίτη “Έχε το νου σου πάω λίγο μέσα να δω το χάρτη.”

Κατέβηκε κι έριξε μια ματιά στην καμπίνα που είχαν παραχωρήσει στους επιβάτες για τη μέρα. Πάνω στο ράφι δίπλα στην κουκέτα, είχαν στήσει μια σειρά εικονίσματα, ο Αη Νικόλας, ο Κοσμάς ο Αιτωλός και κάτι άλλοι άγνωστοι.

Mercedes, μετρητά, σιλικόνη και οι Βίοι των Αγίων. Μια χαρά.

Οι ώρες περνούσαν αργά. Οι επιβάτες άρχισαν να παραπονιούνται, σαν παιδάκια στο πίσω κάθισμα του αυτοκινήτου: “How much longer?When are we goin to get there?”

“Soon, soon” τους απαντούσε ο κάπτεν, με μια δόση σαρκασμού.

Μια ώρα αργότερα, η πλώρη της “Αγλαϊας” έσκιζε το νερό έξω από τον κόλπο του Ναυάγιου στη Ζάκυνθο και οι Βούλγαροι, ειδοποιημένοι από τη Αφροδίτη πως έφταναν, είχαν σηκωθεί και οι έξι, στημένοι με τα κινητά στο χέρι. Στο δρόμο είχαν δει δελφίνια. Μα αντί να χαρούν, στεναχωρήθηκαν που δεν πρόλαβαν να βγάλουν σέλφι με τα δελφίνια στο φόντο.

Καθώς η “Αγλαία” έκοβε ταχύτητα, ήδη τα κινητά είχαν πάρει φωτιά. Με τα χείλη σουφρωμένα, αγκαζέ στους φουσκωτούς με τα ξυρισμένα κεφάλια και τους σταυρούς τατουάζ στην πλάτη, οι γυναίκες φωτογράφιζαν η μια την άλλη με μπρίο.

Η άγκυρα είχε μόλις πιάσει στον μαλακό βυθό, όταν ο Ιβάν γύρισε και είπε στον κάπτεν Ήφαιστο: “It’s ok, we go now.”

“Just one moment to anchor and then we take the tender to go to the beach.”
“No, I mean we go. Back. We wanted just to make photos, its not so special”

Ο κάπτεν είχε μείνει κόκκαλο. 80 μίλια πήγαινε έλα για δέκα λεπτά και 5 σέλφι. Η Αφροδίτη τον κοίταξε σαστισμένη. Είχε ακούσει κι αυτή.

“Άσε την άγκυρα κάπτεν, θα τη βιράρω εγώ από μπροστά, κι έρχομαι μετά να τιμονέψω εγώ για το γυρισμό, να ξεκουραστείς.”

Ο Ήφαιστος κοιτούσε την Αφροδίτη καθώς πήγαινε προς την πλώρη. Ήταν λεπτούλα και μικροκαμωμένη. Κινούνταν με χάρη κι ομόρφαινε το σκάφος με την παρουσία της. Όταν γύρισε και πήρε το τιμόνι, την χάζευε καθώς το κρατούσε με σιγουριά και κοίταζε μια την πυξίδα μια τον ορίζοντα συνοφρυωμένη.

Χαμογελούσε η ψυχή του. Το έβλεπες στα μάτια του.
“Να ‘σαι καλα ρε Τζίμη με τις κουλές ιδέες σου.”

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

Το διήγημα έγραψε ο Πέτρος Παπαγεωργίου, στο πλαίσιο του Συνεργείου Δημιουργικής Γραφής