Το τεμπέλικο λάμα

0
384

Αυτή η εικόνα δεν έχει ιδιότητα alt. Το όνομα του αρχείου είναι OIP.jpg

Μια φορά κι έναν καιρό στα πιο ψηλά και πολύχρωμα όρη στη γη του Περού ζούσε ένα περήφανο κι επαναστατικό λάμα. Εκείνη την εποχή τα λάμα δεν ήταν ακόμη είδος προς εξαφάνιση, κι έτσι έβλεπες σειρές από λάμα να διασχίζουν τις πλαγιές.

Αυτό το λάμα κάπως ξεχώριζε από τη φυλή του, αφού όλα τους ήταν άσπρα κι εκείνο γεννήθηκε καφέ ανοιχτό. Τα αρσενικά λάμα στην κοινότητα που μεγάλωσε έπρεπε να εργάζονται ως μεταφορικά μέσα για τη σύνδεση των ορεινών χωριών με την πόλη.

Έτσι, τα λάμα συχνά εξαντλούνταν σε έναν καθημερινό αγώνα όπου μετέφεραν πλήθος ανθρώπων και αγαθών σε ανηφορικά υψώματα.

Τα θηλυκά από την άλλη ήταν υπεύθυνα για την παραγωγή ποιοτικού μαλλιού, αλλά και την ανατροφή ενός και μοναδικού απογόνου, που σύντομα θα έφτιαχνε τη δική του οικογένεια.

Το λάμα της ιστορίας μας, αν και αρσενικό επέλεγε συχνά να αποσύρεται από τα καθήκοντα του και να μην υπακούει στις επιταγές της κοινωνίας και του είδους του. Το αφεντικό του είχε στην κατοχή του σχεδόν τα μισά λάμα της περιοχής κι έτσι νοίκιαζε τα λάμα ως ταξί για τους υπόλοιπους κατοίκους αλλά και τους τυχόν τουρίστες.

Εκείνο όμως πολύ συχνά έκανε μόνο μια διαδρομή την ημέρα κι έπειτα έφευγε άλλοτε προσποιούμενο το τραυματισμένο κι άλλοτε χωρίς προειδοποίηση. Οι γονείς του μάταια προσπάθησαν να τον συνετίσουν και να του διδάξουν την πλήρη υπακοή.

Απ’ τη στιγμή που γεννήθηκε αρνήθηκε να συμμορφωθεί και ν’ ακολουθήσει την πορεία των υπόλοιπων. Στην ηλικία του, τριών κιόλας ετών, όφειλε ήδη να έχει δημιουργήσει τη δική του οικογένεια. Παρόλα αυτά αρνούνταν πεισματικά ν’ ακούσει τις νουθεσίες των γονιών του.

Όταν τα συνομήλικα του λάμα τον έβλεπαν στις πλαγιές πολύ συχνά εισέπραττε την αποδοκιμασία τους με διάφορους ψιθύρους να μιλούν για ένα λάμα ‘’τεμπέλικο’’ και ‘’προβληματικό’’.

-Μα κοίταξε τον, πάει κόντρα στη φύση μας! Μας ρεζιλεύει, έλεγε ο πατέρας του ξανά και ξανά.

Η μητέρα του έσφιγγε τα δόντια κι επαναλάμβανε τις ίδιες δικαιολογίες που έλεγε και στον εαυτό της.

-Δεν είναι τεμπέλικο, είναι που γεννήθηκε διαφορετικός και ξεχωρίζει, μα θα συνετιστεί με τον καιρό.

Μα τα χρόνια περνούσαν και το λάμα γινόταν ακόμη πιο αντίθετο σε οτιδήποτε όριζε η κοινωνία τους. Όντας ο μοναδικός απόγονος της οικογένειας, συχνά οι γονείς του ζητούσαν ν’ αποκτήσουν ένα εγγόνι ή έστω ν’ αποδείξει με κάποιον τρόπο ότι είναι χρήσιμο στην κοινότητα τους.

Εξαιτίας αυτών των προσδοκιών που τον βάραιναν πολύ συχνά επέλεγε να μη μιλά σε κανέναν, και να απομονώνεται. Είχε μάλιστα φύγει από το κοπάδι και επιθυμούσε να βοσκά και να κοιμάται μακριά από την υπόλοιπη ομάδα.

Έβρισκε καταφύγιο σε ένα επιβλητικό δέντρο πάνω σε ένα τεράστιο ύψωμα. Το δέντρο αυτό, ο Deku, όπως τον είχε ονομάσει είχε μια μεγάλη εσοχή στον κορμό του που έκανε το λάμα να θέλει να κουρνιάζει γύρω του. Όταν έβρεχε ή φυσούσε πολύ ο Deku αγκάλιαζε με τα κλαδιά του το λάμα για να το προστατέψει. Εκεί όσα ζώα τον συναντούσαν και τον αποδέχονταν γι’ αυτό που είναι.

Επιπλέον, η θέα που απολάμβανε απ’ το καταφύγιο τον αποζημίωνε για τη δύσκολη ανηφόρα που ανέβαινε κάθε απόγευμα. Το ηλιοβασίλεμα ήταν μαγικό. Τα χιλιάδες χρώματα του ουρανού από το μενεξεδί μέχρι το κόκκινο της φωτιάς συναντιούνταν δημιουργώντας κάθε φορά ένα νέο σχηματισμό. Ο ίδιος κοιτούσε τον ορίζοντα μέχρι να χαθεί κάθε ίχνος φωτός και ύστερα ξάπλωνε στο χώμα και μετρούσε τα άστρα. Του είχαν πει πως αν μετράει λάμα θα κοιμηθεί, αλλά εκείνος δεν ήθελε ούτε να τα βλέπει, που να τα μετρήσει κιόλας.

Κάθε πρωί που το αφεντικό τους τα μετρούσε για να τα στείλει στη δουλειά. Το λάμα πήγαινε συχνά αργοπορημένο, ελπίζοντας να το ξεχάσουν. Δυστυχώς όμως αυτό δε συνέβαινε παρά ελάχιστες φορές που το αφεντικό απ’ τη βιασύνη του είχε μετρήσει λάθος τα λάμα ή που τον κάλυπτε ο παιδικός του φίλος, ο Luis, γιος του αφεντικού του, που παραδόξως, αν και ήταν ένας άνθρωπος συνομιλούσαν με τις ώρες.

Ο Luis του είχε μάθει να παίζει κάποιες μελωδίες στην οκαρίνα του, και κάθε άλλο παρά τεμπέλικο το θεωρούσε. Το λάμα μια μέρα από εκείνες που αρνήθηκε να εργαστεί έφτιαξε μόνος του μια οκαρίνα για τον εαυτό του. Η πρώτη απόπειρα του ήταν λιγότερο σωστή από εκείνη του φίλου του, αλλά στα μάτια του ήταν η πιο όμορφη όλων. Ο ήχος που έβγαινε απ’ την οκαρίνα έμοιαζε να ταξιδεύει μέσα στο δάσος, άλλοτε ξυπνώντας τη φύση κι άλλοτε σκεπάζοντας την πλάση με ησυχία. Ο Luis ήταν πολύ περήφανος για εκείνον και του ζήτησε να φτιάξει κι άλλες, με νέα χρώματα, για να τις πουλήσουν στα κοντινά χωριά.

Από εκείνη τη μέρα δε σταμάτησε να φτιάχνει οκαρίνες και να τους δίνει νέα χρώματα και σχήματα, σαν αυτά που έβλεπε στον ουρανό κάθε απόγευμα. Ένα βράδυ που είχε ανέβει στο καταφύγιο του και συνέθετε μουσική με το φίλο του, σκέφτηκε πως ίσως αυτή να είναι η πιο σημαντική περίοδος της ζωής του.

Τώρα που μπορούσε να δημιουργήσει κάτι νέο, μακριά από την ταμπέλα της τεμπελιάς ή της ντροπής, και πιο κοντά σε αυτό που ο ίδιος ήθελε να πρεσβεύει. Έτσι, αποφάσισε να δώσει στον εαυτό του την ευκαιρία να ξανασυστηθεί στο σύμπαν. Ανέπνευσε βαθιά με την πλάτη του ακουμπισμένη στον Deku, κοίταξε μια προς τον Luis που του χαμογελούσε διάπλατα και μια προς τον ορίζοντα που στεκόταν απέραντος και έτοιμος να τον υποδεχτεί.

Κι εγώ που σας το αφηγούμαι τώρα, δεν είμαι παρά ένα τυχερό πλάσμα που γνώρισε τους δυο φίλους στην περιοδεία τους.

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

Το διήγημα έγραψε η Κατερίνα Δαμιανίδη, στο πλαίσιο του Συνεργείου Δημιουργικής Γραφής