«Επιτέλους ήρθε.»
Ο Κάπα σήκωσε το κεφάλι και κοίταξε έξω στο πεζοδρόμιο. Ένα γαλάζιο μηχανάκι σταμάτησε απότομα μπροστά στο καφενείο. Πάνω του καθόταν ένας αρκετά μεγαλόσωμος και γεροδεμένος άντρας, κάτι που έμοιαζε αρκετά κωμικό δεδομένης της διαφοράς των διαστάσεων μεταξύ επιβάτη και μέσου μεταφοράς. Μπήκε με φόρα στο έρημο κατάστημα και κάθισε στο τραπέζι τους χωρίς να χαιρετήσει. Άναψε τσιγάρο γράφοντας την νέα αντικαπνιστική νομοθεσία στην καλύτερη των περιπτώσεων στα παλιά του παπούτσια κι έκανε νόημα στην σερβιτόρα να του φέρει ένα ελληνικό.
Ο Κάπα και ο Ζήτα τον κοίταξαν ο καθένας με τον τρόπο του. Ο Ζήτα με χαρά, ο Κάπα με επιφύλαξη. Αφού ο καινούργιος θαμώνας άδειασε το ποτήρι του νερού με θορυβώδη τρόπο, ήπιε και μια αργόσυρτη γουλιά καφέ, πρόταξε το τεράστιο χέρι του για να χαιρετήσει τον Κάπα.
«Λάμδα.»
Έσφιξε το χέρι του Κάπα, δίνοντάς του την αίσθηση πως τουλάχιστον δυο δάχτυλά του θα έσπαζαν. Κοιτάχτηκαν μερικά λεπτά αμίλητοι, σαν να προσπαθούσαν να διαβάσουν ο ένας τις προθέσεις του άλλου, σαν μια νοερή παρτίδα πόκερ να παιζόταν πίσω από τις κουρτίνες των ματιών τους, όπου κάθε λάθος κίνηση σημαίνει όχι την ήττα, αλλά τον θάνατο του χαμένου.
«Ο Λάμδα κι εγώ κάναμε μαζί στις φυλακές Τρικάλων. Εσύ;» ρώτησε ο Ζήτα.
«Φυλακές Αργολίδας», είπε ο Κάπα.
«Τι σκατά είχες κάνει;»
Ο Κάπα προτίμησε να μείνει σιωπηλός. Ο μεγαλόσωμος άντρας τον κοιτούσε με μάτια σαν καρφιά. Παρά τον αυγουστιάτικο καύσωνα φορούσε ένα χειμωνιάτικο μπουφάν μηχανής από μαύρο δέρμα, που -παραδόξως- του ‘πεφτε και λίγο μεγάλο. Σαν να διάβασε τις σκέψεις του, τράβηξε το φερμουάρ για να ανοίξει το μπουφάν του, δείχνοντάς του ένα καλά κρυμμένο όπλο.
«Ξυλοδαρμός και αντίσταση κατά της αρχής», είπε ο Κάπα. «Τρία χρόνια το πρώτο, ένα το δεύτερο.»
«Αγροτικό έκανες ρε φλούδα, δηλαδή;» έκανε ο Λάμδα. Γέλασε βραχνά και κοφτά. «Ξέρεις το είδος της δουλειάς που θα σε χρειαστούμε; Εγώ κι ο φίλος μου από εδώ κάνουμε μπούκες. Μπούκα εστί μπαίνω στο τσαρδί του άλλου ή στο μαγαζί του και σηκώνω μετρητά και τιφλαμή.»
«Τιμαλφή εννοείς.»
Λάθος να τον διορθώσει. Τα μάτια του Λάμδα έγιναν μαύρα.
«Κάντο μια φορά ακόμα και θα σε ξεκοιλιάσω σαν αρνί πασχαλιάτικο.»
Κακός υπολογισμός σκέφτηκε ο Κάπα, αλλά δεν θα έκανε πίσω. Τόσα χρόνια στο κουρμπέτι είχε μάθει να μην μασά σε τσαμπουκάδες, μια στάση ζωής που η φυλακή τον έκανε να την εμπεδώσει. Έσφιξε με την σειρά του τα δόντια και κάθισε λίγο καλύτερα για ν’ απαντήσει.
«Εγώ ήρθα για δουλειά κι όχι καλαμπούρια και τσαμπουκάδες. Με θέλετε στο κόλπο, τότε με σέβεστε και τρέχουμε την δουλειά. Δε με θέλετε; Έχει καλώς. Ο καθένας το στρατί του. Αλλά ειρωνείες και αρκουδομαγκιές δεν τις γουστάρω.»
Σαν να τους άρεσε η απάντηση. Χαμογέλασαν συντονισμένα.
«Ωραίος, ρε παλικάρι» είπε ο Ζήτα, «ξέρεις να στέκεσαι στους άλλους. Να σκεφτείς πως σε πέρασα για κανένα φλώρο, που δεν ξέρει που το παν τα τρία. Ε, Λάμδα τι λες;»
Ο Ζήτα ήταν μικρόσωμος και αδύνατος. Το κοντοκουρεμένο κεφάλι του και τα στραβά δόντια του θύμιζαν αρουραίο που μόλις το έσκασε από υπόνομο. Ήταν όμως ένας από τους καλύτερους διαρρήκτες στο Λεκανοπέδιο, με μια διαβολική ικανότητα να βρίσκει τους πιο προσοδοφόρους στόχους. Αυτός ήταν το Μυαλό κι ο Λάμδα τα Μπράτσα. Ωραίο ντουέτο. Ο Κάπα ένα μέτριο ανάστημα, ένα μέτριο παρουσιαστικό, είχε όμως κάνει φυλακή και τους έχει έρθει με τις καλύτερες συστάσεις από τον μεγαλύτερο μπράβο της Αθήνας. Το μήνυμα έλεγε πως ο Κάπα είναι άνθρωπος εμπιστοσύνης, με αποδεδειγμένη στα δύσκολα αξία.
«Λοιπόν ο στόχος μας είναι ένα εξοχικό, εδώ πιο πάνω. Μένει μια γυναίκα, νέα, όμορφη, μελαχρινούλα και χωρίς πολλά πάρε – δώσε. Γύρω στα τριάντα και κάτι. Φεύγει το πρωί να πάει για δουλειά κατά τις εφτά και γύρω στις τέσσερις έχει γυρίσει. Ύστερα κατά τις πέντε, πέντε και μισή είναι πάλι έξω για να πάει στο γυμναστήριο ή για να πάει για τρέξιμο. Αφού γυρίσει κλειδώνεται στο σπίτι και δεν βγαίνει έξω παρά το άλλο πρωί για να πάει για δουλειά. Αν πέφτει σαββατοκύριακο θα βγει πάλι το βραδάκι για κανένα ποτό και θα γυρίσει με κανένα γκόμενο περασμένα μεσάνυχτα. Τον λεγάμενο τον διώχνει τις πρωινές ώρες και μετά τίποτα. Ξανά μανά την ίδια ρότα.»
«Παράξενο.»
«Παράξενο δε λες τίποτα. Την έχουμε στήσει έξω από το σπίτι της, μια μονοκατοικία εδώ πιο πάνω δυο εβδομάδες τώρα και όλο τα ίδια. Καμία αλλαγή.»
«Συναγερμοί στο σπίτι;»
«Τίποτα» Σειρά του Λάμδα να μιλήσει. «Ούτε συναγερμό, ούτε καμιά κλειδαριά της προκοπής καλά – καλά. Ρίχνεις μια κλωτσιά και η πόρτα ξηλώνεται από την θέση της σαν να ‘ναι από χαρτί.»
«Παράξενο.»
«Παράξενο, ξεπαράξενο, το ζουμί είναι πως μιλάμε για μια εύκολη δουλειά. Στο σπίτι θα μπουκάρουμε εγώ κι ο Λάμδα απόψε. Μεσάνυχτα νταν. Εγώ θα σηκώσω τον πρώτο όροφο κι ο Λάμδα το δεύτερο. Θέλουμε έναν τρίτο να είναι στο τιμόνι του αυτοκινήτου που θα φύγουμε. Θα έχουμε ένα βανάκι. Φαντάζομαι πως μπορείς να το φέρεις βόλτα.»
«Ναι. Βέβαια.»
«Ωραία. Άκου καλά. Εμείς μπουκάρουμε. Θα την τρομάξουμε, θα τις ρίξουμε και κανένα χαστούκι και θα σηκώσουμε ό,τι σηκώνεται. Η δουλειά θα διαρκέσει δεκαπέντε λεπτά, με μια απόκλιση βάλε – βγάλε ένα πεντάλεπτο. Εντάξει μέχρι εδώ; Εσύ θα είσαι στο αμάξι. Μόλις μπούμε στο σπίτι, κλείνεις την μηχανή για να μην ακούγεται φασαρία και περιμένεις. Μόλις πεταχτούμε έξω, βάζεις μπρος και χανόμαστε. Το μερίδιό σου θα είναι το ένα πέμπτο. Είσαι μέσα;»
~~{}~~
Ήταν μέσα και τώρα περασμένα μεσάνυχτα ο Κάπα στέκεται πίσω από το τιμόνι, ντυμένος με μαύρα ρούχα και μ’ ένα μαύρο σκούφο που του καλύπτει το πρόσωπο. Τους βλέπει να πηδάνε την λίθινη μάντρα του σπιτιού μιας υπερυψωμένης μονοκατοικίας. Ο Λάμδα μ’ ένα ελαφρύ σπρώξιμο ανοίγει την πίσω πόρτα του σπιτιού και χάνονται κι οι δυο τους μέσα στο σκοτάδι.
Τα λεπτά μοιάζουν ώρες, κάνοντας τις αισθήσεις του να ταλαντώνονται σαν δέντρα στον άνεμο. Χαστουκίζει τον πρόσωπό του μαλακά για να μην χάσει την προσοχή του από τον δρόμο και το σπίτι.
«Λίγες δουλειές σαν κι αυτή απόψε και είμαι λεύτερος”, σκέφτεται ο Κάππα. “Τέρμα οι βρωμιές. Τέρμα τα λαθραία όπλα, τα λαθραία τσιγάρα, οι τραμπουκισμοί και τα μπραβιλίκια. Τέρμα οι μπουνιές, οι κλωτσιές, οι μαχαιριές στα σκοτεινά. Θα ανοίξω μια καφετέρια με την Άννα και θα αφήσω όλα αυτά τα σκατά πίσω μου. Πίσω μου!»
Χαμένος στις σκέψεις του δε βλέπει την φιγούρα της Γυναίκας με το λευκό φόρεμα και τα ματωμένα χέρια να τον κοιτά από το παράθυρο. Και τότε ακούει τα ουρλιαχτά.
~~
Ο Ζήτα είναι στον καθιστικό και ψάχνει τα συρτάρια της σερβάντας. Έχει βρει αρκετά μετρητά, τόσα που απορεί. Πόσα είναι άραγε; Μια γρήγορη ματιά και τα υπολογίζει σε είκοσι χιλιάρικα. Φαντάσου τι θα έχει κρυμμένα πάνω στα πάνω δωμάτια, εκεί που ψάχνει ο Λάμδα. Κοιτά το ηλεκτρονικό του ρολόι και βλέπει πως μένουν άλλα εννέα λεπτά. Έχουν ήδη μέσα έξι λεπτά. Ανοίγει ένα συρτάρι και βλέπει μια μικρή κοσμηματοθήκη.
«Κομπλέ! Σαν σουβλάκι.» λέει ενώ πετά την κοσμηματοθήκη στην τσάντα του.
Τότε ακούγονται από τον πάνω όροφο πνιχτά βογκητά κι ένα σώμα να σέρνεται στο πάτωμα. Ένα έπιπλο ανατρέπεται και πέφτει, ήχοι γυαλιών που σπάνε στο ξύλινο πάτωμα.
«Τον μαλάκα. Θα μας ακούσουν όλοι.» Αφουγκράζεται προσεχτικά. Ησυχία. Έπειτα ακούγεται μια πνιχτή κραυγή κι ένα χτύπημα, ένας κρότος σαν κάποιο μεγάλο αντικείμενο να κοπανάει στον τοίχο. Μια, δυο, τρεις και σιωπή. Και μετά, μέσα στο σκοτάδι, ένα χαμηλόφωνο γυναικείο γέλιο, κρύο σαν πάγος και κοφτερό σαν ατσάλι. Ο Ζήτα έχει μείνει ακίνητος, κοιτώντας την σκάλα που οδηγεί στον πρώτο όροφο, με μια τρελή σκέψη να χοροπηδάει μέσα στο μυαλό του, να πετάξει ό,τι κλοπιμαίο κρατά, να βγει έξω μέσα στην νύχτα και να αρχίσει να τρέχει χωρίς να κοιτά πίσω.
Ήχος γυμνών πελμάτων ακούγεται πίσω του, κάτι που του φέρνει μια ξαφνική ανατριχίλα από τον λαιμό έως τα γόνατα. Μην κοιτάξεις πίσω σου, ακούει την σκέψη του να του ουρλιάζει από μια γωνιά του ζαλισμένου του μυαλού. Αργά, με κομμένη την ανάσα γυρίζει. Ο κρότος της πόρτας που κλείνει με δύναμη τον τρομοκρατεί. Παραπατά και πέφτει ανάσκελα, με τα πόδια στο ταβάνι, σαν χελώνα. Το όπλο του πέφτει και χάνεται πίσω από μια καρέκλα, λες κι είναι ζωντανό και αποφασίζει να παίξει κρυφτό.
Τότε την νιώθει, σαν παγωμένο αέρα στην πλάτη του, να τον παρατηρεί όπως ο λύκος παρατηρεί το αρνί πριν το κατασπαράξει. Πρώτα βλέπει τα γυμνά πόδια της να το πλησιάζουν. Σηκώνει τα μάτια του. Φοράει ένα λινό νυχτικό, τόσο λεπτό που από κάτω του διακρίνει το ιδρωμένο κορμί της. Τα χέρια της είναι κατακόκκινα, βαμμένα με πηχτό αίμα, τα μεγάλα νύχια της είναι μαύρα, το στήθος της ανεβοκατεβαίνει ρυθμικά με αργές, ήρεμες αναπνοές. Τα εβένινα μαλλιά της πέφτουν ανάκατα πάνω στους γυμνούς της ώμους. Τα χείλια της είναι γεμάτα αίμα και τα μάτια της δυο άδειες τρύπες γεμάτες σκοτάδι και μίσος.
Χαμογελάει, εμφανίζοντας δυο τεράστιους κυνόδοντες. Ο Ζήτα την κοιτά κι εκείνη την στιγμή πετάει από πάνω του και το τελευταίο ψήγμα πνευματικής διαύγειας. Το μυαλό του μετατρέπεται σε μια άμορφη μάζα ζελέ κι αρχίζει να ουρλιάζει. Ουρλιάζει με όλη την δύναμη που τα πνευμόνια του μπορούν να βγάλουν, αλλά τα χέρια της Γυναίκας τον αρπάζουν από τον λαιμό και τον σηκώνουν ψηλά σαν παιδική κούκλα.
Τα δόντια μπήγονται στον λαιμό του, ενώ τα χέρια τραβάν με δύναμη κι ο Ζήτα μια στιγμή πριν μετατραπεί σε ένα ακέφαλο πτώμα, σκέφτεται πως ίσως όλα είναι ένα όνειρο και πως ξαφνικά θα ξυπνήσει στο δωμάτιό του, δίπλα στη γκόμενά του (μια μπαργούμαν από το Κερατσίνι), ελαφρώς μεθυσμένος από αλκοόλ και χασίς. Και μετά οι σκέψεις κόβονται, το πτώμα πέφτει μ’ ένα δυνατό γδούπο στο πάτωμα και το κεφάλι εκτοξεύεται μισοφαγωμένο μέσα στον νεροχύτη.
~~
Τώρα ο Κάπα κοιτάει την Γυναίκα. Έχει βγει στην είσοδο και του κάνει νόημα με το αιματοβαμμένο νύχι της να πλησιάσει. Μέσα στο σκοτάδι, το φως του φεγγαριού την λούζει, τονίζοντας την απόκοσμη ομορφιά της και κάνοντας τα μάτια της να αστράφτουν σαν ασημένιοι φανοστάτες. Νιώθει τα πόδια του να έχουν γίνει σαν από λάστιχο, αλλά δεν μπορεί να μην κοιτάζει, δεν μπορεί να στραφεί αλλού καθώς το χέρι σηκώνεται ξανά και τον καλεί.
Η Γυναίκα σηκώνει αργά το νυχτικό της, αποκαλύπτοντας τα γυμνό σώμα της. Ο Κάπα νιώθει ξαφνικά να παραδίδεται σε μια δίνη αβυσσαλέου τρόμου και λαγνείας, σαν αυτόματο ανοίγει την πόρτα και κατευθύνεται προς αυτή, χαμένος από την πραγματικότητα. Τα χέρια της Γυναίκας ανοίγουν για να τον υποδεχτούν, το ίδιο και το γεμάτο λευκά δόντια, χαμόγελό της
~~{}~~
Μετά από τρεις ημέρες η Αστυνομία θα πάει μαζί με τον γερανό για να αποσύρουν το βανάκι, που θα θεωρηθεί τεκμήριο, για σχεδιαζόμενη απόπειρα διάρρηξης. Οι σεσημασμένοι καταζητούμενοι δεν θα βρεθούν, αλλά “είναι θέμα χρόνου να τους βρουν”. Αυτά θα πει ο Υπαστυνόμος στην Γυναίκα, ενώ θα της παίρνει κατάθεση στο μοντέρνο και καλόγουστο σαλόνι του πρώτου ορόφου. Η Γυναίκα, αν και βαθύτατα τρομαγμένη, θα προσφέρει τσάι και γλυκό στον Υπαστυνόμο και θα τον διαβεβαιώσει πως ούτε άκουσε, ούτε είδε τίποτα τις τελευταίες μέρες.
Θα ζητήσει και συγνώμη που δεν θα μπορέσει να βοηθήσει περισσότερο, κάτι που ο Υπαστυνόμος θα της διαβεβαιώσει ότι δεν πειράζει. Θα της αφήσει το τηλέφωνό του να τον καλέσει όποτε μπορεί, μαζί μ’ έναν διακριτικό υπαινιγμό για μελλοντικό ραντεβού. Αφού θα μπει στο περιπολικό και θ’ απομακρυνθεί, η Γυναίκα θα πετάξει το χαρτί στον κάδο της ανακύκλωσης.
Στην πίσω πλευρά του σπιτιού, στον μικρό κήπο, ανάμεσα σε μια αμυγδαλιά και μια λεμονιά, θα είναι θαμμένα τρία μισοφαγωμένα πτώματα.
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
Το διήγημα έγραψε ο Διονύσης Γεωργάτος, στο πλαίσιο του Συνεργείου Δημιουργικής Γραφής