Το σπίτι ήταν στην καρδιά ενός μικρού λόφου στην άκρη του χωριού. Ήταν απόμερο και έβλεπε στα χωράφια και τους αγρούς της εξοχής. Δεν ήταν και κανένα σπουδαίο σπίτι —ήταν σχεδόν τριάντα ετών, κάπως τετράγωνο, κάπως βαρύ, χτισμένο με τούβλα, και είχε τέσσερα παράθυρα στην πρόσοψη. Γενικά το μέγεθος και οι αναλογίες του ήταν ως επί το πλείστον τέτοιες, που δεν θα μπορούσες να τις χαρακτηρίσεις ευχάριστες για το μάτι.
Ένα άλλο μικρό προβληματάκι που είχε το σπίτι ήταν πως του έλειπε η σκεπή. Είχε πέσει πριν δέκα χρόνια, στην Μεγάλη Μάχη, και από τότε οι τοίχοι του μάζευαν συνεχώς σκόνη και υγρασία.
Ή μάλλον, οι τοίχοι θα μάζευαν σκόνη και υγρασία, αν υπήρχαν: είχαν πέσει κι αυτοί μαζί με την σκεπή.
Τελικά, το μόνο που είχε απομείνει από το σπίτι ήταν το κάπως τετράγωνο περίγραμμα του στο τσιμέντο.
Ο Αρθούρος βρισκόταν στη μία από τις τέσσερις γωνίες του κάποτε σπιτιού και άδειαζε την κύστη του. Ήταν ένα συνήθειο που είχε από την εποχή που σε αυτό ζούσε ένας ακροδεξιόφρων ταχυδρόμος, και που συνέχισε να το τηρεί και μετά την απώλεια της φυσικής ύπαρξης του οικήματος.
Τίναξε καλά τα μαλλιά του στον αέρα και επέστρεψε στο ταξί του. Πέντε λεπτά αργότερα βρισκόταν στην πιάτσα ταξί του Γαλαξιδίου.
—Αλίκης Μπομπονέα 204. Και γρήγορα.
—Καλησπέρα και σε σένα, αγαπητέ βιαστικέ πελάτη.
Χαμογελώντας, κοίταξε από τον καθρέφτη στο πίσω κάθισμα του ταξί.
Ένας περίεργος τύπος με μαύρο γυαλιστερό σακάκι, γυαλιά ηλίου και καπελάκι “ΕΚΚΕΝΩΣΕΙΣ ΒΟΘΡΩΝ – Ο ΠΡΙΓΚΙΠΑΣ” κοίταζε έξω από το παράθυρο. Το γεγονός ότι φορούσε γυαλί ηλίου δέκα το βράδυ, και πως κοιτούσε ένα μισογκρεμισμένο τοίχο με ένα μίζερο γκραφίτι “ΣΟΥΛΑ ΣΑΓΑΠΑΟ. ΜΑΛΛΟΝ”, έκαναν την ήδη σουρεαλιστική ύπαρξή του ακόμα πιο περίεργη.
Το ταξί ξεκίνησε να τσουλάει.
—Στην παλιά βιομηχανική περιοχή δεν είναι αυτό;
Δε πήρε καμία απόκριση. Ο Αρθούρος ξεφύσηξε με έναν αρχαίο ηπειρώτικο τρόπο που σήμαινε “Γαμώ την τύχη μου με τον παπάρα που μπλέξαμε βραδιάτικα”.
—Σας πειράζει να βάλω λίγο μουσική;
Δύο χιλιόμετρα πιο μακριά υπήρχε μία λίμνη με βατράχια. Ο Αρθούρος άκουσε τους κοαζμούς τους.
Έφτασαν στις εγκαταλελειμμένες αποθήκες ΦΙΝΓΚΕΡ ΣΠΙΝΕΡ ΑΒΕΕ.
—Πού θέλετε να σας αφήσω;
Ο τύπος δεν αντέδρασε. Ο Αρθούρος κούνησε έντονα τα χέρια στον αέρα για να του τραβήξει την προσοχή. Ο τύπος γύρισε αργά και φάνηκε να βγάζει κάτι σαν ωτοασπίδες από τα αυτιά του.
—Πού ακριβώς θέλετε να κατεβείτε;
—Εκεί στην αλάνα, έδειξε με το χέρι του κάπου γενικά, σα να μη νοιαζόταν και ιδιαίτερα για το ακριβές μέρος.
Ο Αρθούρος άρχισε να αγριεύεται λίγο. Το μέρος ήταν έρημο σα μαγαζί που παίζει Πυξ Λαξ, ήσυχο σα μάρτυρα κατηγορίας σε δίκη εφοπλιστών, σκοτεινό σα τουαλέτα που έχει χαλάσει ο αισθητήρας κίνησης. “Ιδανική τοποθεσία για ληστεία!” θα έλεγε η περιγραφή του στο Airbnb.
—Είναι εφτά και πενήντα… είπε με σχεδόν αυτοπεποίθηση.
—Μάλλον ξέχασα το πορτοφόλι στο σπίτι μου. Έχω όμως μαζί μου αυτό.
Και με μία γρήγορη κίνηση έβγαλε από την τσέπη του κάτι που έμοιαζε με μπλε μπανάνα και το κόλλησε στον κρόταφο του Αρθούρου.
—Μη κάνεις καμιά ηλιθιότητα. Αν διακρίνω την παραμικρή κίνηση, μέσα σε κλάσματα ο Υποδιαμορφωτής Συνειδήσεων Φλέσλαιτορ που κρατάω στο χέρι μου θα μετατρέψει τον μικρό σου εγκέφαλο σε έναν άγευστο πουρέ.
—Ούτως ή άλλως δεν υπάρχει γευστικός πουρές, είπε και σήκωσε τα χέρια ψηλά.
—Πες μου τι γνωρίζεις για τους Κοκμπλοκιανούς και την επικείμενη επίθεση του Βατζάινους Κέγκελμπολ.
“Σκατά Στεγόσαυρου”, σκέφτηκε ο Αρθούρος, “μάλλον μας την έπεσαν οι Αντισέπτικον…”
~ . ~
Πριν περίπου από είκοσι χρόνια, το 2087, εμφανίστηκαν ξαφνικά στη Γη τα Ώτομποτς: γιγαντιαία ευφυή ρομπότ που μπορούσαν να μεταμορφωθούν σε αυτοκίνητα. Πλανήτης τους ήταν ο Καγκούριον K1312, ο οποίος καταστράφηκε όταν ένας πλανήτης από ένα γειτονικό νεφέλωμα δεν είδε έγκαιρα την αλλαγή χρώματος του Ηλίου από υπεριώδες σε υπέρυθρο και έπεσε πάνω τους. Αναζητώντας κάποιο νέο πλανήτη προς μετοίκηση επέλεξαν τη Γη, επειδή “όπως την είδαμε από μακριά είχε πολλά φωτάκια”.
Όντας πρακτικά ένα πολύ εξελιγμένο είδος ηλεκτρονικού υπολογιστή, τα Ώτομποτς επικοινωνούνε στα Ελληνικά, τη μοναδική γλώσσα που καταλαβαίνουν οι ηλεκτρονικοί υπολογιστές. Έτσι εγκαταστάθηκαν στην Ελλάδα, για να μπορέσουν να μελετήσουν πιο εύκολα τους κατοίκους αυτού του πλανήτη. Τα αυτοκινούμενα αμάξια χωρίς οδηγούς ήταν ήδη συνηθισμένα, οπότε ένα Ώτομποτ που κινείται στους δρόμους παρατηρώντας τους ανθρώπους δεν ήταν καθόλου περίεργο. Στις ελάχιστες περιπτώσεις που η συμπεριφορά ενός Ώτομποτ δεν συμβάδιζε με την Ελληνική οδηγική παράδοση, όλα λύνονταν εύκολα με μία Χριστοπαναγία.
Επτά χρόνια μετά τον ερχομό των Ώτομποτς, εμφανίστηκε στη Γη η απειλή των Αντισέπτικον, των ρομπότ που έχουν την ικανότητα μεταμορφώνονται σε αεροπλάνα. Καταγόμενα από τον ροζ νάνο Ίμπερ Ζ1488 του σπειροειδή τιτανογαλαξία των γυάλινων πλανητών Υάλισμορ, τα Αντισέπτικον αποτελούν την πρώτη γραμμή επίθεσης μιας καλολαδωμένης πολεμικής μηχανής. Εφοδιασμένα με μηχανισμούς Παρεκτόξευσης Υπερτοξικών Υγρών, σκοπός των Αντισέπτικον είναι να σκοτώσουν οποιονδήποτε οργανισμό θεωρούν επικίνδυνο για τη φυλή τους πριν αυτή αποβιβαστεί σε κάποιον νέο πλανήτη. Και στην περίπτωση της ποταπής Γης, αυτά τα επικίνδυνα για τους Ιμπέριους μικρόβια είναι οι άνθρωποι.
Έπειτα από μήνες αναζήτησης των πιο επικίνδυνων οργανισμών, οι Αντισέπτικον αποφασίζουν τελικά να επιτεθούν στην Ελλάδα αφού κατάλαβαν πως εκεί εδράζει η ομάδα Έψιλον του Γεωργίου Γκιόλβα με το υπερόπλο Μπέβατρον. Σε αυτό το σημείο πρέπει να τονίσουμε πως πέρα από την επικινδυνότητά τους, τα Αντισέπτικον φημίζονταν επίσης για την βαρηκοΐα τους. Το γεγονός πως μπέρδεψαν στις επικοινωνίες που υπέκλεπταν το “Μπέβατρον” με τον ορκισμένο εχθρό τους “Μέγκατρον” δε θα έπρεπε να κάνει σε κανέναν εντύπωση.
Σε μία μάχη που κράτησε βδομάδες ολόκληρες και έμεινε γνωστή ως η Δεύτερη Μεγαλύτερη Μάχη Μετά Την Πρώτη Η Οποία Είχε Γίνει Πριν Πάρα Πολλά Χρόνια Αλλά Κανείς Δε Θυμάται Γιατί, οι Έλληνες με την βοήθεια των Ώτομποτ πολέμησαν νικηφόρα τους Αντισέπτικον και τους έστειλαν πίσω στον Ίμπερ Ζ1488. Διαγαλαξιακά ταμπλόιντ της εποχής ανέφεραν πως στο γυρισμό τους οι Αντισέπτικον έχασαν τη στροφή μετά τον αστερισμό του Μπατπλαγκόρ, και οδηγώντας για πολλά έτη φωτός μακριά από τον προορισμό τους τελικά έμειναν από καύσιμα. Αναγκάστηκαν να γυρίσουν στο γαλαξία τους κάνοντας ωτοστόπ.
Η συμμαχία Ελλήνων και Ώτομποτς κράτησε για χρόνια και βοήθησε τη χώρα να αναπτυχθεί γεωργικά και βιομηχανικά. Αυτό φυσικά είχε ως αποτέλεσμα τη δυσφορία της υπόλοιπης Ευρασίας. Έτσι ανακοίνωσαν το νέο ΕΣΠΑ 2074-78 “Ανακύκλωση Τεράστιων Ηλεκτρικών Συσκευων” με το οποίο έδωσαν τη δυνατότητα στους παλαίμαχους πολεμιστές της Δεύτερης Μεγαλύτερης Μάχης Μετά Την Πρώτη Η Οποία Είχε Γίνει Πριν Πάρα Πολλά Χρόνια Αλλά Κανείς Δε Θυμάται Γιατί να δώσουν το Ώτομπότ τους για ανακύκλωση και να πάρουν το νέο ρομπότ-βοηθό “Σ4Α”, ήτοι Σκούπισμα-Σιδέρωμα-Συγύρισμα-Στοίχημα-Αυνανισμος. Ένα εξάμηνο μετά οι καλλιέργειες ξεράθηκαν, τα εργοστάσια έκλεισαν, και η μαλακία πήγε σύννεφο.
Ελάχιστοι οδηγοί Ώτομποτς κατάλαβαν τη λογική του προγράμματος αυτού, το οποίο χαρακτήρισαν ως “Το ΕΣΠΑ της Βάρκιζας”. Δίνοντας πλαστά χαρτιά περί ανακύκλωσης, κράτησαν τα Ώτομποτ τους και αποσύρθηκαν σε ένα ήσυχο μέρος της Ελλάδας στο οποίο κανείς δε θα τους έψαχνε.
Έτσι, δώδεκα παλιοί συμπολεμιστές βρέθηκαν στο Γαλαξίδι κάνοντας καθημερινές δουλειές, χωρίς κανείς να γνωρίζει πως τα αυτοκίνητα που χρησιμοποιούσαν επαγγελματικά είναι Ώτομποτ. Ιδρύουν επίσης τον “ΣΥΝΔΕΣΜΟ ΠΑΛΑΙΜΑΧΩΝ ΟΔΗΓΩΝ ΩΤΟΜΠΟΤ ΓΑΛΑΞΙΔΙΟΥ – ΤΟ ΤΑΚΑΚΙ” ώστε οι συχνές συναντήσεις τους να μη κινούν υποψίες. Μέσα σ’ αυτή την ντουζίνα ρομαντικών βρίσκουμε και τον Αρθούρο μαζί με τον PinacoLada, το αλκοολικό Ώτομπότ του.
Ο PinacoLada —για τους φίλους Πίνα— ήταν Lada του ’78. Μετά το τέλος της Δεύτερης Μεγαλύτερης Μάχης Μετά Την Πρώτη Η Οποία Είχε Γίνει Πριν Πάρα Πολλά Χρόνια Αλλά Κανείς Δε Θυμάται Γιατί, ο Πίνα —που σαφώς είχε επιζήσει εφόσον ήταν Lada— είχε έντονα συμπτώματα Μετατραυματικού Στρες. Αυτό δυστυχώς τον οδήγησε στον αλκοολισμό, όπως και πολλά άλλα Ώτομποτς. Δεν ήταν καθόλου σπάνιο φαινόμενο εκείνη την εποχή να βλέπεις δίπλα σου στο μπαρ ένα Ώτομποτ να μπεκροπίνει.
Από τις πρώτες ενέργειες του τότε νεοσύστατου Υπουργείου Ρομποτικής Πρόνοιας και Θρησκευμάτων ήταν να προσπαθήσει να καταπολεμήσει το φαινόμενο του αλκοολισμού στα Ώτομποτς. Για το σκοπό αυτό τοποθέτησαν στην είσοδο κάθε μαγαζιού που πουλούσε αλκοόλ μία οθόνη, η οποία επέτρεπε στον πελάτη να εισέλθει μόνο εφόσον επέλεγε όλες τις εικόνες που απεικόνιζαν φανάρια ή λεωφορεία. Για έναν άγνωστο λόγο που χάνεται στα βάθη των αιώνων, τα Ώτομποτς δε μπορούσαν να περάσουν αυτό το τεστ.
Όμως ας επιστρέψουμε στο τώρα: βρισκόμαστε μέσα στο ταξί του Αρθούρου, όπου ένας πολύ περίεργος τύπος τον απειλεί…
~.~
“Σκατά Στεγόσαυρου!”, σκεφτόταν και ξανασκεφτόταν ο Αρθούρος όλη αυτή την ώρα που διήρκησε η ιστορική αναδρομή, μέχρι να ξαναβρεθεί στο επίκεντρο της προσοχής μας, “μάλλον μας την έπεσαν οι Αντισέπτικον…”
—Ξέρεις πως δεν ωφελεί να φωνάξεις. Είμαστε μόνοι στο πουθενά.
—Και τι σε κάνει να πιστεύεις πως θα προδώσω τους φίλους μου, εξωγήινη παλιοχλωρίνη;
Ο τύπος με την εμφάνιση ανώμαλου μπανιστηρτζή χαμογέλασε.
—Χαίρομαι που έχεις ήδη καταλάβει τη μη γήινη καταγωγή μου. Οπότε θα μπω κατευθείαν στο ψητό, που λέτε και σεις: σας παρακολουθούμε εδώ και χρόνια, γνωρίζουμε όλες τις αδυναμίες σας. Απάντησε στις ερωτήσεις μου, αλλιώς έχω τον τρόπο μου να σε κάνω να μιλήσεις.
—Βασάνισέ με όσο θες! Αντέχω τον πόνο, νομίζω, και δε με νοιάζει να πεθάνω.
—Ω, δεν είχα σκοπό να σου κάνω κάτι απλό και σύντομο. Σκεφτόμουν κάτι πιο επώδυνο. Ας πούμε, έχω εδώ μαζί μου κάτι τάπερ που πριν είχαν λαδερά φαγητά. Τι θα έλεγες να τα καθαρίσεις;
Ξαφνικά ο Αρθούρος σοβάρεψε.
—Επίσης, μόλις βρήκα στην τσέπη μου μία ενυδατική κρέμα. Τι θα έλεγες να σου βάλω λίγο στα χέρια;
Ο Αρθούρος ξεροκατάπιε.
—Και τι είναι αυτό εδώ; Α, μια κασέτα του Ρετιρέ! Πώς θα σου φαινόταν να την βάλουμε σε αυτό εδώ το φορητό video player που τυχαίνει να…
—Σταμάτα, φτάνει! Κέρδισες. Πες μου τι θέλεις να μάθεις…
—Ωραία, χαίρομαι που συνεννοούμαστε. Όπως σου είπα, θέλω απλά να μάθω ό,τι γνωρίζεις για τον ηγέτη των Κοκμπλοκιανών: τον Βατζάινους Κέγκελμπολ, την ύπουλη κενταυροκαρέκλα με τα πόδια κενταύρου και το σώμα καρέκλας.
—Δεν έχω ιδέα για τι πράγμα…
—Πάψε ψεύτη! Μην υποτιμάς τη νοημοσύνη μας. Πλέον ξέρουμε με σιγουριά πως εσύ και η φυλή σου κατέχεται την Απόλυτη Γνώση.
—Μα τι στα…
—Ξέρουμε το τελετουργικό. Οι ανθρωποι μπαίνουν καθημερινά στα οχήματά σας και αναφέρουν μία οδό. Έπειτα, για τη διάρκεια της διαδρομής λαμβάνουν από εσάς απαντήσεις για τη Ζωή, το Σύμπαν, τα Πάντα. Ερωτήσεις που υπό άλλες συνθήκες θα απαιτούσαν δεκαετίες μόνο και μόνο για να μελετηθούν, απαντώνται από εσάς μέσα σε δέκα λεπτά.
—Σου λέω αλήθεια, δε ξέρω για τι…
—Εσείς, οι Ταρίφες, η Μυστική Φυλή των Ταξιτζήδων, είστε ο Υπερυπολογιστής που γνωρίζει Τα Πάντα. Είστε ενήμεροι για την ύπαρξη των “σαυρανθρώπων”, όπως χαϊδευτικά τους αποκαλείτε, και τις σπηλιές τους στα έγκατα της Γης. Πίσω στο γαλαξία μας ονομάζονται Σαλαμανδρινοί —αλλά μάλλον κι αυτό το ξέρετε ήδη. Έχετε αποκαλύψει τη συνεργασία των κυβερνήσεων σας με τους εξωγήινους από τον Σορόδιο Κ28, καθώς και τον εδώ μυστικό πρεσβευτή τους, Τζορτζ Σόρος. Για δεκαετίες θεωρούσε πως η πραγματική του ταυτότητα είναι άγνωστη —πόσο αφελής! Και ο πιο νέος Ταξιτζής γνωρίζει πως είναι απλά ένας πράκτορας των Σοροδιανών!
—Μα τι στο διάολο λες τόση ώρα;
—Ω, σταμάτα πια το θέατρο! Γνωρίζουμε τα πάντα για εσάς, που γνωρίζετε Τα Πάντα. Έχετε γνώση για τον γενετικό προγραμματισμό των ανθρώπων με τα Εμβόλια, τη Μυστική Βάση στη σκοτεινή πλευρά της Σελήνης, το χάραγμα του Θηρίου, το Πείραμα της Φιλαδέλφειας… Θέλουμε απλά να μας πεις πώς εχετε φτάσει μέσα σε ελάχιστα χρόνια να κατέχετε Τη Γνώση, καθώς και μαντικές ικανότητες για το μέλλον. Κι εγώ σου υπόσχομαι, στα βιολογικά υγρά των τιμημένων Ντιλντονιανών προγόνων μου, πως θα έχεις έναν πολύ σύντομο θάνατο.
—Δηλαδή δεν είσαι Αντισέπτικον;
—Αντισέπτικον; Χαχα, που τις θυμήθηκες αυτές τις διαγαλαξιακές καθαρίστριες;
Εκείνη ακριβώς τη στιγμή άρχισε να παίζει από τα ηχεία του αμαξιού ένας ήχος, που για κάποιο ανεξήγητο λόγο συγκαταλέγεται στα “μουσικά είδη” της Γης. Ήταν ένα τραγούδι τραπ, ένα κράμα από χαμηλές συχνότητες πάνω από τις οποίες αγουροξυπνημένοι τύποι μετά από ένεση ξυλοκαΐνης στο στόμα εξυμνούν την ηθική υπεροχή των αυτοκινούμενων οχημάτων, της οπλοφορίας και του σεξισμού.
—Κλείσε γρήγορα αυτό τον ηχητικό εμετό! είπε ο εξωγήινος από το πίσω κάθισμα.
—Όπως βλέπεις δε το άνοιξα εγώ, τα χέρια μου είναι στο κεφάλι μου.
—Δε με νοιάζει, απλά σταμάτα το! Το κεφάλι μου…
—Πώς είπατε, θέλετε να το δυναμώσω; Ό,τι πει ο πελάτης! Πίνα, δώσε λίγο παραπάνω ένταση να γουστάρει ο κύριος…
Η ένταση δυνάμωσε, τα παράθυρα άρχισαν να τρίζουν.
“Γκάζι, φρένο,
Στο κλαμπ με την τετάρτη μπαίνω,
Φρένο, γκάζι,
Η γκόμενα κοιτάει με νάζι.
Μπουμ μπουμ μπουμ!
Σκάει η εξάτμιση.
Μπουμ μπουμ μπουμ!
Τα σπάει η ανάρτηση.”
—Ποιος είναι ο Πίνα; Όχι! Σταμάτα το!
—Τσκ, τσκ, μα δεν είστε καθόλου καλλιεργημένοι εσείς οι Ντιλντονιανοί… Είναι δυνατόν να μη σας αρέσει η τραπ;
Ο Ντιλντονιανός έπεσε αναίσθητος στο πίσω κάθισμα. Μία μικρή πορτούλα σε μέγεθος κέρματος άνοιξε στον κρόταφό του, από την οποία βγήκε παραπατώντας ένα μικρό εγκεφαλάκι και φώναξε με την ψιλή φωνούλα του: “Δεν είναι δυνατόν… Τόσες χιλιάδες χρόνια εξέλιξης… πολιτισμικής… υπεροχής… Πώς κατέληξαν σε… αυτά… τα… μουσικά πρωτόγονα και… στιχουργικά… ανώριμα… σκουπίδια;”.
Στο χέρι κρατούσε ένα μικροσκοπικό πιστόλι, με το οποίο και αυτοκτόνησε.
—Πίνα, σε παρακαλώ κλείσε αυτή την αηδία.
—Μα είναι ο καινούργιος δίσκος του TurboMasturbator47!, διαμαρτυρήθηκε η ηλεκτρονική φωνή του Πίνα από τα ηχεία του αυτοκινήτου.
—Πίνα, καταλαβαίνω πως εφόσον είσαι αμάξι, είσαι από τη φύση σου κάγκουρας. Αλλά μα τη μπαναγία, αυτό το πράγμα δεν ακούγεται.
—Ω μωρέ Αρθρούρε, μια ζωή ξενέρωτος…
—Τέλος πάντων, θα αφήσω να τελειώσει το τραγούδι, αλλά μόνο και μόνο επειδή μου έσωσε τη ζωή. Όμως δε θα ξαναβάλεις τραπ όταν είμαι εγώ μες στο αμάξι.
—Πφ, καλά.
—Δε μου λες, άκουγες τι έλεγε τόση ώρα ο τύπος;
—Φυσικά και άκουγα! Απλά περίμενα να καταλάβω ποιος είναι. Όταν είπε πως είναι Ντιλντονιανός, θυμήθηκα πως αυτοί οι δηθενάδες ακούνε κάτι παπαριές σα τη δική σας όπερα, ακριβώς επειδή είναι πολύ ευαίσθητοι σε χαμηλές συχνότητες. Οπότε ήξερα πως σίγουρα δε θα άντεχε την τραπ. Από την άλλη ήθελα να σε δω λίγο να υποφέρεις, οπότε είπα να μην επέμβω άμεσα.
—Είσαι λίγο αρχιδάκι Πίνα.
—Λίγο όμως, όσο πατάει ωμέγα τρως.
—Τι πράγμα;
—Ο Μέγατρον! Ο Μέγατρον, γαμώ το ωτοκορέκτ μου!
—Τελικά τα παλιά τα χρόνια με το Τ9 ήσασταν καλύτερα. Τέλος πάντων, πάω να συμμαζέψω αυτή την αηδία από το πίσω κάθισμα και την κάνουμε. Κερνάω Γουάιτ Γράσιαν (σ.μ: Γουάιτ Ράσιαν με γράσο).
—Αυτός είναι ο οδηγός μου!
Ο Αρθούρος πέταξε τον Ντιλντονιανό και τον ξενιστή του σε ένα παρακείμενο χαντάκι.
—Πάντως πρέπει να δώσω άμεσα αναφορά στην Κεντρική Στοά των Ταριφών, είπε σκεπτικά ο Αρθούρος. Αυτή τη φορά έφτασαν πολύ κοντά μας οι καργιόληδες. Πάρα πολύ κοντά…
Ο Πίνα ξεκίνησε για το Γαλαξίδι. Είχε αρχίσει να ψιχαλίζει.
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
Το διήγημα έγραψε ο Γιώργος Μαργαρίτης, στο πλαίσιο του Συνεργείου Δημιουργικής Γραφής.
Διαβάστε και το μπλογκ του. gmargari.wordpress.com